Το άχερο
Συνήθως δειλινό βγαίνουν τ’ άλογα απ’ τ’ αλώνι .Τότε η γυναίκα του γεωργού φέρνει φαγητό απ’ το σπίτι , στρώνει στον ίσκιο και κάθονται και τρώνε .
Σηκώνεται ο γεωργός , παίρνει το δικριάνι και σιγά – σιγά μαζεύει όλο το χοντρό άχερο κατά τα χείλια του αλωνιού . Παίρνει έπειτα τη σκούπα και μαζεύει και το λιανότερο άχερο και το φτιάνει άλλο σωρό .
Φέρνει η γυναίκα του τα σακιά , έρχονται και οι γειτόνισσες , τη βοηθάνε σακιάζουν τ’ άχερα κι από λίγα – λίγα τα κουβαλάνε στον αχερώνα , που βρίσκεται συνήθως εκεί κοντά .
Σαν τύχει όμως η αχερώνα να είναι μακριά απ’ τ’ αλώνι , δεν είναι εύκολο με τα σακιά να κουβαλήσεις τ’ αχερο . Τα κουβαλάνε με τα βρυζόμια , μεγάλα διχτυωτά σακιά , που φορτώνουν ένα απο δω και τ’ άλλο από κει , στου ζώου το σαμάρι .
Στ’ Άγραφα , δεν έχουν διόλου αχερώνες αλλ΄αποθηκεύουν τ’ άχερο στο ύπαιθρο . Διαλένε ένα τουφωτό και διχαλωτό δέντρο . Καρφώνουν ξύλα στις διχάλες του και φτιάνουν ένα κρεβάτι , πάνω εκεί σωρώνουν τ’ άχερο σε σχήμα κύλιντρου , μυτερού στην κορφή , φτιάνουν και μια κουκούλα από σάλωμα βρίζας , είδος στέγης , και κουκουλώνουν το σωρό . Τα καλάμια της βρίζας είναι κι από κεραμίδια πιο καλά , διώχνουν το νερό έξω .
Τσαρατόρι ονομάζουν αυτόν το σωρό του άχερου . ‘Οταν πατήσει ο χειμώνας , τραβούν αποκάτω άχερο και παχνιάζουν τα ζα τους . Δεν παθαίνει τίποτε εκεί ψηλά στο δέντρο , γιατί αερίζεται αποκάτω.
Το λίχνισμα
Όταν το άχερο κουβαληθεί , μένει στ’ αλώνι το πιο λεπτό λειώμα , καρπός , μικράχερα και ντύματα , όπως λένε τα φλοίδια των σιταροσπειριών .
Ο γεωργός , με το ξυλόφτυαρό του σπρώχνει σιγά το λειώμα και το φτιάνει ένα σωρό στενόμακρο κοντά στο στρίγερο .
Αν φυσάει αέρας , παίρνει με το φτυάρι από λίγο – λίγο το λειώμα και το πετάει τον ανήφορο , το λιχνίζει . Στο πέσιμο τα σιταρόσπειρα σα βαρύτερα πέφτουν ‘ίσια κάτω , τα αχεράκια και τα ντύματα , σαν πιο αλαφρά πετούν στα φτερά του ανέμου και πάνε παραπέρα .
Αν είναι απανεμιά ( δεν φυσάει ) , περιμένει ωσπού να φυσήσει άνεμος . Ολομεσής στο σωρό ο γεωργός μπήγει κι ένα μαχαίρι , ο λόγος είναι για να σιδερώσει το σιτάρι , τάχα να πάρει του σίδερου τη στεριάδα .
Κάποτε η απανεμιά εξακολουθεί όλη τη νύχτα και την άλλη μέρα ολόκληρη . Εξανάγκης τότε ο γεωργός περιμένει με σταυρωμένα χέρια να φυσήσει άνεμος .
- Δεν ανασαίνει από πουθενά , τον ακούς από ώρα σε ώρα για να βγάλει το άχτι του .
- Αχ ! Πότε θα σύρει ! Όλο ομιλεί για τον άνεμο .
Εξεναντίας άλλοτε τυχαίνει ανακάτωμα όλων των αέρηδων , φυσάει πότε τούτος , πότε κείνος και το λίχνισμα είναι απ’ τ’ αδύνατα , ο πραχνός ή παχτός ή μποχός , όπως λένε τα ανακατεμένα και με χώμα ντύματα , σου βγάζει τα μάτια , ούτε και ξεμακραίνει απ’ το σωρό για να ξεκαθαρίσει το σιτάρι .
Ενώ , όταν ένας κι ο αυτός άνεμος το χει παρμένο ( κυριαρχεί ) το λίχνισμα είναι ένα γλέντι . Παίρνει το μπουχό και τον πάει μακριά , τον εξαφανίζει. Απ’ αυτού προέρχεται και η παροιμία : Γίνηκε μπουχός , και λέγεται για άνθρωπο που χάνεται από μπρος σου με γρηγοράδα ανείπωτη .
Κι αν πεις : να γίνεις μπουχός ! συσταίνεις σ’ έναν άνθρωπο να φύγει το γρηγορότερο για να [πετύχει κάτι .
Το λίχνισμα είναι κι αυτό τέχνη , πρέπει να ξέρεις που ε’ιναι καλύτερα να σταθείς , συαπού να φτυαρίζεις , ώστε να πέφτει ο καρπός καθαρός πάνω στο σωρό . Να καταφέρνεις το σωρό να τον φτιάσεις λαμνί , όπως λένε , δηλαδή στενόμακρο .
Λίχνισες όλο το λαμνί , γυρ’ιζεις απ’τ’ άλλο μέρος και το ξαναλιχνίζεις φτυαρίζοντας αντίθετα ώστε να σχηματιστεί άλλο λαμνί με πιο καθαρό σιτάρι . Έχει ένα σωρό τέχνες και το λίχνισμα που η περιγραφή του είναι δύσκολη .
Είτε έτσι , είτε αλλιώς τέλος ξελίχνισε ο γεωργός το σιτάρι , και το βλέπεις ένα λόφο από κίτρινα σιταρόσπειρα ολομεσής στ’ αλώνι , είναι ο καφρπός των τόσων κόπων του και του τόσου ιδρώτα που έχυσε .
Τη στιγμή αυτή ο γεωργός στρέφει το νου του στο Θεό που τον αξίωσε να δει το ψωμί της χρονιάς του . Παίρνει το καρπολόϊ και με την ουρά του χαράζει ένα σταυρό πάνω στο σιτάρι . Μπήγει το καρπολόϊ , μπήγει και το δικούλι στην κορφή στο σωρό σαν κατακλείδι της όλη δουλειάς .
Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι …..
No comments:
Post a Comment