Τα φοιτητικά μου καλοκαίρια τα κολύμπησα στην Ψαρού. Όλα! Θαρρείς δεν είχε άλλες παραλίες το νησί. Aιτία ο χαβαλές, η σχέση με τους ανθρώπους, το καλό φαΐ, το ανθρώπινο μέτρο.
Από αριστερά, Κωνσταντίνος Ράμπιας (Κιμηλιός), Θοδωρής Φούσκης,
Νικολάκης Κιμηλιός, άγνωστος μικρός, Φιλιππής Κοντιζάς,
Αντώνης Σταυρακάκης και νομίζω δεξιά Δημήτρης Φιορεντίνος
(φωτο αρχείο Καίτης Φούσκη-Ψαρού δεκαετίας ’70)
Ήτανε δυο τα μαγαζιά: Ο Αγγελετάκης και η Ταβέρνα της Έρικας που την έτρεχε κάμποσα χρόνια ο Μανώλης. Ο γνωστός Μανώλης, του Θαλαμιού και του καφενείου του Κωστή, που είχε ένα σκύλο τον Ρέμο, ένα κούντουλο*, ένα Citroen Pony, έναν συνεταίρο που είναι σήμερα αρχιμαδρίτης, έναν αλύγιστο αρχιμάγειρα, έναν sous chef κομμωτή, …οδοντίατρο λατζέρη, τσεκαδόρο φαρμακοποιό, γκαρσονάκι ξενοδόχο, …επιστάτη πανεπιστημιακό κι από κοντά τον χορό, ένα πλήθος εθελοντών φυκοσυλλεκτών, αμμοκαθαριστών, που ενίοτε το παίζανε πελάτες.
Είχε κι άλλους πολλούς, έναν-έναν να τους πάρεις γράφεις σενάριο που σπάει ταμεία στους κινηματογράφους. Και πελάτες κανονικούς είχε. Αν μπορεί να θεωρήσει κανείς πελατεία την “επιστημονοκαλλιτεχνοπολιτική εξτραβαγκάνσα” της εποχής. Να θυμηθώ εδώ μερικούς: Στρατής Ζαχαριάδης, Βότσης, Τσουκαλάς, Πεπονής, Μαγκάκης, Αρσένης, Κίττυ Αρσένη, Τσάτσος, Βέλτσος, Παπανδρέου… Κανείς τους ποτέ δεν μπορούσε να υποψιαστεί πως …αυτά τα κόκκινα σημάδια στον τοίχο, θα μπορούσε να ναι κι από …τις εκσφενδονισμένες πιτσιλιές ντομάτας από τη χύτρα του κοκκινιστού. Πίστευαν ήταν αίμα!
Στην ταβέρνα της Έρικας -του Μανώλη δηλαδή- μια στιγμή, ένα καλοκαίρι στην Ψαρού!
Εκεί μια “παράξενη Πρωτομαγιά”, με μια αγκαλιά προβασόκομπους στο χέρι, κατέβηκε την Ανατολική πλαγιά η Πηνελόπη κι έφερε πικρό μαντάτο. Μ’ …αγκάθια πλέξαμε τα στεφάνια του Αλέκου Παναγούλη.
Πρόσωπα και πράγματα στον …κήπο των απολαύσεων της Ψαρούς, στον κήπο του Μανώλη, από τα άδυτα του τέλους της δεκαετίας του 70. Ο Σελιτσάνος έδωσε μια μικρή γεύση σε σχόλιο προηγούμενου ποστ. Ο λόγος δικός του:
~
Οκτώ η ώρα. Η θάλασσα καθρέφτης. Ο ορισμός της γαλήνης. Ο ήλιος , όπως πάντα, απολλώνιος. Το κούντουλο μοναχικό, αυτάρεσκο κορδώνεται στη μέση του κολπίσκου. Ο Μουγγίδης δεν έχει έλθει ακόμα να βολέψει τα jet-ski. Χθες το βράδυ γόπινγκ – λάμπει η άμμος περιμένοντας τους βαρβάρους.
Φάνηκε ο Μανώλης με το φουσκωτό απ’ τον Πιάτι-Γυαλό. Στην πλώρη καρεκλάκι να κάθεται ο γέρος.
-Τους ταμπλάδες!
Γρήγορα χέρια να προλάβουμε να φτιάξουμε καφέ. Βγαίνει ο άλλος Μιχάλης απ’ την αποθήκη – οι κακές γλώσσες λένε «με τις σάπιες μελιτζάνες» – ανακλαδίζεται.
-Σούβλισες; ρωτάει μόνος του.
-Σούβλισα; απαντάει μόνος του.
Θυμηδία στην παρέα. Απορίες: Πως ήτανε; Που την πήγες; Παραστατική διήγηση. Καζούρα: «Άσε ρε! Απ’ το μυαλό σου τα βγάζεις!». Διαμαρτυρίες.
Ο Γιάννης κατεβαίνει απ’ το μονοπάτι. Ο γέρος διασχίζει την άμμο κούτσα-κούτσα με την μαγκούρα. Ανεβαίνει τα σκαλιά. Κάθεται στο τραπέζι κοντά στην πόρτα της κουζίνας. Ακούει την κουβέντα και χαμογελάει πονηρά.
-Ρε Καϊμακάμη, σούβλισες;
-Σούβλισα μπάρμπα!
-Ε ρε να ΄χα τα νιάτα σας! Όταν ήμουν νέος καμιά δεν μου ξέφευγε! Θυμάμαι μια φορά…
Κι αρχίζει η διήγηση: πως η χαμηλοβλεπούσα δεν ήθελε, πως την κατάφερε, πως έτριψε αγριόσκορδα στο βρακί της, πως έτσουζε μετά και φώναζε: «ο Σαράντης έχει σκουλαμέντο»…
Δέκα λεπτά ηρεμίας με καλαμπούρια και καφέ. Απόλαυση.
-Άντε σηκωθείτε, πέρασεν η ώρα! Σα νά ‘ταν δικό του το μαγαζί. Του Μανώλη τού ‘λεγες: κάτσε να κάνουμε ένα τσιγάρο. Καθότανε. Ο Μπαρμπα-Σαράντης δε σήκωνε κουβέντα.
-Αργήσαμε!
Σερβίρουμε πρωινά. Κάθε φορά που σερβίρω ελληνικό καφέ, βλέπω εκφράσεις αηδίας. Δεν ξέρω να δουλέψω τη μηχανή. Κάποιος παραγγέλνει αυγά. Γαμοσταυρίδια απ΄τον Μπαρμπα-Σαράντη. Βγαίνει στην παραθύρα να δγιει ποιος είναι.
Στα ενδότερα της κουζίνας. Αρμοδιότητες σαλατιέρης και ολίγον βοηθός μάγειρα. Να καθαρίσουμε ένα σακί κρεμμύδια. Το δάκρυ πάει κορόμηλο. Να κόψουμε τις ντομάτες, τα αγγούρια να τα βάλουμε σε δοχεία στο ψυγείο να ‘ναι έτοιμα για τις χωριάτικες. Ο Γιάννης τραβάει την περισσότερη δουλειά. Εγώ κάνω και τη λάτζα. Τώρα το πρωί δεν έχει και πολλά πράγματα.
Κάνει ζέστη. Ο γέρος παλεύει με τις φωτιές. Ιδρώνει.
-Μιχάλη! Βάλε ένα ποτήρι παγωμένο νερό !
Του βάζω από το ψυγείο εμφιαλωμένο. Το βατραχόνερο το έχουμε για τη λάτζα. Βάζει το ποτήρι στο στόμα του. Το φτύνει σα να έχει πιει ξύδι.
-Βρε τι ‘ν’ αυτό; Θέλεις να με κόψει;
Τον κοιτάω με απορία. Καταλαβαίνει την άγνοια μου.
-Κοίταξε να δεις: θα βάλεις δυο δάχτυλα ούζο και θα τ’ απογιομίσεις. Σκέτο παγωμένο νερό θα με κόψει!
Το βάζω, το πίνει μονορούφι. Ξαραθύμιο.
Έρχεται ο Νίκος. Άρτι απολυθείς από τριανταδυάμηνη θητεία. Πού λεφτά για φαρμακείο. Αλλά και πού μυαλό. Να ξεκουραστούμε λίγο, να νιώσουμε άνθρωποι.
Κάνει τον τσεκαδόρο. κάνει και λογαριασμούς. Έχει μπροστά του μια παλιά ταμειακή μηχανή, σωστή αντίκα. Από κείνες με τα σιδερένια πλήκτρα, που μένουν πατημένα μέχρι να πατήσεις σύνολο. Γραγκα-γκρούγκ γκραγκα-γκρούγκ total. Κάποτε ήλθε η εφορία. «Για άνοιξε να δούμε την ταινία». Ανοίγει πετάγονται κάτι αράχνες. «Ρε Γιάννη ... το Χριστό σου, δε σού ‘πα ν’ αλλάξεις την ταινία;» αυστηρά ο Μανώλης. Μασάει λόγια μισοκακόμοιρα ο Γιάννης. Γελάνε οι εφοριακοί. Ιστορίες να τις διηγείσαι στα εγγόνια σου.
Δώδεκα η ώρα.
-«Ελάτε παιδιά να φάτε!» Ο Μπαρμπα-Σαράντης. «Ε ρε τι έχω εγώ για τα θερία μου!» Μια πιατέλα με τα κόκαλα απ΄το ξεκοκαλισμένο ψητό της κατσαρόλας. Ούτε σκυλιά δεν βρίσκουν να φάνε. Βουτάμε ψωμί στο λίγο ζουμί, μπουκώνουμε. Το απόγευμα, μόλις φύγει ο Μπαρμπα–Σαράντης την πέφτουμε στην κουζίνα. Την άλλη μέρα ο γέρος ρωτάει: «Εκείνες τις δυο μερίδες ψητό που λείπουνε τις δώσατε;» «Τις δώσαμε» λέει ο Μανώλης.
στη λάτζα...
Μεσημέρι. Αιχμή της δουλειάς. Λάτζα. Τα ποτήρια στο χέρι: τα θολώνει το βατραχόνερο. Τ’ άλλα στο πλυντήριο. Τις λαμαρίνες στο χέρι. Χάνεις το χρόνο.
Απόγευμα. Ο γέρος στο καρεκλάκι του στην πλώρη του φουσκωτού. Καθαρίζουμε την άμμο. Το φως πέφτει. Η γαλήνη επανέρχεται. Ρίχνουμε το αθερινόδυχτο. Κυκλώνουμε τον κόλπο. Τραβάμε τράτα απ’ έξω. Δυο τρία κιλά ψάρια. Στο τηγάνι με κρεμμύδι. Ρετσίνα «Υμηττός». «Στη Μακεδονία του παλιού καιρού» και «έλα στην παρέα μας φαντάρε». Ο Μουγγίδης χορεύει. Θαυμάζουμε όλοι: μήπως ακούει;
Το τοπίο γαληνεύει. Σαν μην έχει πατήσει ανθρώπου πόδι για αιώνες. Μόνο τα τραγούδια και τα καλαμπούρια μας ταράζουν την ηρεμία του.
Στο δρόμο για τη Χώρα πέντ-έξι πάνω στο Pony. Πεζοί τουρίστες για τη Χώρα. Στάση δίπλα σε κάθε τουρίστρια: «Where ‘re you going?» Λες και υπήρχαν πολλοί προορισμοί. «…to Mykonos!» «Έλα ‘πάνω» Αυτό δεν ήταν Pony αυτό ήταν αποβατικό.
Στη Χώρα βραδάκι. Αύριο πάλι.
Ύστερα όλα ήταν ποίηση και η Μαρία Νεφέλη στο προσκεφάλι μας:
“Θάλασσα λανθασμένη δεν γίνεται…”
Σημ. Η Ψαρού ήτανε η πιο όμορφη παραλία του νησιού. Όμορφο ήτανε και το Πλυντρί που αργότερα το είπανε Super Paradise. Κατά σειρά γαμήθηκε πρώτα το Πλυντρί. Η σειρά της Ψαρούς ήρθε πολύ αργότερα.
Τι μένει; Δεν θα το πω παρά μονάχα με την ποίηση του Πανάγου Αξιώτη:
Ο κιοχλιός
Σταβέντο του Κάτω Μύλου,
στα ρηχά,
είν’ ένα βραχάκι που κάνει κιοχλιό.
Δε θα σου το δείξω,
για να μη με ψαρέψεις.
~
*κούντουλο: καΐκι με χαρακτηριστικό του την ίδια κοψιά στην πρύμη και στην πλώρη.
No comments:
Post a Comment