Κατά τα τελευταία χρόνια, για να αντιμετωπιστεί το μεγάλο δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας, έχουν καθιερωθεί μεταξύ άλλων και τεκμήρια πολυτελούς διαβίωσης. Έτσι, σύμφωνα με τις εξαγγελίες των αρμόδιων παραγόντων του υπουργείου των Οικονομικών, θα φορολογούνται τα αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού, τα σκάφη, οι πισίνες και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους ως δείγμα πλούτου. Εκείνο πάντως που προκαλεί κατάπληξη είναι το γεγονός ότι δεν έχει (ακόμη) επιβληθεί φόρος για τα κατοικίδια ζώα, η κατοχή των οποίων μπορεί να θεωρηθεί ως δείκτης της ανθηρής οικονομικής κατάστασης των πολιτών. Άλλωστε υπάρχει τέτοιο φορολογικό προηγούμενο.
Στη συνεδρίαση της Βουλής την 4η Ιουνίου 1899 ο τότε υπουργός των Οικονομικών Ανάργυρος Σιμόπουλος (επί κυβερνήσεως Γεωργίου Θεοτόκη) έφερε προς συζήτηση νομοσχέδιο «περί φορολογίας των κυνών». Το σκεπτικό του ήταν διττό. Με την επιβολή του φόρου αυτού:
- θα περιοριζόταν ο αριθμός των σκύλων και θα περιστελλόταν η λύσσα, απ’ την οποία προσβάλλονταν πολλοί. Οι κάτοχοι κυνών, για να τους εκδοθεί πιστοποιητικό ότι είχαν υποβληθεί σε φορολογία, θα δήλωναν τα σκυλιά τους στις αστυνομικές αρχές και με τον τρόπο αυτό θα λαμβάνονταν από την Αστυνομία μέτρα για την προφύλαξη των πολιτών από τη λύσσα.
- Θα αυξάνονταν τα δημόσια έσοδα κι έτσι θα ήταν δυνατή η μείωση κάποιων άλλων φόρων που επιβάρυναν τις παραγωγικές τάξεις.
Κατά την επακολουθήσασα συζήτηση πολλοί βουλευτές είπαν ότι ο νόμος θα ήταν ανεφάρμοστος και θα προκαλούσε πολλά παράπονα. Ο αρχηγός της αντιπολίτευσης Θ. Δηλιγιάννης πρότεινε να αυξηθεί ο φόρος που θα κατέβαλλαν όσοι είχαν σκυλιά πολυτελείας και να μην επιβληθεί καθόλου φόρος στους κατόχους άλλων σκυλιών. Ακόμα είπε ότι η φορολογία αυτή θα επιβάρυνε τους αγροτικούς πληθυσμούς, οι οποίοι είχαν ήδη επωμιστεί πολλά φορολογικά βάρη, και γι’ αυτό θα έπρεπε να ληφθεί μέριμνα γι’ αυτούς. Ο υπουργός των Οικονομικών δέχτηκε πολλές τροπολογίες κι έτσι το νομοσχέδιο ψηφίστηκε και έγινε νόμος του κράτους (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 5ης Ιουνίου 1899).
Από την πρώτη στιγμή της εφαρμογής του ο νόμος αποδείχτηκε προβληματικός, δεδομένου ότι ήταν δυσχερής η διάκριση των σκύλων σε διάφορες κατηγορίες (σε πολυτελείας, σε ποιμενικούς, σε συνήθεις κ.ά.), ώστε να καθοριστεί το ύψος του φόρου που αναλογούσε στην καθεμιά από τις παραπάνω κατηγορίες. Γι’ αυτό το υπουργείο των Οικονομικών έστελνε συνεχώς εγκυκλίους προς τους Οικονομικούς εφόρους, για να επιλύει ασάφειες και κενά του νόμου. Μάλιστα έφθασε στο σημείο να φορολογήσει και τους κατόχους κυνηγόσκυλων. Το θέμα έφερε στη Βουλή την 1η Φεβρουαρίου 1900 ο βουλευτής Ρ. Χοϊδάς με επερώτηση που υπέβαλε στον υπουργό Οικονομικών Σιμόπουλο λέγοντας ότι η τελευταία εγκύκλιος του υπουργείου του «η φορολογούσα και τους κυνηγητικούς κύνας των χωρίων αναιρούσε εντελώς τον νόμον, όστις απήλλασσε πάσης φορολογίας τους κύνας των χωρίων των εχόντων κάτω των 1500 ψυχών». Ο υπουργός των Οικονομικών απάντησε ότι έλαβε αυτό το μέτρο, γιατί πολλοί κυνηγοί έστελναν τα σκυλιά τους από τις πόλεις στα χωριά, για να απαλλάσσονται από τη φορολογία (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 2ας Φεβρουαρίου 1900).
Τον επόμενο χρόνο (1901) στάλθηκε στις Εφορίες νέα υπουργική εγκύκλιος, η οποία καθόριζε ότι τα οικόσιτα σκυλιά («τα κυνάρια των οικιών ή μάλλον των αιθουσών», όπως αναφέρονταν στο υπουργικό έγγραφο), άσχετα από τη ράτσα τους, θα έπρεπε να θεωρηθούν ως «κύνες πολυτελείας». Κατ’ ακολουθία και τα σκυλιά των πρωτευουσών των νομών, τα οποία δεν λειτουργούσαν ως φύλακες, έπρεπε να υπαχθούν στην ίδια κατηγορία και οι κάτοχοί τους να πληρώσουν μεγαλύτερο φόρο (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 5ης Φεβρουαρίου 1901).
Παρά τις «φιλότιμες» προσπάθειες του υπουργείου των Οικονομικών να γεμίσει τα κρατικά ταμεία με τη φορολόγηση των σκύλων, ο νόμος δεν απέδωσε τα αναμενόμενα έσοδα. Το ομολόγησε ο ίδιος ο «εμπνευστής» του Α. Σιμόπουλος στη συνεδρίαση της Βουλής τη 13η Φεβρουαρίου 1902. Κάνοντας αποτίμηση των αποτελεσμάτων του είπε: « Η εφαρμογή του έσχε δύο αποτελέσματα: πρώτον, εξήγειρε πολλά παράπονα· παράπονα κατά της διακρίσεως των κυνών εις τας διαφόρους κατηγορίας, τουτέστιν αν είναι πολυτελείας, αν είναι ποιμενικοί, αν είναι συνήθεις κλπ. Αλλ’ έσχε και αποτέλεσμα ταμιευτικόν ανάξιον λόγου. Κατά τα πρώτα έτη η πρόσοδος (= τα έσοδα) ανήλθεν εις το ποσόν των 60.000 δραχμών. Βραδύτερον όμως, λόγω των πολλών εξαιρέσεων προς κατάπαυσιν των εγερθέντων παραπόνων, η εκ του φόρου τούτου πρόσοδος κατήλθεν εις 40.075 δρχ.. Απέναντι του τόσον ευτελούς ποσού η περαιτέρω διατήρησις του τοιούτου φόρου αποβαίνει αδικαιολόγητος». Είχε λοιπόν το θάρρος (κάτι που δεν συμβαίνει με τους τωρινούς υπουργούς) να αναγνωρίσει την αναποτελεσματικότητα του νόμου και να προτείνει την κατάργησή του. Γι’ αυτό κατέθεσε στη Βουλή νομοσχέδιο «περί καταργήσεως του φόρου των κυνών» και ζήτησε από το προεδρείο της να αναγραφεί στην ημερήσια διάταξη προς συζήτηση και παράλληλα να τυπωθεί και να διανεμηθεί στους βουλευτές, για να ενημερωθούν για το περιεχόμενό του (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 18ης Φεβρουαρίου 1902).
Έτσι οι Έλληνες φιλόζωοι απαλλάχτηκαν από το «χαράτσι» που πλήρωναν επί τρία χρόνια. Όμως ο φόρος αυτός διατηρήθηκε σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όπως στη Γαλλία και στη Γερμανία. Ο υπουργός των Οικονομικών της Γαλλίας Καγιώ το 1909 πρότεινε στη Βουλή την καθιέρωση νέων φόρων που θα επιβάλλονταν στους πλούσιους. Ένας από αυτούς ήταν ο φόρος «επί των κυνών». Η βασική του διάταξη ήταν ότι «δι’ έκαστον οικοφύλακα ή αγροφύλακα σκύλο ο κάτοχός του θα πλήρωνε 1,5 φράγκο. Όσον αφορά τους σκύλους πολυτελείας ή διασκεδάσεως, ο φόρος θα ήτο ανάλογος προς τον αριθμόν των κυνών, τους οποίους θα είχε έκαστος φορολογούμενος, ήτοι 7 φράγκα δι’ έκαστον κύνα διά τους πέντε πρώτους». Αν κάποιος είχε περισσότερα από πέντε σκυλιά, «ούτε ψήλος στον κόρφο του» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 18ης Ιουνίου 1909).
Τραγική κατάληξη είχε η εφαρμογή του νόμου στη Γερμανία. Το 1911 το υπουργείο των Οικονομικών αύξησε το φόρο για κάθε σκύλο από τα 20 στα 30 μάρκα. Πολλοί όμως Βερολινέζοι, αδυνατώντας να τον πληρώσουν, αναγκάστηκαν να σκοτώσουν τους αγαπημένους συντρόφους τους (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 28ης Μαρτίου 1911).
No comments:
Post a Comment