Αργύρης Εφταλιώτης
Από τη Βικιπαίδεια,
Το «Αργύρης Εφταλιώτης» είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του Έλληνα λογοτέχνη (ποιητή και πεζογράφου) Κλεάνθη Μιχαηλίδη (1 Ιουλίου 1849 – 1923).
Η ζωή του
Ο Εφταλιώτης γεννήθηκε στην κωμόπολη Μήθυμνα Λέσβου, όπου και διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα από τον πατέρα του, ο οποίος είχε ιδρύσει και διατηρούσε εκεί ιδιωτικό σχολείο. Το 1866 όμως ο πατέρας του πέθανε, οπότε τον διαδέχθηκε ο ίδιος σε ηλικία 17 ετών ως δάσκαλος στο σχολείο!
Αργότερα, ο Εφταλιώτης πήγε να εργασθεί στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στον εκεί εγκατεστημένο θείο του Κέπετζη. Ο θείος του τον έστειλε στο Μάντσεστερ, όπου είχε υποκατάστημα του εμπορικού οίκου του. Στην πόλη αυτή, το εμπορικό δαιμόνιο του μελλοντικού λογοτέχνη τον ώθησε να ανοίξει δική του εμπορική επιχείρηση. Μη μπορώντας να ανταγωνισθεί τελικώς το μεγάλο κεφάλαιο, κατέληξε ως υπάλληλος στον οίκο των Ράλληδων.
Στο μεταξύ ο Εφταλιώτης είχε γνωρισθεί στο Μάντσεστερ με τον Αλέξανδρο Πάλλη, του οποίου οι θέσεις πάνω στο γλωσσικό ζήτημα κλόνισαν τις αρχικές δικές του. Πανδρεύθηκε με την Elisa Graham. Από το Μάντσεστερ, ο Εφταλιώτης μετατέθηκε στο κατάστημα του Λίβερπουλ, και έπειτα στη Βομβάη της Ινδίας, όπου ήδη είχε μετατεθεί ο Πάλλης. Εκεί έμεναν στο ίδιο σπίτι και μπορούσαν έτσι να ανταλλάσσουν συχνά απόψεις για τα πνευματικά και λογοτεχνικά θέματα που τους απασχολούσαν, ιδίως για το γλωσσικό. Στη Βομβάη έμαθαν για το γλωσσικό κίνημα του δημοτικισμού του Γιάννη Ψυχάρη, στο οποίο προσεχώρησαν με ενθουσιασμό για να αποτελέσουν τη μαχητική ηγεσία του μαζί με τον Ψυχάρη. Η πίστη του Εφταλιώτη στον δημοτικισμό ενέπνευσε όλα σχεδόν τα κείμενά του.
Η πρώτη εμφάνιση του Εφταλιώτη στα γράμματα σημειώνεται με τη συμμετοχή του στον «Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό» του 1889, όπου η ποιητική συλλογή του «Τραγούδια του ξενητεμένου» βραβεύθηκε και απέσπασε τον έπαινο της κριτικής επιτροπής. Τα λυρικά ποιήματα αυτής της συλλογής είναι διαποτισμένα με έντονη νοσταλγία της πατρικής γης και με τη λαϊκή παράδοση. Το ψευδώνυμο άλλωστε του ποιητή είναι απόρροια της νοσταλγίας του: Προέρχεται από την Εφταλού, παραθαλάσσια τοποθεσία και σήμερα οικισμό στις βορειότερες ακτές της Λέσβου (το όνομα προέρχεται από το «Ευθαλού» = ευ + θάλλω, δηλαδή «πρασινίζω καλά»). Μάλιστα στην Ευθαλού αγόρασε αργότερα, επηρεασμένος, ένα χτήμα για να ηρεμεί ο Ηλίας Βενέζης.
Ο Αργύρης Εφταλιώτης πέθανε στις 25 Ιουλίου του 1923, στίς Αντίμπ (Antibes) της νότιας Γαλλίας, όπου είχε εγκατασταθεί αναζητώντας κατάλληλο κλίμα για την κλονισμένη υγεία του. Καθώς φαίνεται από τις επιστολές του, διατήρησε ως το τέλος της ζωής του την έντονη ανάμνηση του νησιού του, που το επισκέφθηκε συνολικά 5 φορές μετά την εγκατάστασή του στο εξωτερικό.
Το έργο του
Ποίηση
Η ποίηση καλύπτει χρονικά μάλλον την περίοδο της νιότης του Εφταλιώτη, αφού μετά το 1890 συνέθεσε ελάχιστα ποιήματα. Το ποιητικό έργο του βρίσκεται κυρίως συγκεντρωμένο στη συλλογή «Παλιοί σκοποί» (1909), όπου είναι ενσωματωμένα και τα «Τραγούδια του ξενητεμένου». Πέρα από αυτή, υπάρχει το «Τραγούδι της Ζωής», που πρωτοκυκλοφόρησε σε γαλλική μετάφραση μετά τον θάνατό του από τον Μ. Βάλσα (1929), και τα επίσης μεταθανατίως δημοσιευμένα σονέτα «Αγάπης λόγια», τα οποία τύπωσε ο Γ. Βαλέτας.
Από τα ποιήματα του Εφταλιώτη ξεχωρίζουν εκείνα όπου ο λαϊκός τόνος μαζί με ένα πηγαίο λυρισμό δίνει μια ιδιαίτερη γοητεία. Γραμματολογικώς, το ενδιαφέρον όλων παραμένει, αφού συνδέονται άμεσα με την περίοδο της ανόδου του δημοτικισμού.
Πεζογραφία
Το πεζό έργο του λογοτέχνη είναι πολύπλευρο. Αρχίζει χρονολογικά με τη συλλογή διηγημάτων «Νησιώτικες ιστορίες» (1894), με την οποία και εξασφάλισε μια θέση στη νεοελληνική διηγηματογραφία αμέσως μετά από εκείνη του Καρκαβίτσα. Στις ιστορίες του αυτές με το άφθονο ηθογραφικό υλικό ενυπάρχει η πνοή μιας γνήσιας ελληνικότητας, που δεν ξεπέφτει ποτέ στην κοινοτοπία και δεν καταφεύγει σε εύκολες λύσεις για να τραβήξει την προσοχή του αναγνώστη. Αξεπέραστος ανάμεσα στους ήρωές τους θεωρείται ο Μαρίνος Κοντάρας, του ομώνυμου διηγήματος. Το διήγημα αυτό μεταφράσθηκε και στη γαλλική γλώσσα από τον ελληνιστή γλωσσολόγο Ιμπέρ Περνό το 1901, ενώ το 1948 γυρίσθηκε και σε ελληνική κινηματογραφική ταινία με πρωταγωνιστή τον Μάνο Κατράκη.
Αξιόλογο θεωρείται και το διήγημα «Μαζώχτρα» (1900), εμπνευσμένο από την Κρήτη και τις αλλεπάλληλες επαναστάσεις της τον 19ο αιώνα. Τα διηγήματα είναι η σημαντικότερη συνεισφορά του Εφταλιώτη στη νεοελληνική λογοτεχνία. Ωστόσο έγραψε και ένα μυθιστόρημα: το «Μανώλης ο Ντελμπεντέρης», που δημοσιεύθηκε στον πρώτο τόμο των «Απάντων» του το 1952. Το μυθιστόρημα αυτό έχει τα χαρακτηριστικά ελαττώματα που δυσκολεύουν την ανάγνωση πολλών κειμένων της εποχής του: φόρτο περιγραφών, μακροπερίοδο λόγο, λεξιθηρία κάποτε. Σε αντιστάθμισμα, τα προσόντα του είναι η ειλικρίνεια των προθέσεων, τα πλούσια και ποικίλα στοιχεία από μια ανεκμετάλλευτη ως τότε από τη νεοελληνική πεζογραφία θεματική: τον απόδημο ελληνισμό, που τον γνώρισε και ο ίδιος με πολύχρονη προσωπική επαφή.
Για την ηθογραφική του δύναμη, ο Εφταλιώτης είχε συγκριθεί από τον Ψυχάρη με τον Ρώσο συγγραφέα Ιβάν Τουργκένιεφ. Πολλά από τα διηγήματα του Μυτιληνιού λογοτέχνη έχουν δημοσιευθεί στο λογοτεχνικό περιοδικό «Εστία» και είχαν μεταφρασθεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ισπανικά ήδη στα μέσα του εικοστού αιώνα.
Υπόλοιπο πρωτότυπο έργο
Ο Εφταλιώτης συνέγραψε τις «Φυλλάδες του Γεροδήμου» (1897) ως ένα ιστορικό ανάγνωσμα για παιδιά, αλλά η διάρθρωση και το περιεχόμενό τους τις καθιστά πιο προσιτές στους μεγάλους. Οι «Φυλλάδες» αυτές προαναγγέλλουν κατά κάποιο τρόπο το επόμενο έργο του, την «Ιστορία της Ρωμιοσύνης» (1901), με ευρύτερους στόχους και προοπτικές, που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ο Φώτος Πολίτης έγραψε για τον Εφταλιώτη: «Ποιητής δεν ήτο. Κατά βάθος ήτο πατριώτης αγνός. Ο αγών του υπήρξε κατ' εξοχήν κριτικός.». Ιστορικό του έργο, αλλά σε διαφορετικό κλίμα, είναι και το «Οι μεγάλοι μας Βυζαντινοί», που βρέθηκε στα ανέκδοτα γραπτά του. Σε αυτό παρουσιάζει με γλαφυρότητα τους μεγάλους σταθμούς της βυζαντινής ιστορίας τονίζοντας τις προσωπικότητες που την καταξίωσαν.
Ο Αργύρης Εφταλιώτης έγραψε και ένα θεατρικό έργο, τον «Βουρκόλακα» (1900), που πρωτοπαίχθηκε στη Βάρνα όταν υπήρχε εκεί ακμαίος ελληνισμός. Το έργο αντλεί από την πλούσια πηγή των δημοτικών τραγουδιών, ενώ αντανακλά με χαρακτηριστικό τρόπο και τις αισθητικές προτιμήσεις του συγγραφέα.
Επιλογή από τα έργα του Εφταλιώτη εκδόθηκε το 1921 υπό τον τίτλο «Εκλεχτές σελίδες».
Μεταφράσεις
Σημαντικό είναι και το μεταφραστικό έργο του Εφταλιώτη. Εκτός από τις μεταφράσεις ποιημάτων των Πέρσι Σέλλεϋ, Βύρωνα, Λονγκφέλοου κ.ά., απέδωσε στη νεοελληνική στίχους των Μυτιληνιών αρχαίων ποιητών Σαπφούς και Αλκαίου. Αλλά το απόγειο της μεταφραστικής του δουλειάς είναι η απόδοση της Οδύσσειας του Ομήρου. Παρότι της αφιέρωσε πολλά χρόνια εντατικής εργασίας, δεν πρόφθασε να μεταφράσει τις τρεις τελευταίες ραψωδίες. Αποτόλμησε να τον συμπληρώσει σε αυτό ο Ν. Ποριώτης. Η μετάφραση της Οδύσσειας από τον Εφταλιώτη, παρά τις ατέλειές της, θεωρείται η καλύτερη ίσως απόδοση του ομηρικού έπους στη δημοτική νεοελληνική γλώσσα.
Μια αξιολόγηση
Το έργο του Αργύρη Εφταλιώτη προσέφερε συνολικά θετικά στη νεοελληνική λογοτεχνία, στα χρόνια που ζητούσε να βρει τον δρόμο της και να ξεφύγει από το αδιέξοδο που την είχε οδηγήσει ο λογιωτατισμός. Παρότι σήμερα δε χρησιμοποιούνται οι γλωσσικές ακρότητες της μαχητικής τριανδρίας του δημοτικισμού (Ψυχάρης-Πάλλης-Εφταλιώτης), κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί την εντιμότητα των επιδιώξεών της. Ο Εφταλιώτης εργάσθηκε με αφοσίωση και συνέπεια για τη γλωσσική ενοποίηση του έθνους και προσέφερε και με τα αναμφισβήτητα λογοτεχνικά του προσόντα. Η ποίηση, η πεζογραφία του και η δημιουργική μεταφραστική του εργασία χάραξαν μία βαθύτατη τομή στη λογοτεχνία μας και βοήθησαν τους νεότερους να δουν καλύτερα τις επιτακτικές της ανάγκες. Στα ελληνικά γράμματα η θέση του είναι εξασφαλισμένη: Μία θέση κορυφαίου και καινοτόμου δημιουργού.
— Μανώλης Γιαλουράκης
Ανδρέας Εμπειρίκος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ανδρέας Εμπειρίκος
Γέννηση:
2 Σεπτεμβρίου 1901
Μπραΐλα, Ρουμανία
Θάνατος:
3 Αυγούστου 1975 (73 ετών)
Αθήνα, Ελλάδα
Είδος:
ποίηση, πεζογραφία
Λογοτεχνικό ρεύμα:
Γενιά του '30, υπερρεαλισμός
Κυριότερα έργα:
Υψικάμινος (1935)
Ενδοχώρα (1945)
Οκτάνα (1980)
Ο Μέγας Ανατολικός (1990-92)
Επιδράσεις:
Σίγκμουντ Φρόυντ, Φρίντριχ Ένγκελς, Αντρέ Μπρετόν
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (2 Σεπτεμβρίου 1901 - 3 Αυγούστου 1975) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, φωτογράφος και ψυχαναλυτής. Γεννημένος στη Μπραΐλα της Ρουμανίας, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1902 και αργότερα παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο King's College του Λονδίνου. Την περίοδο 1926-1931 έζησε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον κύκλο των υπερρεαλιστών και ασχολήθηκε ενεργά με την ψυχανάλυση, κοντά στον ιδρυτή της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Παρισιού, Ρενέ Λαφόργκ. Το 1931 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα, πραγματοποιώντας την πρώτη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα το 1935.
Ως λογοτέχνης ανήκει στη Γενιά του '30 και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού υπερρεαλισμού. Ο Εμπειρίκος υπήρξε εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, καθώς και ο πρώτος που άσκησε την ψυχανάλυση στον ελληνικό χώρο, ασκώντας την ψυχαναλυτική πρακτική κατά την περίοδο 1935-1951. Χαρακτηρίζεται ως ένας από τους κατεξοχήν «οραματιστές ποιητές»[1], κατέχοντας περίοπτη θέση στον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα, παρά τη δυσπιστία με την οποία αντιμετωπίστηκε αρχικά το έργο του[2]. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζει η πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο Υψικάμινος, ως το πρώτο αμιγώς υπερρεαλιστικό κείμενο στην Ελλάδα, ενώ ανάμεσα στα πεζά έργα του διακρίνεται το τολμηρό ερωτογράφημα Ο Μέγας Ανατολικός, που προκάλεσε αντιδράσεις για την ελευθεροστομία και το ερωτικό περιεχόμενό του. Σημαντικό τμήμα του έργου του εκδόθηκε μετά τον θάνατό του.
Βιογραφία
Ο Εμπειρίκος γεννήθηκε το 1901 στη Μπραΐλα της Ρουμανίας. Οι γονείς του απέκτησαν τρία ακόμη αγόρια, τον Μαρή, τον Δημοσθένη που πέθανε νέος και τον Κίμωνα. Ο πατέρας του, Λεωνίδας Α. Εμπειρίκος ήταν εφοπλιστής, γόνος παλαιάς οικογένειας ναυτικών με καταγωγή από την Άνδρο. Μαζί με τους αδελφούς του Μιχάλη και Μαρή Εμπειρίκο, υπήρξε ιδρυτής της Εθνικής Ατμοπλοΐας Ελλάδος (1939-1935), της Embiricos Brothers, της Byron Steamship Co. Ltd. καθώς και άλλων εταιρειών. Την περίοδο 1917-18 υπήρξε επίσης βουλευτής της κυβέρνησης Βενιζέλου και υπουργός Επισιτισμού. Η μητέρα του Ανδρέα Εμπειρίκου, Στεφανία, ήταν κόρη του Λεωνίδα Κυδωνιέως από την Άνδρο και της Ρωσίδας Σολωμονίδος Κοβαλένκο, από το Κίεβο. Το 1902 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου και έξι χρόνια αργότερα στην Αθήνα. Την περίοδο 1912-17 φοίτησε στο γυμνάσιο της Σχολής Μακρή και στη συνέχεια υπηρέτησε τη θητεία του στο ναυτικό. Γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, αλλά σύντομα διέκοψε τις σπουδές του και μετακόμισε στη Λωζάνη, όπου είχε εγκατασταθεί η μητέρα του μετά τον χωρισμό της από τον πατέρα του. Εκεί παρακολούθησε οικονομικά μαθήματα στο πανεπιστήμιο και έγραψε τα πρώτα του ποιήματα. Ο Οδυσσέας Ελύτης αναφέρει για τα πρώιμα ποιητικά του έργα πως «η συναισθηματική του εκτόνωση σε στίχους είχε αρχίσει τόσο πρόωρα που σε ηλικία είκοσι χρονών να διαθέτει ήδη στο ενεργητικό του ένα πλήθος ποιήματα γραμμένα πάνω στ' αχνάρια των ποιητών που κάθε φορά τον γοήτευαν περισσότερο, κατ' εξοχήν του Κωστή Παλαμά»[3]. Την περίοδο 1921-25 εργάστηκε στην οικογενειακή ναυτιλιακή εταιρεία Byron Steamship Co. Ltd. του Λονδίνου και παράλληλα σπούδασε φιλοσοφία και αγγλική φιλολογία. Το 1926 ήρθε σε διάσταση με τον πατέρα του και ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου αποφάσισε να ασχοληθεί με την ψυχανάλυση. Κοντά στον Ρενέ Λαφόργκ, ο οποίος υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρώτος πρόεδρος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Παρισίων, έκανε προσωπική και διδακτική ανάλυση. Συνδέθηκε με αρκετούς Γάλλους ψυχαναλυτές, μεταξύ αυτών και ο Φρουά Γουιτμάν, ο οποίος είχε ενδιαφέρον για τη μοντέρνα ποίηση και περίπου το 1929 έφερε σε επαφή τον Εμπειρίκο με την ομάδα των υπερρεαλιστών.
