25.2.14

ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ : ΣΤΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

 

Με το βιβλίο «Κουκάκι - Φιλοπάππου - Γαργαρέττα» της Μάρως Βουγιούκα και του Βασίλη Μεγαρίδη, των εκδόσεων ΦΙΛΙΠΠΟΤΗΣθα συνεχίσουμε και σήμερα την περιπλάνησή μας στη νοσταλγία του χτες...

Λαχανοπωροπωλεία

«Κανείς βέβαια δε χρησιμοποιεί στην καθημερινή ομιλία τη λέξη αυτή και πολύ περισσότερο τη λέξη λαχανοπωροπώλης.

Μανάβικο και μανάβης (από το τουρκικό manav) είναι οι σχετικοί όροι, σήμερα και παλαιότερα, και είδη μαναβικής, αλλά και οπωροκηπευτικά, είναι τα προϊόντα που πουλούν τα μανάβικα. Στις παλαιότερες εποχές είδη μαναβικής πουλούσαν μόνο τα μανάβικα και ποτέ τα παντοπωλεία. Εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελούσαν κάτι λίγα μανάβικα, τα οποία εκτός από τα φρούτα και τα λαχανικά πουλούσαν και μερικά είδη μπακαλικής· αυτά είχαν τον πομπώδη τίτλο του οπωροπαντοπωλείου».

Γαλακτοπωλεία και γαλατάδες

«Αρκετά ήταν τα καταστήματα στις συνοικίες που εξετάζουμε, τα οποία είχαν ως αποστολή τους να πουλούν γάλα και γιαούρτι στα νοικοκυριά της περιοχής, θα πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο γινόταν η προμήθεια των ειδών αυτών στις παλαιότερες εποχές, και πριν από τον πόλεμο αλλά και για ένα διάστημα μετά από αυτόν, δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τον σημερινό. Τότε υπήρχε μόνο το γάλα χύμα, προορισμένο για άμεση κατανάλωση (εξαίρεση αποτελούσαν τα λιγοστά πρατήρια της ΕΒΓΑ που διέθεταν παστεριωμένο γάλα σε γυάλινα μπουκάλια με πώμα από χαρτόνι). Το γάλα ερχόταν στο κατάστημα σε μεταλλικά κυλινδρικά δοχεία με πλατύ στόμιο και μεταλλικό σκέπασμα, που διέθεταν και μία μεταλλική λαβή για να τα μεταφέρει ο πωλητής. Το κατάστημα διέθετε μεταλλικά κύπελλα - μέτρα ορισμένης χωρητικότητας, της μιας οκάς, της μισής οκάς, των 250 δραμιών (1/4 της οκάς) κ.ο.κ. με τα οποία ο γαλατάς (η κοινή έκφραση για τον γαλακτοπώλη) μετρούσε την ποσότητα που ήθελε (συνήθως) η πελάτισσα, και κατόπιν την άδειαζε στο δοχείο που έφερναν οι τελευταίοι από το σπίτι τους. Το γάλα αυτό έπρεπε να καταναλωθεί το πολύ μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο ή και λιγότερο (ιδίως το καλοκαίρι) και πάντοτε ύστερα από βράσιμο για περισσότερη ασφάλεια. Το βράσιμο μάλιστα εξυπηρετούσε και ένα άλλο σκοπό: εάν συνέβαινε να είναι το γάλα αλλοιωμένο τότε με τον βρασμό "έκοβε" (γινόταν δηλαδή αποχωρισμός των στερεών συστατικών του) και αυτό ήταν ένδειξη ότι θα έπρεπε να απορριφθεί. Και φυσικά υπήρχαν και οι περιπτώσεις νοθείας, με κύριο νοθευτικό υλικό το νερό (τα παράπονα για "νερωμένο" γάλα ήταν αρκετά συχνά).

Και γιαουρτιού επίσης δεν υπήρχαν, σε αντίθεση με σήμερα, πολλοί τύποι. Βασικά ήταν τρεις: το γιαούρτι σε κεσέδες ή κεσεδάκια, το γιαούρτι της σακούλας (στραγγιστό) και το γιαούρτι της τσανάκας. Τα κεσεδάκια ήταν αρχικά σε μορφή άσπρου κυπέλλου από πηλό και αργότερα, από τις αρχές περίπου της δεκαετίας του 1930, πήραν τη γνωστή μορφή τους με το καφέ χρώμα. Δεν υπήρχαν βέβαια γιαούρτια με χωρίς ή με λίγα λιπαρά· ένα μεγάλο μέρος των λιπαρών τους ήταν συγκεντρωμένο στην επιφάνεια του κεσέ και αποτελούσε το καϊμάκι ή την κρούστα. Ο γαλατάς έβγαζε το κεσεδάκι από το ψυγείο και πριν το δώσει στον πελάτη εκάλυπτε την επιφάνεια του με ένα κομμάτι λαδόκολλα (λαδόχαρτο), το οποίο έστριβε αριστοτεχνικά στις άκρες και το στερέωνε στα χείλη του κεσέ. Μετά την κατανάλωση του περιεχομένου τους τα κεσεδάκια επιστρέφονταν στον πωλητή. Για τους δύο άλλους τύπους γιαουρτιού, δηλαδή της σακούλας και της τσανάκας, ο πελάτης έπρεπε να φέρει δικό του δοχείο, μια και πωλούνταν χύμα, καμιά φορά όμως το έβαζαν και σε λαδόχαρτο.

Πολλοί γαλατάδες έκαναν διανομή των προϊόντων τους και στα σπίτια, το γάλα το πρωί και το γιαούρτι το βραδάκι. Ο γαλατάς πήγαινε με το δοχείο του γεμάτο γάλα πολύ πρωί στα σπίτια (τότε δεν υπήρχαν πολυκατοικίες), κτυπούσε τα κουδούνια των πελατών και έβγαινε η νοικοκυρά (ή η υπηρέτρια, αν υπήρχε) με το σχετικό δοχείο, συνήθως μία κατσαρόλα, και έπαιρνε το γάλα. Για το γιαούρτι οι γαλατάδες ξεκινούσαν το σούρουπο κρατώντας ένα τσίγκινο ντουλαπάκι με δίφυλλη μεταλλική πόρτα και ράφια, στα οποία είχαν τα κεσεδάκια με το γιαούρτι, και άρχιζαν τη διανομή στους πελάτες· καμιά φορά διαλαλούσαν με δυνατή φωνή το εμπόρευμά τους για να προσελκύσουν νέα πελατεία».

Κρεοπωλεία και κρεοπώλες

«Χασάπικα και χασάπηδες βέβαια στην καθημερινή γλώσσα (από το τουρκικό kasap). Δεν ήταν πολλά τα καταστήματα του είδους αυτού στην περιοχή που εξετάζουμε, αλλά από αυτά ένα καθαρά ξεχώριζε, χάρη στην προσωπικότητα του ιδιοκτήτη του: ήταν το κρεοπωλείο του Αντώνη Μπίμπα, του αριστοκράτη χασάπη. Το κρεοπωλείο Μπίμπα βρισκόταν στην πλατεία Κουκακίου. Δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο, αλλά πολύ τακτοποιημένο και καθαρό. Ο ιδιοκτήτης του πάντοτε άψογος με λευκό πουκάμισο, κολλαριστό γιακά με σκούρα γραβάτα και κοστούμι, πάνω από το οποίο φορούσε, την κάτασπρη ποδιά του επαγγέλματος. Ο Αντώνης Μπίμπας είχε και "ποιητική" φλέβα: όταν κάποτε έβαλε στο κατάστημά του και γιαούρτι, το λεγόμενο "της τσανάκας", το διαφήμιζε με χειρόγραφες επιγραφές σκορπισμένες εδώ και εκεί, που ανέτρεχαν στη Βίβλο ή σε παλαιότερες εποχές, όπως π.χ. "Ο Μαθουσάλας έζησε 800 έτη τρώγοντας την γιαούρτην" ή "Ο Ζάρο-Αγάς εις τον Καύκασον κατανάλισκε την γιαούρτην και έζησεν 200 έτη", και άλλα τέτοια».

(Οι φωτογραφίες από γειτονιές της Αθήνας προηγούμενων δεκαετιών, προέρχονται από το αρχείο του «Ρ»).

πηγή


 πίσω στα παλιά

No comments: