Γράφει ο Γιάννης Πουλάκης –
Υπάρχουν πολλά παιδικά παιχνίδια εντελώς ξεχασμένα, όπως τα κοπάνια, οι γυαλένιες, οι σβούρες, οι ρόδες, η μακριά γαϊδούρα κι άλλα πολλά που δεν παίζονται στα σημερινά χρόνια από τα παιδιά και που πρέπει να διασωθούν και να μελετηθούν πλέον μόνο σαν παράδοση.
Πάνε πολλά χρόνια τώρα, που τα παιδιά έχουν πάψει να παίζουν πια σε αλάνες, πλατείες και στους φαρδιούς δρόμους. Οι μανάδες δεν βγαίνουν πια τα καλοκαιρινά βράδια να φωνάζουνε με φωνή σειρήνας.
-Βρε Σταύρο, μαζέψου κακομοίρη μου, γιατί θα σε κάνω κι εγώ δεν ξέρω τι.
-Κώστα, άσε τα παιχνίδια κι έλα να διαβάσεις, γιατί θα έρθω εκεί και θα σε τσακίσω.
Υπήρχε κι ένας φυλετικός διαχωρισμός στα παιχνίδια του δρόμου που έπαιζαν τότε τα παιδιά. Τα αγόρια έπαιζαν για παράδειγμα τα «κοπάνια», τον «πετροπόλεμο», την «κορώνα», τη «μπάλα», πιο παλιά το «φίτσο» και τη «ρόδα», που τα κορίτσια δεν τολμούσαν ούτε να τα δοκιμάσουν. Υπήρχαν άλλα κοριτσίστικα παιχνίδια, όπως το «κουτσό», το «σχοινάκι», οι «κούκλες» και μερικά άλλα, που τα αγόρια δεν έπαιζαν με τίποτα. Υπήρχαν κι άλλα μεικτά, που τα έπαιζαν αγόρια και κορίτσια μαζί, όπως «κλέφτες κι αστυνόμοι», η «κολοκυθιά», το «κρυφτό», το «κυνηγητό» κι άλλα. Από τα παιχνίδια εκείνα δημιουργήθηκαν φιλίες και έρωτες που αγαντάρισαν στο πέρασμα των χρόνων.
Εξ’ άλλου τα περισσότερα παιχνίδια που παίζαμε τότε στους δρόμους και τις αλάνες στη Μπρίνιας, στη Ρουκουτίμα, στα Χορταράκια, στην παραλία, στην Πούντα και στα Δεντράκια, στο Χάλασμα και στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου, έχουν ξεχαστεί πια. Πέρασαν στη λήθη ακόμα και για κάποιους μεσήλικες που είχαν αφιερώσει ώρες και ώρες γι’ αυτά. Γι’ αυτό λοιπόν θα κάνουμε ένα αφιέρωμα στα ομαδικά παιχνίδια που παίζαμε τότε σαν παιδιά ή που παίζανε άλλα ποριωτόπουλα.
ΒΟΛΑΚΙΑ ΚΑΙ ΓΥΑΛΕΝΙΕΣ
Τον παλιό καλό καιρό, που είμαστε σαν βασιλιάδες χωρίς. βασίλειο, που μας έλειπαν όλα, και που τα παιδιά έπαιζαν ακόμα στις αλάνες, και δεν υπήρχαν τα ηλεκτρονικά και άλλα σύγχρονα παιχνίδια, ένα από τα όμορφα παιχνίδια, μέσα στα τόσα πολλά που έπαιζαν τα παιδιά ήταν τα «βολάκια», οι «γυαλένιες» και οι μπίλιες.
Τα «βολάκια» ήταν κάτι χρωματιστές χωμάτινες μπαλίτσες, που ήταν λίγο μεγαλύτερα από τους στρογγυλούς σπόρους της ακακίας. Οι «γυαλένιες», οι πιο πολλές είχαν το ίδιο μέγεθος με τα βολάκια κι άλλες λίγο μεγαλύτερες. Υπήρχαν σε μεγάλη ποικιλία, άσπρες, άχρωμες, πολύχρωμες, όλες όμορφες με διάφορα χρώματα ή σμίξη χρωμάτων και στα μάτια μας φάνταζαν σαν «θησαυρός».
Οι μπίλιες ήταν σιδερένιες και τις βρίσκαμε λύνοντας και καταστρέφοντας ρουλεμάν. Ήταν λίγο μεγαλύτερες από τις γυαλένιες και μερικές πολύ μεγαλύτερες. Υπήρχαν και μερικές που τις φτιάχναμε μόνοι μας από λιωμένο μολύβι, όμως αυτές δεν είχαν και πολύ πέραση.
Βολάκια και γυαλένιες πουλούσαν τα μικρομάγαζα του Πόρου και τα περίπτερα. Μόλις πιάναμε στα χέρια μας κανένα πενηνταράκι πηγαίναμε στην κυρά Χαρίκλεια που είχε το μικρομπακάλικο στο Συνοικισμό κι Αγοράζαμε βολάκια και αν είχαμε από φράγκο κι απάνω αγοράζαμε γυαλένιες. Βολάκια έπαιζαν συνήθως τα πιο μικρά παιδιά, ενώ τα κάπως μεγαλύτερα δεν τα καταδεχόντουσαν κι παίζανε μόνο γυαλένιες.
Δίναν κι. έπαιρναν λοιπόν, τα βολάκια, οι γυαλένιες και οι μπίλιες Τις γυαλένιες τις είχαμε σαν κάτι. ξεχωριστό, όπως είχαμε τα καλά μας. παπούτσια, σάμπως είχαμε και δεύτερα, και ο αριθμός των γυαλένιων αποτελούσε ακαταμάχητο γόητρο για τον ιδιοκτήτη τους. Γι’ αυτό όταν τις κερδίζαμε στο παιχνίδι, η ευχαρίστηση ήταν μεγάλη, ενώ αντίθετα, όταν τις χάναμε, νομίζαμε ότι χάναμε τον θησαυρό μας.
Τις γυαλένιες τους πολλά παιδιά τις είχανε σε σακουλάκια, χώρια οι γυαλένιες, χώρια οι μπίλιες και χώρια τα βολάκια κι άλλοι γιομίζανε μ’ αυτές τις τσέπες τους. Τις γυαλένιες, είτε τις κρατούσανε στα χέρια, είτε σε σακουλάκι, είτε τις είχανε στις τσέπες, τις ανακατεύανε κι αυτές άφηναν ένα γλυκό ήχο και κάνανε λες κι ανακατεύανε χρυσές λίρες.
Το παιχνίδι με τα βολάκια και τις γυαλένιες χρειαζόταν μεγάλη δεξιοτεχνία για να καταφέρνεις να κερδίζεις και να μην τρέχεις για ν’ αγοράσεις άλλα. Πολλές φορές όσοι είχαμε κερδίσει πολλές γυαλένιες, πουλούσαμε μερικές σε άλλα παιδιά, σε μισή τιμή βέβαια από την τιμή των μαγαζιών κι ανάλογα αν η γυαλένια ήταν καινούργια ή λίγο φθαρμένη, αφού με τα τσουγκρίσματα μερικές φορές τους έφευγε ένα μικρό κομμάτι ή από την πολλή χρήση τους έχαναν την στιλπνότητά τους.
Το παιχνίδι παιζόταν ως εξής:
Τα παιδιά τραβούσαν ή χάραζαν στο χώμα μια μικρή γραμμή, όπου τοποθετούσε το κάθε παιδί μια γυαλένια. Εκεί γινόντουσαν πολλοί καβγάδες, γιατί έπρεπε οι γυαλένιες να ήταν της ίδια αξίας. Όλες καινούργιες ή όλες παλιές. Πολλοί, λοιπόν. προσπαθούσαν δίπλα στις καινούργιες να βάλουν τις παλιατζούρες και τότε γινόντουσαν πολλές φασαρίες. Μετά χάραζαν μια άλλη μεγάλη γραμμή καμιά δεκαριά μέτρα μακριά από τη γραμμή που είχε τις γυαλένιες.
Αφού τελείωνε κι αυτή η διαδικασία έπρεπε οι παίχτες να συναγωνιστούν ποιος θα ρίξει τη μπίλια του πρώτος. Έριχναν λοιπόν όλοι τη μπίλια τους με στόχο να πλησιάσει και να σταματήσει όσο μπορούσε πιο κοντά στις γυαλένιες. Ο νικητής θα έπαιζε πρώτος.
Έπαιρνε λοιπόν τη μπίλια του, έβαζε το πόδι του πίσω από τη γραμμή των δέκα μέτρων και την πετούσε με στόχο να πετύχει τη γυαλένια που βρισκόταν στο κεφάλι της σειράς, γιατί τότε όλες οι υπόλοιπες γυαλένιες της σειράς γινόντουσαν δικές του. Η σειρά άρχιζε από αριστερά προς τα δεξιά. Αν η μπίλια του έβρισκε στη μέση της σειράς των γυαλένιων, έπαιρνε αυτή που πέτυχε και την έβγαλε έξω από τη σειρά, αλλά και όλες τις άλλες που βρισκόντουσαν προς τα δεξιά από αυτή που πέτυχε. Αν προσπαθώντας να βρει την πρώτη γυαλένια στο κεφάλι της σειράς, από απληστία για να τις πάρει όλες κι αστοχούσε, συνέχιζε ο δεύτερος παίχτης που είχε ρίξει τη μπίλια του πιο κοντά στη σειρά με τις γυαλένιες, μετά βέβαια τον πρώτο. Αν και αυτός αστοχούσε, τότε ακολουθούσε ο τρίτος και το παιχνίδι συνεχιζόταν μέχρι κάποιος να πετύχει τη γυαλένια της κορυφής.
Αυτός που κέρδιζε τις περισσότερες γυαλένιες ήταν ο πιο δεξιοτέχνης του παιχνιδιού. Η δεξιοτεχνία ήταν αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Πρώτα-πρώτα το ταλέντο, το σταθερό χέρι, οι καλές μπίλιες, η αυτοσυγκέντρωση αλλά κυρίως η εξάσκηση, κάτι που το ‘βλεπες αμέσως με τον τρόπο που το παιδί έριχνε τη μπίλια.
Άλλος ένας τρόπος που δυο παιδιά παίζανε γυαλένιες και βολάκια, και που παιζόταν μόνο στον Πόρο, ήταν ο παρακάτω:
Το ένα παιδί άφηνε στο χώμα ένα βολάκι ή μια γυαλένια. Το άλλο παιδί, έβαζε τη γυαλένια ανάμεσα στις πλώρες των παπουτσιών του, άνοιγε τα πέλματα έτσι ώστε να είναι ενωμένα τα τακούνια και τα δυο παπούτσια να σχηματίζουνε σχεδόν ορθή γωνία. Μετά έπαιρνε μια δική του γυαλένια, την έφερνε κοντά στο μάτι του, σημάδευε τη γυαλένια που ήτανε στο χώμα και άφηνε τη δική του με στόχο να πετύχει να βρει τη γυαλένια του αντιπάλου του. Αν την πετύχαινε την έκανε δική του, αν δεν έβρισκε το στόχο, τότε το άλλο παιδί έπαιρνε και τις δυο γυαλένιες και γινόταν αυτός ο παίχτης που θα σημάδευε τη γυαλένια του αντιπάλου του.
Οι γυαλένιες, ήταν ένα παιχνίδι που εύκολα μπορούσε να παιχτεί οπουδήποτε, οποτεδήποτε και από οποιονδήποτε. Συνήθως το παίζαμε στις γειτονιές, έξω από τα σχολεία, στο «Χάλασμα», στην παραλία και γενικά όπου μαζευόντουσαν παιδιά.
Σήμερα τα παιδιά έχουν πάψει να παίζουν παιχνίδια με μπίλιες, αφού έχουν τόσα άλλα παιχνίδια, ιδίως ηλεκτρονικά, που τα τραβούν, όπως η λάμπα με τη λάμψη της τραβάει τις πεταλούδες.-
http://www.porosnews.gr
No comments:
Post a Comment