Όλα άρχισαν το 1954, όταν ο κ. Γ. Τσακίρης δημιουργεί την πρώτη μονάδα παραγωγής πατατοτσίπς. Ο χαρακτηρισμός «μονάδα» είναι μάλλον σχήμα λόγου παρά μια πραγματική κατάσταση. Τόπος παραγωγής είναι το υπόγειο του σπιτιού του ή μάλλον του δωματίου όπου έμενε, διαστάσεων 2Χ3 μέτρα, στη συμβολή των οδών Κωνσταντινουπόλεως και Λένορμαν, στην Αθήνα, ενώ ο εξοπλισμός του αποτελείται από απλές, καθημερινές συσκευές. Το κόψιμο της πατάτας γίνεται χειρωνακτικά με κοπίδι – λεπίδα που κόβει το λάχανο σαλάτα. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο κοπίδι έχει πλέον αποκτήσει συλλεκτική αξία και φυλάσσεται στην εταιρεία θυμίζοντας την αφετηρία της διαδρομής. Σε μια μικρή φριτέζα τηγανίζονται τα τσιπς χρησιμοποιώντας ως καύσιμο υλικό το κάρβουνο. Το προϊόν συσκευάζεται με το χέρι σε διαφανείς νάιλον σακούλες με πρώτο πελάτη το ζαχαροπλαστείο «Ελληνικόν» στο Κολωνάκι. Και φυσικά η διανομή γίνεται από τον ίδιο τον Γ. Τσακίρη.
* Τα πρώτα βήματα
Γεννημένος το 1928 στο χωριό Μόρια της Μυτιλήνης, μικρασιατικής καταγωγής, βρέθηκε το 1951 και ως το 1953 να εργάζεται στο εστιατόριο «Ιντεάλ», επί της οδού Πανεπιστημίου, ως μπάρμαν. Αμέσως μετά έπιασε δουλειά στου «Ζόναρς», φημισμένο στέκι της εποχής. Εκεί δούλεψε ως βοηθός μαγείρου. Και κάθε ημέρα μεταξύ των άλλων καθηκόντων του ήταν να πηγαίνει ντελίβερι σε έναν καλό πελάτη του καταστήματος, στον καπνοβιομήχανο Κουμουνδούρο, ο οποίος έμενε στο Κολωνάκι.
Κάθε ημέρα τού πήγαινε μία οκά φρεσκοτηγανισμένα τσιπς από του «Ζόναρς», τα οποία ο πελάτης τα πλήρωνε 80 δραχμές (0,23 ευρώ). «Επειτα από λίγες ημέρες» διηγείται ο ίδιος «κάθησα και έκανα το κοστολόγιο της ποσότητας που παρέδιδα. Οι πατάτες έκαναν επτά δεκάρες η οκά. Για μία οκά τσιπς χρειάζονταν τέσσερις οκάδες πατάτες. Τα υπολόγισα όλα τα κόστη και μάλιστα πλούσια. Διαπίστωσα έκπληκτος ότι μία οκά τσιπς δεν κόστιζε περισσότερο από 12-13 δραχμές και την πωλούσαμε 80 δραχμές. Τότε μου μπήκε η ιδέα». Και συνεχίζει: «Τότε για να τα βγάλουμε πέρα παίρναμε μπροστάντζα από τον μισθό. Εγώ πληρωνόμουν 1.017 δραχμές τον μήνα. Περνούν οι ημέρες που καλύπτεται η μπροστάντζα, παίρνω και τις υπόλοιπες 525 δραχμές που όφειλαν και αποχωρώ από του “Ζόναρς”. Πηγαίνω κατευθείαν στο Μοναστηράκι, αγοράζω μια φουφού, που έπαιρνε δύο κιλά λάδι, μία κατσαρόλα, κάρβουνο, μισό τενεκέ λάδι, τον τρίφτη που χρησιμοποιούσαμε για το λάχανο και δέκα οκάδες πατάτες. Την επόμενη ημέρα πηγαίνω στον ίδιο πελάτη στο Κολωνάκι, αυτόν του “Ζόναρς”, και αφού του εξηγώ τι συμβαίνει, του προσφέρω μία οκά τσιπς με 60 δραχμές αυτή τη φορά. Δέχεται, και συμφωνώ μαζί του να πηγαίνω κάθε ημέρα μία οκά. Αμέσως μετά πηγαίνω στο καφενείο “Ελληνικόν”, που ήταν στην πλατεία Κολωνακίου, συζητώ μαζί τους και δέχονται να τους πηγαίνω κάθε ημέρα δύο οκάδες».
Από τότε τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους, και συμπληρώνει: «Επί τρία χρόνια έτρωγα καθημερινά πατάτες τηγανητές και ελιές».
Τη διανομή φυσικά για αρκετά χρόνια την έκανε μόνος του, στην αρχή με τα πόδια και μετά με το ποδήλατο. Προνομιακός χώρος του ήταν τα κοντινά θερινά σινεμά και ζαχαροπλαστεία. Μετά το 1960 αγοράζει ηλεκτρονικό δίσκο με δύο μαχαίρια για την κοπή της πατάτας σε φιλέτα, τηγανίζει σε μεγαλύτερη φριτέζα χρησιμοποιώντας καυστήρα πετρελαίου και συνεχίζει να συσκευάζει το προϊόν. Τότε αναγκάζεται να μεταφέρει το εργοστάσιο παραγωγής του από τον χώρο κατοικίας του σε μεγαλύτερο ισόγειο χώρο (διαστάσεων 4Χ4 μ.) στην οδό Γιατράκου στο Μεταξουργείο.
Η οικοτεχνία έγινε μια μικρή βιοτεχνία και η διανομή γίνεται με δίκυκλο μοτοποδήλατο και τελικά με τρίκυκλη μοτοσικλέτα.
πηγή
Στο Μεταξουργείο γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν ή δραστηριοποιήθηκαν
πολλές γνωστές προσωπικότητες.
Είχε βέβαια και την άλλη εικόνα....
Η γειτονιά των φτωχοδιαβόλων που προσπαθούσαν να επιβιώσουν
με δουλειές του ποδαριού...
Δίπλα η Ομόνοια το Κέντρο του Κόσμου δηλαδή...
Τον ταβλά αναμάσχαλα και στο μεροκάματο....
Παπατζήδες...μικροπωλητές....παλιατζήδες....κουλουράδες....
Ο πωλητής και ο συνεταίρος του αβανταδόρος-τσιλιαδόρος...
"Σύρμαααα"....φώναζε όταν έβλεπε τον πολιτσμάνο να έρχεται.
Πίσω στα παλιά
No comments:
Post a Comment