Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Συνεχίζοντας με την προηγούμενη μεγάλη οικονομική κρίση που είχε ξεσπάσει στις αρχές της δεκαετίας του 1930, στεκόμαστε στα συσσίτια που είχε καθιερώσει ο Δήμος Αθηναίων. Αμέσως μετά το ξέσπασμα της κρίσης, ο Δήμαρχος Σπύρος Μερκούρης χώρισε την Αθήνα σε 16 τομείς και παρείχε σίτιση σε περίπου δεκαπέντε χιλιάδες οικογένειες. Κάθε δίμηνο η σίτιση κόστιζε στον Δήμο 2.600.000 δραχμές. Τεράστιο και δυσβάστακτο το κόστος για τον Δήμο, ο οποίος
όσο «έσφιγγε» η κρίση αναζητούσε πόρους για να αντιμετωπίσει την κατάσταση.
Πρότεινε λοιπόν την καθιέρωση λαχείου, αλλά η Κυβέρνηση δεν το ενέκρινε. Στη συνέχεια πρότεινε τη θέσπιση τέλους 5% στους λογαριασμούς των εστιατορίων και ψηφίστηκε νόμος από τη Βουλή. Οι αντιδράσεις όμως των επαγγελματιών (εστιάτορες, ζαχαροπλάστες, οινομάγειροι, ξενοδόχοι κ.ά.) ήταν εξαιρετικά σφοδρές και δυναμικές, αφού και οι ίδιοι είχαν χτυπηθεί από την κρίση.
Για να εξοικονομήσει χρήματα ο Μερκούρης έκοψε 10% από τους μισθούς των υπαλλήλων του Δήμου και τον δικό του, αλλά και πάλι η κατάσταση ήταν ζοφερή. Οπότε, στις 17 Μαρτίου 1932 υποχρεώνεται να ανακοινώσει ότι εντός ολίγων ημερών θα διακοπούν τα συσσίτια. Επικράτησε αναστάτωση δεδομένων των συνθηκών που επικρατούσαν, ιδιαίτερα στις προσφυγικές συνοικίες που απλώνονταν ακόμη απ’ άκρου εις άκρον σε όλη την πόλη.
Ακολούθησαν απίστευτες ελληνικότατες εικόνες. Το μεν Υπουργείο Εσωτερικών κατήγγειλε τον Δήμο διότι επέτρεπε να τρώνε και μη δικαιούχοι από το δωρεάν συσσίτιο. Οι συντεχνίες των επαγγελματιών καταλόγιζαν επίσης στον Δήμο την ευθύνη διότι δεν περιόριζε ακόμη περισσότερο τις περιττές του δαπάνες, ενώ ο Δήμος με τη σειρά του κατηγορούσε το Υπουργείο και τους επαγγελματίες διότι δεν εφάρμοζαν το νόμο που είχε ψηφιστεί για το 5%. Χρειάστηκε δε να παρέμβει ο πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος, δίνοντας εντολή να συνεχιστούν τα συσσίτια, να εισπράττεται κανονικά το 5% και να παρακολουθείται στενά από τη Νομαρχία η λειτουργία του Δήμου.
No comments:
Post a Comment