Την 1η Δεκεμβρίου 1834 η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Τότε οι κάτοικοί της ανέρχονταν σε κάποιες χιλιάδες, ενώ οι υποδομές της ήταν στοιχειώδεις. Πριν τη μεταφορά της πρωτεύουσας, ήδη από το 1833, ο αρχιτέκτονας Σταμάτης Κλεάνθης μαζί με το συνάδελφό του Έντουαρντ Σάουμπερτ είχαν εκπονήσει το πολεοδομικό σχέδιο των Αθηνών, το οποίο πρόβλεπε τη διάνοιξη μεγάλων δρόμων, τη δημιουργία πλατειών και πάρκων, τη δενδροφύτευση δημόσιων εκτάσεων κ.ά., ώστε η νέα πρωτεύουσα να έχει την όψη ευρωπαϊκής πόλης.
Το καλοκαίρι του 1834 ήρθε στην Ελλάδα και επί ένα μήνα έμεινε στην Αθήνα, ως απεσταλμένος του βασιλιά της Βαυαρίας και πατέρα του Όθωνα Λουδοβίκου Α΄, ο Γερμανός αρχιτέκτονας Leo von Klenze με την εντολή να εκφράσει την άποψή του για το χώρο όπου έπρεπε να ανεγερθούν τα ανάκτορα και για την αναμόρφωση του πολεοδομικού σχεδίου που είχε εκπονηθεί και που η υλοποίησή του είχε κριθεί πολυδάπανη. Ο Klenze υιοθέτησε τις βασικές κατευθύνσεις του σχεδίου των Κλεάνθη και Σάουμπερτ, όμως μείωσε την έκταση των δημόσιων χώρων καθώς και την περιοχή επέκτασης της πόλης, ενώ άλλαξε την πυκνότητα και το σύστημα δόμησης των κτιρίων προτείνοντας τη συνεχή δόμηση που, κατά τη γνώμη του, ανταποκρινόταν στο χαρακτήρα της μεσογειακής πόλης (εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, φύλλο της 25ης Φεβρουαρίου 2001). Οι Βαυαροί μηχανικοί, οι οποίοι εφάρμοσαν το τροποποιημένο σχέδιο του Klenze, έφθασαν στην υπερβολή, με συνέπεια να διανοίξουν στενούς δρόμους, όπως αυτούς που βλέπουμε στην Πλάκα και στου Ψυρρή. Σε σύγκριση λοιπόν με τους δρομίσκους αυτούς η οδός Ερμού ονομαζόταν ο «μεγάλος δρόμος». Σ’ αυτόν άνοιξαν τα πρώτα καταστήματα, όπου η βασίλισσα Αμαλία εύρισκε ό,τι και στα ανάλογα καταστήματα των γερμανικών πόλεων. Όμως η εμπορική κίνηση, τουλάχιστον ως το 1880, περιοριζόταν από την πλατεία Συντάγματος ως την Καπνικαρέα.
Ένα από τα μεγαλύτερα καταστήματα που λειτούργησε για πολλές δεκαετίες στην οδό Ερμού ήταν αυτό του Γερμανού Ροδόλφου Μάιφαρτ. Αυτός είχε κληθεί στην Αθήνα από τον Όθωνα, για να διδάξει τη βιβλιοδετική. Εγκατέλειψε όμως την τέχνη του και επιδόθηκε στο εμπόριο. Άνοιξε ένα μαγαζί με κομψοτεχνήματα εισαγόμενα από τη Βιέννη, τη Βενετία, τη Φλωρεντία, τη Δρέσδη και το Παρίσι. Στο κατάστημα των Γάλλων αδερφών Φιλίπ οι κομψευόμενοι Αθηναίοι εύρισκαν τα ωραιότερα υφάσματα (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 15ης Σεπτεμβρίου 1927). Επιπρόσθετα στην πλατεία της Καπνικαρέας είχε δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά η κ. Λιζιέ, η πρώτη Ευρωπαία μοδίστρα που ήρθε στην Ελλάδα και πουλούσε στις κυρίες των ανώτερων κοινωνικών τάξεων της παλιάς Αθήνας ρούχα, καπέλα και άλλα γυναικεία είδη, τα οποία πουλιόνταν ως τότε μόνο στην παρισινή αγορά (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 16ης Σεπτεμβρίου 1927). Τέλος το «σήμα κατατεθέν» και το κοσμικό κέντρο της οδού Ερμού ήταν το ζαχαροπλαστείο του Τζίτζικα, όπου για πρώτη φορά παρασκευάστηκαν οι «εργολάβοι» και η πάστα «Κοπεγχάγη».
Πέρα από την Καπνικαρέα και ως την οδό Αιόλου είχαν ανοίξει κουρεία. Οι κουρείς κρεμούσαν έξω από τα μαγαζιά τους λευκές πετσέτες και χάλκινες λεκάνες, τα «εμβλήματα» της τέχνης τους (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 16ης Σεπτεμβρίου 1927). Στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Αιόλου βρισκόταν το καφενείο «Η Ωραία Ελλάς», ένα από τα σημαντικά κέντρα της πρωτεύουσας κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η αίθουσα του σφαιριστηρίου του λειτούργησε ως το πρώτο χρηματιστήριο των Αθηνών. Από το ύψος της οδού Αιόλου και ως το Μοναστηράκι υπήρχαν μερικά υαλοπωλεία και λαϊκά ζαχαροπλαστεία. Επί της οδού Αθηνάς ήταν ο σταθμός των αμαξών και σε μικρή απόσταση προς τους Αγίους Ασωμάτους το περίφημο χάνι του Τζαμτζή, όπου κατέλυαν με τα υποζύγιά τους οι αγρότες που έρχονταν από τα γύρω χωριά.
Στην εμπορική αρτηρία των Αθηνών, την οδό Ερμού, συνέβησαν και πολλά γεγονότα, τα οποία επηρέασαν την πολιτική ζωή της Ελλάδας. Από το πλήθος των γεγονότων αυτών θα αναφερθώ σε δύο: στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και στα «Λαυρεωτικά».
Κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα σε κτίριο που βρισκόταν στο μέσο σχεδόν της οδού Ερμού είχε εγκατασταθεί το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο αναπλήρωνε τρόπον τινά το νομοθετικό σώμα. Κατά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, ενώ ο Δημήτριος Καλλέργης πολιορκούσε τα ανάκτορα ζητώντας από το βασιλιά την παραχώρηση συντάγματος, στο προαναφερθέν οίκημα συνήλθαν σε «μαραθώνια» συνεδρίαση τα μέλη του Συμβουλίου και τελικά συνέταξαν την ιστορική προκήρυξη προς το λαό και τον Όθωνα, με την οποία γνωστοποιούσαν ότι τάσσονταν με το μέρος των επαναστατών και υπέρ του συντάγματος. Στο κτίριο αυτό σχηματίστηκε και η πρώτη συνταγματική κυβέρνηση του ελληνικού κράτους. Μετά την καθιέρωση της συνταγματικής μοναρχίας το Συμβούλιο της Επικρατείας καταργήθηκε αντικατασταθέν από τη Γερουσία (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 15ης Σεπτεμβρίου 1927).
Τριάντα περίπου χρόνια αργότερα (1873 – 1874) η οδός Ερμού έγινε το επίκεντρο νέων πολιτικών γεγονότων, τα οποία είναι γνωστά ως «Λαυρεωτικά». Λόγω της διαμάχης των ελληνικών κυβερνήσεων με τους ιδιοκτήτες μιας ιταλογαλλικής εταιρείας η οποία εκμεταλλευόταν τα μεταλλεία του Λαυρίου, Έλληνες κεφαλαιούχοι του εξωτερικού, προεξάρχοντος του Ανδρέα Συγγρού, αγόρασαν ορισμένα από τα δικαιώματα της προαναφερθείσας εταιρείας και δημιούργησαν την «Ελληνική Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου». Η νέα εταιρεία, αποσκοπώντας στην εκμετάλλευση των εντυπώσεων ότι στο έδαφος και στο υπέδαφος του Λαυρίου υπήρχε αμύθητος πλούτος, εξέδωσε μετοχές αξίας 200 δραχμών η καθεμιά. Αγρότες, εργάτες, μικροαστοί και γενικά άνθρωποι αδαείς από χρηματιστηριακά παιχνίδια έσπευσαν να τις αγοράσουν ελπίζοντας στο εύκολο κέρδος. Η αγοραπωλησία των μετοχών γινόταν στο καφενείο η «Ωραία Ελλάς». Λόγω