Ούτε κα να φανταστώ μπορούσα Χριστούγεννα στα ξένα . Μ'όλο που τότε δεν είχα περασμένα τα δώδεκα χρόνια μου ακόμα , ήμουν τόσο ζυμωμένος με της μάνας μου τους θρύλους και με τα Χριστουγεννιάτικα του βουνίσιου χωριού μου έθιμα , που μου ήταν αδύνατο να μην ακούσω πάλι για τους Καλικαντζάρους και για την Πασχαλιά . Εδώ θα πρέπει να σας πω , πως Πασχαλιά στα μέρη μας δεν λέμε μόνο τη γιορτή του Πάσχα αλλά και τις άλλες γιορτές ( της Παναγίας , των Χριστουγέννων , των Αγ. Αποστόλων ) που είναι η κατάληξη της θρησκευτικής νηστείας και επιτρέπεται η κρεοφαγία . Εννοείται εδώ ότι η Πασχαλιά είναι η προσωποποίηση του γιορτασμού , της ελευθερίας στο φαγοπότι , της χαρμόσυνης ατμόσφαιρας .
Πως θα περνούσαν Χριστούγεννα δίχως να φάω το λουκάνικο που το λένε ματιά ( αιματιά ) και την ψητή πέρδικα που κάθε χρόνο τέτοια μέρα , τελειώνοντας νύχτα η λειτουργία με περίμεναν απλωμένα στο τραπέζι του σπιτιού ;
Πρωτόβγαλτος στον κόσμο , μαθητάκος τότε , ντροπαλός και περίφοβος , ήμουν αναγκασμένος να περνάω την πρώτη του Ελληνικού μακριά απ' το χωριό μου ( την Αρτοτίνα ) , που τόσο νοσταλγούσα . Ωστόσο , μετρίαζε τη νοσταλγία μου η ιδέα πως σε λίγο φτάνουν τα Χριστούγεννα και θα ξαναϊδώ τη μάνα μου , που θα με σφίξει στην αγκαλιά της , και το σπίτι μου .
Με πόση χαρά θα της ξωμολογιόμουνα της ξενητειάς τον πόνο και με πόση περηφάνεια θα της έλεγα πως ούτε στιγμή δεν λησμονούσα τις συμβουλές της ! Φύλαξα του Σαραντάημερου τη Σρακοστή όλη για να μην έχει ο παπάς λόγο να μου κόψει τη ..γλώσσα , όπως αυτή με φοβέριζε μικρός όταν ήμουν , και της ζητούσα ατρυμένα φαγητά , τη φύλαξα για να φάω με όρεξη τις Χριστουγεννιάτικες λιχουδιές , αφού απ' το χέρι του παπά μας πάρω την κοινωνία .
Θα της ξωμολογηθώ της μάνας μου πως δεν μπορούσα να λείπω απ' το σπίτι μας την παραμονή το βράδυ , που θα ρίχνουν πολλά και ξερά φωτόξυλα για να παντρέψουμε τη φωτιά μας . Ότι έπρεπε να 'ρθω για ν' ακούσω σαν όνειρο στον ύπνο μου τη σιγανή γλυκειά φωνή της στ' αυτί μου τη στιγμή που θα πρωτοχτυπούσε από βαθειά νύχτα της εκκλησιάς μας η καμπάνα : σήκω καλό μου παιδί , έφτασε η Πασκαλούλα !
- Πούναι την , καλή μανούλα , θα'κανα όλος χαρά , πετώντας από πάνω μου το μαλακό σκέπασμα .
- Πέρασε από δω με την κουτσή γαϊδουρίτσα της , ενώ εσύ κομόσουν , και σου φώναξε στ' όνομά σου να σηκωθείς , να πας στην εκκλησούλα να μεταλάβεις για να σου δώσει την άδεια να πασχάσεις .
- Φώναξέ την μητέρα , να τη δώ !
- Πάει , παιδί μου , και του χρόνου θα ξανάρθει !
Κόσμο ολόκληροαπηχούσαν της μάνας μου τούτα τα λόγια κι 'ηταν γλυκά σαν το μέλι . Αυτά μ' έκαναν κι' όλο περίμενα πότε και πότε να'ρθουν τα Χριστούγεννα . Και της παραμονής το βράδυ άφησα το δωμάτιό μου και πήγα σε ξένο δωμάτιο που έμενε άλλος χωριανός μου μαθητής , στην ηλικία μεγαλύτερος , και στα γράμματα πιό προωδεμένος . Μ' αυτόν συντροφιά έπρεπε να πάω στο χωριό .
'Οταν το ρολόϊ των Σαλώνων ( Άμφισσας ) όπου ήμαστε , χτύπησε μία ύστερα απ' τα μεσάνυχτα , βρεθήκαμε στο πόδι , έτοιμοι για ξεκίνημα με τα σακούλια στον ώμο .
Τι χαρά ανείπωτη κα σε νού ανθρώπου ασύλληπτη ! Τάχα να την έζησα ποτέ , ή την..νειρεύομαι ; Τόσο δα παιδάκι και να πετώ ! Που τότε αμαξόδρομοι και που άμαξα για ταξέιδια , να πας όπως σήμερα με την ανέσια σου ! Ούτε και με ζώο θα μπορούσες τότε να ταξειδέψεις κι' αν το ήθελες , γιατί εμπόδιζαν τα χιόνια .
Τι τα θέλαμε όμως τα μέσα της συγκοινωνίας ; Φτερά είχαμε και πετούσαμε από τη χαρά μας , για να φτάσουμε το γρηγορότερο στο χωριό μας . Και πήραμε ένα ανήφορο , Θεέ μου , τι ανήφορο ! που έπρεπε ύστερα από δυο ώρες να μας βγάλει σε ψηλού βουνού διάσελο που τό'λεγαν Ελατο .
Περάσαμε τ' Αμπέλια , ως εκεί δεν είχαμε χιόνι , από κει κι' απάνω όμως έπεφταν μπαλώματα κι' όσο πήγαινε άσπριζε η γη κάτω , άσπριζαν οι κουμαριές και τα κοντοπούρναρα και τα κιντοέλατα που πυκνά - πυκνά σκέπαζαν την πλαγιά !
Ανήφορος με ελιγμούς , κοδέλες , όπως τις λένε εκεί , όσο περνούμε τόσο και πιό πολύ χιόνι πατούμε . Όταν φτάσαμε ψηλά , μας παίρνει ως το γόνα , και για να το κόψουμε λαχανιάζουμε . Για να μην πολυκουραζόμαστε , πότε ο σύντροφός μου πηγαίνει μπροστά κι' αγώ πίσω πατώντας στα πατήματά του , πότε εκείνος πίσω κι' εγώ μπροστά .
Κόπος διπλός το ανηφορικό περπάτημα και το κόψιμο του χιονιού . Ο ιδρώτας στάζει απ' τα πρόσωπά μας , ωστόσο δε λογαριάζουμε ούτε αυτ'ον ούτε τον κόπο .Ξαναμμένοι από την κίνηση δεν καταλάβαμε καλά καλά πως φτάσαμε εκεί όπου τα πολλά και ψηλά έλατα αποτελούσαν δάσος . Νύχτα ακόμα βαθειά , το σκοτάδι γίνεται πιό πηχτό από την πύκνα του λόγγου . Ωστόσο μπορούμε να ξεχωρίζουμε τη στράτα χάρη στο αντιφέγγισμα του χιονιού .
Κουβέντα την κουβέντα , ώσπου να φτάσουμε τόσο ψηλά , πέσαμε στον Κύκλωπα , το μονοόμματο που τον τύφλωσε ο πονηρός Οδυσσέας και γλύτωσε . Εγώ ως τότε τίποτε δεν είχα ακούσει για το παλιό αυτό παραμύθι που ο σύντροφός μου , μαθητής στη δεύτερη τάξη του Γυμνασίου , το μάθαινε από του Ομήρου την Οδύσσεια . Ρουφούσα τα λόγια του , αναλογιζόμουν αν εγώ ήμουν Οδυσσέας , τι θα έκανα , και μ' έπιασε φόβος που ακόμα και σήμερα τον θυμάμαι .
Είχαμε φτάσει στο διάσελο . Τι θεόρατα και πυκνά έλατα ! Ακόμα να φέξει ! Το χιόνι πιο πυκνό πέφτει , κι' όπως το φέρνει η σιγανή πνοή του βοριά , θαρρείς και σφυρίζει κούφια για να μην ταράξει το καμάρι των χιονοστολισμένων ελατιών . Βουουου..βογγάει ο λόγγος , σαν κάτι να θέλει να μας μιλήσει , και βαθιά - βαθιά κάπου εκεί μέσα ένα ουρλιαχτό συγκρατητό ακούγεται .
- Λύκος ! λέει ο σύντροφός μου . Λύκοι πολλοί !
Θεέ μου τι φόβος ! Τάχα θα κινδυνέψουμε κι' εμε'ις , όπως ο Οδυσσέας με τον Κύκλωπα ;
Τι βάνει ο νούς του ανθρώπου όταν νιώσει άγρια θεριά !
Το βάλαμε στη φευγάλα . Από τότε κατάλαβα τι θα πει πανικός . Μισή ώρα δρόμο που ήταν ώσπου να φτάσουμε ΄σε ένα χάνι , τον συντομέψαμε το πολύ σε δέκα λεπτά της ώρας . Και που να τρέχεις ! Πάνω στο άκοβο χιόνι !
Πιο πολύ φοβηθήκαμε , όταν είχαμε φτάσει στην πόρτα του χανιού . Χτυπούσαμε την πόρτα ν' ανοίξουν γρήγορα , για να προλάβουμε να μπούμε πριν ο λύκος μας φτάσει ...Αλλά που ο λύκος ..στο μυαλό μας ήταν ο λύκος , γιατί τον πραγματικό λύκο τον αφήσαμε στον πυκνό λόγγο του έλατου , μισή ώρα μακριά μας !
Ανασάναμε , ο χανιτζής άναψε φωτιά , πιήκαμε και πολύ ρούμι και ζεσταθήκαμε .
- Φτηνά τη γλυτώσατε , είπε ο χανιτζής , τέτοια αστεία να μάθετε άλλη φορά να μην τα κάνετε ! Μέρα να ξεκινάτε ..
Ύστερα από μια ώρα ξημέρωσε , περπατήσαμε , περπατήσαμε όλο το οροπέδιο χιονισμένο . Πήραμε κατήφορο , περάσαμε ρέμματα , λαγκάδια , ποτάμια με πάγο σκεπασμένα . Γύρω μας όλα τα βουνά , από το χιόνι ολόασπρα , λαμπρά , στέκονται σα νύφες στολισμένες με τα άσπιλα νυφιάτικά τους .
Τίποτε , τίποτε δεν αντικόβει το δρόμο μας , πρέπει τα Χριστούγεννα να είμαστε σπίτι μας . Που όμως να φτάσουμε στο χωριό μας το βράδυ ! Μείναμε σ' άλλο χωριό τρεις ώρες δώθε . Τ' άλλο πρωί , από θαμπά είμαστε στο πόδι . Τώρα αισθανόμαστε την κούραση στα κότσια , ωστόσο προχωράμε . Τίποτε δεν μας κρατεί , ούτε τα στοιβάσματα του χιονιού , ούτε το άλλο ψηλό βουνό που θα περάσουμε ...
Πατούμε το αφράτο χιόνι και βουλιάζουμε ως το λαιμό μέσα . Βάζουμε τα δυνατά μας κι ανοίγουμε λίγο δρόμο , προχωράμε , ξαναβουλιάζουμε , ξαναπροχωράμε ..
Απ' το πρωί ως το βράδυ χαροπάλεμα με το χιόνι . Τέλος με το σούρουπο αντικρύσαμε το χωριό . όταν βγήκε αγνάντια στο σπίτι μας , φώναξα . Μ' άκουσε η μάνα μου και βγήκε :
- Παιδάκι μου , έκαμε .
- Ήρθα ! της είπα κι 'ετρεξα .
Με δέχτηκε στην αγκαλιά της , στο ξεφώνισμά μου εκείνο " ήρθα " όλα ήταν μέσα ..
Χιονισμένα Χριστούγεννα πάντρεμα της φωτιάς το βράδυ που πήγα . Οι Καλικάντζαροι που ήρθαν , όταν κοιμηθήκαμε , και μαγάρισαν τη φωτιά μας , η Πασκαλιά με την κουτσή γαϊδουρίτσα της που κατάφτασε και μου φώναξε να σηκωθώ στην πρώτη καμπάνα κι εγώ δεν άκουσα . Η εκκλησία με την κεροδοσιά της , η ψητή πέρδικα στο τραπέζι , το Χριστόψωμο που είχε τα λογιών λογιών κουλουράκια που τα λέγαμε αρνιά και κατσίκια , ο παπάς που ήρθε σήκωσε ψηλά το τραπέζι μας και το ευλόγησε - κι' όλα τα άλλα που φέρνει στους βουνίσιους το παιδί που γεννήθηκε στη σπηλιά μέσα .
Και δεν σας το κρύβω , σαν εκείνα τα Χριστούγεννα , ποτέ μου άλλα Χριστούγεννα δεν πέρασα . Άπό τότε και ύστερα , και τώρα ακόμα , για να νιώσω τη χαρά της μεγάλης αυτής γιορτής στέλνω τη θύμησή μου στα παλιά εκείνα χρόνια και στα βουνά τα χιονισμένα , εκεί ψηλά που φυσάει ο παγωμένος αγνός αέρας κι όπου απηχεί αλλιώτικα και βαθύτερα στην καρδιά σου το " Δόξα εν υψίστοις Θεώ , και επί γης ειρήνη....."
Η όμορφη αυτή Χριστουγεννιάτικη αφήγηση , είναι του αξέχαστου Δωριέα Λαογράφου Δημ . Λουκόπουλου , απ' την Αρτοτίνα και δημοσιεύτηκε στη Λιδορικιώτικη εφημερίδα " Λιδωρίκι " του Γιώργου Καψάλη , τον Νοέμβριο του 1982 , αριθ.φυλ . 12 .
Καλό σας μεσημέρι , να περνάτε καλά ....Κ.-
No comments:
Post a Comment