Ο Εμπειρίκος επέστρεψε στην Ελλάδα το 1931 και εργάστηκε για ένα διάστημα στα ναυπηγεία του πατέρα του, πριν παραιτηθεί έχοντας αποφασίσει να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία και την ψυχανάλυση. Στις 25 Ιανουαρίου του 1935 έδωσε μία ιστορικά σημαντική διάλεξη «Περί συρρεαλισμού» στη Λέσχη Καλλιτεχνών εισάγοντας ουσιαστικά τον υπερρεαλισμό στον ελληνικό χώρο. Για τον αντίκτυπό της ο Ελύτης έγραψε πως η διάλεξη έγινε «μπροστά σε μερικούς βλοσυρούς αστούς που άκουγαν, φανερά ενοχλημένοι, ότι εκτός από τον Κονδύλη και τον Τσαλδάρη υπήρχαν και άλλοι ενδιαφέροντες άνθρωποι στον κόσμο, που τους έλεγαν Φρόυντ ή Μπρετόν»[4]. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο Υψικάμινος, η οποία περιείχε 63 πεζόμορφα ποιήματα και τυπώθηκε στις εκδόσεις «Κασταλία». Την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη, με τον οποίο επισκέφτηκε το σπίτι του ζωγράφου Θεόφιλου στη Μυτιλήνη. Από το 1935 άρχισε να ασκεί την ψυχανάλυση ως επάγγελμα, αναγνωρισμένος από τη Διεθνή Ψυχαναλυτική Ένωση ως «διδάσκων ψυχαναλυτής», ενώ παράλληλα αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία, συνεχίζοντας τις προσπάθειες διάδοσης και υπεράσπισης του υπερρεαλισμού. Την περίοδο 5-29 Μαρτίου του 1936 οργάνωσε στο σπίτι του «Επίδειξη σουρρεαλιστικών έργων», η οποία περιλάμβανε έργα των Μαξ Ερνστ, Όσκαρ Ντομίνγκεζ και άλλων ζωγράφων, σπάνια βιβλία, πρώτες εκδόσεις υπερρεαλιστών, τα μανιφέστα του κινήματος και φωτογραφικό υλικό. Είχε προηγηθεί μια αποτυχημένη προσπάθεια έκδοσης ενός περιοδικού εντύπου για τον υπερρεαλισμό (Ο Θίασος) μαζί με τον Ελύτη και τον Νικόλα Κάλα[5]. Το 1938 μετέφρασε κείμενα του Αντρέ Μπρετόν στο τεύχος Υπερ(ρ)εαλισμός Α', ενώ ποιήματα από τη συλλογή του Ενδοχώρα δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο περιοδικό Νέα Γράμματα. Παράλληλα, έως και το 1939, πραγματοποιούσε τακτικά ταξίδια στη Γαλλία, προκειμένου να διατηρεί τις επαφές του με τους Γάλλους υπερρεαλιστές.
Το 1940 παντρεύτηκε την ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου με την οποία χώρισε το 1944. Στο διάστημα της κατοχής ο Εμπειρίκος οργάνωνε στο σπίτι του συγκεντρώσεις φίλων λογοτεχνών, όπου διαβάζονταν αποσπάσματα των έργων τους, καθώς και άλλων νέων συγγραφέων. Αρχικά οι συναντήσεις αυτές αφορούσαν λίγους στενούς φίλους του Εμπειρίκου, ωστόσο σύντομα διευρύνθηκαν και έφθασαν να περιλαμβάνουν έναν ευρύ κύκλο καλλιτεχνών, με συμμετοχή ποιητών όπως ο Νίκος Γκάτσος, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Νάνος Βαλαωρίτης και άλλοι. Κατά τα Δεκεμβριανά, στις 31 Δεκεμβρίου, συνελήφθη από την ΟΠΛΑ, πέρασε από ανάκριση και οδηγήθηκε μαζί με άλλους ομήρους που σχημάτιζαν φάλαγγα, στο χωριό Κρώρα. Κοντά στη Θήβα ο Eμπειρίκος διέφυγε και επέστρεψε στην Αθήνα. Το 1945 άρχισε να γράφει το τολμηρό μυθιστόρημα Ο Μέγας Ανατολικός, ενώ παράλληλα ολοκλήρωσε τα κείμενα Ζεμφύρα ή Το μυστικό της Πασιφάης και Βεατρίκη ή Ένας έρωτας του Buffalo Bill. Δημοσίευσε επίσης ένα κείμενο για τον Νίκο Εγγονόπουλο στο περιοδικό Τετράδιο με τίτλο «Νικόλαος Εγγονόπουλος ή το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου», ενώ τυπώθηκε και η Ενδοχώρα, από τις εκδόσεις του περιοδικού Τετράδιο. Παντρεύτηκε για δεύτερη φορά το 1947 με τη Βιβίκα Ζήση και το 1948 συμμετείχε στην πρώτη ελληνική ψυχαναλυτική ομάδα με τους Γιώργο Ζαβιτζιάνο και Δημήτρη Κουρέτα. Την ίδια χρονιά σημειώθηκε ο θάνατος του πατέρα του στη Γενεύη. Το 1962 μαζί με τον Ελύτη και τον Γιώργο Θεοτοκά ταξίδεψαν στην Σοβιετική Ένωση ύστερα από πρόσκληση του Συνδέσμου «Ε.Σ.Σ.Δ. – Ελλάς», προκειμένου να έρθουν σε επαφή με τους πνευματικούς ανθρώπους της Σοβιετικής Ένωσης και να αποκτήσουν εικόνα για τα δρώμενα στη χώρα. Ο Εμπειρίκος κατέγραψε τις εμπειρίες του σε ημερολόγιο, ενώ μετά το ταξίδι αυτό έγραψε το ποίημα Ες Ες Eς Ερ Ρωσσία.
Το 1963 πραγματοποίησε μια ομιλία αφιερωμένη στον Νίκο Εγγονόπουλο, στην αίθουσα του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου, με την ευκαιρία της ατομικής έκθεσης του ζωγράφου. Τον επόμενο χρόνο ολοκλήρωσε το μακροσκελές επικό ποίημα Η άσπρη φάλαινα (παραλλαγαί στο μέγα θέμα του Moby-Dick του Herman Melville), απόσπασμα του οποίου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Συντέλεια (1991), ενώ τρία χρόνια αργότερα ξεκίνησε τη συγγραφή του [Άρμαλα ή] Εισαγωγή σε μία πόλι, κείμενο που θα αποτελούσε την εισαγωγή ενός νέου μυθιστορήματος, το οποίο όμως δεν ολοκληρώθηκε. Στις 26 Ιανουαρίου 1971 έδωσε διάλεξη στο Κολέγιο Αθηνών για τη μοντέρνα ποίηση και το 1973 μίλησε για το έργο του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τη χρονιά αυτή σημειώθηκε και ο θάνατος της μητέρας του. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος πέθανε στην Κηφισιά στις 3 Αυγούστου 1975, σε ηλικία 74 ετών, από καρκίνο του πνεύμονα. Μετά τον θάνατό του, εκδόθηκε για πρώτη φορά το μυθιστόρημα Ο Μέγας Ανατολικός (1990-1992) σε οκτώ τόμους. Το 2001, με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του, τιμήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου με τον εορτασμό του Έτους Εμπειρίκου, που συνοδεύτηκε από πολυάριθμες τιμητικές εκδηλώσεις, με σκοπό την επανεξέταση και προβολή του έργου του.
