Η καθιέρωση του θεσμού των λαϊκών αγορών
September 7, 2014 · by chronontoulapo
Κατά την πρώτη πενταετία μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ένα πρόβλημα που ταλάνιζε κυρίως τους κατοίκους των αστικών κέντρων ήταν οι ανατιμήσεις των βασικών ειδών διατροφής. Καθημερινά οι τιμές των αγαθών ευρείας κατανάλωσης αυξάνονταν, γεγονός που μείωνε την αγοραστική δυνατότητα των λαϊκών στρωμάτων. Όλα τα μέτρα που έλαβαν κατά καιρούς οι κυβερνήσεις από το 1924 έως το 1928 για την πάταξη της αισχροκέρδειας αποδείχτηκαν ατελέσφορα. Τελικά η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1928 προσανατολίστηκε στην ιδέα της δημιουργίας λαϊκών αγορών. Στο θέμα αυτό θα αναφερθώ στο σημερινό post.
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1928 παράγοντες του υπουργείου της Εθνικής Οικονομίας ανακοίνωσαν στους δημοσιογράφους ότι καταρτιζόταν το διάταγμα «περί συστάσεως και λειτουργίας των λαϊκών αγορών». Εξηγώντας τη σκοπιμότητα του μέτρου δήλωναν: «Το σύστημα τούτο εφαρμόζεται σήμερον εις πολλάς επαρχίας της Ελλάδος με αρκετά καλά αποτελέσματα, ιδίως εις την Χαλκίδα και την Τρίπολιν. Η εφαρμογή του πρόκειται ήδη να επεκταθή και εις την πρωτεύουσαν προς τον σκοπόν ν’ απλοποιηθή η διαδικασία της αγοράς και πωλήσεως των τροφίμων (και ιδίως των λαχανικών), κυρίως δε ίνα παύση η μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών μεσολάβησις τρίτων. Κατά την γνώμην των ειδικών η σημερινή εντελώς αδικαιολόγητος υπερτίμησις των τροφίμων οφείλεται πρωτίστως εις την παρέμβασιν των μεσαζόντων, οι οποίοι διά της συστάσεως των λαϊκών αγορών αχρηστεύονται. Εις τας λαϊκάς αυτάς αγοράς, αι οποίαι θα λειτουργούν εις τας διαφόρους συνοικίας προς το παρόν των Αθηνών και μετέπειτα του Πειραιώς, οι παραγωγοί θα υποχρεωθούν να μεταφέρουν τα προϊόντα των, διά να γίνεται απ’ ευθείας η πώλησις αυτών προς τους καταναλωτάς εις τιμήν χονδρικής πωλήσεως» (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 2ας Δεκεμβρίου 1928).
Ο τότε Γενικός επόπτης της Αγορανομίας Πειρουνάκης είχε αναλάβει, σε συνεργασία με εκπροσώπους της Δημοτικής Αρχής, να βρει τους αναγκαίους χώρους σε κάθε συνοικία για τη λειτουργία των αγορών αυτών. Πέντε μήνες αργότερα (την 8η Μαΐου 1929) εκδόθηκε από τη Διεύθυνση της Αστυνομίας Πόλεων διαταγή «περί μέτρων τάξεως εν ταις λαϊκαίς αγοραίς». Μ’ αυτήν ρυθμίζονταν όλα τα ζητήματα που αφορούσαν τη λειτουργία τους. Συγκεκριμένα:
- Καθοριζόταν η ημερομηνία έναρξης των λαϊκών αγορών και αναφέρονταν οι συνοικίες της Αθήνας, όπου θα γίνονταν: «Άρχονται λειτουργούσαι εν τη πόλει των Αθηνών από της 18ης Μαΐου 1929 και εφεξής καθ’ εκάστην, πλην της Κυριακής, Λαϊκαί Αγοραί. Εκάστην Δευτέραν εις την πλατείαν Κολιάτσου, εκάστην Τρίτην εις τον παρά το τέρμα της οδού Βεΐκου χώρον, εκάστην Τετάρτην εις την πλατείαν Παγκρατίου, εκάστην Πέμπτην εις την λεωφόρον Αλεξάνδρας εις τον προ του 6ου Στρατιωτικού Νοσοκομείου χώρον, εκάστην Παρασκευήν εις την έναντι του Σταθμού Λαρίσης πλατείαν και έκαστον Σάββατον εις την πλατείαν του Θησείου». Ακόμη, για την αποτροπή κυκλοφοριακών προβλημάτων, καθορίζονταν οι χώροι στάθμευσης των οχημάτων, με τα οποία οι παραγωγοί – πωλητές θα έφερναν τα προϊόντα τους (1ο άρθρο).
