17.3.07

Η ΔΩΡΙΔΑ ΣΤΟ 1851- ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Γ Ν Ω Ρ Ι Μ Ι Α Μ Ε Τ Ο Υ Σ Δ Η Μ Ο Υ Σ
ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ

Θα πρέπει , ίσως , εδώ για να έχει ο αναγνώστης καλύτερη εικόνα , να αναφέρουμε κάτι σχετικά με τα ονόματα των κατοίκων της περιοχής μας , πολλά απ’ τα οποία μας φαίνονται περίεργα , μ’ ανεξήγητη ρίζα :
Α λ ι ζ ώ τ η ς , ίσως απ’ το αρχαίο αλίζωος = αυτός που ζη στη θάλασσα .
Α λ ο ύ π η ς , Λούπος , Λούπης , στο Βυζάντιο , Λούπος η Λούπης ονομαζόταν ένα είδος γερακιού , που το χρησιμοποιούσαν στο κυνήγι ( περδικογέρακο ).
Στα Λατινικά LUPUS είναι ο λύκος . Πάντως , το παράνομα δίνεται στον αρπακτικό ,τον επιθετικό , τον ορμητικό .
Α ν α τ ζ ί τ ο ς , μπορεί απ’ το αναζέω= θυμώνω , φουσκώνω .
Α ν τ ι π ά τ η ς , ίσως απ’ το αντιπαταγώ= πνίγω ένα κρότο μ’ άλλον κρότο , με πάταγο , η απ’ το αντιπατώ : απο περιφάνεια δεν πατάω σε ξένα χνάρια , ούτε δεύτερη φορά τα δικά μου , τέλος αυτός που πατάει ακανόνιστα , μιά εδώ μιά εκεί , αυτός που κουτσαίνει.
Α σ ί κ η ς , απ’ το Αραβοτούρκικο ASIK = ωραίος , λεβέντης .
Β ε λ έ ν τ ζ α ς η Βε λ ε ν τ ζ ά ς ,απ’ το γνωστό χωριάτικο σκέπασμα .
Β λ ά μ η ς , οι Αρβανίτες αποκαλούν VLLAM , εκείνον που συνδέεται με γερή φιλία , σε ειδική θρησκευτική τελετή , στην οποία ορκίζεται βάζοντας το χέρι πάνω στο Ευαγγέλιο .Η λέξη χρησιμοποιήθηκε και στη Φιλική Εταιρεία και Βλάμης ήταν ο κατώ-τερος βαθμός της .Πιό πλατειά , Βλάμης λέγεται ο φίλος κι’ ο συνομήλικος , ειρωνικά δε αυτός που αγαπάει τους τσακωμούς η « κάνει τον καμπόσο », ο καυγαντζής .
Γ α ζ ή ς , είναι και τίτλος στρατηγού , το παίρνει – όμως – κι’ ο νικητής , ο θριαμβευτής.
Γ α ι τ ά ν η ς , Γ α ι τ α ν ά ς , απ’ το γαιτάνι το λεπτοπλεγμένο σειρήτι , από μετάξι η μπαμπάκι η μαλλί , με το οποίο στολίζουν τις άκρες των ρούχων . Αυτός που το φτιάχνει η το πουλάει η το ράβει , λέγεται Γαιτανάς , κι’ ο όμορφος , εκείνος που έχει « γραμμές» λεπτές , χρωματιστές στο πρόσωπο , εξ ου και γαιτανόφρυδος η γαιτανοφρύδα .
Η λέξη συγγενεύει με το λατινικό GAITANUS .
Γ α λ ά ν η ς , ο γαλανομάτης .
Γ ι α λ α κ ί δ η ς , πιθανόν απ’ το γιάλα-γιάλα = μόλις λιγάκι . Μπορεί να δόθηκε σε κάποιον αργό .
Δ ά ρ α ς , Ν τ ά ρ α ς , απ’ το ντάρα , τάρα , δάρα = απόβαρο .
Δ ε λ ή ς , Ν τ ε λ ή ς , Τούρκικο , που σημαίνει αυτόν που δεν είναι στα λογικά του , τον τρελλό , αλλά και τον τολμηρό , που δεν σκέφτεται τον κίνδυνο , τον απερίσκεπτο .
Δ ε μ ε ρ τ ζ ή ς , Δ ε μ ι ρ τ ζ ή ς , ο τεχνίτης σιδεράς , ο γύφτος ,απ’το Τούρκικο DEMIRCI .
Δ ρ ο μ ά ζ ο ς , μπορεί απ’ το Δρομάς = Γκαμήλα με μιά καμπούρα . Δηλαδή , εκείνος που έχει γκαμήλες η και ο καμπούρης .
Κ α δ ά ς , αυτός που φτιάχνει τις κάδες , τα μεγάλα ξύλινα δοχεία γιά κρασί , μούστο , νερό η πήζουν τυρί .
Κ ά ζ ο ς , ίσως απ’ το κάζο = άσχημο περιστατικό .
Κ α ι μ ά κ η ς , απ’ το καιμάκι = ανθόγαλα , κρέμα .
Κ α λ ί γ α ς , καλίγιον , καλίγι , λέγαν οι Βυζαντινοί είδος ψηλών παπουτσιών που – στην αρχή – τα φόραγαν μονάχα οι στρατιώτες , Καλιγάς ήταν αυτός που τα έφτιαχνε .
Σιγά – σιγά όμως Καλιγάς βαφτίστηκε κι’ εκείνος που καλιγώνει ( πεταλώνει ) τα άλογα.
Κ α π α ρ ό ς , αυτός που έχει κόκκινο χρώμα , ο ροδαλός , απ’ το Αρχαίο Καπυρός = ξεροψημένος .
Κ α π ε ρ ώ ν η ς , αυτός που φτιάχνει , πουλάει η φοράει καπερώνια η καπερώνες .
Καπερούνι λέγαν , το μεσαίωνα ,ένα είδος καπέλλου που χρησιμοποιούσαν , κυρίως , οι Φράγκοι ,άλλοτε απλό κι’ άλλοτε μεγαλόπρεπο , ζωηρό κόκκινο , συνήθως .Σήμερα είναι τσοπάνικη σκούφια .
Κ α π λ ά ν η ς , απ’ το Τούρκικο KAPLAN = τίγρις , το παίρνουν γενναίοι πολεμιστές .
Κ ά π ο ς ,απ’ το Ιταλικό CAPO = αρχηγός .Στα χρόνια της σκλαβιάς , μερικοί πρού – χοντες – με άδεια του βοεβόδα – είχαν , γιά την ασφάλειά τους , μικρή προσωπική φρουρά από 10 -15 αρματωμένους χριστιανούς . Κάπος ήταν ο επικεφαλής τους .
Κ α π ρ ά λ ο ς , Καπουράλος , κι’ αυτό Ιταλικό , απ’ το CAPORALE ( Γαλλικό CAPA- RAL ) = δεκανέας .
Κ α ρ α γ ο υ λ ι ά μ ο ς , μάλλον απ’ το Καρά ( μαύρος ) και γούλια ( ούλα ) , αυτός που είχε μαύρα ούλα .
Κ α ρ ά μ π ε λ α ς , απ’ το Τούρκικο KARA-BELA = μαύρος μπελάς . Συνήθως το λέμε γιά ανθρώπους πολύ-πολύ ενοχλητικούς , αυτούς που μας γόνονται « τσιμπούρια ».
Κ α ρ ά ς ,απ’ το Τούρκικο KARA = μαύρος . Συνήθως φανερώνει χρώμα αλόγου , στους ανθρώπους όμως δεν σημαίνει μονάχα τον μελαχρινό , το μαύρο , τον μελαψό , αλλά και τον δυνατό , τον παλληκαρά , τον σπουδαίο .
Κ α ρ δ α ρ ά ς , Καρδάρας , αυτός που φτιάχνει η πουλάει καρδάρες – τα ξύλινα δοχεία που έχουν οι τσοπάνηδες γιά ν’ αρμέγουν η να μετράνε το γάλα .Ειρωνικά λένε και το κεφάλι καρδάρα και μάλιστα όταν είναι μεγάλο, έτσι από παρατσούκλι κάποιου χοντρο – κέφαλου ανόητου έγινε όνομα .
Κ α ρ δ ά σ η ς , απ’ το Τούρκικο KARDAS = αδερφός , αγαπητός .
Κ α τ σ α μ ά κ η ς , Κατσαμάκας , απ’ το νόστιμο φαγητό της φτωχολογιάς , το Κατσα – μάκι , που γίνεται με αλεύρι ( κτρίως καλαμποκάλευρο ) και λίπος γουρουνήσιο ( γλύνα )
Κ α τ σ ο ύ λ η ς , απ’ την κατσιούλα , την κουκούλα που είναι ραμμένη πάνω στο βαρύ εξωτερικί ρούχο .
Κ α φ ο ύ ρ ο ς , κάφουρα η κάφυρα είναι τα ρουθούνια ,αρχαιοελληνικά καπυρός και δίνεται σ’ όποιον έχει μεγάλα ρουθούνια .
Κ ε λ ε π ο ύ ρ η ς , απ’ το Τούρκικο KELEPIR = Εκείνο που αγοράζεται σε τιμή ευκαι- ρίας , κοψοχρονιά .
Κ ι ο ύ π η ς , από το κιούπι = πιθάρι .
Κ ο τ σ ά μ π α σ η ς , απ’ το ανατολίτικο KOCABASI = πρόκριτος ,δημογέροντας ,
Κ ο ύ τ ο υ λ α ς , Κούτλας , γανωμένη , χαλκοματένια μικρή κατσαρόλα με χερούλι που βράζουν το γάλα .
Κ ο υ τ ρ ο ύ μ π α ς , Κουτρουμπής , απ’ το Βυζαντινό Κουτρούβι (ον ), που ήταν ένα στρογγυλό πήλινο δοχείο , που έβγαζε ένα ξεχωριστό ήχο όταν χυνόταν το υγρό που είχε μέσα . Κουτρούμπα λοιπόν λένε , συνήθως , τον παχύ άνθρωπο , αυτόν που έχει στρογγυλό σώμα .
Κο υ τ σ ο ύ μ π α ς , απ’ το Κουτσούμπι = κομμάτι κορμού δένδρου, που δεν έχει μυτερές άκρες .
Κ ρ α ν ι ά ς , απ’ το δένδρο Κρανιά .
Λ α λ α γ ι ά ν ν η ς , ίσως απ’ το Λαλαγώ ( φλυαρώ ) που κόλλησε σε κάποιον ..πολυλογά Γιάννη .
Λ ε β έ ν τ η ς , οι Ιταλοί LEVENTI αποκαλούσαν τους πειρατές της Ανατολής
( LEVANTI ) , ενώ οι Τούρκοι – πριν την Άλωση – λέγαν λεβέντες τους στρατιωτικούς που υπηρετούσαν στα πλοία τους.Σιγά-σιγά , το όνομα έμεινε στους ναύτες τους τολμηρούς , τους άγριους , τους απείθαρχους και τώρα δίνεται στους αντρείους , τους νέους , τους ωραίους , τους γεροδεμένους .
Μ α λ ά ς , έτσι λένε το μυστρί , από κει λοιπόν και το επώνυμο = ο χτίστης , αυτός που χρησιμοποιεί στη δουλειά του μυστρί .
Μ ά ν τ α λ ο ς , απ’ το μάνταλο , το σιδερένιο ( συνήθως ) ραβδί που μπαίνει γιά ασφάλεια πίσω από τις πόρτες όταν κλείνουν από μέσα .
Μ ε ι ν τ ά ν η ς , απ’ το Τούρκικο MEYDAN = πλατεία , ανοιχτό μέρος .
Μειντάνης – στην αρχή – λεγόταν ο ληστής , ο αντίθετος στο νόμο. Αργότερα οι Βενετοί, δώσαν άλλη σημασία στη λέξη και τοποθετούσαν , στα μέρη που κατείχαν , υπεύθυνους γιά την τάξη και τους έλεγαν Μειντάνηδες , όπως οι Τούρκοι είχαν στην υπόλοιπη Ελλάδα τους αρματωλούς .
Μ π α ι ρ α κ τ ά ρ η ς , απ’ το Τούρκικο ΒΑΥΡΑΚ = σημαία ,το φλάμπουρο , BAYRAKTAR = αυτός που κρατάει τη σημαία , ο σημαιοφόρος , ο φλαμπουριάρης . Στον αγώνα , τη θέση αυτή την κέρδιζε το πιό γενναίο παλληκάρι .
Μ π ο μ π ό τ α ς , απ’ τη μπομπότα , το καλαμποκόψωμο , αυτός που έτρωγε μπομπότα .
Ν τ ε ρ τ ι λ ή ς , απ’ το Τούρκικο DERT = βάσανο , λύπη , DERTILI = αυτός που έχει βάσανο , που πονάει , αλλά και ο συμπονετικός , ο πονεσιάρης .
Ο ι κ ο ν ό μ ο υ , Οικονόμος , απ’ το εκκλησιαστικό αξίωμα των παπάδων , ευρύτερη έννοια = ο διαχειριστής των οικονομικών .
Π λ ο υ μ ά κ η ς , αυτός που φτιάχνει η πουλάει πλουμιστά υφάσματα . ( πλουμί η πλουμπί = στολίδι , κέντημα . πχ πλουμιστή φορεσιά .
Π ο λ υ ζ ώ η ς – Π ο λ ύ μ ε ρ ο ς – Π ο λ υ χ ρ ό ν η ς , ονόματα που δίνονταν σε παιδιά νεογέννητα , με την ευχή να ζήσουν « πολλή ζωή , πολλά ,χρόνια » .
Π ρ ί μ α ς , απ’ το ναυτικό – κυρίως – πρίμα = καλά, πετυχημένα , κατ’ ευχήν .
Σ α ί ν η ς , απ’ το Τούρκικο SAHIN = γεράκι , σαίνι , ορμητικός , επιθετικός , άφοβος .
Σ α κ ε λ λ ά ρ ι ο ς , απ’ το σακέλλα – σακέλλιον = βαλάντιον , Εκκλησιαστικό αξίωμα , αυτός που εποπτεύει της διαχείρισης της επισκοπικής περιουσίας .
Σ ε ι μ έ ν η ς , απ’ το Τούρκικο SEIMEN = φύλακας , σωματοφύλακας , στρατιώτης .
Σ ε φ ε ρ λ ή ς , Σ ε φ έ ρ η ς , απ το Τούρκικο SEFER = εκστρατεία , SEFERLI = αυτός που παίρνει μέρος σε εκστρατεία .
Σ κ α ρ λ ά τ ο ς , απ’ το Βυζαντινό Σκαρλάτο = είδος κόκκινης βαφής η ύφασμα βαμμένο μ’ αυτήν . Το όνομα δινόταν στους τεχνίτες της , αλλά ,σιγά-σιγά , και στους κόκκινους .
Σ κ ο υ τ έ ρ η ς , Σκουτάρης , Σκουτεράκος . Άπ’ το Βυζαντινό Σκουτέριος και Σκου –τάριος ,αυτός δηλαδή που έφτιαχνε σκουτάρια , ασπίδες . ( Λατιν.SCUTUM = ασπίδα ). Μετά , Σκουτάριο λέγαν και τον στρατιωτικό που πήγαινε μπροστά από τον Αυτοκράτορα και κράταγε την ασπίδα του . Σιγά-σιγά , ονομάστηκε έτσι ο υπασπιστής , ο ιπποκόμος . Σήμερα λένε Σκουτέρη κι’ αυτόν που έχει πολλά γιδοπρόβατα , τον μεγαλοτσέλιγκα .
Σ π α ή ς , Σπαχής , ήταν ο Τούρκος στρατιώτης , ο έφιππος , που – σαν ανταμοιβή τιά τις υπηρεσίες του – έπαιρνε χωράφια που είχε δικαίωμα να τα νέμεται σ’ όλη του τη ζωή .
Ήταν δηλαδή ένας φεουδαρχικός τίτλος , όπως ο Τιμαριούχος στη Δύση .
Σ τ α μ ά τ η ς , δίνεται σ’ αρσενικό νεογέννητο , όταν όσα παιδιά πριν απ’ αυτό στην οικογένεια γεννήθηκαν και πέθαναν , γιά να σταματήσει το κακό . Επίσης το θηλυκό Σταμάτα το δίνουν στο νεογέννητο κορίτσι γιά τον ίδιο λόγο αλλά και γιά να πάψουν στην οικογένεια να γεννιούνται κορίτσια .
Σ τ έ φ ο ς , απ’ το Στέφανος η απ’ το Στέφος = Στέμμα , στεφάνι , που-μεταφορικά- σημαίνει δ’οξα . Ο δοξασμένος .
Σ τ ρ ά γ γ α ς , απ’ το στραγγίζω = πίνω μέχρι τελευταία σταγόνα . Το όνομα το... κερδίζουν – συνήθως - αυτοί που αγαπάνε το κρασί .
Σ ω κ α ρ ά ς , Σουκαράς , Σωκάρι , είναι είδος σκοινιού γιά όλες τις δουλειές .
Σωκαράς η Σουκαράς , λέγεται αυτός που το πλέκει .
Τ α μ π ά κ η ς , αυτός που κατεργάζεται τα τομάρια , ο Βυρσοδέψης .
Τ ε ρ ζ ή ς , απ’ το Τούρκικο TERZI = ο ράφτης ανδρικών – κυρίως – ρούχων .
Τ ζ α μ ά ρ α ς , από το Τζαμάρα = μεγάλη φλογέρα με 8 τρύπες μπροστά και μία πίσω .
Τ ο υ τ ο υ τ ζ ή ς , στα Τούρκικα αυτ’ος που πουλάει καπνό .
Τ σ ά μ η ς , αυτός που κατάγεται απ’ την Τσαμουργιά .
Τ σ α ο ύ σ η ς , ο Λοχίας απ’ το Τούρκικο CAVUS = Λοχίας .
Τ σ ε ρ γ ά ς , απ’ την τσέργα , το χοντρό μάλλινο κρεβατοσκέπασμα .
Χ α ν τ ζ α τ ά ρ η ς , στα Τούρκικα ο Ταμίας .
Ψ ι μ ά δ α ς , Ψιμάρας , απ’ το ψιμάδι , ψιμάρι , ψιμάρνι = το όψιμο αρνί .

No comments: