Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που διασκέδαζε ο κόσμος τις αποκριάτικες ημέρες έναν αιώνα πριν. Σε μια εποχή που η οικονομική κατάσταση του πληθυσμού ήταν ιδιαίτερα αρνητική και η Αθήνα κατακλυζόταν από εκατοντάδες επαρχιώτες που εγκατέλειπαν τις εστίες τους για να αναζητήσουν καλύτερη τύχη στην πρωτεύουσα. Στα τέλη του 19ου αιώνα τις ημέρες της Aποκριάς οι κάτοικοι ζούσαν σε ρυθμούς ξέφρενου πανηγυριού.
Ξεκινούσαν από τις 8 το πρωί. Ανθρώπινα κύματα πλημμύριζαν ακανόνιστα τους κεντρικούς δρόμους. Δύο ώρες αργότερα εμφανίζονταν τρεις κήρυκες, οι οποίοι ανεβασμένοι σε γαϊδουράκια και με σαλπίσματα ανήγγελλαν τον ερχομό του Καρνάβαλου: «Aθηναίοι και Αθηναίϊσες. Να κλείσετε τα σπίτια σας, τις πόρτες σας και να τρέξετε να υποδεχθήτε εις τας 2 το απόγευμα τον Καρνάβαλον. Αθηναίοι και Αθηναίϊσες, φάτε, πιήτε, και διασκεδάσατε…». Διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι, υπολόγιζαν οι εφημερίδες ότι βγήκαν στους δρόμους το 1899 καταλαμβάνοντας πεζοδρόμια, πλατείες, παράθυρα, εξώστες, βιτρίνες καταστημάτων αλλά και τις εξέδρες του Κομιτάτου, που στηνόντουσαν από τις αρμόδιες υπηρεσίες του τότε Υπουργείου Οικονομικών.
Από τα παράθυρα του Υπουργείου παρακολουθούσε την παρέλαση των αρμάτων σύσσωμη η Βασιλική Οικογένεια. Η πομπή εισερχόταν στην οδό Σταδίου από την πλατεία Ομονοίας. Παιδιά διαφόρων ηλικιών ντυμένοι παλιάτσοι, σφυρίχτρες, εκκωφαντικοί θόρυβοι, η Μουσική Εταιρεία, ενώ στην τεράστια εξέδρα της οδού Κοραή εκατοντάδες άνθρωποι στοιβαγμένοι κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλον. Είκοσι ποδηλατιστές ήταν επικεφαλής της πομπής φορώντας στολές Γάλλων ιππέων, ακολουθούσαν μεταμφιεσμένα τα άπορα παιδιά του Παρνασσού, εννέα ιππείς προπομποί και πίσω τους ο Καρνάβαλος, ένα διώροφο άρμα, και σε υψηλότερο επίπεδο ο «Βασιλεύς». Εκπρόσωπος του Κομιτάτου χαιρετούσε τον Καρνάβαλο, ο οποίος ανταποκρινόταν με στίχους του Πολύβιου Δημητρακόπουλου. Ακολουθούν μουσικοί όμιλοι και «λαϊκά θεάματα».
No comments:
Post a Comment