Μόνον εις την πολυκοσμίαν των Χαυτείων αισθάνεται κανείς την καρδιά των Αθηνών
«Δεν ζει κανείς εις τας Αθήνας αν δεν περνά μίαν τουλάχιστον ώραν την ημέραν εις τα Χαυτεία. Είναι πράγματι το κέντρον, η καρδιά των Αθηνών.
Εις τα αρχοντικά σπίτια υπάρχει πάντοτε, παρεκτός των μικρών, των ιδιαιτέρων, ένα μεγάλο σαλόνι, ευθύς μετά την είσοδον, όπου δέχονται αδιακρίτως όλον τον κόσμον. Το Σύνταγμα, τα Δαρδανέλλια, το Ζάππειον, είναι τα ιδιαίτερα σαλόνια των Αθηνών. Τα Χαυτεία είναι το κοινόν, το μεγάλο.
Και όταν λέγωμεν Χαυτεία, δεν εννοούμεν πλέον το μικρό εκείνο τμήμα της οδού Πατησίων, το μεταξύ των οδών Σταδίου και Βερανζέρου. Τα σημερινά Χαυτεία, μεγαλωμένα σαν την Ελλάδα, περιλαμβάνουν και την αρχήν της οδού Πανεπιστημίου μέχρι των «Βουστασίων» και του Πανελληνίου και την αρχήν της οδού Σταδίου μέχρι του «Κέντρου» και την πλευράν ακόμη της πλατείας της Ομονοίας, επί της οποίας απλούται η «Ήβη».
Η παρέα, η οποία εβαρύνθη να οργώνη το Σύνταγμα λέγει έξαφνα: «Ε δεν κατεβαίνουμε τώρα και στα Χαυτεία;». Και πηγαίνει κατ” ευθείαν να αράξη εις το «Πανελλήνιον».
Το παλαιόν όνομα, το οποίον έμεινεν από το ξενοδοχείον ή το πεταλωτήριον -δεν ενθυμούμαι καλά, ο φίλος μου κ. Καμπούρογλου θα ενθυμάται καλλίτερα-, κάποιου Χαύτα, επεξετάθη και επεκτείνεται ολονέν εις όλην την περιοχήν. Και από πρωίας μέχρις βαθείας νυκτός, η περιοχή αυτή είναι πλημμυρισμένη από τον ποικιλότερον κόσμον, παρουσιάζουσα μεγαλύτεραν ζωήν και κίνησιν από κάθε άλλο μέρος των Αθηνών.
Είναι η πολυκοσμία, η μεγάλη τύρβη, ο θόρυβος, η ζάλη και ο ίλιγγος της πρωτευούσης. Μόνον ο ευρισκόμενος εις τα Χαυτεία ειμπορεί να σχηματίση την ιδέαν ότι αι Αθήναι μας είναι πλέον μεγαλούπολις με μισό εκατομμύριο κατοίκων.
Προ πάντων τας ώρας του απογεύματος και του δειλινού, όταν ροδίζουν τα υψηλά πατήματα των γύρω μεγάρων, σχηματίζονται συμπαγείς και αδιαπέραστοι ανθρώπιναι μάζαι. Άλλοι κάθηνται ολόγυρα εις τα λαϊκά καφενεία, άλλοι στέκονται όρθιοι εις μίαν στάσιν που νομίζεις ότι δεν θα το κουνήσουν ποτέ από εκεί, άλλοι περιφέρονται με βηματάκια νωθρά και κουρασμένα. Έχει τον χαρακτήρα μάλλον αναπαύσεως η συγκέντρωσις εκείνη του δειλινού, η πολυάσχολος εν τούτοις και πολυφροντίς.
Τα τραμ, τα αμάξια, τα αυτοκίνητα κυκλοφορούν με δυσκολία και μ” επιμόνους κωδωνισμούς ή ανυπόμονα σαλπίσματα δια μέσου των πυκνών εκείνων όγκων.
Ο χωρικός των Μεσογείων με την πουκαμίσαν του διαγκωνίζεται προς την κομψήν Ατθίδα, η οποία θα πάρη το τραμ δια να αναβή εις το Ντορέ∙ και ο Ανατολίτης με την ρεδιγκόταν του και το φέσι του, γειτονεύει προς τον κομψευόμενον Αιγύπτιον, ο οποίος κατοικεί εις τον «Ερμήν» κ” εστάθη εις την πλατείαν να δροσισθή με μίαν μπύραν.
Ο αέρας λείπει, η ζέστη είναι πνιγηρά, μόνον εις την πολυκοσμίαν των χαμηλών Χαυτείων αισθάνεται κανείς το χαυνωτικόν καλοκαίρι των Αθηνών… ».
(«Εφημερίς», Γρηγόριος Ξενόπουλος, Ιούλιος 1913)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
No comments:
Post a Comment