Σημείωση: Πρόκειται για ένα χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πρωία ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1943, την πιο άγρια και δύσκολη περίοδο της κατοχής και της πείνας και στο οποίο ο ποιητής μας αφήνει τη φαντασία του να πάει σαράντα χρόνια πίσω και να θυμηθεί τις καλές μέρες..
"Πριν σαράντα χρόνια:
"Οι αιώνες αντιγράφουν αλλήλους" λένε οι μεν. "Δις εις τον αυτό ποταμόν ουκ αν εμβαίης" λένε οι δε. Αλλά τι μας χρειάζεται τώρα η φιλοσοφία; Εγώ προσπάθησα να μπω στο ποτάμι του Χρόνου και δε βρήκα ούτε σταλιά από το ίδιο νερό. Είναι πολλοί που κάνουνε την ίδια βουτιά και και φτάνουνε στη θάλασσα πριν από το ποτάμι! Αυτοί είναι οι οραματιστές του μέλλοντος. Δύσκολη δουλειά! Όμως έκανα κάτι πιο εύκολο (ας το πουμε πιο εύκολο). Πήγα κόντρα στο ρέμα. "Άνω ποταμών χωρούσι πηγαί". Κι οραματίστηκα τα περασμένα. Γι' αυτήν τη δουλειά χρειάζεται μονάχα η μνήμη και καημός, για την άλλη την προφητικά, χρειάζεται θείο χάρισμα. Κι' εγώ δεν έχω.
Αυτά έλεγε παλαιός νοσταλγός των περασμένων.
-- Θυμάμαι (ας πάρουμε ένα ορόσημο) εδώ και σαράντα χρόνια την Αθήνα τέτοιες μέρες. Θυμάμαι, είναι μια κουβέντα. Γιατί όλα είναι θολά στο βάθος του ορίζοντα. Κι ό,τι ξεχωρίζω είναι κομμάτια ασύνδετα. Θυμάμαι λοιπόν τους άστρωτους δρόμους, τη λάσπη στην οδό Σταδίου και στην οδό Πατησίων, τα μόνιππα και τα διπλά στην Ομόνοια με τις ψηλοκαπελαδούρες των αμαξάδων. Η κίνηση της παραμονής των Χριστουγέννων στην Αγορά, που έκανε τόσην εντύπωση τότε, τώρα μου φαίνεται αστεία. Υπήρχε περισσότερο πράμα παρά κόσμος. Το μοσχάρι δυό δραχμές την οκά, οι κότες ένα τάληρο η μία, το τυρί Παρνασσού τέσσερις δραχμές και το σεμιγδαλένιο καρβέλι άλλες τόσες.
Φτωχός φοιτητής έτρωγα στα υπόγεια της οδού Αθηνάς ή στου Κόπανου στην οδό Σόλωνος. Πενήντα λεφτά η μερίδα το αρνάκι του γάλακτος καπαμά και σαράντα το μοσχάρι βραστό. Η φασουλάδα δυό δεκάρες και το κρασί τέσσερις!
Πως λοιπόν σου λένε: "Οι αιώνες αντιγράφουν αλλήλους";
Οι φοιτητές μαζευόμαστε στου Γαμβέτα ή στου Καρατζά το καφενείο, όσες φορές δε μας έβγαζε στους δρόμους (διαδήλωση) η μετάφραση της Ορέστειας ή ο τόπος που έπρεπε να στηθεί το άγαλμα του Κολοκοτρώνη! Όταν ξενυχτούσαμε στην ταβέρνα της γειτονιάς μας, κατηφορίζαμε τα χαράματα στην οδό Αθηνάς, όπου υπήρχε "πατσάς νυκτός" (δυό δεκάρες) και κρασί Μεσογείων. Κι' ύστερα ξαναγυρνούσαμε στη Νεάπολη (Εξάρχεια) για να ξαπλώσουμε στο σιδερένιο κρεβάτι με τα στρίποδα, με την πήλινη λεκάνη του πλυσίματος, με το κουτσό τραπεζάκι και την ψάθιση καρέκλα και το σπαρματσέτο στο ποτήρι.
Την παραμονή όμως των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους μαζευόμαστε όλοι οι συμπατριώτες (σπουδαστές ή εργάτες) και κάναμε τη βόλτα μας στην Αγορά και στην οδό Ερμού, για να ιδούμε την "κίνηση". Μόνο να ιδούμε. Γιατί οι κολλαριστοί "λιμοκοντόροι" τα μονόδραχμα δηλαδή που μοιάζανε με μεγάλα γραμματόσημα, μας λείπανε! Όταν όμως τύχαινε κάποιος από μας να έχει πάρει το μηνιάτικο του, ε, τότε εκλεγαμε φροντιστή μας τον Κιουλάμπεη (έναν άντρακλα έως εκεί απάνου, ψιλικατζή το επάγγελμα, αλήτη τον περισσότερο καιρό, φωνή καμπάνα και εύθυμο όσο δεν παίρνει) να ψωνίσει μισό αρνί κλπ και να ετοιμάσει για το βράδυ.
Αλλά μια χρονιά μας την έσκασε. Πήρε το ρεφενέ μας και χάθηκε. Το βράδυ τον περιμέναμε να φέρει το ταψί, η ώρα περνούσε, αλλά πουθενά ο φίλος.
--Κάπου έμπλεξε στην μπάτσικα (χαρτοπαιξία), είπε ένας.
--Να πάμε να τον βρούμε. Αλλά που να είναι;
--Πηγαίνει σε κάποιο γωνιακό καφενείο στην οδό Κυκλοβόρου.
Πεινασμένοι, μελαγχολικοί και ξεδέκαροι, τραβήξαμε να πάμε να τον βρούμε. Ωστόσο για να περνάει η ώρα τραγουδούσαμε περπατώντας. Και τότε μας σταμάτησε απειλητική μια άλλη παρέα από νέους με κιθάρες και μαντολίνα.
--Γιατί τραγουδάτε;
--Έτσι θέλουμε!
--Για την Ελένη τραγουδάτε;
Τότε καταλάβαμε.
--Την πείνα μας τραγουδάμε είπε ένας μας γελώντας! Είμαστε περαστικοί από τη γειτονιά σας.
Η εξήγηση ματαίωσε την "παρεξήγηση" που ήτανε τότε απαραίτητο γνώρισμα της παληκαριάς.
Επιτέλους τον βρήκαμε το φίλο.
--Που είναι το γιουβέτσι;
--Αύριο δεν είπαμε;
--Τι αύριο ρε ψεύτη! Δώσε μας τα λεφτά πίσω!
--Τα έχω στο σπίτι...
"Πιάσε το στραβό και βγάλε του τα μάτια" λέει η παροιμία. Κείνο το βράδυ γιορτάσαμε με μπακαλιαράκια και κουνουπίδι σαλάτα, βερεσέ. Μακάρι να το είχα και τώρα το βερεσέ!
25.12.1943
(Από το βιβλίο ΦΕΪΓ ΒΟΛΑΝ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ εκδόσεις Καστανιώτη)
1.1.15
ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ !!!
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment