Ωραίος δεν ήταν, αλλά εξάντλησε τα περιθώρια γάμων που δίνει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Η σχέση του με τις γυναίκες ήταν τόσο καλή, όσο κακή ήταν εκείνη που είχε με τα λεφτά. Πνευματώδης και πολυπράγμων, ασχολήθηκε με όλα τα είδη του θεάτρου - εκτός από την τραγωδία, και επιπλέον με το σινεμά, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, αλλά και με την ποίηση και τη λογοτεχνία. Ίσως αυτό να ήταν ξόδεμα. Σε όλα ήταν ποταμός. Μπριλάντε κωμικός, έλεγε παρλάτες, τραγουδούσε. Ο Τάκης Μηλιάδης χαρακτηρίστηκε κάποτε ως ο Μορίς Σεβαλιέ της Ελλάδος. Το 1952, μάλιστα, συνόδεψε τις αδελφές Καλουτά σε κονσέρτο τους στο σοβαρό και ελιτίστικο Μεζόν Γκαβό της Πόλης του Φωτός, όπως σημειώνει ο Γιώργος Λαζαρίδης στο βιογραφικό τους βιβλίο. Η εμφάνισή τους είχε κλειστεί από τον πρίγκιπα Γεώργιο, τον επονομαζόμενο μουστάκια, ο οποίος υπήρξε από τους Ιδρυτές της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Αυτός με «τις σχέσεις και τις γνωριμίες του βοηθάει να ξεσηκωθεί όλο το κοσμικό Παρίσι. Μαζί και διάφοροι πρίγκιπες και ευγενείς που για λόγους ευνόητους είχαν καταφύγει στη Γαλλία», γράφει ο Γιώργος Λαζαρίδης.
«Επιστράτευσε και τμήμα της Γαλλικής Κρατικής Ορχήστρας, που παραχώρησε ο τότε πρωθυπουργός Οριόλ. Το κονσέρτο παίρνει διαστάσεις γεγονότος, όπως γράφουν οι εφημερίδες. Πλημμυρίζει το θέατρο. Στα θεωρεία ανάμεσα στους επισήμους ο Μωρίς Σεβαλιέ, η Πατασού, ο Υβ Μοντάν, η Σιμόν Σινιορέ, ο Τίνο Ρόσι, ο Ζορζ Εκεταρί και πόσοι άλλοι… Γίνεται η παράσταση και το αποτέλεσμα είναι αποθεωτικό...»
Η συνέχεια για τον Τάκη Μηλιάδη δεν ήταν ακριβώς ανάλογη. Όχι ότι δεν έγινε πρωταγωνιστής, αλλά... Μπορεί να φταίει αυτό το ξόδεμα που λέγαμε σε όλα. Γεννημένος το 1922 από γονείς ηθοποιούς, σπουδάζει θέατρο την περίοδο της κατοχής με δασκάλους τον Κωστή Μπαστιά και τον Δημήτρη Ροντήρη. Η ιστορία της οικογένειάς του ήταν συνυφασμένη με το θέατρο. Μόνο μ’ αυτήν θα μπορούσε κανείς να γράψει ολόκληρο βιβλίο με συναρπαστική πλοκή και πολλά διαπλεκόμενα πρόσωπα. Ο πατέρας του υπήρξε από τους δημοφιλέστερους πρωταγωνιστές του μουσικού θεάτρου παίζοντας σε οπερέτες, κωμωδίες, ηθογραφίες. Πολλές φορές σκηνοθετούσε ο ίδιος τις παραστάσεις. Διέπρεψε στην επιθεώρηση δημιουργώντας τον τύπο του Μενιδιάτη. Το 1894, σε ηλικία δώδεκα ετών τότε, το ’σκάσε από το σπίτι του στην Αθήνα για να ακολουθήσει έναν περιοδεύοντα θίασο και κατάφερε μέσα σε μια δεκαετία να καθιερωθεί. Διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής πολλών θιάσων, ιδιαιτέρως στο θέατρο Σαμαρτζή της οδού Καρόλου. Στο θέατρο Ερμής (σημερινό Βέμπο) ανέβασε τις «Δύο ορφανές» του Ντ’ Εννερύ. Σ’ αυτή την παράσταση έπαιζε και ο Τάκης. Εγκατέλειψε τη σκηνή το 1956 και οχτώ χρόνια αργότερα τα εγκόσμια. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Νίκου Μηλιάδη, Σπύρος, ήταν επίσης ηθοποιός. Το 1920 διετέλεσε, εκ περιτροπής, δύο φορές προϊστάμενος Εκτελεστικής Επιτροπής του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, θέση αντίστοιχη μ’ αυτήν του σημερινού προέδρου. Καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της καριέρας του ήταν βασικό στέλεχος της Ελληνικής Οπερέτας τον Ιωάννη Παπαϊωάννου.
«Στην επιθεώρηση», όπως γράφει ο Θ. Έξαρχος, «έπαιξε με εκπληκτική τελειότητα τον ρόλο του Ελευθέριου Βενιζέλου».
Η σταδιοδρομία του διεκόπη κάτω από τραγικές συνθήκες. Θα έδινε τριάντα παραστάσεις στο περίφημο Δημοτικό Θέατρο Απόλλων της Σύρου, που είναι μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνο. Στο νησί, ενώ έπαιζαν τον «Βαφτιστικό», του έρχεται ένα τηλεγράφημα. Το διαβάζει στο διάλειμμα του έργου. Του έγραφαν πως ο γιος του Γιαννάκης που είχε αρρωστήσει ξαφνικά, πέθανε στην Αθήνα. Συνέχισε την παράσταση μέχρι το τέλος… Ο κλονισμός που υπέστη τον οδήγησε σταδιακά στην τρέλα και σε λίγα χρόνια στον θάνατο. Ηθοποιός ήταν και η αδελφή τους Μαρίκα. Βγήκε νωρίτερα και από τους δύο στο θέατρο, αλλά δεν ευδοκίμησε, όπως εκείνοι. Παντρεύτηκε τον ηθοποιό Κύρου. Η κόρη τους Λόλα Κύρου-Μηλιάδη είχε βραχύβια θητεία στη σκηνή. Πολλοί θεωρούν ότι μητέρα του Τάκη ήταν η Ανθή Μηλιάδου, αλλά δεν είναι έτσι. Ήταν απλώς η πρώτη σύζυγος του πατέρα του, η οποία και μετά τον χωρισμό τους διατήρησε το επώνυμό του. Για την ιστορία, αξίζει να αναφέρουμε δυο λόγια και για κείνην. Ήταν η μικρότερη κόρη - γεννήθηκε το 1889 - των θεατρίνων Παντελή και Ελπινίκης Ρούσσου και πρωτοπάτησε το σανίδι σε ηλικία τριών ετών. Οι αδελφές της, Ευαγγελία και Χριστίνα διέγραψαν - όπως και κείνη - σημαντική πορεία ως καρατερίστες του Ελληνικού θεάτρου. Και οι δυο παντρεύτηκαν ηθοποιούς. Η πρώτη τον Αντώνιο Νίκα, η δεύτερη τον Νικόλαο Κουκούλα και σε δεύτερο γάμο τον Πάνο Καλογερικό και πιθανόν σε τρίτο τον Μάριο Παλαιολόγο. Σημαντικότερη και των τριών αδελφών υπήρξε η καριέρα της Χριστίνας Καλογερικού (1885-1968). Υπήρξε για πολλά χρόνια βασικό στέλεχος του Εθνικού και παρασημοφορήθηκε για την καλλιτεχνική της προσφορά με τον Ταξιάρχη Ευποιΐας. Οι νεότεροι θα τη θυμούνται από την κινηματογραφική παρουσία της σε ταινίες του παλιού σινεμά. Στη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη είναι η μητέρα του Γιώργου του Φούντα και μέλλουσα πεθερά της Μελίνας Μερκούρη. Στο «Αμαξάκι» του Ντίνου Δημόπουλου με τους Ορέστη Μακρή και Βασίλη Αυλωνίτη είναι η ξεπεσμένη γηραιά αρχόντισσα, που ζει ιδανικά στον ευτυχισμένο κόσμο του παρελθόντος της. Η Ανθή Μηλιάδη σκοτώθηκε το 1952, όταν το αυτοκίνητο που τη μετέφερε σε κάποιο κινηματογραφικό γύρισμα, προσέκρουσε πάνω σε ξεχασμένη νάρκη και ανατινάχτηκε… Μητέρα του Τάκη ήταν η Μαρίκα Ανθοπούλου-Μηλιάδη που ήταν κόρη της Μάγδας Κομνηνού, τραγουδίστριας της όπερας. Βγήκε κι αυτή στο θέατρο σε μικρή ηλικία. Με τον Νίκο τον Μηλιάδη γνωρίστηκαν το 1918 στις παραστάσεις της επιθεώρησης «Πανόραμα», στο θέατρο Σαμαρτζή. Στη σκηνή εμφανίστηκε για τελευταία φορά το 1955, με τον θίασο της Κατερίνας (Ανδρεάδη) στο έργο «Κολλιτσίδα». Αυτά για την οικογένεια...
«Ο Τάκης ο Μηλιάδης ήταν ένας άνθρωπος με πολύ κέφι». Έτσι τον θυμάται η Μάρθα Καραγιάννη. «Ήταν τρελούτσικος. Έκανε συνεχώς αστεία. Ξαφνικά σου έλεγε κάτι. Εσύ νόμιζες ότι εννοεί το άλφα ας πούμε. Στο τέλος, όμως, αλλού το πήγαινε. Σε μπέρδευε. Έκανε πλάκα και στη σκηνή, αλλά είχε πάντοτε στραμμένες τις κεραίες του σε σένα, για να μη σε ρίξει έξω, να μην εκτεθείς...»
«Είχε μανία με το ντύσιμο», μου λέει ο θεατρικός συγγραφέας Βύρων Μακρίδης. « Ήταν πάντα ωραία ντυμένος και πάντα ερωτευμένος. Δε θα τον ξεχάσω. Πολλές φορές, όταν πήγαινα στο καμαρίνι και τον ρωτούσα: Τάκη μου, πώς πάνε τα πράγματα; Μου απαντούσε: Όλα καλά, Βύρων μου. Δεν είμαι ερωτευμένος. Άρα όλα πάνε πολύ καλά. Άλλοτε, πάλι, ο διάλογος είχε ως εξής: Τάκη μου, πώς πάνε τα πράγματα; - Έξελαντ! Είμαι απελπιστικά ερωτευμένος και... απελπισμένος. - Γιατί απελπισμένος; - Διότι εγώ είμαι ερωτευμένος. Η άλλη δε με θέλει...»
«Ο Τακούλης μου...», τον αποκαλεί με νοσταλγία ο Λάκης Μι- χαηλίδης. «Είχαμε γνωριστεί στη Θεσσαλονίκη. Είχαμε ένα γραφείο εκεί, και είχε έλθει να κάνει κάποιες διαφημιστικές εκπομπές. Μετά, όταν εγκατέλειψε τη διαφήμιση, ξανασυναντηθήκαμε στο θέατρο και τον κινηματογράφο… Ένας από τους ηθοποιούς που αγαπούσα πάρα πολύ. Του είχα βγάλει παρατσούκλι. Επειδή του άρεσε και μιλούσε συνεχώς για γυναίκες τον είχα βαφτίσει λωτό του σεξ και του ’μεινε. Έτσι τον έλεγαν οι περισσότεροι στο θέατρο...»
Η πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση έγινε το 1944 στην επιθεώρηση «Γουέλκαμ», με τον θίασο Αννας και Μαρίας Καλουτά - Μίμη Κόκκινη - Ορέστη Μάκρη. Έναν χρόνο μετά προσλαμβάνεται στον θίασο του Βασίλη Αργυρόπουλου όπου παραμένει μέχρι το 1947. Τότε κάνει και την πρώτη από τις δεκάδες ταινίες του. Είναι η «Μεγάλη αγάπη» του Γιώργου Καρύδη παραγωγής Χρίσκα Φιλμ. Μερικές από αυτές που ακολούθησαν: «Παιχνίδι του δρόμου» του Φρίξου Ηλιάδη, «Ραντεβού με τον έρωτα» του Χρ. Αποστόλου, «Μηδέν πέντε» και «Επιστροφή από το μέτωπο» του Γιάννη Πετροπουλάκη, «Επιστροφή της Μήδειας» του Τζων Κρίστιαν, «Οικογένεια Χωραφά» του Κώστα Ασημακόπουλου, «Ο θαυματοποιός» του Κώστα Ανδρίτσου με τον Ντίνο Ηλιόπουλο, « Ένα ασύλληπτο κορόιδο» και «Ο άνθρωπος που έτρεχε πολύ» του Θανάση Βέγγου κ. ά.
« Ήταν συνήθως ο κοσμοπολίτης. Στην επιθεώρηση και το σινεμά έκανε ωραίους τύπους, γιατρούς, δικηγόρους, συζύγους. Έκανε, επίσης, ωραίους κεκέδες και ωραίες αδελφές...» μας θυμίζει ο Βύρων Μακρίδης.
Από το 1953 αρχίζει να συνεργάζεται με την Καλή Καλό σε θέατρα της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης αλλά και σε περιοδείες. Παίζουν επιθεωρήσεις και οπερέτες όπως ο «Βαφτιστικός» του Μάτεση.
Από εκείνη την περίοδο είναι και το περιστατικό το οποίο καταγράφει στην αυτοβιογραφία της η Καλή Καλό. Συμβαίνει το 1956 στην Κέρκυρα:
«...Τότε ο Μηλιάδης έφτιαχνε το ειδύλλιο με την Μπέττυ Μοσχονά και καμάρι του είχε το πρώτο τροχοφόρο που απέκτησε. Μια κατάμαυρη γυαλιστερή μοτοσικλέτα. Οπότε τι πλάκα τού κάναμε; Ο Περακάκης, με το πειραχτήρι υποβολέα Λαμπρινίδη (που είχα πάντα μαζί μου), την ώρα που εμείς κάναμε πρόβα μέσα στο θέατρο τα χορευτικά μέρη του έργου, έχουν πάρει ροζ μπογιά και βάφουν τη μοτοσικλέτα του Μηλιάδη… Τελειώνοντας την πρόβα, βγαίνει ο Μηλιάδης έξω με την αγαπημένη του Μπέττυ για ν’ ανέβουν στο τροχοφόρο τους. Ψάχνει από δω, ψάχνει από κει ο Τάκης, πουθενά η δική του μηχανή. Έβλεπε μόνο μια ροζ, που δεν είχε καμιά σχέση με τη δική του. Εμείς συνεννοημένοι όλοι είχαμε ξεραθεί στα γέλια. Τότε κάτι ψυλλιάστηκε ο Μηλιάδης και γυρίζει προς όλους: Βρε μπαγάσηδες, τι κάνατε στη μηχανή μου; Με μια κίνηση τότε, όλοι, δείχνουμε τη ροζ μηχανή, η οποία ήταν πάντα μπροστά στα σκαλιά του θεάτρου. Και ο Τάκης: Βρε τρελοί, αυτή δεν είναι η μηχανή μου, αυτή είναι μπομπονιέρα! Ανάθεμά σας τι μου σκαρώσατε! Έπεσε πολύ γέλιο, στο τέλος γέλαγε κι ο ίδιος. Γυρίζοντας στην Μπέττυ της λέει: Έλα, αγάπη μου, έλα να σε πάω με τη ροζ μπομπονιέρα».
«Τον Μηλιάδη τον γνώρισα στο θέατρο Βέμπο μαζί με τον Νίκο Σταυρίδη», μου εξομολογείται η Μπέττυ Μοσχονά. « Ήταν ευγενικός, καλός. Γίναμε φιλαράκια, κάναμε παρέα. Πέρναγε ο καιρός. Φτάσαμε στα εφτά χρόνια φιλίας. Δηλαδή τι φιλίας; Δεσμού. Και μετά από εφτά χρόνια αποφασίσαμε να παντρευτούμε. Παντρευτήκαμε για να χωρίσουμε… Το ψώνιο του ήταν το θέατρο. Από κει ξεκινήσαμε και χωρίσαμε, διότι φωνάζανε εμένα και βάζανε το όνομά μου μεγαλύτερο, κι εκείνος θύμωνε… Ήρθε μια μέρα που δεν πήγαινε άλλο, και χωρίσαμε. Μείναμε φίλοι. Εκείνος εξακολουθούσε να με αγαπάει, όπως κι εγώ. Τον πονούσα. Τον πονούσα, η αλήθεια είναι αυτή, διότι δεν είχα οικογένεια. Η μητέρα κι εγώ. Εγώ κι η μητέρα μου ήμασταν κι ήμασταν μόνες».
Το 1959 ο Τάκης Μηλιάδης συγκροτεί δικό του θίασο μαζί με τον Γκιωνάκη και τον Ρίζο. Ανεβάζει στο Περοκέ την επιθεώρηση «Ομόνοια Πλατς- πλουτς». Από τότε ξεκινά ως επιχειρηματίας, αλλά δεν πάει και τόσο καλά. Αυτό μαρτυρούν τα όσα καταγράφει η Καλή Καλό...
«Είχαμε κάνει συνεταιρικά θίασο με τον Τάκη Μηλιάδη, ο οποίος εκείνη την εποχή πλήρωνε ήδη διατροφές κι ήθελε να πάρει διαζύγιο για να παντρευτεί τη Μοσχονά. Και μια μέρα που τον είδα στεναχωρημένο τον ρωτάω: Γιατί, ρε Τάκη χωρίζεις, για να ξαναπαντρευτείς; Αυτό πια καταντάει βίτσιο! Μου λέει:
- Δεν λες τίποτα, Καλή. Φαίνεται είμαι μαζόχας και δεν το ’χω καταλάβει. Όμως έξω απ’ τα αστεία έχω πάρα πολλά έξοδα και δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα. Γι ’ αυτό σε παρακαλώ να διακόψουμε τον συνεταιρισμό. Προτιμώ να μου δώσεις ένα σίγουρο μεροκάματο. Γιατί όταν είναι μικρά τα θέατρα που παίρνουμε δε βγαίνει μεγάλο κέρδος. Αλλά οι μεγάλες αίθουσες είναι λίγες, κι έτσι προτιμώ το μεροκάματο.
- Εντάξει, Τάκη μου, του λέω. Από αύριο θα παίρνεις διακόσιες πενήντα δραχμές την ημέρα, συμφωνείς;
- Ου, μου λέει, με το παραπάνω.
Και την επόμενη έχουμε κλείσει το κινηματοθέατρο Άλεξ στου Ζωγράφου, το οποίο, όμως, είχε περίπου δύο χιλιάδες θέσεις. Πάμε για παράσταση, βλέπει ο Μηλιάδης το θέατρο γεμάτο κι αρχίζει στα παρασκήνια να χτυπιέται:
- Τι έπαθα ο κερατάς, ο μα... τι το θελα να διακόψω τον συνεταιρισμό, τώρα που μπήκαμε σε μεγάλη αίθουσα; Τέτοιος γκαντέμης είμαι, πανάθεμά με!
Εμάς μας έπιασαν τα γέλια, και του λέω:
- Έλα, ρε Τάκη, θα σε κάνω συνέταιρο πάλι.
- Όχι, όχι, μου λέει, γιατί αν αύριο έχουμε μικρή αίθουσα, τι θα πάρω;
Κι έτσι έμεινε μισθωτός».
Οι παραστάσεις μάλλον πάνε καλά… Έχουν για ατραξιόν τον συνθέτη Γιώργο Μουζάκη, αλλά για δεκαπέντε μέρες. Μετά, βάσει συμφωνίας πρέπει να τον αλλάξουν. Σκέφτονται να φωνάξουν τον Γρηγόρη Μπιθικώτση που ήταν και τότε στη μόδα, επειδή έδινε συναυλίες με έργα Θεοδωράκη. Γράφει πάλι η Καλή Καλό:
«Μαθαίνω ότι μένει κάπου στο Περιστέρι και παίρνω πάλι τον Μηλιάδη να πάμε να τον βρούμε. Πράγματι βρήκαμε το σπίτι του, μια πολύ ωραία αυλή με γύρω γύρω δωμάτια, μοσχοβόλαγε από ασβέστη και πάστρα. Βγαίνει η γυναίκα του η πρώτη με τις κόρες της, δυο πολύ χαριτωμένα κοριτσάκια με δύο μακριές κοτσίδες, η οποία μας περνάει σε μια κάμαρα-σαλόνι, που μοσχοβόλαγε κι αυτή από πάστρα. Μας λέει να περιμένουμε τον Γρηγόρη γιατί έχει βγει μια βόλτα με το πρώτο του αυτοκινητάκι (σακαράκα), που μόλις το είχε αγοράσει κι έκανε βόλτες να το χαρεί. Μας βγάζει ουζάκι και κάποια στιγμή να σου κι ο Γρηγόρης, ο οποίος μπαίνει μέσα γελώντας και χοροπηδώντας σαν μωρό παιδί, λέγοντάς μας:
- Παιδιά, ξέρετε τι έκανα; Έκανα γύρω γύρω βόλτες στο νεκροταφείο και φώναζα στη μάνα μου και στον γέρο μου να βγουν απ’ τον τάφο να καμαρώσουν τον γιο τους, που αγόρασε αυτοκίνητο.
- Ε, ρε μάνα, πού ’σαι να καμαρώσεις τον γιο σου!
»Κι αφού πέρασε κι αυτό γυρίζει και μου λέει:
- Εσένα σε ξέρω απ’ το θέατρο.
Και στον Τάκη:
- Και σένα σε ξέρω κι απ’ το θέατρο κι απ’ τις διαφημίσεις. Λοιπόν τι θέλετε;
Τότε εγώ γυρίζω και του λέω:
- Κοίτα, Γρηγόρη, με τον κύριο Μηλιάδη έχουμε μεγάλο επιθεωρισιακό θίασο και θέλαμε να έρθεις έτσι για δεκαπέντε μέρες ή όσο θέλεις για ατραξιόν.
»Τότε ο Γρηγόρης μας απαντάει:
- Κοιτάχτε ρε παιδιά, εντάξει να πούμε, αλλά είναι ο ψηλός [ο Θεοδωράκης] που δε μ’ αφήνει να πάω αλλού, παρά μόνο σε συναυλία. (Αυτό το “συναυλία” του είχε κάτσει τότε και επέμενε πάνω στη λέξη αυτή)
- Τι να πούμε τότε, παιδάκια, αφού δεν μπορούμε να πούμε τίποτα. Βλέπετε ο ψηλός…
Πιάνω εγώ το νόημα και τι τον εντυπώσιαζε, σκουντάω τον Μηλιάδη και πετάω στον Γρηγόρη:
- Γρηγόρη μου, δεν κατάλαβες καλά, μιλάμε για επιθεωρησιακή συναυλία.
Αυτό ήταν. Μόλις άκουσε ο Γρηγόρης τη λέξη συναυλία, εντάξει. Δώσαμε τα χέρια, κι η οικονομική μας συμφωνία ήταν η εξής: Επειδή ήταν πολύ μεγάλο το κασέ του και δεν ξέραμε αν θα μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε, συμφωνήσαμε να παίρνει κάθε βράδυ ένα ποσοστό από τις εισπράξεις. Του άρεσε και συμφώνησε».
Το 1964 εμφανίζεται στο θέατρο Περοκέ με τις επιθεωρήσεις «Άλλος για το Καστρί» και «Γαργάλατα... γαργάλατα». Τον επόμενο χρόνο, πάλι με δικό του θίασο, παρουσίασε στη Θεσσαλονίκη έργα των Νίκου Τσιφόρου, Πολύβιου Βασιλειάδη, Παναγιώτη Καγιά. Κάνει περιοδεία, αλλά μάλλον δεν πάει καλά. Υπάρχει και σχετικό ανέκδοτο από αυτήν, χαρακτηριστικό του Μηλιάδη. Κάποιο βράδυ συγκεντρώθηκαν οι βασικοί συντελεστές των παραστάσεων για να συζητήσουν, μήπως και ανακαλύψουν τις πταίει και τι πρέπει να αλλάξουνε.
— Καλή η δουλειά, έλεγε ο ένας, αλλά κάτι μας λείπει…
— Ναι, συμφωνούσε ο δεύτερος. Όμως κάτι μας λείπει.
Τα ίδια πάνω κάτω έλεγαν και οι υπόλοιποι. Η επωδός πάντα ίδια:— Κάτι μας λείπει.
Ο Μηλιάδης δε μιλούσε. Οπότε σε κάποια στιγμή τον ρωτάνε:
— Εσύ Τάκη γιατί δε μιλάς;... Δε συμφωνείς; Κάτι μας λείπει.
— Οπωσδήποτε κάτι μας λείπει, τους απαντά εκείνος...
— Τι; τον ρωτούν...
— Το κοινό...
«Περίπου τότε τον γνώρισα κι εγώ...» μου λέει ο Νίκος ο Αθερινός και περιγράφει το σκηνικό:
«Η πρώτη μας συνάντηση ήταν σε ένα άδειο σπίτι. Τα είχε πουλήσει όλα, για να ξεχρεώσει ο άνθρωπος. Είχε μόνο ένα μαγνητόφωνο. «Είναι το μόνο πράγμα που δεν πουλάω», μου είχε πει, «γιατί μ ’ αυτό κάνω τις εκπομπές μου στο ραδιόφωνο». Στο ραδιόφωνο εργάστηκε πολλά χρόνια. Δημιούργησε δικές του εκπομπές. Έγραφε τα κείμενα, είχε την ευθύνη της παραγωγής, της παρουσίασης και της μουσικής επιμέλειας. Συμμετείχε επίσης σε θεατρικά έργα και επιθεωρήσεις που μεταδόθηκαν μέσω ερτζιανών, μεσαίων και βραχέων. Στις 20 Ιανουάριου του 1969 παντρεύεται τη Σάσα Καζέλη. Ήδη από το 1964 είχε αναλάβει να γράφει και να παρουσιάζει μαζί της την ελληνική εκπομπή της Βαυαρικής ραδιοφωνίας για τους Έλληνες της κεντρικής Ευρώπης. Σημείωσε μεγάλη ακροαματικότητα και κράτησε δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια. Από το 1968 αναφέρεται ως θιασάρχης σε διάφορα θεατρικά σχήματα. Μερικές από τις συνεργασίες του: «Μιας πεντάρας νιάτα» με τον Αλέκο Αλεξανδράκη και την Τζένη Ρουσέα το 1970, «Δον Καμίλλο» του Σωτήρη Πατατζή, η μεγάλη επιτυχία του Μίμη Φωτόπουλου στο θέατρο Βρετάνια το 1972, τον ίδιο χρόνο «Του άντρα του πολλά βαρύ» με τον Μουστάκα και τον Διαμαντόπουλο. Επίσης «Ελλάς ξαναψηφίζει» των Ναπολέοντα Ελευθερίου και Γιώργου Λαζαρίδη, «Ο Τρελός του Λούνα Παρκ» πάλι του Γιώργου Λαζαρίδη με τον Θανάση Βέγγο κ. ά. Στη μικρή οθόνη μπήκε από τους πρώτους. Ο σκηνοθέτης Γιώργος Δάμπασης αναφέρει σχετικά, στο βιβλίο του «Την εποχή της τηλεόρασης»:
«Το 1970 κυριαρχούν οι θεατρικές θεατρόμορφες τηλεοπτικές παραγωγές. Το πρώτο σίριαλ βγαίνει στα μέσα και τα έξω στην ΥΕΝΕΔ, και σεναριογράφο τη δημοσιογράφο Κική Σεγδίτσα. Τίτλος του σίριαλ «Το σπίτι με τον φοίνικα». Το σκηνοθετεί ο Ιάσων Γιαννουλάκης και πρωταγωνιστούν ο Κώστας Καρράς, η Ερρικα Μπρόγιερ, ο Γιάννης Μιχαλόπουλος, ο Ανδρέας Φιλιππίδης, η Γιώτα Σοιμοίρη, ο Τάκης Μηλιάδης, η Κατερίνα Γιουλάκη, ο Γιώργος Μοσχίδης, η Δέσποινα Νικολαίδου, ο Πάνος Χριστογιαννακόπουλος και η Ελένη Κριτή. Ο Κώστας Πρετεντέρης, που εργαζόταν χρόνια στο ραδιόφωνο, μπαίνει κι αυτός στο τηλεοπτικό γαϊτανάκι δουλεύοντας με τον Νίκο Νικολαρέα, γνωστό ως «συνεργάτη χωρίς όνομα». Στις 6 Μαρτίου κάνει ντεμπούτο στην ΥΕΝΕΔ το πρώτο δεκάλεπτο τηλεοπτικό χρονογράφημα με τον Γιάννη Γκιωνάκη. Ένα μήνα αργότερα τον Μηλιάδη διαδέχτηκε ο Γιάννης Βογιατζής με τον διασκεδαστικό του «Μικέ» και τον Γιάννη Γκιωνάκη τον αντικατέστησε ο συνονόματος του Μιχαλόπουλος με το θρυλικό «Συνήγορο». (...) Ήταν ίσως η πρώτη φορά που η τηλεόραση έδειχνε την παντοδυναμία της στο να κατασκευάζει είδωλα…»
Ιδιαίτερη επιτυχία σημείωσε ως πρόεδρος δικαστηρίου στις σειρές: «Η Θέμις έχει κέφια», «Η Θέμις έχει νεύρα» και «Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια», βασισμένες σε ευθυμογραφήματα του Δημήτρη Ψαθά… Ερμήνευσε τον Λιουλιούκοφ στον δημοφιλή «Γιούγκερμαν» της δεκαετίας του ’70 με τον Αλέκο Αλεξανδράκη στον ομώνυμο ήρωα του Μ. Καραγάτση. Σκηνοθέτης ήταν ο Βασίλης Γεωργιάδης. Πού τα προλάβαινε όλα;
«Στην τηλεόραση κάναμε μαζί το Βαριετέ», μου λέει ο Νίκος Αθερινός. «Τότε δεν υπήρχε το βίντεο, δεν μπορούσαμε όταν γινόταν λάθος να σταματήσουμε και μετά να το διορθώσουμε στο μοντάζ. Αν γινόταν τότε λάθος έπρεπε να πας το γύρισμα από την αρχή. Ήτανε το 1976. Λοιπόν ο Τάκης - πολυάσχολος γαρ - δεν ήξερε επακριβώς τα λόγια του. Αλλά για να μη μας δημιουργεί πρόβλημα, έγραφε το κείμενό του σε ένα μαγνητόφωνο και μέσω ενός ακουστικού που είχε στο αυτί του το άκουγε κατά τη διάρκεια του γυρίσματος εν είδει υποβολείου. Κάποια φορά όμως εκεί που έπαιζε τον ρόλο του, άρχισε να λέει άλλα των αλλών. Τι είχε συμβεί; Κάποιος πειρατικός σταθμός από τους πολλούς τότε, είχε παρεμβληθεί στη συχνότητα του ακουστικού και μετέδιδε τα δικά του, χωρίς να το συνειδητοποιήσει αρχικώς ο Μηλιάδης...»
Μια από τις εμφανίσεις του που άφησαν ιστορία ήταν το καλοκαίρι του 1959 στην επιθεώρηση «Πλατς πλουτς» των Μήτσου Βασιλειάδη και Ναπολέοντος Ελευθερίου, στο θέατρο Περοκέ, με τον Γιάννη Γκιωνάκη και τον Νίκο Ρίζο. Οι τρεις τους έκαναν το Τρίο Ξε-καλτσόνε. Εμφανίζονταν ξυπόλητοι, φορούσαν αθλητικά φανελάκια και φούστες από χόρτο. Σατίριζαν την εφορία κι έλεγαν:
Πρώτος: Τι μας θωρείτε ακίνητοι, πού τρέχει ο λογισμός σας; Δεν είμεθα απόγονοι φυλής αγριανθρώπων…
Δεύτερος: Φορολογούμενοι είμαστε και σαρξ εκ της σαρκός σας. Και γυμνοτσιτσιδόθημεν εις εφορίας τόπον.
Τρίτος: Εκεί στην πόρτα τη θαμπή, που όποιος πάει για να μπει, λέει με μηρμιρία «Να μπει κανείς ή να μη μπει μέσα στην εφορία;»
ΟΛΟΙ: Ιδού η απορία!
(τραγούδι)
Από την πόρτα σου περνώ, ωραία αγιογδύτισσα / Άσπλαχνη εφορία, κόρη χωρίς καρδιά, / που μαγαζάκια κλείνεις και παίρνεις τα κλειδιά.
(πρόζα)
Τρίτος: Ω σεις φορολογούμενοι, τη δήλωσή σας κάντε.
Δεύτερος: κι απελπισμένοι εισέλθετε στην Κόλαση του Λάντε!
Πρώτος: Εκεί που σμήνος έφοροι ψάχνουνε τα τεφτέρια.
Τρίτος: κι είναι άσοι στο ξεβράκωμα, στο γδάρσιμο ξεφτέρια!
Δεύτερος: Φόρο γιατί έχεις μαγαζί, φόρο γιατί δεν έχεις.
Πρώτος: Φόρο γιατί το άνοιξες, φόρο γιατί το κλείνεις…
Δεύτερος: Φόρο που δεν κατάβρεξες, φόρο που καταβρέχεις.
Τρίτος: Φόρο γιατί φταρνίζεσαι, φόρο που καταπίνεις...
Δεύτερος: Φόρο γιατί είσαι ανύπαντρος, φόρο που χεις γυναίκα!
Πρώτος: Φόρο που πήγες εκδρομή, φόρο γιατί δεν πήγες.
Τρίτος: Φόρο που είσαι κοιλαράς, φόρο που είσαι στέκα...
Δεύτερος: Φόρο γιατί στο σπίτι σου είναι παχιές οι μύγες!
ΟΛΟΙ:Φόρο εδώ, φόρο εκεί, ε, άλλο δε βαστάμε, / Να... Πάρτε και τα υπόλοιπα, να μη σας τα χρωστάμε!
Γκιωνάκης, Ρίζος, Μηλιάδης… Τρεις άνθρωποι διαφορετικοί, τουλάχιστον ως προς τη διαχείριση των χρημάτων. Μάλιστα τότε κυκλοφορούσε και το εξής ανέκδοτο:
«Είναι μεσάνυχτα. Η παράσταση έχει τελειώσει. Έχουν κάνει ταμείο και έχουν πάρει το μερίδιό τους. Στη μία ο Ρίζος τα έχει διπλασιάσει, ο Γκιωνάκης είναι στα ίδια του και ο Μηλιάδης έχει μείνει χωρίς φράγκο...»
Σε κανέναν δεν αρνιόταν να τείνει χείρα βοήθειας, εφόσον του το ζητούσε. Οπως μπορούσε… Συχνά όμως αυτό δημιουργούσε μπελάδες είτε σε κείνους, είτε στους άλλους, που έπρεπε να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά. Ο Αλέκος Σακελλάριος είχε καταγράψει το παρακάτω χαρακτηριστικό περιστατικό:
«...Αμέσως μετά τον πόλεμο, ο αξέχαστος συνεργάτης μου, ο Χρήστος Γιαννακόπουλος, ο εκλεκτός συνάδελφος και αγαπητός φίλος Ασημάκης Γιαλαμάς κι εγώ, αναλάβαμε να γράψουμε μια επιθεώρηση για το θερινό θέατρο «Σαμαρτζή», που στεγαζότανε - τρόπος του λέγειν, αφού ήταν... θερινό - στην οδό Καρόλου, εκεί που είναι σήμερα το Μέγαρο του ΟΣΕ. Κομπέρ της επιθεωρήσεως θα ήτανε ο Αγγελος Μαυρόπουλος, που περίμενε υπομονετικά να του φέρουνε τα σχετικά κείμενα, γιατί τα κείμενα του κομπέρ φτάνανε πάντοτε τελευταία, μια και προείχε να τελειώσουνε τα νούμερα που είχανε μουσική. Ο Μαυρόπουλος, που το ήξερε, δεν ανησυχούσε. Περίμενε. Δεν περίμενε όμως ο Πλεμενίδης. Ο Πλεμενίδης, παλιός τότε ηθοποιός που θα μπορούσε να είχε πάρει τη σύνταξή του, αλλά δεν την έπαιρνε γιατί δεν του έφτανε για να ζήσει, είχε παρακαλέσει τον θιασάρχη Νίκο Μηλιάδη να τον προσλάβει στον θίασο.
- Πάρε με, κύριε Νίκο, να φάω κι εγώ ένα κομμάτι ψωμί
Κι ο Μηλιάδης, καλόκαρδος όπως ήταν, έπεισε τον Σαμαρτζή να τον προσλάβουνε. Ο Μηλιάδης ήξερε βέβαια ότι ο Πλεμενίδης, που άλλοτε ήτανε ένας καλός ηθοποιός, δεν θα του πρόσφερε τίποτα. Ηταν μεγάλος πια και δεν μάθαινε. Αλλά, όπως είπαμε, τον πήρε κυρίως για να τον βοηθήσει. Όταν όμως έρχονταν τα νούμερα και ο Πλεμενίδης έβλεπε ότι δεν τον χρησιμοποιούσαμε, άρχισε να ανησυχεί.
- Εγώ δεν θα κάνω τίποτα, ρε παιδιά;
- Θα κάνεις.
- Τι;
- Ασε να δούμε.
Η επιθεώρηση είχε σχεδόν ολοκληρωθεί κι ο Πλεμενίδης δεν είχε κάνει ακόμα τίποτα. Αρχισε, λοιπόν, να μας πιάνει έναν έναν χωριστά.
- Βάλε μου κάτι, κύριε Χρήστο, να δικαιολογήσω κι εγώ το μεροκάματό του.
Από την παράκλησή του, περισσότερο συγκινήθηκε ο Γιαλαμάς.
- Να του βάλουμε κάτι, ρε παιδιά, και του Πλεμενίδη, είναι αμαρτία.
- Τι να του βάλουμε δηλαδή;
-Κατιτί… δυο κουβέντες...
- Ε, βάλ’ του.
Ο Γιαλαμάς έγραφε τότε το φινάλε της επιθεώρησής μας, που ήταν το «Μουσείο του Πολέμου». Σε μια μεγάλη αίθουσα ήταν, υποτίθεται, εκτεθειμένα όλα τα αναμνηστικά του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Το μπερέ του Μοντγκόμερι, το πούρο του Τσόρτσιλ, η στραταρχική ράβδος του Ρόμελ κ.λπ. κ.λπ. Στο μουσείο αυτό φύλακας διορίστηκε από τον Γιαλαμά ο Πλεμενίδης. Πρώτος επισκέπτης του μουσείο θα ήταν ο κομπέρ της επιθεώρησης, δηλαδή ο Μαυρόπουλος, που αφού θα άκουγε τις πρώτες σχετικές πληροφορίες, θα έπαιρνε τη σκυτάλη από τα χέρια του Πλεμενίδη και θα συνέχιζε αυτός, για να εμφανίσει τον θίασο. Γεμάτος τρακ ο Πλεμενίδης και χωρίς να θυμάται ούτε λέξη από τα δυο λόγια που έπρεπε να πει, έτρεμε κυριολεκτικά την ημέρα της πρεμιέρας. Ο Μαυρόπουλος, που τον κατάλαβε, θέλησε να τον βοηθήσει.
-Χαίρετε…
- Χαίρετε.
- Εδώ είναι το Μουσείο του Πολέμου...
- Μάλιστα.
- Αυτό εκεί τι είναι;
Εσκυψε στο υποβολείο ο Πλεμενίδης κι άρπαξε τη φράση που έπρεπε να πει.
- Η στραταρχική ράβδος του Ρόμελ
- Ωραία… κι αυτό εκεί τι είναι;
- “Αυτό εκεί ήτανε το κρεβάτι του Μακ Αρθουρ”. Του το σφύριξε βέβαια ο υποβολέας, αλλά ο καημένος ο Πλεμενίδης δεν το άρπαξε σωστά.
- Αυτό είναι το κρεβάτι του Μπακάκου.
Χάλασε ο κόσμος στα γέλια φυσικά. Κι η παράσταση θα πήγαινε κατά διαβόλου, αν δεν έσωζε την κατάσταση το χιούμορ και η ετοιμότητα του Μαυρόπουλου.
- Ώστε αυτό είναι το κρεβάτι του Μπακάκου;
- Μάλιστα!
- Και το κρεβάτι του Μαρινόπουλου, που το έχετε;
Καταλαβαίνετε τι έγινε… Γέλια, χειροκροτήματα κι ούτε γάτα ούτε ζημιά, μια και ο Μαυρόπουλος συνέχισε να μιλάει για τα εκθέματα, χωρίς τη βοήθεια του Πλεμενίδη… Ανήσυχος, όπως ήταν, το 1979 έκανε στροφή στην καριέρα του με το πρωτοποριακό εκείνη την εποχή «Ωχ» στο Πειραματικό Θέατρο της Μαριέτας Ριάλδη. Δύο χρόνια πριν, έχει ανεβάσει με δικό του θίασο την κωμωδία «Μικροί Φαρισαίοι» του Δημήτρη Ψαθά στο θέατρο Λουζιτάνια. Έπαιρνε ρίσκο συνεχώς...
«Δε λογάριαζε τα λεφτά», μου λέει ο Νίκος Αθερινός. «Μετά την οικονομική καταστροφή που υπέστη, όμως, κατάφερε να ορθοποδήσει ξανά. Τα τελευταία χρόνια ζούσε άνετα, απόκτησε χρήματα, αλλά δεν τα χάρηκε. Μου είχε εξομολογηθεί ότι το όνειρό του ήταν να κάνει οικογένεια, παιδιά… Αλλά, δυστυχώς, δεν μπόρεσε. Στο τέλος πάθαινε συνεχώς εγκεφαλικά. Δεν μπορούσε να μιλήσει καλά. Παρ’ όλα αυτά οδηγούσε. Ένα ασήμαντο ατύχημα με το αυτοκίνητό του ήταν η αιτία να πεθάνει, μέσα σε δυο μέρες, το 1985».
Θα μπορούσε να γίνει ο Μωρίς Σεβαλιέ της Ελλάδας...
http://anemourion.blogspot.gr/
Πίσω στα παλιά
No comments:
Post a Comment