Έργο
Λογοτεχνία
Η εμφάνιση του Εμπειρίκου στα ελληνικά γράμματα έγινε το 1935, με την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του, Υψικάμινος, η οποία κυκλοφόρησε σε διακόσια πενήντα αντίτυπα που εξαντλήθηκαν. Κατά τον ίδιο, το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού προκλήθηκε διότι το έργο θεωρήθηκε «σκανδαλώδες, γραμμένα από έναν παράφρονα»[6]. H Υψικάμινος έχει χαρακτηριστεί ως το πρώτο δημοσιευμένο υπερρεαλιστικό ποιητικό κείμενο στην Ελλάδα[7], το οποίο αντιπροσωπεύει την κατεξοχήν «λυρική» περίοδο του Εμπειρίκου[8]. Κατά τον ίδιο τον Εμπειρίκο υπήρξε η πρώτη πραγματική εκδήλωση και πράξη του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα[9]. Η συλλογή περιέχει 63 πεζόμορφα ποιήματα, μικρής έκτασης και χαρακτηρίζεται από την ιδιοτυπία της γλώσσας του Εμπειρίκου, με λόγιους τύπους και σχηματισμούς. Η δεύτερη ποιητική συλλογή του, Ενδοχώρα, εκδόθηκε δέκα χρόνια αργότερα, αν και η έκδοσή της είχε αναγγελθεί από το 1937. Περιέχει 112 ποιήματα, γραμμένα την περίοδο 1934-7 και χαρακτηρίζεται από εμφανείς διαφορές σε σύγκριση με την Υψικάμινο, τόσο στη μορφή των ποιημάτων όσο και στη «λογικότερη» χρήση της γλώσσας και τη συνακόλουθη θεματική τους καθαρότητα[10]. Χαρακτηρίζεται ακόμα ως έργο στο οποίο επιχειρείται η σύζευξη του υπερρεαλισμού με την ελληνική λαϊκή παράδοση[11]. Σε αντίθεση με την Υψικάμινο που αντιμετωπίστηκε με ειρωνεία και χλευασμό από τους περισσότερους κριτικούς, η Ενδοχώρα επαινέθηκε και υπήρξε δημοφιλέστερη, ωστόσο και οι δύο συλλογές άσκησαν αποφασιστική επίδραση σε σύγχρονους λογοτέχνες, κυρίως στον Οδυσσέα Ελύτη, στον Νικόλαο Κάλα, στον Νίκο Γκάτσο και στον Νίκο Εγγονόπουλο[12].
Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.
—Ανδρέας Εμπειρίκος, Τριαντάφυλλα στο παράθυρο, από την Υψικάμινο (1935)
Το 1960 τυπώθηκαν τα Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, έργο που από τον τίτλο του μαρτυρά τον μυθοποιητικό χαρακτήρα του. Γράφτηκε κατά τη δεκαετία 1936-46 και ορισμένα αποσπάσματά του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Νέα Γράμματα πριν την έκδοση του. Αποτελείται από τρεις ενότητες που τιτλοφορούνται Μυθιστορίαι, Τα γεγονότα και εγώ και Πρόσωπα και Έπη αντίστοιχα, περιέχοντας αφηγηματικά κείμενα σχετιζόμενα περισσότερο με τον πεζό λόγο. Οι μυθιστορίες ανακαλούν το ρομάντζο των ελληνιστικών χρόνων και το ερωτικό ιπποτικό μυθιστόρημα των Βυζαντινών, ενώ η δεύτερη ενότητα της συλλογής αποτελείται από μυθοποιημένες ιστορίες με κεντρικό πρωταγωνιστή ή αφηγητή τον συγγραφέα τους. Στη μεγαλύτερη σε έκταση ενότητα Πρόσωπα και Έπη, οι εξιστορήσεις επικεντρώνονται γύρω από ιστορικά πρόσωπα ή μυθολογικά θέματα, μαρτυρώντας τη στροφή του Εμπειρίκου στην ελληνική παράδοση και λογοτεχνία.
Εκδοτικά μεταγενέστερο των Γραπτών υπήρξε το πρώτο μεγάλο αφηγηματικό κείμενο του Εμπειρίκου, με τίτλο Αργώ ή Πλους αεροστάτου. Δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το 1964-5, στο περιοδικό Πάλι και μεταφράστηκε τον ίδιο χρόνο από τον Michel Saunier στο γαλλικό περιοδικό Mercure de France. Η έκδοση του συνέβη με σημαντική καθυστέρηση το 1980. Η συγγραφή της Αργώς τοποθετείται πριν τη συλλογή των Γραπτών ή τουλάχιστον παράλληλα με αυτή. Το έργο πραγματεύεται δύο παράλληλες ερωτικές ιστορίες και φέρει πιο καθαρά δείγματα της μεταγενέστερης πορείας που ακολούθησε ο Εμπειρίκος, σε ό,τι αφορά την διακήρυξη ενός κοσμικού και ιδεολογικού συστήματος για τη δημιουργία ενός ελεύθερου, αταξικού και ερωτικά απελευθερωμένου κόσμου[13]. Η ποιητική συλλογή Οκτάνα εκφράζει επίσης ένα συγκροτημένο φιλοσοφικό και κοσμικό σύστημα, πραγματευόμενη τον έρωτα, τον θάνατο και το όραμα ενός νέου κόσμου ως βασικά θέματα. Αποτελείται από 31 πεζά κείμενα, λυρικής διάθεσης, τα οποία καλύπτουν μία μεγάλη χρονική περίοδο, γραμμένα από το 1942 μέχρι το 1965. Στο κείμενο της συλλογής με τίτλο Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα (1965), ο Εμπειρίκος αναφέρεται στη δημιουργία μίας νέας πόλης που θα ονομαστεί Οκτάνα, συνοψίζοντας τις αρχές μιας «ερωτικής, φροϋδικής φιλοσοφίας, επικεντρωμένης στη σεξουαλική επιθυμία» και με προτεραιότητα στην καθαρά πνευματική λειτουργία της ποίησης[14]. Η Οκτάνα έχει χαρακτηριστεί ως η υπέρτατη διακήρυξη τού Εμπειρίκου και οριακό πιστεύω του[15], ενώ όπως ο ίδιος ο Εμπειρίκος τονίζει, αποτελεί μια ουτοπική παγκόσμια πολιτεία «όχι πολιτικής μα ψυχικής ενότητος με ανέπαφες τις πνευματικές και εθνικές ιδιομορφίες εκάστης εθνικής ολότητος, εις μίαν πλήρη και αρραγή αδελφοσύνη εθνών, λαών και ατόμων, με πλήρη σεβασμό εκάστου»[16]. Στην ίδια συλλογή περιέχονται τέσσερα πεζά ποιήματα, γραμμένα την περίοδο 1963-4, με αναφορές σε ποιητές της μπητ γενιάς, που φανερώνουν την ιδεολογική του συγγένεια με τα ειρηνιστικά αλλά και αναρχικά κηρύγματά της[17]. Στο ποίημα Οι Μπεάτοι ή της μή συμμορφώσεως οι Άγιοι, ο Εμπειρίκος αναφέρεται εκτενώς σε λογοτεχνικούς ομοϊδεάτες του ή άλλες μορφές που του άσκησαν επίδραση, περιλαμβάνοντας μεταξύ άλλων τους Τζακ Κέρουακ, Άλλεν Γκίνσμπεργκ, Ε. Α. Πόε, Σίγκμουντ Φρόυντ, Μαρξ, Χένρυ Μίλλερ, Νίτσε, Βίκτωρ Ουγκό, Σικελιανό, Λένιν και Κ.Π. Καβάφη.
Το 1984 εκδόθηκε η ποιητική συλλογή Αι Γενεαί Πάσαι ή Η Σήμερον ως αύριον και ως χθες. Οι πρώτες πληροφορίες για την ύπαρξη μίας συλλογής με τον τίτλο Η Σήμερον ως αύριον και ως χθες δόθηκαν για πρώτη φορά στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Τραμ (1976), όπου δημοσιεύτηκε το ποίημα της συλλογής με τίτλο Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας, χρονολογημένο το 1966. Ποιήματα από την ίδια συλλογή δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το 1965 στο περιοδικό Πάλι (τεύχος 5, σελ. 336-342). Θεωρείται πως η συλλογή συγκροτήθηκε την περίοδο 1965-72, χωρίς όμως να εγκαταλείψει ο Εμπειρίκος το χειρόγραφό του μέχρι το τέλος της ζωής του[18]. H μορφή και η θεματολογία του έργου βρίσκεται πλησιέστερα σε εκείνες της Ενδοχώρας. Το μοναδικό μυθιστόρημα του Ανδρέα Εμπειρίκου, το οκτάτομο έργο Ο Μέγας Ανατολικός, δημοσιεύτηκε την περίοδο 1990-92 και συνιστά ένα από τα πλέον τολμηρά και ογκώδη μυθιστορήματα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας. Ο Εμπειρίκος επεξεργάστηκε το έργο από το 1945 σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του, αν και ελάχιστες μαρτυρίες για αυτό ή αποσπάσματά του εμφανίστηκαν δημόσια μέχρι την έκδοσή του. Χαρακτηρίστηκε ως το μείζον έργο του και έγινε αποδεκτό με άκρατο ενθουσιασμό ή βίαιη επίκριση, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις εξαιτίας της ελευθεροστομίας του και του ερωτικού περιεχομένου του.
Η μέθη των κυμάτων είναι μήνυμα
Που πάει ο ποντοπόρος στην καλή του
Γαλήνια νύχτα το βελούδο της σιγής
Μέσα στ’ αστέρια που κυλούν στην πρύμη
Για το ταξείδι των ιστών για το ταξείδι των αρμάτων
Αρματωσιάς μιας σκούνας ηνιόχου
Τεθρίππου βαίνοντος προς την χαρά
Καταυλισμών ατσίγγανων με κοριτσάκια
Πιο θελκτικά κι’ από τα μάτια τους
Όταν σκιρτούν στην πάχνη της πρωίας.
—Ανδρέας Εμπειρίκος, Ως έργον ατελεύτητο, από την Ενδοχώρα (1945)
Το 1995, με αφορμή τα είκοσι χρόνια από τον θάνατό του, εκδόθηκε αυτοτελώς το ποίημα Ες-ες-ες-ερ Ρωσία, το οποίο αποτελεί ένα είδος χρονικού της επίσκεψης του στη Ρωσία, το Δεκέμβριο του 1962. Το ποίημα είναι αξιοσημείωτο ως πηγή αυτοβιογραφικών στοιχείων, πολιτικό σχόλιο της εποχής στην οποία γράφτηκε, αλλά και ως ιστορικό ντοκουμέντο[19]. Το 1998 εκδόθηκε το πεζό Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης, έργο που εντάσσεται στα πλαίσια μίας ανέκδοτης τριλογίας του Εμπειρίκου με τίτλο Τα Χαϊμαλιά του Έρωτα και των Αρμάτων, στην οποία περιλαμβάνονται η Αργώ ή Πλους αεροστάτου και το πεζό Βεατρίκη ή Ένας Έρωτας του Buffalo Bill. Η συγγραφή της Ζεμφύρας ολοκληρώθηκε στις 15 Ιουνίου του 1945, όπως δηλώνεται στο τέλος του έργου, δεν γνωρίζουμε όμως πότε άρχισε. Μαζί με την Αργώ θεωρείται «δορυφόρος» του Μεγάλου Ανατολικού, μεταφέροντας σε σμίκρυνση τη μεγάλη τοιχογραφία του τελευταίου[20], αν και ως κείμενα διατηρούν την ανεξαρτησία τους, διαθέτοντας πρωτότυπα θέματα. Η Ζεμφύρα πραγματεύεται τον έρωτα ενός λιονταριού και της θηριοδαμάστριάς του, θέμα που μπορεί να ανιχνευτεί για πρώτη φορά στο ποίημα Λέοντες ωρυόμενοι επί στήθους παρθένου της Υψικαμίνου[21]. Ο ελληνικός μύθος της Πασιφάης, που υπήρξε βασίλισσα της Κρήτης και μητέρα του Μινώταυρου, απασχόλησε ελάχιστα τους νεότερους Έλληνες ποιητές, ωστόσο ο Εμπειρίκος τον συνέδεσε με το κεντρικό θέμα του έργου του, που αφορά στον παρά φύση έρωτα της Ζεμφύρας.
Ψυχανάλυση
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος υπήρξε ο πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής, που εξάσκησε την ψυχανάλυση κατά την περίοδο 1935-50[22], σε μία εποχή απαξίας της εκ μέρους της ελληνικής διανόησης[23] με μοναδική εξαίρεση τον Άγγελο Κατακουζηνό, τον περήφημο νευρολόγο-ψυχίατρο που τον υποστήριξε θερμά. Υπήρξε επίσης ο πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής που αναγνωρίστηκε από τη Γαλλική Ψυχαναλυτική Εταιρεία, και κατ' επέκταση από την Διεθνή Ψυχαναλυτική Ένωση, ως «διδάσκων ψυχαναλυτής»[24]. Μαζί με τον ψυχαναλυτή και ιδρυτή της ισπανόφωνης υπερρεαλιστικής ομάδας, Άλντο Πελεγκρίνι (1903-73), αποτελούν μοναδικές περιπτώσεις εισηγητών της ψυχανάλυσης και υπερρεαλιστικών ομάδων ταυτόχρονα.
H ενασχόλησή του Εμπειρίκου με την ψυχανάλυση ξεκίνησε την περίοδο των σπουδών του στη Γαλλία, κατά την οποία συνδέθηκε με τον Ρενέ Λαφόργκ, έναν από τους ιδρυτές της γαλλικής ψυχανάλυσης. Αναλύθηκε τρία χρόνια στον Λαφόργκ και ήρθε σε επαφή με πολλούς Γάλλους ψυχαναλυτές[25]. Ως εισηγητής της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα, ξεκίνησε να την εξασκεί το 1935 στην Αθήνα, σχηματίζοντας μαζί με τους ψυχιάτρους Δημήτριο Κουρέτα και Γεώργιο Ζαβιτζιάνο μία μικρή ομάδα ενδιαφερόμενων, σε άμεση επαφή και συνεργασία με την Μαρία Βοναπάρτη, η οποία, όπως σημειώνει ο Εμπειρίκος συμμετείχε στους «αγώνες των πρώτων ορθοδόξων Ελλήνων ψυχαναλυτών»[26]. Στις πρώτες προσπάθειες της ομάδας συμμετείχε επίσης ο γλωσσολόγος Μανόλης Τριανταφυλλίδης[23], αν και μόνο ο Εμπειρίκος πρότεινε τυπικές ψυχαναλύσεις ενηλίκων νευρωτικών, για τις οποίες, καθώς φαίνεται, δεν είχε αλληλεπίδραση με κανέναν άλλο ειδικό στην Ελλάδα. Παράλληλα, ενημερωνόταν μέσα από τη διεθνή βιβλιογραφία, διατηρώντας επαφή με Γάλλους ψυχαναλυτές και ταξιδεύοντας συστηματικά στο Παρίσι για επαγγελματικούς σκοπούς[27]. Το 1949 συμμετείχε επίσης στο πρώτο συνέδριο της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας στη Ζυρίχη. Ο πρώτος πυρήνας των Ελλήνων ψυχαναλυτών έτυχε εν γένει ευνοϊκής μεταχείρισης από την Ψυχαναλυτική Εταιρεία του Παρισιού και το 1950 οι Εμπειρίκος, Ζαβιτζιάνος και Κουρέτας έγιναν μέλη της. Για το σκοπό αυτό, ο Εμπειρίκος έγραψε, ως όφειλε, την πολυσέλιδη κλινική μονογραφία, με τίτλο Μία περίπτωσις ιδεοψυχαναγκαστικής νευρώσεως με πρόωρες εκσπερματώσεις, η οποία δημοσιεύτηκε στη Γαλλική Ψυχαναλυτική Επιθεώρηση (πρωτότυπος τίτλος: Un cas de névrose obsessionnelle avec éjaculations précoces, Revue Française de Psychanalyse, τόμ. XIV, αρ. 3, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1950, σσ. 331-366) και αποτελεί μία πλήρη περιγραφή της θεραπείας ενός αρρώστου που ψυχαναλύθηκε από τον Εμπειρίκο. Για τη συνολική προσφορά του στην ψυχανάλυση, αναφέρεται πως «κατά τον Ζακ Λακάν υπήρξε πρωτοπόρος στην ανάλυση των νευρώσεων»[28], ενώ κατά τον Γ. Ζαβιτζιάνο διέκρινε ότι «οπισθοδρόμηση στο ναρκισσιστικό στάδιο δεν σημαίνει ότι πρόκειται αναμφισβήτητα περί σχιζοφρένειας», υποδιαιρώντας την άποψη της ναρκισσιστική νευρώσεως[29]. O Εμπειρίκος διέκοψε την πρακτική της ψυχανάλυσης τον Απρίλιο του 1951 υπό το φόβο πως θα δεχόταν μήνυση, καθώς δεν διέθετε άδεια ασκήσεως ιατρικού επαγγέλματος[30]. Συνέχισε να αποτελεί μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '60.
Φωτογραφία
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ασχολήθηκε συστηματικά με τη φωτογραφία, φέρνοντας, κατά τον Ελύτη, εις πέρας το έργο του «με τη δεξιοτεχνία και την επιμονή μανιακού»[31]. Ως «μανιώδη φωτογράφο» τον χαρακτήρισε επίσης ο φίλος του, Δ. Ι. Πολέμης[32]. Κατά τον γιο του, Λεωνίδα Εμπειρίκο, «κυκλοφορούσε πάντα με [φωτογραφική] μηχανή, συχνά με δύο, ενίοτε και με τρεις»[33]. Το φωτογραφικό του έργο είναι εξαιρετικά πλούσιο, πολύμορφο και ποιοτικά άνισο. Χρονολογείται από το 1919, όταν σε ηλικία δεκαοκτώ ετών εμφάνισε τις πρώτες φωτογραφίες του, ως επί το πλείστον οικογενειακές, αν και για μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμενε άγνωστο. Χωρίζεται συνήθως σε τρεις κατηγορίες που περιλαμβάνουν τις φωτογραφίες της προπολεμικής περιόδου, της μεταπολεμικής καθώς και μία σειρά φωτογραφιών του γιου του, από το 1957 έως το 1974. Τα θέματα που απεικόνισε είναι μεικτά και περιλαμβάνουν αναμνηστικές φωτογραφίες, τοπία στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, σκηνές δρόμου (κυρίως από το Παρίσι και το Λονδίνο), προσωπογραφίες οικείων προσώπων, γυμνά, νεκρές φύσεις καθώς και άλλες φωτογραφίες υπερρεαλιστικού χαρακτήρα. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν επίσης οι φωτογραφίες μικρών κοριτσιών, αποκαλούμενα συχνά στο έργο του ως παιδίσκες. Οι περισσότερες από αυτές είναι τραβηγμένες ευκαιριακά, στο δρόμο, ενώ ορισμένες είναι αποτέλεσμα πιο εντατικής φωτογράφισης[34] και μπορούν να συγκριθούν με τις αντίστοιχες δημιουργίες του Λιούις Κάρολ.
Το 1955 οργάνωσε μία ατομική έκθεση, στην αίθουσα «Ιλισσός», η οποία διήρκεσε από τις 22 Ιανουαρίου έως τις 12 Φεβρουαρίου. Αυτή υπήρξε η μοναδική δημόσια παρουσίαση φωτογραφιών του, ενόσω ήταν εν ζωή, κατά την οποία εκτέθηκαν περίπου 210 ασπρόμαυρα έργα, τα περισσότερα από τα οποία προσφέρονταν προς πώληση[35]. Ο Εμπειρίκος έδειξε ισχυρό ενδιαφέρον για τις τεχνικές εξελίξεις στη φωτογραφία, ενώ θεωρείται επίσης πιθανό πως εξέφραζε παράλληλα και ένα ειδικότερο θεωρητικό ενδιαφέρον. Ήταν κάτοχος αξιόλογου εξοπλισμού, μεταχειριζόμενος μεγάλο αριθμό φωτογραφικών μηχανών, ωστόσο παρά την επιθυμία του να οργανώσει ένα σκοτεινό θάλαμο για ιδιωτική χρήση, τελικά δεν τα κατάφερε, πιθανώς λόγω έλλειψης κατάλληλου χώρου. Από το 1951, τις εκτυπώσεις των φωτογραφιών του αναλάμβανε ένα επαγγελματικό εργαστήριο, συνήθως κατόπιν λεπτομερών οδηγιών του Εμπειρίκου.
Κριτική και αποτίμηση
Ο Εμπειρίκος, όπως και συνολικά ο ελληνικός υπερρεαλισμός, αντιμετώπισε για μεγάλο χρονικό διάστημα, ειδικότερα τη δεκαετία 1935-45, σκληρή κριτική, συχνά στα όρια του χλευασμού. H έκδοση της Υψικαμίνου συνοδεύτηκε από σύντομες αναφορές στον τύπο της εποχής, πολλές από τις οποίες βρίσκονταν στα όρια της ειρωνείας. Ο Στρατής Μυριβήλης, στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου, το περιέγραψε ως εύθυμο και πολύτιμο βιβλίο τέρψεως για οικογενειακές συναναστροφές[36], ενώ αργότερα υπήρξε περισσότερο ειρωνικός στην κριτική του. Μέσα από την Υψικάμινο, ο Κώστας Ουράνης αναγνώρισε στο πρόσωπο του Εμπειρίκου τον «πρώτο και μοναδικό αντιπρόσωπο του συρρεαλισμού στην Ελλάδα», αναγνωρίζοντας όμως στο έργο του, την «παγερή λαμπρότητα του στείρου και του ανωφελούς»[36]. Ένα χρόνο αργότερα, ο Κ. Μπαστιάς αναφέρθηκε στο «μοναδικό λεκτικό πλούτο» και κάποια «φραστική μυστικότητα» του έργου»[37]. Συνολικά, η Υψικάμινος αντιμετωπίστηκε λιγότερο ως ποιητικό γεγονός και περισσότερο ως παραδοξολογία που παραμελήθηκε και σχεδόν χλευάστηκε[38]. Ο ίδιος ο Εμπειρίκος, στο κριτικό του κείμενο Νικόλαος Εγγονόπουλος ή το θαύμα του Ελμπασάν εκφράστηκε αρνητικά απέναντι στους κριτικούς, ομολογώντας πως δεν έτρεφε συμπάθεια απέναντί τους[39]. Μεγάλο μέρος της πρώιμης κριτικής που του ασκήθηκε ήταν συνυφασμένη με την αμήχανη και επιφυλακτική στάση απέναντι στο ίδιο το κίνημα του υπερρεαλισμού. Ο Εμπειρίκος σχολίασε τη στάση αυτή, αναφερόμενος το 1939 σε επιφυλάξεις «χαρακτηριστικές της λιποψυχίας των κριτικών για όσα αποτελούν τη σπονδυλική στήλη και την ουσία της [υπερρεαλιστικής] θεωρίας», θεωρώντας πως οι περισσότεροι δεν κατανόησαν το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τον υπερρεαλισμό[40].
Η στερεότητα και σφριγηλότητα του εμπειρίκειου ύφους, το ποσοστό της θετικότητας που περιέχει, μια ενέργεια και δομή που ξεπερνάει τα όρια του ελληνοκεντρισμού κι απλώνει την υποβλητικότητά της στην υφήλιο, πλησιάζει τον τόνο και τον δραστήριο και εικονοβριθή λυρισμό του Απολλιναίρ, με το έντονα συγκινησιακό του στοιχείο, και με ρυθμούς πρωτάκουστους στην ελληνική γλώσσα.
—Νάνος Βαλαωρίτης, Ανδρέας Εμπειρίκος (1989)
Η έκδοση της Ενδοχώρας το 1946, συνοδεύτηκε από περισσότερο ευμενείς κριτικές παρουσιάσεις, όπως του λογοτέχνη Αντρέα Καραντώνη, του Ασημ. Πανσέληνου και του Αιμ. Χουρμούζιου. Ο πρώτος χαρακτήρισε τον Εμπειρίκο ως τον πιο ολοκληρωμένο σύγχρονο διονυσιακό ποιητή, συγκρίνοντάς τον με την περίπτωση του Σικελιανού και επισημαίνοντας ειδικότερα πως αντικατέστησε τον μυθολογικό αρχαϊσμό του με την ρεαλιστική παρουσία του φροϋδικού πανερωτισμού[41]. Ανάλογη κριτική άσκησε αργότερα και ο Νάνος Βαλαωρίτης, συνδέοντας το έργο του Εμπειρίκου με εκείνο του Σικελιανού, ως προς τις συγκεκριμένες ιδεολογίες που ο καθένας προέβαλε στο έργο του – ο Σικελιανός τον μυστικισμό και ο Εμπειρίκος τον υπερρεαλισμό – κατατάσσοντας τους στο «διονυσιακό» τομέα της ποίησης[42]. Ο Καραντώνης αναφέρθηκε επίσης στον «γλωσσικό εξωτισμό» τού Εμπειρίκου, τον οποίο παρουσίασε ως έναν από τους νεοτεριστές της ελληνικής ποίησης. Στο ίδιο πνεύμα, ο Πανσέληνος αναγνώρισε στην Ενδοχώρα αρετές όπως ο λυρισμός της, η εντέλεια στην έκφραση και η ελληνικότητά της, απορρίπτοντας συγχρόνως την ερμητικότητα, τον ατομισμό και τν λογιωτατισμό της, κατατάσσοντας τη συλλογή στην «ποίηση της παρακμής»[36]. Ο Χουρμούζιος αναγνώρισε, με τη σειρά του, τους λυρικούς εκφραστικούς τρόπους του Εμπειρίκου, άρρηκτα συνδεδεμένους με το διονυσιακό ή βακχικό στοιχείο, καλώντας τον ωστόσο να αποστατήσει από το ποιητικό του ιδεώδες[43]. Η Ενδοχώρα κατέχει ιδιαίτερη θέση ακόμα και για τους νεότερους κριτικούς, έχοντας χαρακτηριστεί ως το υψηλότερο σημείο της ποιητικής παραγωγής του Εμπειρίκου, περιέχοντας τα αρτιότερα και περισσότερο ολοκληρωμένα ποιήματα[44].
Για μεγάλο διάστημα, το ποιητικό έργο τού Εμπειρίκου αγνοήθηκε, όχι μόνο στους ελληνικούς λογοτεχνικούς κύκλους, αλλά και στους κύκλους των υπερρεαλιστών εκτός Ελλάδας, όπου παρέμεινε πρακτικά άγνωστο[45]. Σημαντική συμβολή στην αποδοχή του είχε η συμφιλίωση της «συντηρητικής» κριτικής με τον υπερρεαλισμό – με σημείο αναφοράς το άρθρο του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου «Συμφιλίωση με τον συρρεαλισμό» (1938) – η οποία ευνοήθηκε επίσης από τα μετριοπαθή δείγματα γραφής του ελληνικού υπερρεαλισμού, όπως επιχειρήθηκε να πραγματωθεί με τη συνεισφορά άλλων λογοτεχνών, όπως του Ελύτη με τις συλλογές Προσανατολισμοί και Σποράδες, του Νίκου Γκάτσου με την Αμοργό, αλλά και την Ενδοχώρα του ίδιου τού Εμπειρίκου, που θεωρήθηκε πως απομακρυνόταν από τον «ακραίο» υπερρεαλισμό της Υψικαμίνου. Μετά τον θάνατο του Εμπειρίκου η αποδοχή τού έργου του έγινε σχεδόν καθολική[46], και ο ίδιος θεωρήθηκε μία από τις μείζονες παρουσίες στη νεοελληνική ποίηση, χωρίς ωστόσο να τύχει ανάλογης αναγνώρισης με άλλους ποιητές της Γενιάς του '30, όπως ο Γιώργος Σεφέρης ή ο Οδυσσέας Ελύτης. Η νεότερη κριτική τοποθέτησε τον Εμπειρίκο στην κορυφή της ιεραρχίας του ελληνικού υπερρεαλισμού, χωρίς ωστόσο να θεωρούνται πλήρως δεδομένοι οι δεσμοί του με τις προγραμματικές αρχές του υπερρεαλισμού[46].
Αν και ο Εμπειρίκος δεν επιχείρησε να διευκολύνει την κατανόηση του έργου του ή να το εξηγήσει μέσα από θεωρητικά κείμενα, για τη μέθοδο που ακολούθησε και τους βασικούς άξονες της ποιητικής του, σημαντικές πληροφορίες αντλούνται από το κείμενο που έγραψε αντί προλόγου στα Γραπτά, με τίτλο Αμούρ-Αμούρ. Στο προλογικό αυτό κείμενο, ο Εμπειρίκος εκθέτει ουσιαστικά την υπερρεαλιστική τεχνική που ο ίδιος αφομοίωσε, στην προσπάθειά του να συμπεριλάβει στα ποιήματά του όλα τα στοιχεία που στην καθιερωμένη ποίηση αποκλείονται[47], δηλώνοντας παράλληλα πως βοηθήθηκε στην ταχεία κατανόηση του υπερρεαλισμού από τις ψυχαναλυτικές γνώσεις του και τη φιλοσοφία του Φρίντριχ Ένγκελς. Αν και χρησιμοποίησε την αυτόματη γραφή, δεν περιορίστηκε σε αυτή. Υπό την έννοια της αυστηρής εφαρμογής του υπερρεαλιστικού αυτοματισμού, ο Εμπείρικος δεν θεωρούσε πως τα έργα του, πέραν μίας ημερομηνίας, ήταν υπερρεαλιστικά, ωστόσο κατά τον ίδιο, εξακολούθησε να διατηρεί ένα σύνδεσμο με τον υπερρεαλισμό μέσα από μία ελεγχόμενη – όχι απαραίτητα λογική – χρήση της γλώσσας[48]. Ολόκληρο το λογοτεχνικό έργο του θεωρείται άρηκτα συνδεδεμένο με την κλασική, φροϋδική προοπτική της ψυχαναλυτικής πρακτικής, ενώ κατά τον ίδιο τον Εμπειρίκο, ο υπερρεαλισμός αποτελούσε την εφαρμογή της ψυχανάλυσης στην τέχνη[49]. Σύμφωνα με τον Ελύτη, στον βαθμό που εφάρμοσε τον αυτοματισμό, ο Εμπειρίκος το επιχείρησε όχι τόσο για να «αφεθεί στη ροή του ασυνειδήτου, όσο για να θέσει υπό αμφισβήτηση θεμελιακούς νόμους της λειτουργίας μας», ώστε τοποθετώντας σε ίση μοίρα το λογικό και το παράλογο, να εξαλείψει «τις διακρίσεις που ανέκαθεν στήριξαν την Ελληνο-Δυτική διανόηση»[50]. Κατά τον Δ.Ν. Μαρωνίτη, οι πέντε συστατικοί-γραμματικοί χαρακτήρες της ποιητικής του Εμπειρίκου είναι η χρήση της κλητικής προσφώνησης, η θριαμβική κατάληξη του ποιήματος, η διδακτική ή διατακτική προστακτική, το θαυμαστικό επίθετο και η επαναφορά της ίδιας λέξης ή έκφρασης[51].
Σε αντιστάθμισμα, η ιδιάζουσα καθαρεύουσα που μεταχειρίζεται και ο ενδυματολογικός εξωτισμός των ηρώων του συντίθενται με τόσον έξοχον τρόπο που θυμίζουν τις καλύτερες επιτυχίες της χαροκολλητικής του Μαξ Ερνστ.
—Οδυσσέας Ελύτης, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο (1979)
Η γλώσσα της ποιητικής του Εμπειρίκου αποτέλεσε επίσης στοιχείο κριτικής ανάλυσης. Ο ίδιος αναφερόταν στη χρήση της καθαρεύουσας ως μία φυσική συνέπεια της εκπαίδευσής του, θεωρώντας τα εκφραστικά του μέσα στη δημοτική ως ακαδημαϊκά και «ψεύτικα»[48]. Κατά τον Ελύτη, η καθαρεύουσα προσφερόταν ως μέσο που τον διευκόλυνε να συμπαραθέτει εκφραστικούς τύπους διαφορετικών στρωμάτων και προελεύσεων[52]. Σύμφωνα με τον Γκυ Σωνιέ, η φωνητική και η μορφολογία του Εμπειρίκου είναι πολύ συχνά λόγιες, ωστόσο η βάση της σύνταξής του είναι σαφώς δημοτική[53]. H λεξιπλαστική ικανότητά του έχει επίσης τονιστεί, ειδικότερα η τάση του να χρησιμοποιεί δημοτικές καταλήξεις σε λόγιες λέξεις, πλάθοντας επίσης λόγιες λέξεις πάνω σε λαϊκές ρίζες ή ακόμα και βωμολοχίες[54]. Η «μεικτή» γλώσσα του Εμπειρίκου επιτρέπει κατά συνέπεια την αξιοποίηση του πλούτου της νεοελληνικής γλώσσας, πέραν των ορίων δημοτικής και καθαρεύουσας[55], θέτοντας στην υπηρεσία της εκφραστικότητας την ελεύθερη χρήση όλων των δυνατοτήτων της[56]. Όπως σημειώνει ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, η επιλεκτική καθαρεύουσα του Εμπειρίκου κατοχυρώνει τον κηρυγματικό τόνο των ποιημάτων του, καθώς του προσφέρει άφθονα τεχνήματα ρητορικής πειθούς, έτσι ώστε ο ιδεολογικός οίστρος του ποιητή να μεταφράζεται σε γλωσσικό οίστρο[57].
Ορισμένοι μελετητές του έργου του έχουν επισημάνει τη χρήση αναγραμματισμών [58][59], ενώ ως ιδιαίτερα δυσεπίλυτοι αναγραμματισμοί θεωρούνται όσοι εμφανίζονται στο ποίημα Η νήσος των Ροβινσώνων, που περικλείεται στη συλλογή Οκτάνα[60]. Χρήση αναγραμματισμών θεωρείται πως γίνεται επίσης στο ποίημα Οι χαρταετοί (Οκτάνα)[61], στο «Άρμαλα Πόρανα και Βέλμα», από το ποίημα Στροφές Στροφάλων της Ενδοχώρας[62], καθώς και στα ποιήματα «Τορανίνα Εχμπατομβία» (Υψικάμινος) και «Μεγαμπέρχα» (Ενδοχώρα)[63].
Εργογραφία
Ποίηση
- Υψικάμινος (1935)
- Ενδοχώρα (1945)
- Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία (1960)
- Οκτάνα (1980)
- Aι Γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες (1984)
- Ες Ες Eς Ερ Ρωσσία (1995)
Πεζά
- Αργώ ή Πλους αεροστάτου (1980)
- Ο Μέγας Ανατολικός (1990-92)
- Ζεμφύρα ή Το μυστικό της Πασιφάης (1998)
- Νικόλαος Εγγονόπουλος ή το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου, διάλεξη για τον Νίκο Εγγονόπουλο (1999)
Φωτογραφία
- Φωτοφράκτης (2001)
- Η Άνδρος του Ανδρέα Εμπειρίκου (2004)
- Ταξίδι στη Ρωσσία (2001). Ημερολόγιο και φωτογραφίες (Δεκέμβριος 1962)
Ψυχολογία
- Μια Περίπτωσις Ιδεοψυχαναγκαστικής Νευρώσεως με Πρόωρες Εκσπερματώσεις και Άλλα Ψυχαναλυτικά Κείμενα (2001)
Άγγελος Τερζάκης
Από τη Βικιπαίδεια,
Άγγελος Τερζάκης
Γέννηση
16 Φεβρουαρίου 1907 Ναύπλιο, Ελλάδα
Θάνατος
3 Αυγούστου 1979 (72 ετών) Αθήνα, Ελλάδα
Εθνικότητα
Ελληνική
Υπηκοότητα
Ελληνική
Είδος Τέχνης
λογοτεχνία, δοκίμιο
Καλλιτεχνικά ρεύματα
Γενιά του ‘30
Σημαντικά έργα
Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ
Βραβεύσεις
Αριστείο Γραμμάτων Ακαδημίας Αθηνών
O Άγγελος Τερζάκης (1907-1979) ήταν έλληνας λογοτέχνης της γενιάς του ‘30 και δοκιμιογράφος. Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα. Πολύ αξιόλογο είναι το δοκιμιακό του έργο: αυτός και ο Θεοτοκάς είναι οι κύριοι εκφραστές του θεωρητικού προβληματισμού και των αναζητήσεων της ανανεωτικής γενιάς του ‘30.
Βίος
Γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 16 Φεβρουαρίου του 1907 και έζησε εκεί μέχρι το 1915, όταν και πήγε στην Αθήνα[1], όπου τελείωσε το Γυμνάσιο και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έλαβε την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος το 1929, αλλά εγκατέλειψε σύντομα τη δικηγορία για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1925 με τη συλλογή διηγημάτων Ο ξεχασμένος και έκτοτε ασχολήθηκε συστηματικά με την πεζογραφία και το θέατρο, όπου πρωτοεμφανίστηκε το 1936 με το έργο του "Αυτοκράτωρ Μιχαήλ" που ανέβασε τον ίδιο χρόνο το Εθνικό Θέατρο. Παράλληλα διηύθυνε και τα βραχύβια περιοδικά Πνοή και Λόγος. Το 1937 έγινε γραμματέας του Εθνικού Θεάτρου και αργότερα καλλιτεχνικός και γενικός διευθυντής του Δραματολογίου του (1954).
Πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο (1940-1941) και κατέγραψε τις εμπειρίες του σε κάποια από τα διηγήματά του και κυρίως στο βιβλίο του "Απρίλης". Το 1964 συνέγραψε για λογαριασμό του Γενικού Επιτελείου Στρατού το χρονικό του πολέμου, το οποίο εκδόθηκε με τον τίτλο "Ελληνική Εποποιΐα 1940-41".
Μετά τον πόλεμο συνέχισε την ενασχόλησή του με τα γράμματα: αρθρογραφούσε για πολλά χρόνια στην εφημερίδα Το Βήμα (φιλολογικός συνεργάτης) και από το 1948 θεατρικός κριτικός. Επίσης υπήρξε και διευθυντής του περιοδικού Εποχές.
Το 1969 τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών και το 1974 έγινε Ακαδημαϊκός[2].
Πέθανε στις 3 Αυγούστου 1979 στην Αθήνα.
Το έργο
Πεζογραφικό έργο
Ο Τερζάκης ξεκίνησε τη λογοτεχνική πορεία του κατά τη δεκαετία του 1920 με δύο συλλογές διηγημάτων, Ο ξεχασμένος (1925) και Φθινοπωρινή συμφωνία (1929). Στα έργα αυτά δε φαίνεται τόσο το προσωπικό του ύφος, όσο οι διάφορες λογοτεχνικές επιδράσεις από άλλους συγγραφείς. Κατά τη δεκαετία του 1930 στράφηκε στο μυθιστόρημα, όπως και όλοι οι λογοτέχνες της γενιάς του, χωρίς όμως να εγκαταλείψει τα διηγήματα.
Τα μυθιστορήματα του Τερζάκη, με εξαίρεση την Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ και Το ταξίδι με τον Έσπερο, είναι αστικά μυθιστορήματα που απεικονίζουν την ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου. Χαρακτηριστικό όλων είναι το καταθλιπτικό κλίμα, η ασφυκτική ατμόσφαιρα, οι ήρωες-δέσμιοι της οικονομικής στενότητας και των κοινωνικών προκαταλήψεων και η απαισιοδοξία.
Η Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ θεωρείται το αρτιότερο πεζογράφημα του Τερζάκη και ένα από τα καλύτερα, ιστορικά και μη, μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας[3][4]. Είναι ιστορικό μυθιστόρημα εμπνευσμένο από την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Αναφέρεται στην εξέγερση των Ελλήνων και Σλάβων το 1293, που οδήγησε στην κατάληψη του φράγκικου κάστρου της Καλαμάτας και ο κεντρικός άξονας του έργου είναι ο έρωτας ανάμεσα στην Ιζαμπώ, κόρη του Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου, και τον ηγέτη της εξέγερσης Νικηφόρο Σγουρό.
Εργογραφία
Μυθιστορήματα
- Δεσμώτες (1932)
- Η παρακμή των Σκληρών (1933)
- Η μενεξεδένια πολιτεία (1937)
- Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ (1945)
- Ταξίδι με τον Έσπερο (1946)
- Το λυκόφως των ανθρώπων (δημοσιεύθηκε σε συνέχειες το 1947, εκδόθηκε το 1989)
- Δίχως Θεό (1951)
- Η μυστική ζωή (1957)
- Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων (μαζί με τους Καραγάτση, Μυριβήλη, Βενέζη), 1958
Ιστορικά
- Η Ελληνική Εποποιΐα 1940-1941, Χρονικό του Ελληνοϊταλικού Πολέμου 1940-41 (ΕΣΤΙΑ, 1964 και 2η έκδοση, Γενικό Επιτελείο Στρατού, 1990)
Συλλογές διηγημάτων
- Ο ξεχασμένος (1925)
- Φθινοπωρινή συμφωνία (1929)
- Του έρωτα και του θανάτου (1943)
- Απρίλης (1946)
- Η στοργή [νουβέλα] (1944)
Θεατρικά έργα
- Αυτοκράτωρ Μιχαήλ (1936)
- Γαμήλιο Εμβατήριο (1937)
- Ο σταυρός και το σπαθί (1939)
- Είλωτες (1939)
- Ο εξουσιαστής (1942)
- Το μεγάλο παιχνίδι (1944)
- Αγνή (1949)
- Θεοφανώ (1956)
- Νύχτα στη Μεσόγειο (1957)
- Τα λύτρα της ευτυχίας (1959)
- Θωμάς ο δίψυχος (1962)
- Ο πρόγονος (1970)
No comments:
Post a Comment