της ζήτησης η τιμή κάθε μετοχής διπλασιάστηκε. Όταν όμως μετά από κάποιους μήνες αποδείχτηκε ότι το Λαύριο δεν ήταν πλουτοφόρος πηγή, οι μετοχές έπεσαν κάτω από την ονομαστική τους αξία, με αποτέλεσμα να υποστούν τεράστια ζημιά κυρίως οι μικροί αποταμιευτές. Αντίθετα ορισμένοι κερδοσκόποι καρπώθηκαν τεράστια για την εποχή ποσά πουλώντας τις μετοχές τους, όσο ακόμα η τιμή τους ήταν υψηλή (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 13ης Αυγούστου 1955). «Πέριξ του σφαιριστηρίου της «Ωραίας Ελλάδος» συνήφθησαν ηρωικαί μάχαι και αι θρυλικές μαγκούρες πολλάς κατέθραυσαν κεφαλάς των αυτοσχεδιασθέντων χρηματιστών» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 16ης Σεπτεμβρίου 1927). Επί ημέρες η διασταύρωση των οδών Ερμού και Αιόλου έγινε πεδίο εξέγερσης των θυμάτων του χρηματιστηριακού κραχ, τα οποία αναζητούσαν υπεύθυνο για την οικονομική τους καταστροφή. Και τον βρήκαν στο πρόσωπο του τότε πρωθυπουργού Επαμεινώνδα Δεληγεώργη, ο οποίος στις αρχές Φεβρουαρίου του 1874 αναγκάστηκε να υποβάλει την παραίτησή του.
Περιδιαβαίνοντας την οδό Ερμού βλέπουμε ορισμένα από τα οικοδομήματα που ανεγέρθηκαν το 19ο αιώνα και άντεξαν τη φθορά του χρόνου, όπως:
- Το νεοκλασικό διώροφο κτίριο (οδός Ερμού 47), το οποίο οικοδομήθηκε κατά τα τέλη της οθωνικής περιόδου και στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου Α΄(από το 1860 έως το 1870).
- Τη στοά «Κόνιαρη – Μελά» (οδός Ερμού 54 και πλατεία Καπνικαρέας 10). Αμέσως μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα είχε ανεγερθεί η κατοικία Κόνιαρη, στην οποία από το 1837 στεγάστηκε η Γραμματεία (= το Υπουργείο) των Εκκλησιαστικών. Το οίκημα κατεδαφίστηκε το 1883 και στη θέση του ανεγέρθηκε για λογαριασμό του μεγαλέμπορου Βασιλείου Μελά το σημερινό τετραώροφο νεοκλασικό μέγαρο «μετά της υαλοσκεπούς διόδου», της πρώτης δηλαδή στο είδος της εμπορικής στοάς των Αθηνών.
- Τη στοά «Πύρρου» (οδός Ερμού 56). Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα είχε οικοδομηθεί η οικία του Λουκά Πύρρου, η οποία κατεδαφίστηκε το 1884 και στη θέση της ανεγέρθηκε το 1885 το σωζόμενο σήμερα τριώροφο νεοκλασικό μέγαρο «μετά της υαλοσκεπούς διόδου».
- Το νεοκλασικό διώροφο κτίριο (οδός Ερμού 62 και Αιόλου32), το οποίο χτίστηκε περί το 1870.
- Την οικία Καβάκου (οδός Ερμού 67 και Αιόλου 15). Το τριώροφο κτίριο οικοδομήθηκε γύρω στα 1870 και αποτελεί αξιόλογο δείγμα του εκλεκτικιστικού ρυθμού της εποχής εκείνης.[1]
Επιλογικά: Αυτή σε γενικές γραμμές ήταν η εικόνα της οδού Ερμού κατά το 19ο αιώνα. Η εικόνα αυτή παρουσιάζει μια ομοιότητα και μια διαφορά συγκριτικά με τη σημερινή. Και τότε και σήμερα ο «μεγάλος δρόμος» ήταν και είναι η βασική εμπορική αρτηρία της πρωτεύουσας. Σήμερα είναι μια οδός, όπου στεγάζονται αποκλειστικά σχεδόν εμπορικές επιχειρήσεις, ενώ τότε ήταν και γειτονιά, όπου διέμεναν μεσοαστοί, κυρίως γιατροί και δικηγόροι, αλλά και επιχειρηματίες.
http://chronontoulapo.wordpress.com
No comments:
Post a Comment