Πολλοί λούστροι είναι μουσουλμάνοι από τη Θράκη. Στις περισσότερες περιπτώσεις
έμαθαν τη δουλειά στον τόπο καταγωγής τους και χρειάστηκε να την ακολουθήσουν
όταν έχασαν την απασχόληση που είχαν πριν.
Η ανάγκη όμως, όπως λένε οι ίδιοι, έχει κάνει τα τελευταία χρόνια και πολλούς
μετανάστες να κάνουν την ίδια δουλειά, χωρίς να γνωρίζουν τα «μυστικά»
του σωστού βαψίματος ή να χρησιμοποιούν επαγγελματικά υλικά. Η μέση τιμή για
να βάψεις ένα ζευγάρι παπούτσια είναι 3 ευρώ, οι μετανάστες, όμως, ζητούν 2 και
κάποτε 1,5 ευρώ, με αποτέλεσμα να απειλείται η πελατεία των «παραδοσιακών»
λούστρων.
Ο Χαλίτ Χαλαντζί κατάγεται από τις Σάπες Ροδόπης και έρχεται καθημερινά τα
τελευταία έξι χρόνια από τα Οινόφυτα με το κασελάκι που κληρονόμησε από τον
παππού του στη συμβολή των οδών Σταδίου και Καραγιώργη Σερβίας στο Σύνταγμα.
Στο ίδιο στέκι δούλευε παλιότερα ο θείος του για 17 χρόνια. Πριν πιάσει τη βούρτσα
του λούστρου, ο Χαλίτ εργαζόταν ως ηλεκτροσυγκολλητής σε εργοστάσιο.
Οπως λέει ο ίδιος όμως, «έφυγαν τα εργατικά χέρια από την Ελλάδα κι ήρθαν
οι μετανάστες. Εμείς παίρναμε 40 ευρώ μεροκάματο τότε, οι ξένοι 15, μας απέλυσαν».
Δύσκολα βγαίνει το μεροκάματο, αφού οι πιο πολλοί αγοράζουν πια κοινά βερνίκια
του εμπορίου και βάφουν τα παπούτσια στο σπίτι τους, όμως δεν λείπουν κι εκείνοι
που γνωρίζουν το Χαλίτ κι έρχονται τακτικά για ένα γυάλισμα από τα χέρια του.
Ανάμεσα σε αυτούς και αρκετοί βουλευτές, για τους οποίους, ωστόσο, εκείνος κρατά... «επαγγελματικό απόρρητο».
«Είναι πολλοί που με εκτιμούν και με βοηθούν, μου αφήνουν περισσότερα χρήματα,
με ρωτούν αν χρειάζομαι κάτι», λέει ο Χαλίτ, ενώ επισημαίνει ότι οι πελάτες του είναι
κατά 80% άντρες, εκτός από τους βουλευτές, συνήθως στελέχη επιχειρήσεων και άλλοι επαγγελματίες που χρειάζεται να έχουν προσεγμένη εμφάνιση.
Οπως λέει ο Χαλίτ, η τιμή για το βάψιμο εξαρτάται από το παπούτσι. Συνήθως
στοιχίζει 3-4 ευρώ για τα χαμηλά παπούτσια, 4-5 για τις μπότες. «Βιοπαλαιστές
είμαστε, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Αν δεν θέλεις, όμως, να γίνεις κλέφτης... Τουλάχιστον έτσι πάω δύο κιλά ψωμί στο σπίτι μου», λέει.
«Χρησιμοποιώ και δικές μου μπογιές στο σπίτι, αλλά μία φορά τον μήνα γυαλίζω
εδώ τα παπούτσια μου. Είναι καλός και συνεπής στη δουλειά του», λέει ο Ανέστης Χατζηχρήστος, δικηγόρος που διατηρεί γραφείο στην Ομόνοια, για τον Σελαϊτίρ
Μεχμέτ από την Κομοτηνή, που δουλεύει στην κεντρική πλατεία της πρωτεύουσας
εδώ και πέντε χρόνια. Οικοδόμος στο επάγγελμα, έστησε το κασελάκι του όταν
δεν μπορούσε πια να βρει δουλειά. «Επαιρνα 15.000 δραχμές τότε, είχα και ΙΚΑ.
Τώρα είμαστε για κλάματα. Με το ζόρι θα βγάλω 30 ευρώ όλη μέρα και τα 10 είναι
έξοδα», λέει.
Ανεργία
Λύση ανάγκης το κασελάκι
«Το βασικότερο πρόβλημα είναι ότι είμαστε ανασφάλιστοι», λέει ο Κώστας
Ουζουναμέτ, που δουλεύει ως λούστρος 15 χρόνια στην Ομόνοια, προσπαθώντας
έτσι να συντηρήσει τα τέσσερα παιδιά του (από τα οποία το ένα είναι τετραπληγικό)
και δύο εγγόνια. Στο παρελθόν ήταν αμμοβολιστής στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά
και σε άλλες δουλειές ως εργάτης, μέχρι που δεν μπορούσε πια να βρει μεροκάματο.
Κι οι λούστροι, όμως, δυσκολεύονται: «Παλιά με τη δραχμή ήταν καλύτερα. Τώρα
δεν βάφει ο κόσμος λόγω κρίσης. Εμείς, οι λαχειοπώλες, οι καστανάδες,
οι κουλουράδες καταλαβαίνουμε πρώτοι την κρίση. Ας μου πει κάποιος ότι έχει
μια δουλειά για μένα και θα πάω αμέσως», λέει και σημειώνει ότι και η είσοδος των μεταναστών στη δουλειά έχει επηρεάσει τα πράγματα: «Κανονικά παίρνουμε 3 ευρώ
για τα παπούτσια. Στους τακτικούς μου πελάτες παίρνω 2. Αν, όμως, βρουν στην
απέναντι γωνία τον μετανάστη που θα τους ζητήσει 1,5, γιατί να μην πάνε σε
εκείνον κι ας μην κάνει τόσο καλή δουλειά;».
EΘΝΟΣ 28/5/10
Τα λουστράκια της Αθήνας τα παλιά χρόνια ήταν παιδιά με κοντά παντελόνια.
Φόρτωναν το κασελάκι με τα σύνεργα στην πλάτη και πήγαιναν στα πόστα τους.
Στην Πλατεία Κοτζιά στην Αιόλου στην Σταδίου.
Χτυπούσαν ρυθμικά τις βούρτσες στο κασελάκι για να προκαλέσουν την προσοχή
του περαστικού και έκαναν και διάφορα κόλπα.
Πέταγαν ψηλά τις βούρτσες και τις ξανάπιαναν.
Το απογευματάκι γύριζαν στο σπίτι για να πάνε το μεροκάματο.
Οι λίγο μεγαλύτεροι έκαναν και πέρασμα από το Ροζικλαίρ για να δούν
καμμιά ταινία.
"Παρακαλώ τα κασελάκια να τα αφήνετε έξω" έγραφε η πινακίδα στο ταμείο.
Το Ροζικλαίρ άνοιξε το 1913 και το όνομα του προέρχεται από τα αρχικά
των ονομάτων των κοριτσιών του ιδιοκτήτη.
Αντίο Αθήνα......
Πίσω στα παλιά
No comments:
Post a Comment