Νίκος Κατσίμπαλης
Με τον παππού μου δεν είχαμε πολλά κοινά πράγματα πέρα από το όνομα. Έτσι νόμιζα στην αρχή τουλάχιστον. Νίκο τον λέγανε κι εμένα έτσι με βγάλανε. Μας άφησε πριν από δύο χρόνια. Με τους ηλικιωμένους νοιώθω πάντα μια σταγόνα ανυπομονησίας που με κάνει να θέλω να απομακρυνθώ γρήγορα από κοντά τους. Μαζί με τ’ άλλα, μυρίζουν κάπως ιδιαίτερα και μιλάνε λίγο παραπάνω, αυτά κάνουν την ανυπομονησία μου να μεγαλώνει.
Ο παππούς μου είχε την ιδιαιτερότητα να μας ζαλίζει με τα προβλήματα υγείας που είχε ή που νόμιζε ότι είχε. Όλη μέρα γύριζε πάνω κάτω φορώντας τα ίδια κι απαράλλακτα ρούχα, ανάλογα με την εποχή, πάντα με ανοιχτή την τηλεόραση, σκαλίζοντας κάτι βιβλία που μάζευε μανιωδώς.
Μουσική άκουγε με ακουστικά από το γιουτιούμπ. Του είχαμε ευγενικά απαγορεύσει να χρησιμοποιεί ένα παλιό στερεοφωνικό συγκρότημα που με καμάρι επιδείκνυε (με πικ απ παρακαλώ ), γιατί το έβαζε σε μεγάλη ένταση. Ήταν το πιο ενοχλητικό σύμπτωμα της πρεσβυακοϊας ή ωτογήρανσης, όπως τα ‘λεγε ο οικογενειακός μας ΩΡΛ.
Τα βραδάκια το έτσουζε ο παππούς. Μόλις έπαιρνε να βραδιάζει, από το πουθενά, ξεφύτρωναν κάτι πλαστικά ή γυάλινα μπουκάλια, καράφες και ασκοί με κρασιά άσπρα, ροζέ ή κόκκινα. Το ποτήρι του γέμιζε σαν καπέλο θαυματοποιού. Πάντα γεμάτο ήταν, ένα νεροπότηρο χρησιμοποιούσε κι αν τον κοιτούσες ερωτηματικά, απαντούσε: «Μισό νερό –μισό κρασί είναι. Ο άντρας μετά τα πενήντα, πρέπει να βάζει νερό στο κρασί του».
Και τότε άρχιζε η σοβαρή ταλαιπωρία μου. Σαν φάντασμα εμφανιζόταν εκεί που καθόμουν και αργά στην αρχή, λίγο πιο γρήγορα όσο περνούσε η ώρα, ξεδίπλωνε τις ιστορίες του. Τις μισούσα αυτές τις ιστορίες. Όχι γιατί δεν είχαν ενδιαφέρον, αλλά γιατί τις είχα ακούσει δεκάδες φορές.
Μια τότε που ήταν φαντάρος, μια οι φίλοι του από την φοιτητική ζωή στη Θεσσαλονίκη, μια οι περιπλανήσεις του στην ελληνική (κυρίως) επικράτεια και φυσικά τα βιβλία που διάβαζε ατέλειωτα βράδια.
Όλα σε μένα τα φόρτωνε. Ξανά και ξανά. Με είχε διορίσει επίτιμο ακροατή του. Και για να με αποζημιώσει, φεύγοντας για τον άλλο κόσμο (δεν μπορώ να πω ότι λυπήθηκα ιδιαίτερα), μου άφησε σε πρόχειρο σημείωμα παρακαλώ, τέσσερα πράγματα ή θα ήταν πιο σωστό να πω, πέντε:
- Ένα βιβλιάριο καταθέσεων, με τα ονόματα των δυο μας μόνο, με το ποσόν των 5.035 ευρώ.
- Ολόκληρη τη βιβλιοθήκη του με σχεδόν 5.000 τίτλους.
- Το στερεοφωνικό του με περίπου 600 δίσκους βινυλίου.
- Δύο ποδήλατα (!) που τα είχε στην αποθήκη του, καλά συντηρημένα και τα οποία είχε πάψει να χρησιμοποιεί από τότε που ο γιατρός διέγνωσε πρόβλημα στον προστάτη του.
Με τη βιβλιοθήκη σκέφτηκα να απευθυνθώ σε παλαιοβιβλιοπωλείο ή να την κάνω δωρεά σε κάποιο ίδρυμα –σχολείο.
Στον θάνατο, ο άνθρωπος λειτουργεί όπως τα μηρυκαστικά. Μηρυκάζουμε το πένθος. Στην αρχή είναι μόνο η έκπληξη και οι υπερβολές συγγενών και φίλων. Με τον καιρό αρχίζουμε να βγάζουμε το έσχατο αυτό βίωμα αμάσητο και σιγά σιγά – για πάντα πιο μόνοι πια – να επαναφέρουμε στιγμές, επεισόδια, χαρές, λύπες…Τη λύση ίδρυμα–σχολείο την απέρριψα, όταν κάποια μέρα ανακάλυψα εντελώς τυχαία ανάμεσα στα βιβλία, κάποια που δεν έπρεπε ποτέ να φτάσουν σε τέτοια μέρη. Ένα από αυτά ήταν, αν θυμάμαι καλά, κάποιο με τίτλο «Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ» του Σαντ. Δεν τολμώ εδώ να μεταφέρω ούτε μια αράδα απ’ το εν λόγω βιβλίο, το οποίο ξεφύλλισα βιαστικά και έκρυψα για πάντα. Σ’ ένα-δυο παλαιοβιβλιοπωλεία που απευθύνθηκα, μου είπαν ότι πρέπει πρώτα να έρθουν για να επιλέξουν ποιους τίτλους θα πάρουν και η τιμή που μου έδωσαν ήταν εξευτελιστική.
Εδώ πρέπει να κάνω μια εξομολόγηση: είπα παραπάνω ότι δεν λυπήθηκα ιδιαίτερα όταν πέθανε ο παππούς. Κι έτσι ήταν. Στην αρχή.
Στην συνέχεια διαπίστωσα ότι στο θάνατο, ο άνθρωπος λειτουργεί όπως τα μηρυκαστικά. Μηρυκάζουμε το πένθος. Στην αρχή είναι μόνο η έκπληξη και οι υπερβολές συγγενών και φίλων. Με τον καιρό αρχίζουμε να βγάζουμε το έσχατο αυτό βίωμα αμάσητο και σιγά σιγά – για πάντα πιο μόνοι πια – να επαναφέρουμε στιγμές, επεισόδια, χαρές, λύπες…
Τότε αρχίζει το πραγματικό πένθος. Που διαρκεί για όλη την υπόλοιπη ζωή μας. Και συσσωρευτικά γιατί προστίθενται (φευ) κι άλλα.
Γι αυτό αποφάσισα να κρατήσω τη βιβλιοθήκη του. Άσε που θα ρωτάνε οι επισκέπτες αν όλα αυτά τα βιβλία τα έχω διαβάσει κι εγώ θα απαντάω καταφατικά (και ψέματα). Είναι ωραία και σαν διακόσμηση.
Κι επειδή καντήλι βαριέμαι να πηγαίνω να του ανάβω, που και που, όταν τον θυμάμαι, ανοίγω κανένα βιβλίο στην τύχη και διαβάζω μερικά αποσπάσματα που συνήθως δεν καταλαβαίνω. Αντί μνημοσύνου.
(photo: klarras@Flickr)
http://lionnews.gr
Πίσω στα παλιά
No comments:
Post a Comment