- Προσδιορίζονταν τα εμπορεύματα που θα πωλούνταν στις λαϊκές αγορές. «Εις τας Λαϊκάς Αγοράς εισκομίζονται παρ΄ εμπόρων χονδρικής και ημιχονδρικής πωλήσεως ως και παραγωγών διάφορα είδη του εμπορίου των ή της παραγωγής των, προ παντός είδη τροφίμων των παντοπωλείων και εδωδιμοπωλείων, λαχανοπωλείων, οπωροπωλείων και διάφορα είδη πουλερικών και προϊόντα ορνιθοτροφίας, απαγορευομένης απολύτως της πωλήσεως ετέρου εμπορεύματος πλην των ως άνω κατονομαζομένων» (2ο άρθρο).
- Λαμβανόταν πρόνοια για την οργάνωση του χώρου των λαϊκών αγορών. Η αστυνομική υπηρεσία θα καθόριζε ξεχωριστά μέρη «διά την πώλησιν εκάστου είδους τροφίμων». Για παράδειγμα, αλλού θα έστηναν τους πάγκους τους οι λαχανοπώλες και αλλού οι οπωροπώλες (3ο άρθρο).
- Καθορίζονταν οι ώρες έναρξης και λήξης των λαϊκών αγορών. Κατά τη θερινή περίοδο (1 Απριλίου – 30 Σεπτεμβρίου) θα διαρκούσαν από την 6η π. μ. έως τις 12.30΄μ. μ., ενώ κατά τη χειμερινή (1 Οκτωβρίου – 31 Μαρτίου) από την 7η π. μ. έως τις 13.30΄μ. μ.. Επιτρεπόταν στους εμπόρους να μεταβούν στο χώρο της λαϊκής μια ώρα νωρίτερα, για να τακτοποιήσουν τα εμπορεύματά τους, αλλά απαγορευόταν στο διάστημα αυτό να πουλήσουν προϊόντα (4ο άρθρο).
- Απαγορευόταν σε πλανόδιους να πουλούν τρόφιμα και άλλα είδη στους γύρω δρόμους, όσο θα διαρκούσε η λαϊκή, ή να απλώνουν την πραμάτεια τους στο οδόστρωμα ή στα πεζοδρόμια εμποδίζοντας την κυκλοφορία οχημάτων και πεζών (5ο άρθρο).
- Προσδιορίζονταν οι υποχρεώσεις των εμπόρων – παραγωγών. Συγκεκριμένα έπρεπε:
α. να είναι εφοδιασμένοι με μέτρα και σταθμά ελεγμένα από την Αγορανομία,
β. να αναρτούν σε εμφανές σημείο πινακίδες, όπου θα έγραφαν την τιμή των πωλούμενων προϊόντων,
γ. να φροντίζουν για την καθαριότητα του χώρου,
δ. επιπρόσθετα να μεριμνούν «όπως οι πάγκοι ή τα κοφίνια, όπου θα εκτίθενται τα εμπορεύματα, τυγχάνωσι καθαρά, συγχρόνως δε να λαμβάνουν μέριμνα ίνα καλύπτωνται καταλλήλως τα τρόφιμα εκείνα άτινα είναι φαγώσιμα και άνευ βρασμού» (6ο άρθρο).
