της Ελίνας Γαληνού
Η περίοδος που σηματοδοτεί το τέλος της Αρχαιότητας, προσδιορίζεται ιστορικά από τον 3ο και 4ο αιώνα μ. Χ. Τα χαρακτηριστικά της, μαρτυρούν την επιβίωση ελληνικών και ρωμαικών μορφών λατρείας κατά την χρονική αυτή περίοδο, και παράλληλα, την εξάπλωση του Χριστιανισμού στο πλαίσιο του συγκεκριμένου περιβάλλοντος. Την ίδια εποχή που ο Χριστιανισμός προσάρμοζε και αφομοίωνε παλαιότερα θεματικά και μορφολογικά πρότυπα, αγάλματα προερχόμενα από χώρους λατρείας επιβεβαιώνουν ότι ο παγανισμός επιβιώνει ακόμα και στα μέσα του 6ου μ.Χ αιώνα, ενώ οι απόστολοι, αποδίδονται στον τύπο των φιλοσόφων.
Η ένταξη του Χριστιανισμού ανάμεσα στις αναγνωρισμένες θρησκείες του κράτους από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, συνδέεται με την περίοδο ανέγερσης μεγαλοπρεπών ναών στα μεγάλα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας. Οι παραστάσεις και τα πρόσωπα που εικονίζονται στα νομίσματα της εποχής, μαρτυρούν πως η χριστιανική εικονογραφία εντάχθηκε στην υπηρεσία της αυτοκρατορικής ιδεολογίας.
Σύμφωνα με τον Peter Brown (επίτιμο καθηγητή Ιστορίας και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του Παν/μίου Πρίνστον), η περίοδος Μετάβασης προς τον Χριστιανισμό, ερμηνεύεται ανάλογα με τον τρόπο που ο σύγχρονος επιστημονικός κόσμος των τελευταίων δεκαετιών, αντιλαμβάνεται τους χρόνους παρακμής της Δυτικής Ρωμαικής Αυτοκρατορίας. «Υπήρχε ζωή και μετά τον 3ο αιώνα και αυτή η ζωή, ονομάστηκε «Υστερη Αρχαιότητα». Η παράξενη αυτή και πολυποίκιλη ζωή μιας εποχής που κάποτε είχε βυθιστεί στο σκοτάδι, περικλείει την εκκόλαψη ενός Βυζαντινού πολιτισμού που θα διαρκούσε για περισσότερο από μια χιλιετία. Ενός πολιτισμού που αναπτύχθηκε κάτω από έναν διαφορετικό ουρανό, πιο ειρηνικό, σε μια οικουμένη που διοικείτο ακόμα από την Κωνσταντινούπολη, από Ρωμαίους Αυτοκράτορες..Απ΄όλες τις σημαντικές εποχές της αρχαιότητας, αυτή είναι η τελευταία και αντανακλά μια σπουδαία ιστορία. Τα κομμάτια της μας μιλούν απευθείας για το πώς ήταν να ζείς εν μέσω μιας τεράστιας κοσμογονικής αλλαγής».
Τα «κομμάτια» αυτά, κατασκευασμένα από διάφορα υλικά, μας παραπέμπουν σε ποικίλες πτυχές του δημόσιου και ιδιωτικού βίου της εποχής. Ψηφιδωτά, εικόνες, γλυπτά, αρχιτεκτονικά μέλη, επιγραφές, νομίσματα, λειτουργικά σκεύη, κοσμήματα και αντικείμενα οικιακής χρήσης. Στο σύνολό τους, μπορούν ν΄ αποκαλύψουν το μέγεθος της δημιουργικότητας που αναπτύχθηκε στην περίοδο της Υστερης Αρχαιότητας, η οποία αποτυπώνει την σταδιακή μετάβαση σε μια κοινωνία νέα, με εντελώς διαφοροποιημένα πολιτικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά.
Ο σταδιακός εκχριστιανισμός, βάζει τέλος σε παγιωμένους θεσμούς της αρχαίας περιόδου όπως η αγορά και το θέατρο, ενώ η χριστιανική τέχνη δανείζεται παλιές μορφές λατρείας και τις προσαρμόζει στις νέες θρησκευτικές ανάγκες. Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο, αποτελεί ο ρυθμός της «βασιλικής» που αποτελεί εξέλιξη του ομώνυμου ρωμαικού κοσμικού κτιρίου κι΄ εμφανίζεται όλο και συχνότερα στις πόλεις. Επίσης, σύμβολα όπως το Χριστόγραμμα, ο ιχθύς, ο σταυρός, συνδυάζονται με άλλα θέματα από την ελληνορωμαική τέχνη, με νέο όμως περιεχόμενο. Η κεφαλή της Αφροδίτης από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για παράδειγμα, φέρει χαραγμένο έναν σταυρό από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Επιδράσεις της αλλαγής, εμφανίζονται και στις ταφικές συνήθειες των ανθρώπων και εν γένει, στις λατρευτικές τους συνήθειες.
Η χριστιανική τέχνη, δανείστηκε μορφές και τεχνικές από την αρχαία τέχνη. Μια από τις πιο διαδεδομένες μορφές τέχνης του ειδωλολατρικού κόσμου, η προσωπογραφία, αντικαταστάθηκε σταδιακά από την δισδιάστατη χριστιανική εικόνα. Η εικόνα αυτή, θα συνδεόταν αργότερα, όχι μόνο με την λατρεία του προσώπου αλλά και με τις θαυματουργές δυνάμεις που μπορούσε αυτό να διοχετεύει μέσω της αναπαράστασής του. Τρία από τα εννέα πινάκια του Δαυίδ που προέρχονται από τον περίφημο «θησαυρό» της Λάμπουσας στην Κύπρο, αναδεικνύουν στοιχεία επιβίωσης της ελληνορωμαικής τέχνης στο περιβάλλον του χριστιανικού αυτοκράτορα που συνδέθηκε με τον επουράνιο Βασιλέα, τον Χριστό, απόγονο του οίκου Δαυίδ.
Η έκθεση που διοργανώνουν από κοινού το Θυγατρικό Κοινωφελές Ιδρυμα Ωνάση (ΗΠΑ) και το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο με την ακαδημαϊκή υποστήριξη μιας συμβουλευτικής επιτροπής από το Πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πρίνστον, συνιστά τα χαρακτηριστικά τέχνης της Υστερης Αρχαιότητας, αποκαλύπτοντας στο κοινό μια περίοδο αξιοσημείωτης δημιουργικότητας που έλαβε χώρα στον ελληνικό κόσμο εκείνης της εποχής, όταν οι επαναπροσδιορισμοί και οι ανακατατάξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, άλλαζαν την ροή του κόσμου. Η έκθεση που θα παρουσιαστεί στο Ωνάσειο Μορφωτικό Κέντρο, στο Μανχάταν, από τις 7 Δεκεμβρίου 2011 εως τις 14 Μαίου 2012, συγκεντρώνει περίπου 170 εξαιρετικά αντικείμενα που προέρχονται από μουσεία της Ελλάδας, της Κύπρου και των Ηνωμένων Πολιτειών. Ανάμεσά τους, συμπεριλαμβάνονται σημαντικά έργα τέχνης που δεν έχουν βγεί ποτέ εκτός ελληνικών συνόρων, καθώς και πρόσφατα ανασκαφικά ευρήματα τα οποία εκτίθενται για πρώτη φορά παγκοσμίως. Μερικά απ΄αυτά είναι τα ελεφαντοστέινα πλακίδια που βρέθηκαν στην Μαρωνεία. Οι επτά θεματικές ενότητες από τις οποίες αποτελείται η έκθεση, εξιστορούν τα στάδια της μετάβασης ενός κόσμου που βίωσε ριζικές αλλαγές και μεταλλάχτηκε, αποτυπώνοντας τις εκφάνσεις ζωής στα γράμματα και τις τέχνες, στοιχεία πολιτισμού ανεξίτηλα και αιώνια.
15.12.11
AΝΙΧΝΕΥΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment