Πώς με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, ηθοποιοί, τραγουδιστές και θεατρικοί συγγραφείς «περνούσαν» πολιτικά μηνύματα, πρόβαλλαν τις νίκες και διακωμωδούσαν τους αντιπάλους
«Ουσία της Επιθεώρησης αναγνωρίστηκε από την πρώτη στιγμή η επικαιρότητα. Η επιθεώρησις είναι επίκαιρος, εν είδος εφημερίδος καθημερινής είχε πει στα 1915 ο Γεώργιος Τσοκόπουλος.
Η εμπόλεμη Ελλάδα πέρασε πολιτικά μηνύματα μέσα από την επιθεώρηση.
«...Η επιθεωρησιακή σκηνή πιάνει τώρα τον πατριωτικό μίτο από τις επιθεωρήσεις των Βαλκανικών Πολέμων και του Α Παγκοσμίου Πολέμου: Πολεμική Επιθεώρηση, Πολεμικά Παναθήναια 1940, Αθήνα-Ρώμη και φεύγουμε...», γράφει η θεατρολόγος, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Δηώ Καγγελάρη στην «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000».
«Με υποτυπώδη ή φαντασμαγορικά σκηνικά (ένα σκηνογραφικό ομοίωμα, λόγου χάρη, του αντιτορπιλικού Ελλη), με μουσική υπόκρουση τον Εθνικό αλλά και τον Ακάθιστο Υμνο και με μοιρασμένη τη συναισθηματική φόρτιση μεταξύ σκηνής και πλατείας, η υπογράμμιση της γενναιότητας του ελληνικού στρατού και η ανελέητη σάτιρα για την υποχώρηση των Ιταλών προσφέρουν δυο ώρες ενθουσιασμού και γέλιου. Η ανταπόκριση από το θέατρον πολέμου είναι άμεση...».
«Ηρωικό ευζωνάκι»«Ιέν-δυο-ιέν-δυο, ιγώ ιμ ιγώ, ιβζουνάκι γοργό...» τραγουδούσε η Αννα Καλουτά στο θέατρο «Μοντιάλ» λίγο μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, ξεσηκώνοντας κάθε βράδυ τους θεατές με αποτέλεσμα να καθιερωθεί απ αυτό το νούμερο ως το «ηρωικό ευζωνάκι» του ελληνικού θεάτρου.
Η Σοφία Βέμπο ερμήνευε το «Παιδιά, της Ελλάδος Παιδιά» που έγινε γρήγορα το πιο δημοφιλές τραγούδι της Αντίστασης, αλλά και το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του», το «Στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός».
Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, τον Οκτώβριο του 1940, οι καλλιτέχνες του θεάτρου, ηθοποιοί, τραγουδιστές και σεναριογράφοι επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στα γεγονότα του πολέμου για να εμψυχώσουν τους Ελληνες στρατιώτες αλλά και να παρηγορήσουν τους ανθρώπους που είχαν μείνει πίσω και αγωνιούσαν.
Επιθεωρήσεις με χαρακτηριστικούς τίτλους όπως «Κορόιδο Μουσολίνι», «Πολεμικές Καντρίλιες», «Αθήνα-Ρώμη και φεύγουμε» αναδείκνυαν μια θεματική που πρόβαλλε τις ελληνικές νίκες, διακωμωδούσε την αποτυχημένη απόπειρα των Ιταλών να καταλάβουν την Ελλάδα και καλούσε όλους τους Ελληνες να δείξουν θάρρος και υπομονή.
Αξέχαστα έχουν μείνει τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο που εμψύχωναν τόσο τον κόσμο στα μετόπισθεν όσο και τους στρατιώτες στα πεδία των μαχών.
Τα θέατρα της πρωτεύουσας δεν λειτούργησαν μόνο για τρεις ημέρες, στις 29, 30 και 31 Οκτωβρίου του 1940, εξαιτίας του ιταλικού αιφνιδιασμού και της επιστράτευσης πολλών ηθοποιών. Μετά την ανασυγκρότηση των θιάσων, πρώτη η Μαρίκα Κοτοπούλη που έπαιζε τη «Μαντάμ Μποβαρύ» κατέβασε το έργο και ανέβασε την επιθεώρηση «Πολεμικά Παναθήναια» του Δημήτρη Γιαννουκάκη με μουσική Κ. Γιαννίδη.
Η ίδια ξεσήκωσε τον κόσμο απαγγέλλοντας στο φινάλε, περιτρυγυτρισμένη από όλο τον θίασο, «Ηρθ ο καιρός που θα βροντήξει το κανόνι», ενώ η Ελένη Χαλκούτση σατίριζε τα πολεμικά ανακοινωθέντα των Ιταλών που απέδιδαν τις ήττες τους στην κακοκαιρία. Στο θέατρο «Κεντρικό» ο θίασος της Κατερίνας ανέβασε την επιθεώρηση «Πολεμικές καντρίλιες» των Γιαλαμά-Οικονομίδη και Θίσβιου και έπειτα την επιθεώρηση «Νοκ-Αουτ» του Γιαλαμά.
Στο θέατρο «Μουσούρη» ο θίασος Μιράντας-Κ. Μουσούρη ανέβασε την επιθεώρηση «Πρωτοβρόχια» των Αλέκου Σακελλάριου και Δ. Ευαγγελίδη και στη συνέχεια τις επιθεωρήσεις «Φινίτο λα Μούζικα» και «Μπράβο Κολονέλο», όλες με μουσική Θ. Σακελλαρίδη και συνεργάτες τους Ορέστη Μακρή, Κυριάκο Μαυρέα, Κώστα Δούκα, Περικλή Χριστοφορίδη, Ερρίκο Κονταρίνη, Μιράντα, Μαρίκα Κρεββατά, Μαλαίνα Ανουσάκη, Μαρίκα Νέζερ και Λιλή Κοντονή.
Στο «Μπέλλα Γκρέτσια» του Μίμη Τραϊφόρου στο «Μοντιάλ» η Σοφία Βέμπο τραγουδούσε το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» και άλλα... αντι-ιταλικά τραγούδια σε τέτοιο βαθμό που η φήμη της είχε γίνει γνωστή στους Ιταλούς, οι οποίοι όταν «κατέλαβαν» την Αθήνα πίσω από τους Γερμανούς, της απαγόρευσαν να τραγουδά. Αργότερα, όταν φοβήθηκε ότι θα συλληφθεί, διέφυγε στη Μέση Ανατολή, όπου συνέχισε να τραγουδά στα ελληνικά στρατόπεδα, αλλά και σε συναυλίες.
Την επόμενη επιθεώρηση του «Μοντιάλ» έγραψαν οι Γιαννουκάκης, Γιαννακόπουλος και Αλέκος Σακελλάριος με τίτλο «Πολεμική Αθήνα». Στο θέατρο «Κυβέλης» ο θίασος Παρασκευά Οικονόμου ανέβασε την επιθεώρηση «Μπόμπα» και στο θέατρο «Ολύμπια» άλλος μουσικός θίασος την επιθεώρηση «Αθήνα-Ρώμη».
Ολα αυτά άλλαξαν τελείως μετά τη γερμανική εισβολή, αφού η πλήρης και άμεση αλλαγή ρεπερτορίου ήταν αναγκαία, λόγω της υπηρεσίας λογοκρισίας που οργάνωσαν οι κατακτητές.
Η πρώτη εγκύκλιος της «Διευθύνσεως Λαϊκής Διαφωτίσεως» προς τους θιασάρχες δόθηκε στις 12 Μαϊου 1941 (έξι ημέρες μετά τη γερμανική εισβολή), η δεύτερη στις 30 Ιουνίου 1941 και η τρίτη στις 11 Ιουλίου του ίδιου χρόνου.
Πάντως, ο θεατρικός κόσμος έδωσε τη μάχη του κατά των κατακτητών, μέσα σε κλίμα κινδύνου. Οι επιθεωρησιογράφοι δούλευαν τα κείμενά τους με ευελιξία και φρόντιζαν να τα εμπλουτίζουν με... υπονοούμενα τα οποία οι ηθοποιοί υπογράμμιζαν, στόλιζαν και διάνθιζαν με την τέχνη τους.
Το «κόλπο» δεν περνούσε πάντα στους Γερμανούς, το αντίθετο, και οι κυρώσεις ήταν αυστηρές (συλλήψεις, φυλακίσεις, εγκλεισμοί σε στρατόπεδα, ανακρίσεις από τους Ες-Ες, «συστάσεις») αλλά οι καλλιτέχνες δεν το έβαζαν κάτω. Οι θιασάρχες, αν και δέχονταν ισχυρότατες πιέσεις για να ανεβάσουν γερμανικά θεατρικά έργα, μετέρχονταν διαφόρους τρόπους για να το αποφύγουν (μερικοί μάλιστα τα «βάφτιζαν» με γερμανικό όνομα, αλλά κι αυτό δεν περνούσε) και αντιστέκονταν.
Ολοι σχεδόν οι ηθοποιοί πήραν μέρος στην Εθνική Αντίσταση, οι περισσότεροι στις γραμμές του ΕΑΜ και λίγοι στον ΕΔΕΣ, ενώ πολλοί ηθοποιοί και συγγραφείς υπέστησαν σοβαρές διώξεις (Γιώργος Οικονομίδης, Ρένα Ντορ, Σπύρος Πατρίκιος, Θόδωρος Μορίδης, Ηρώ Χαντά, Πάνος Πλέσσας, Φρόσω Κοκόλα, Γιάννης Βεάκης, Γιώργος Γληνός, Πέλος Κατσέλης, Δανάη Στρατηγοπούλου κ.ά.).
Τραγικότερες υπήρξαν οι περιπτώσεις του τενόρου Λεάνδρου Καβαφάκη και της ηθοποιού Μανταλένας Χατζοπούλου που εκτελέστηκαν τον Αύγουστο του 1944 στο Δαφνί μαζί με τη Λέλα Καραγιάννη και άλλους πατριώτες, καθώς και του Αττίκ που αυτοκτόνησε μην αντέχοντας την πείνα και την εξαθλίωση, λίγο πριν από την αποχώρηση των Γερμανών (σ.σ. Ευχαριστούμε τη θεατρολόγο Ιωάννα Πέπα για τις πολύτιμες πληροφορίες που μας παρέσχε και που βασίζονται στο βιβλίο του Ευάγγελου Μαχαίρα, «Το Θέατρο», εκδόσεις «Καστανιώτη»).
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΙΣΜετά την κήρυξη του πολέμου τα θέατρα σταματάν αμέσως τις παραστάσεις τους και αρχίζουν να βρίσκουν καινούργια έργα. Αυτή όμως που κερδίζει τη μάχη είναι η επιθεώρηση. Ετσι όλοι σχεδόν οι θίασοι ανεβάζουν επιθεωρήσεις με πολύ μεγάλη επιτυχία.
Στο θέατρο «Αλάμπρα» ανεβαίνει η πρώτη επιθεώρηση γραμμένη από τους Μαμάκη και Γιοκαρίνη, πάνω σε μουσική του Ιωσήφ Ριτσιάρδη. Ο θίασος είχε ως εξής: Ολυμπία Ριτσιάρδη, Νίκος Μηλιάδης, Γιάννης Πρινέας, Ρίτα Δημητρίου, Ρένα Ντορ, Τοτό Λιάσκα, Καντιώτης, Γαβριηλίδης, και το χορευτικό ζευγάρι: Παυλόφσκαγια-Σταύρος Σπυρόπουλος.
Λίγες μέρες αργότερα άλλο ένα θέατρο, αυτό της «Αλίκης» σημερινό «Μουσούρη», φιλοξενεί επιθεώρηση. Το «Μπράβο Κολονέλο» που έγραψαν οι Ευαγγελίδης-Αλέκος Σακελλάριος με μουσική Θεόφραστου Σακελλαρίδη και σκηνογραφίες Μάριου Αγγελόπουλου σημείωσε εξαιρετική επιτυχία.
Ο θίασος αποτελούνταν από τους Μιράντα Μυράτ, Κώστα Μουσούρη, συνεργάζονται οι Κυριάκος Μαυρέας, ο Ορέστης Μακρής, Μαρίκα Κρεββατά, Κώστας Δούκας, Μαρίκα Νέζερ κ.ά.
Εδώ αξίζει να αναφέρουμε το τραγούδι της έναρξης το οποίο έλεγε όλος ο θίασος επί σκηνής:
«Μπράβο Κολονέλλο!/ Ετσι σε θέλω να νικάς, έτσι σε θέλω!/ Φόρα τα μαχαίρια και στη μάχη να ορμάς./ Και να τρέχεις προς εμάς, Χαιρετώντας φασιστί με τα δύο χέρια!/ Μπράβο μώρε Τσιάνο/ Που τις χτυπάς τις πόλεις απ τ αεροπλάνο...»
«Κτύπησαν την Ντιριντάουα, τον Πατρίκιο, τον Φωτόπουλο...»Πάντα πολιτική η επιθεώρηση αλλά «στα πέτρινα χρόνια, σ' ολόκληρες τις δεκαετίες του '40 και του '50, ούτε κουβέντα για Εθνική Αντίσταση, για Εμφύλιο και για Διχασμό», γράφει ο Γιώργος Λαζαρίδης στο «Πάμε παρασκήνιο;» (εκδόσεις «Νέα Σύνορα Α.Α. Λιβάνη»). «Ποιος θα τολμούσε να κάνει έστω και την παραμικρή νύξη;
Με μοναδική εξαίρεση την επιθεώρηση Γιούπι Γιούπι Για που έγραψε ο Ασημάκης Γιαλαμάς, γνωστός ήδη δημοσιογράφος της Αριστεράς, η οποία ανέβηκε στο θέατρο Σαμαρτζή της οδού Καρόλου, καλοκαίρι του 1948 (σ.σ. για την ημερομηνία υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές με απόκλιση ενός έως τριών ετών), με ηθοποιούς χαρακτηρισμένους αριστερούς και επικεφαλής την Καίτη Ντιριντάουα, με βεβαρημένο παρελθόν, ως έχουσα λάβει ενεργόν μέρος στη δράση του ΕΑΜ και ζωσμένη με στολή εκστρατείας, μπροστάρισσα στη θριαμβευτική είσοδο του αντάρτικου στρατού στην Αθήνα».
Σε αυτή την επιθεώρηση έπαιζε ένας καθαρά αριστερός θίασος, ανάμεσά τους, εκτός από την Ντιριντάουα, «ο Μίμης Φωτόπουλος, η Λέλα Πατρικίου και ο Σπύρος Πατρίκιος (σ.σ. γονείς του ποιητή Τίτου Πατρίκιου)» θυμάται η κυρία Αλκη Ζέη, η οποία έζησε από κοντά τον θρίαμβο του «Γιούπι Γιούπι Για», μια και τη συνέδεε στενή φιλία, όπως και τον σύζυγό της, Γιώργο Σεβαστίκογλου, με το ζεύγος Πατρικίου.
Εκείνη την ίδια χρονιά, το καλοκαίρι του 1945 όπως εκτιμά η Αλκη Ζέη, ο Σεβαστίκογλου με τον θίασο των Ενωμένων Καλλιτεχνών παρουσίαζαν ένα έργο του Αρμπούζοφ, παράσταση που «σημάδεψε την εποχή.
Ο κόσμος βρισκόταν σε μια έξαρση ελπίδας αλλά τότε ήταν που άρχισε η τρομοκρατία. Κτύπησαν την Ντιριντάουα, τον Σπύρο Πατρίκιο, τον Μίμη Φωτόπουλο...».
Οι ουρές κλείνανε το τετράγωνο, μέσα στο θέατρο επικρατούσε παραλήρημα ενθουσιασμού. «Θα είχα δει την παράσταση μπορεί και είκοσι φορές. Μου έχει εντυπωθεί στη μνήμη. Παραμένει, έως σήμερα, από τις πιο ευχάριστες επιθεωρήσεις που έχω δει, πολύ φίνα και με χιούμορ.
Με τον Τίτο Πατρίκιο θυμόμαστε ακόμη ένα από τα τραγούδια του Γιούπι Γιούπι Για που τραγουδούσαν οι γονείς του επί σκηνής. Οταν είμαστε στα μεγάλα μας μεράκια, μάλιστα, το τραγουδάμε.
Τα λόγια έχουν ως εξής: Η δουλειά με κάνει βασιλιά/ η δουλειά και μόνο βασιλιά στο θρόνο./ Να ναι καλά τα δυο μου χέρια/ κι από ψηλά όλα τα αστέρια τα κατεβάζω και τα θωρώ/ του ίδρωτά μου κάθε σταγόνα στο μέτωπό μου χρυσή κορώνα».
Ενα από τα αγαπημένα νούμερα της εν λόγω επιθεώρησης που η μνήμη της κυρίας Αλκης Ζέη έχει κρατήσει ήταν αυτό στο οποίο η Λέλα κι ο Σπύρος Πατρίκιος υποδύονταν ένα ζευγάρι που είχε προσλάβει ως θαλαμηπόλο έναν Αγγλο.
Αλλά αυτός ήταν τόσο υπερόπτης και υπεράνω που φερόταν στους κυρίους του να είναι... δούλοι!
ΘΕΑΤΡΟ «ΜΟΝΤΙΑΛ»
«ΜΠΕΛΑ ΓΚΡΕΤΣΙΑ», Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ
Ηταν μια καθαρά πολεμική επιθεώρηση που θα αφήσει τη δική της σφραγίδα σε αυτήν τη δύσκολη περίοδο που περνά ολόκληρη η χώρα. Σε αυτό το θέατρο είναι που κάθε βράδυ η μελωδική φωνή της Σοφίας Βέμπο θα πλημμυρίζει την αίθουσα με το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά».
Εκτός όμως από τη μοναδική παρουσία της Σοφίας Βέμπο θα πρέπει να αναφέρουμε άλλη μία τραγουδίστρια που βρισκόταν στον θίασο εκείνο τον καιρό. Την ανεπανάληπτη Ρένα Βλαχοπούλου, η οποία έπαιζε για τρίτη φορά σε κάποια αθηναϊκή σκηνή. Ετσι και αυτή από την πλευρά της κάθε βράδυ έστελνε μηνύματα ελπίδας και συμπαράστασης στα νιάτα της Ελλάδας και όχι μόνο, τραγουδώντας το γνωστό τραγούδι «Κορόιδο Μουσολίνι».
Τον θίασο αποτελούσαν λαμπρά ονόματα της εποχής όπως οι: Αννα Καλουτά, Μαρία Καλουτά, Ηρώ Χαντά, Μίμης Κοκκίνης, Μάνος Φιλιππίδης και η Σοφία Βέμπο. Τραγούδι Ρένα Βλαχοπούλου, κομπέρ Μίμης Τραϊφόρος.
ΠΩΣ ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΤΟ «ΠΑΙΔΙΑ, ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΙΔΙΑ»Η πρώτη συνάντησή τους δεν μπορεί να πει κανείς πως πήγε καλά. Οι κόντρες που είχαν όταν συνεργάστηκαν ήταν καθημερινό φαινόμενο, αλλά η ζωή τα έφερε έτσι ώστε ο Μίμης Τραϊφόρος να χαρίσει στη Σοφία Βέμπο τη μεγαλύτερη επιτυχία όλων των εποχών με το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» και δικαίως να αποσπάσει τον τίτλο της «Τραγουδίστριας της νίκης», αλλά και στη συνέχεια να ενωθούν με τα δεσμά του γάμου. Ετσι, λοιπόν, στην επόμενη συνεργασία τους η Σοφία Βέμπο λέει κάποια μέρα πίσω στα καμαρίνια στον Μίμη Τραϊφόρο: «Εμαθα πως γράφεις ωραίους στίχους. Θέλω να μου γράψεις ένα πολεμικό τραγούδι».
«Πρώτη φορά βλέπω θεούς να ζητάνε χάρη από κοινούς θνητούς...» Εκείνη σοβαρή και λιγομίλητη του λέει:
«Αστ αυτά. Απ αυτά ξέρεις πολλά! Τραγούδια μπορείς να μου γράψεις;».
«Θα προσπαθήσω». Τότε η Σοφία Βέμπο προχώρησε προς τη σκάλα των καμαρινιών και πριν κάνει λίγα βήματα, γυρνάει και του λέει: «Αν μπορείς, γράφ το απάνω στη Ζεχρά του Σουγιούλ. Μου αρέσει πολύ η μουσική της». Τότε ο Μίμης Τραϊφόρος με το που ακούει αυτό τρέχει στο καμαρίνι του. Χαρτί δεν υπήρχε.
Ομως αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Παίρνει, λοιπόν, ένα τσιγαρόχαρτο και πάνω εκεί αρχίζει γρήγορα να γράφει τους στίχους του τραγουδιού:
«Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά /που σκληρά πολεμάτε, πάνω στα βουνά./ Παιδιά, στη γλυκιά Παναγιά, προσευχόμαστε όλοι/ Να ρθετε ξανά».
Με το που διάβασε τους στίχους στη Σοφία Βέμπο, αυτή βούρκωσε από συγκίνηση.
Το τραγούδησε το ίδιο βράδυ στη σκηνή κλαίγοντας η Σοφία, κλαίγοντας και ο κόσμος, που ήταν οι περισσότεροι φαντάροι νεοσύλλεκτοι, και οι πρώτοι τραυματίες που μόλις είχαν γυρίσει με κρυοπαγήματα. Και πριν τελειώσει το τραγούδι, ένα παλικάρι με κομμένα και τα δυο του τα πόδια της φώναξε: «Τραγούδα, Σοφία, τραγούδα, όταν τραγουδάς δε νιώθουμε πόνους στα πόδια μας!».
Έθνος
No comments:
Post a Comment