- Δινόταν η δυνατότητα στους πωλητές, για να προφυλάξουν τα προϊόντα τους από δυσμενείς καιρικές συνθήκες, να στεγάσουν τους πάγκους τους με πρόχειρες κατασκευές από σανίδες και αδιάβροχα πανιά, τα οποία όμως θα μάζευαν μετά τη λήξη της λαϊκής (7ο άρθρο).
- Ανετίθετο η καθαριότητα του χώρου στις αρμόδιες υπηρεσίες της Δημοτικής Αρχής (8ο άρθρο).
Η αστυνομική διαταγή, η οποία είχε την υπογραφή του αστυνομικού διευθυντή Ι. Καλυβίτη και του προϊσταμένου του υπουργού των Εσωτερικών Κ. Ζαβιτσιάνου ολοκληρωνόταν με την υπόμνηση των συνεπειών που θα είχαν όσοι από τους πωλητές παρέβαιναν τα παραπάνω άρθρα: « Οι παραβάται της παρούσης Αστυνομικής Διατάξεως καταδιώκονται και τιμωρούνται κατά τα άρθρα 584, 674 και 697 του Ποινικού Νόμου ως και των Νόμων περί Αισχροκερδείας» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 9ης Μαΐου 1929).
Δέκα μέρες μετά την έκδοση της αστυνομικής διαταγής έγινε η πρώτη λαϊκή αγορά στην Αθήνα στην πλατεία του Θησείου. Τα εγκαίνια έγιναν με κάθε επισημότητα τη 10η π. μ. «παρισταμένων του πρωθυπουργού κ. Βενιζέλου, των υπουργών των Εσωτερικών, της Εθνικής Οικονομίας και της Γεωργίας, του Δημάρχου Αθηναίων κ. Πάτση μετά του Δημοτικού Συμβουλίου και των παρεπιδημούντων Δημάρχων Θεσσαλονίκης, Πατρών, Λαρίσης και Μεσολογγίου, των Προέδρων των Επιμελητηρίων, των Συνομοσπονδιών και Ομοσπονδιών και των προεδρείων των διαφόρων σωματείων[…]. Κατά την διάρκειαν της αγοράς επαιάνιζε η μουσική μπάντα του Ορφανοτροφείου Χατζηκώστα, ενώ κινηματογραφική μηχανή ελάμβανε εικόνας από την κίνησιν των καταναλωτών» (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 18ης Μαΐου 1929).
Οι Αθηναίοι καταναλωτές από την πρώτη στιγμή στήριξαν το θεσμό, ο οποίος συνέβαλε στη μείωση των τιμών. Οι έμποροι με τη σειρά τους παρουσίασαν διάφορες καινοτομίες. Για παράδειγμα, στη λαϊκή αγορά που έγινε στην πλατεία απέναντι από το Σταθμό Λαρίσης την 24η Μαΐου 1929 εμφανίστηκαν οι πρώτες μεγάλες πολύχρωμες ομπρέλες πάνω από τους πάγκους ορισμένων πωλητών (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 25ης Μαΐου 1929). Την επόμενη μέρα στη λαϊκή αγορά της πλατείας του Θησείου, εκτός από τρόφιμα, λαχανικά, οπωροκηπευτικά και άλλα, «προσεκομίσθησαν και άλλα είδη, ήτοι άνθη, φυτά, ψιλικά, χαλκώματα, γυαλικά, υφάσματα καθώς και ξυλάνθρακες» (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 26ης Μαΐου 1929).
Σταδιακά λειτούργησαν λαϊκές αγορές και σε άλλες συνοικίες της Αθήνας καθώς και στα περίχωρα. Την Κυριακή 9 Ιουνίου εγκαινιάστηκε η λαϊκή της οδού Τοσίτσα. Θα γινόταν στο τμήμα της από Πατησίων ως την Μπουμπουλίνας. Την ίδια μέρα έγιναν τα εγκαίνια της λαϊκής αγοράς της Κηφισιάς. Παραστατική εικόνα των εγκαινίων αυτών έδωσε ένας δημοσιογράφος του ΣΚΡΙΠ (φύλλο της 10ης Ιουνίου 1929): «Την 10 π. μ. εγένετο αγιασμός παρισταμένου του νομάρχου Αττικοβοιωτίας μετά της κυρίας Τρικούπη, του προέδρου της Κοινότητος κ. Γεωργαντά μετά του Κοινοτικού Συμβουλίου, του κ. Δάσιου (= διευθυντή της Αγορανομίας Αθηνών), του κ. Πειρουνάκη και του αστυνόμου Κηφισιάς. […]. Απενεμήθησαν βραβεία εκ δραχμών 400 εις τον κ. Αυλωνίτην, ο οποίος παρουσίασε τις ωραιότερες φράουλες, δραχμές 300 εις τον ίδιον, διότι επίσης παρουσίασε τα ωραιότερα κεράσια και θαυμάσια σπαράγγια, εις τον κ. Ορφανόπουλον δρχ. 300 διά τα ωραιότερα άνθη και δρχ. 200 διά τα καλύτερα λαχανικά εις τον κ. Α. Γεωργαντάν. Επίσης δρχ. 375 εις τον κ. Σωτηρόπουλον διά τα καλύτερα είδη παντοπωλείου. Επωλήθησαν και τάπητες προς 250 δρχ. καθώς και γουρουνόπουλα, κατσίκες και γαλοπούλες. Προς τούτοις προσεφέρθησαν και άνθη δωρεάν εις τους αγοραστάς».
Στις αρχές Νοεμβρίου 1929 άρχισε η λειτουργία άλλων έξι λαϊκών αγορών: στην οδό Σκουφά για τους κατοίκους του Κολωνακίου, στα Εξάρχεια, στην Κυψέλη (στο τέρμα του τραμ), στα Σεπόλια, στην Πλάκα (στη συνοικία Μακρυγιάννη) και στην πλατεία Βάθη. Στο μεταξύ είχαν δημιουργηθεί ανάλογες αγορές και σε συνοικίες του Πειραιά. Στα τέλη του 1929 λειτουργούσαν συνολικά στο λεκανοπέδιο Αττικής 27 λαϊκές.
Η κυβέρνηση, για να πετύχει μεγαλύτερη μείωση του τιμάριθμου, επέτρεψε την πώληση κάθε λογής προϊόντων. «Εις τας λαϊκάς αγοράς θα εξασφαλισθή η δυνατότης να πωλήται και άρτος, αιρομένων των τυχόν υπαρχόντων εκ διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας κωλυμάτων. Η πώλησις άρτου εις τας λαϊκάς αγοράς θα έχη ως συνέπειαν την ικανότητα των λαϊκών μαζών να προμηθεύωνται τον άρτον πολύ ευθηνότερον της διατιμήσεως, όπως απέδειξε το γεγονός ότι εις την λαϊκήν αγοράν της Κοκκινιάς χθες ( 29 Οκτωβρίου 1929) επωλήθησαν υπερχίλιαι οκάδες άρτου εις τιμήν 60 λεπτών την οκάν μικροτέραν από αυτήν της διατιμήσεως. Επίσης μελετάται να γίνη δυνατόν να πωλήται εις τας λαϊκάς αγοράς και κρέας». Αυτά δημοσιεύονταν σε εφημερίδες της εποχής (ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 30ης Οκτωβρίου 1929), σύμφωνα με δηλώσεις αρμόδιου κυβερνητικού παράγοντα.
Τελικά κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1930 σ’ όλες τις ελληνικές πόλεις οργανώθηκαν λαϊκές αγορές, παρά το γεγονός ότι ακούστηκαν και αρνητικές κρίσεις για το θεσμό αυτό, όπως για παράδειγμα από το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλα της 27ης Ιουνίου 1929 και 28ης Ιουλίου 1931).
No comments:
Post a Comment