Το δεκάτισμα
Απ’ το βιβλίο “ Γεωργικά της Ρούμελης “ του Δωριέα ( Αρτοτινού ) λαογράφου , Δημ. Λουκόπουλου .
Στα παλιά τα χρόνια , που τα σοδέματα φορολογούντανε , όταν ο σωρός ήταν έτοιμος , προσκαλούσαν τον δεκατιστή . Ο δεκατιστής κρατούσε μια ξύλινη σφραγίδα μεγάλη . Ερχόταν στ’αλώνι , και πατούσε τη σφραγίδα πάνω στο σωρό , για να είναι σίγουρος πως θα τον βρει απείραγον , όταν του βολέσει να έρθει για να πάρει το δέκατο που ανήκε στο δημόσιο .
Ούτε ο καλογιάννος , το πουλί , δεν μπορούσε να πάρει σπυρί απ’ το σωρό , που λένε , δίχως να τον καταλάβουν , όχι ο γεωργός ! Είχε το φόβο του Νόμου , που θα ζητούσε την εφαρμογή ο δεκατιστής , όταν καταλάβαινε πως έγινε κάποια πονηριά .
Και τότε οι δυστυχισμένοι γεωργοί , με φόβο και καρδιοχτύπια έμεναν στ’ αλώνι μια , δυο , τρεις και περισσότερες ίσως μέρες περιμένοντας το δεκατιστή να δεκατίσει το σιτάρι τους και να τους απαλλάξει από μια τυραννία .
- Έρχεται , δεν έρχεται ! Αργεί ….μετράει αλλού …Νάτος ! ήρθε ! ( ο δεκατιστής ) .
Αυτά τραβούσαν τότε . Ερχόταν με κατεβασμένα τα φρύδια εκείνος κι άρχιζε το μέτρημα . Χαρά του που θα ‘ παιρνε ! Κατσουφιασμένον έβλεπες το δόλιο το γεωργό , γιατί θα ‘ δινε το ιδρωτό του . Μπρος στο σωρ’ο , είχαν στημένο το κρηνί ,έναν ξυλένιον ατόφιον κάδο που έπιανε δέκα οκάδες . Το άρπαζε ο δεκατιστής , το έχωνε στο σωρό , το γέμιζε μια , δυο , τρεις , δέκα φορές . Το πρώτο κρηνί έπρεπε να είναι , κατά συνήθεια , στρωτό ή κοφτό , ολόϊσιο δηλαδή από πάνω , τ’ άλλα οχτώ κρηνιά έπειτα έπρεπε να είναι σωρωτά , να κάνει λόφα δηλαδή στην κορφή το σιτάρι . Τα εννιά αυτά κρηνιά ( λειψό και παραπανιστά ) , τ’ άδειαζαν στ’ αλώνι , εδεκεί παραπέρα απ’ το σωρό . Το δέκατο κρηνί , σωρωτό κι αυτό , πα να πει μπόλικο με το παραπάνω , ήταν για το δεκατιστή , τ’ άδειαζε στο σακί του .
άχαρος Πάλι μετρούσαν , ξεχώριζαν εννιά για τον αφέντη κι ένα για το δεκατιστή . Μια δυο – τρεις όσες μετρησιές , εννιά και ένα , εννιά και ένα …ο ένας σωρός – ο μεγάλος – χαλούσε και σιγά – σιγά γινόταν ένας άλλος μικρότερος παραπέρα . Μικρότερος γιατί έλλειπε όσο πήρε ο δεκατιστής , τη δεκατιά , όπως αυτοί έλεγαν .
Απ’ το δεκατισμένο το σωρό έπρεπε να βγει το αγροφυλακίστικο , το παπαδικό , το γυφτιάτικο , τέλος και τ’ αλωνιάτικο ( σε κάθε κάδο μια οκά ) . Ό,τι περίσσευε απ’ αυτά τα ξικέματα , κοφίνιαζε ο απελής ο γεωργός ! Απ’ αυτόν τα πουλιά , τα ζουλάπια , τα ζούμπερα , οι δεκατιστάδες , οι παπάδες , οι γύφτοι , οι αλωναραίοι …ποιός και ποιός !!!
Κατάλαβε τώρα τι θα του απόμεινε στο ολοκοντά , τυχόν κι ήταν σεμπρικό το σιτάρι , κι έπρεπε να μεραστεί στα δύο , το μισό να πάρει αυτός , το άλλο μισό ο αφέντης .
Τι καλά σήμερα που έλειψε ο δεκατιστής ! Όλοι το λένε , έλειψαν οι σφίξες με τα σφραγίσματα . Εξόν τούτου έλειψαν και τα ανυπούφερτα κείνα πολλά δοσίματα . Μπορεί να πεις , πως κάτι περισσότερο μένει για το δόλιο το γεωργό ! Και τώρα μιας κι ‘επαψε πια να σφραγίζει τους σωρούς ο δεκατιστής , ο άχαρος , τον σταυρώνει ο γεωργός χαράζοντας σταυρό με το δικριάνι του , που μπήγει ολομεσής και τ’ αφήνει εδεκεί μπημένο ώσπου ν’ αρχίσει τον καθαρό “ να ξεχωρίσει η αίρα απ’ το σιτάρι “ . όπως λέει κι η παροιμία , μα όχι στην κυριολεξία .
Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι …..
No comments:
Post a Comment