Η ακόλουθη μαρτυρία αποτελεί το χρονικό της εξόδου μιας μικρασιατικής οικογένειας στην καταστροφή του 1922. Προέρχεται από τον προσφυγικό συνοικισμό στη Θηβα και είναι τόσο εύγλωττη στην απλότητά της!
Η Δεσποινα Κολλια, από το Γεροντα της Μ. Ασίας, ήρθε με έντεκα παιδιά μόνη της, το μεγαλύτερο δεκαέξι ετών και το μικρότερο ασαράντιστο. Διηγείτο κάποτε η ίδια:
— Αχ, κόρη μου, όταν μας βρήκε το κακό, ήμουν μόνη μου στο σπίτι με τα δέκα παιδιά. Ηρθε η κουνιάδα μου, η Μαρίνα, και μου λέει «Δεσποινα, ντύσε τα παιδιά, πάρε ο,τι μπορείς και πήγαινε στο μαγαζί του Δημητρού, γιατί έρχονται οι Τούρκοι». «Τι να κάνω; Παναγία μου, σώσε μας»! φώναξα. Μαζεύω τα παιδιά, ντύνω τα πιο μικρά, δένω σ’ ένα μποξά λίγα καλά ρούχα, δένω δυο τρεις μπόγους με ρούχα για να πάρουν τα μεγάλα παιδιά. Τί να πάρεις; Τί να αφήσεις; Ενα σπίτι γεμάτο απ’ όλα τα καλά. Βγαίνουμε στο δρόμο. Τα μικρά να κλαίνε, το μωρό λεχωνιάρικο στην αγκαλιά μου να κλαίει. Η Καλλιόπη, η μεγάλη κόρη, κρατούσε στην αγκαλιά της, μέσα από το πανωφόρι, την εικόνα της Παναγίας και έκλαιγε, ενώ με το άλλο χέρι κράταγε ένα μποξά ρούχα. Φτάσαμε στο μαγαζί του Δημητρού με μεγάλη δυσκολία από τον πολύ κόσμο, που ήταν στους δρόμους. Είχε μεγάλο μαγαζί ο Δημητρός, μπακάλικο από τα καλύτερα της πόλης. Ο Δημητρός είχε κανονίσει και είχε βρει καΐκι για να φύγουμε όλοι μαζί, αλλά εκείνη τη στιγμή μπήκανε στο μαγαζί δύο Τούρκοι ζαπτιέδες και τον πιάσανε.
Μαζί με τον πατέρα του πιάσανε και το Γιώργο, δεκαέξι ετών, και τους πήραν αιχμαλώτους στα τάγματα εργασίας. Τι να κάνω εγώ τώρα, μια γυναίκα με τόσα παιδιά, ποιός να σε βοηθήσει, που ο καθένας κοίταγε να σώσει τη ζωη του; Με χίλια βάσανα φτάσαμε στο λιμάνι του Γεροντα. Τα παιδιά ο Θεός τα έφερνε κοντά μου και δε χάθηκαν μέσα σε τόσο κόσμο και χαλασμό. Κοσμος πολύς στο λιμάνι, φωνές, κλάματα, αλαλαγμός. Ποιός να σε λογαριάσει με τόσα παιδιά… Τί να κάνω τώρα; Μαζεύω τα παιδιά σε μια γωνιά, αφήνω το μωρό στα χέρια ενός μικρότερου και κρυφά βγάζω από τη ζώνη της φούστας μου τρεις λίρες χρυσές. Επειδή τον τελευταίο καιρό φοβόμασταν μήπως συμβεί αυτό το κακό, είχα ράψει μια ζώνη από κάμποτ ύφασμα επάνω στη ζώνη της μακριάς φούστας και εκεί μέσα στη ζώνη, είχα ράψει πολλές λίρες για τις πιο δύσκολες ώρες. Δινω τις λίρες σ’ ένα καϊκτζή και μαζί με άλλες έξι οικογένειες μας έβαλε στο καΐκι. Μπήκαμε μέχρι τη μέση στο νερό για να μπούμε μέσα. Ενα από τα παιδιά, όταν πήγαμε στο μαγαζί του πατέρα του είχε γεμίσει τις τσέπες του με λουκούμια και όταν πέσαμε στη θάλασσα αυτά μουσκεύτηκαν και άρχισαν να κολλάνε. Το καΐκι μας έβγαλε στην Ικαρία, όπου μείναμε σ’ ένα σχολείο για δυο μήνες. Θυμάμαι μια μέρα που έδωσα μία λίρα για να πάρω ένα πιάτο ελιές, να φάνε τα παιδιά. Εγώ τί να φάω, το μωρό που θήλαζε από εμένα τί να φάει; Ωσπου μια μέρα, καθώς είμασταν όλοι κάτω στο λιμάνι, τί γίνεται! Βλέπουμε να κατεβαίνουν από ένα καΐκι ο άνδρας μου ο Δημητρός και ο Γιώργος, ο μεγάλος μου γιός. Εγώ λιποθύμησα από τη συγκίνηση και την εξάντληση. Μετά πήρα θάρρος, αφού γύρισαν ζωντανοί κοντά μας. Οι δυο τους κατάφεραν και έφυγαν, αφού πλήρωσαν αυτόν που τους φύλαγε στα τάγματα εργασίας και έκανε «τα στραβά μάτια» και δραπέτευσαν. Ο Δημητρός μας πήρε και πήγαμε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Εκεί άνοιξε ένα μαγαζί μπακάλικο. Γνώριζε πολλούς Κρητικούς, γιατί του έστελναν προϊόντα τους και τους έστελνε και εκείνος. Καθίσαμε ένα χρόνο, αλλά τον έπιασε ένας πυρετός, τα μέσα δεν υπήρχαν και πέθανε. Μεγάλος καημός. Το μεγάλο μου παιδί, ο Γιώργος, βρήκε κάποιους συμπατριώτες μας που φεύγανε για Πειραιά και από κει για Θηβα, όπου θα καλλιεργούσαν καπνά. Φύγαμε κι εμείς μαζί τους για τη Θηβα, όπου εγκατασταθήκαμε σιγά-σιγά μόνιμα «στα προσφυγικά σπίτια».
Η κυρά Δεσποινα ήταν πολύ θρήσκεια γυναίκα και πολύ δυνατή. Απ’ τα έντεκα παιδιά της έμειναν μόνο τρία. Τα άλλα της τα έφαγαν οι πόλεμοι και οι αρρώστιες, χωρίς να υπάρχουν φάρμακα, όπως σήμερα. Οταν κουβέντιαζε, μέχρι τα γηρατειά της, άρχιζε με τη φράση «εμείς στην πατρίδα μας».
Σταματία Κυριακού
Από το περιοδικό: «η Δράση μας», τεύχος Σεπτεμβρίου 2005.
http://www.orp.gr
Πίσω στα παλιά
No comments:
Post a Comment