Κατά το 19ο αιώνα – ιδίως την περίοδο 1866 έως 1892 – η αμπελουργία στην Ελλάδα γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη. Αυτή οφειλόταν στο γεγονός ότι οι γαλλικοί, οι ιταλικοί και οι ισπανικοί αμπελώνες είχαν καταστραφεί από φυλλοξήρα. Οι αγρότες της Πελοποννήσου, με υποκίνηση κυβερνητικών παραγόντων, μετέτρεψαν τους ελαιώνες, τα χωράφια και γενικά κάθε καλλιεργήσιμη έκταση σε αμπέλια, για να καλύψουν την αυξανόμενη ζήτηση σταφίδας. Έτσι για τρεις περίπου δεκαετίες η σταφίδα αποτελούσε το βασικό εξαγόμενο ελληνικό προϊόν. Όταν όμως οι Γάλλοι αμπελουργοί ξεπέρασαν το πρόβλημα (το 1892) με τη δημιουργία νέων αμπελώνων, οι ελληνικές εξαγωγές σταφίδας ελαχιστοποιήθηκαν. Χαρακτηριστικά κατά την τριετία 1894-1897 μειώθηκαν κατά 60 – 70 % (σε σύγκριση με τις εξαγωγές κατά το 1892) και έτσι οι αγρότες της Πελοποννήσου αντιμετώπιζαν έντονο οικονομικό πρόβλημα, αφού πλέον η παραγωγή τους σάπιζε απούλητη στις αποθήκες. Εκτός τούτου και η τιμή του προϊόντος εξαιτίας της υπερπαραγωγής ήταν πολύ χαμηλή. Η «σταφιδική κρίση» προκάλεσε κοινωνικές εξεγέρσεις και εξανάγκασε χιλιάδες νέους να μεταναστεύσουν κυρίως στις Η.Π.Α., αρχής γενομένης το 1898.
Ο τύπος της εποχής αναφερόταν συχνά στο κοινωνικό αυτό φαινόμενο. Είναι χαρακτηριστικό ένα δημοσίευμα της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ (φύλλο της 24ης Φεβρουαρίου 1901): «[.].Ανηγγείλαμεν χθες την άφιξιν μιας αμαξοστοιχίας εκ Πελοποννήσου καταφόρτου εκ μεταναστών. Ήσαν τετρακόσιοι, κόσμος ολόκληρος αλκής (: νιότης και δύναμης) , χείρες νευρώδεις, ηλικίαι από 18 – 25 ετών. Αν εις άλλο κράτος εγίνετο αυτή η φλεβοτομία, διότι φλεβοτομία είναι η απέλευσις (: η μετανάστευση) τόσου πολυτίμου αίματος εκ της χώρας, αν από ξένην πρωτεύουσαν διήρχοντο επιδεικτικώτατα τετρακόσιοι άνθρωποι διακηρύσσοντες ότι η πατρίς των δεν τους χωρεί και ότι φεύγουν να χρησιμοποιήσουν τας χείρας των εις την ξένην, βεβαίως και Πολιτεία και κοινωνία θα ησθάνοντο τιναγμόν. Αλλ’ εδώ όπου δι’ όλα κοιμώμεθα, δεν ήτο δυνατόν να μας εξυπνήση τοιούτον κτύπημα. Αύτη ήτο η πεντηκοστή φόρτωσις Ελλήνων με προορισμόν την Αμερικήν [.]».
Η φυγή από τη χώρα συνεχίστηκε με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό κατά την επόμενη δεκαετία. Το 1902 οι Έλληνες μετανάστες στις Η.Π.Α. ανέρχονταν σε 20.000 (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 29ης Μαρτίου 1902), ενώ το 1911- 1912 μετανάστευαν εβδομαδιαίως περίπου 1.000 άτομα. Το τελευταίο στοιχείο προκύπτει από δημοσίευμα αθηναϊκής εφημερίδας: «Μόνον τας τελευταίας ημέρας της περασμένης εβδομάδος έφυγαν διά την Αμερικήν από τα διάφορα μέρη της Ελλάδος περί τους 1.500, άλλοι δε τόσοι περίπου έφευγαν χθες (: 19 Μαρτίου 1912) με τα δύο ελληνικά υπερωκεάνια, τας «Αθήνας» και την «Μακεδονίαν». [.]. Το μεταναστευτικόν ρεύμα αυξάνει καταπληκτικώς. Αι πληροφορίαι, ότι ο αριθμός των Ελλήνων μεταναστών μεγαλώνει, βεβαιώνονται από την στατιστικήν, η οποία ανεβίβασε τους μετανάστας του παρελθόντος έτους (: 1911) εις 37.000» (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 20ης Μαρτίου 1912). [ Για να εκτιμηθεί το μέγεθος της μετανάστευσης καλό είναι να ληφθεί υπ' όψη ότι το 1911 ο πληθυσμός της Ελλάδας ανερχόταν σε 2.701.000 κατοίκους.]
Εκτός από τις Η.Π.Α. πολλοί μετανάστευαν και στη Βραζιλία, για να εργαστούν σε φυτείες καφέ. Για τον περιορισμό αυτού του μεταναστευτικού ρεύματος, το 1905 η κυβέρνηση μέσω των νομαρχών απέστειλε εγκύκλιο προς τους κατά τόπους δημάρχους με την εντολή να γνωστοποιήσουν στους δημότες τους ότι δεν έπρεπε να πιστεύουν «εις τας αφειδείς υποσχέσεις πρακτόρων ευρωπαϊκής μεταναστευτικής εταιρείας, οι οποίοι περιερχόμενοι τας κώμας και πόλεις παριστώσι την Βραζιλίαν ως γην της επαγγελίας, παραπλανώντες τους απλουστέρους (: τους πιο αφελείς), οι οποίοι πρέπει να μάθωσιν ότι η Βραζιλία είναι τόπος κατ’ εξοχήν νοσώδης και ένεκα των επιπολαζουσών νόσων είναι λίαν αραιοκατοικημένη». Ο νομάρχης Μεσσηνίας Γ. Παπαβραμόπουλος την 29η Απριλίου 1905 γνωστοποίησε τηλεγραφικά στο υπουργείο Εσωτερικών ότι επισκέφτηκε την περιοχή της Μεσσήνης και μίλησε στους κατοίκους για τα δεινά που θα αντιμετώπιζαν, αν μετανάστευαν στη Βραζιλία. Παρά ταύτα το ρεύμα της μεταναστεύσεως ήταν ακατάσχετο. Μάλιστα, παρακαλούσε το υπουργείο να λάβει όποια μέτρα έκρινε αναγκαία προς «ανακοπήν του αναπτυσσομένου ολεθρίου ρεύματος, όπερ απειλεί την ερήμωσιν του τόπου» (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 30ης Απριλίου 1905).
Κατά τα τέλη του 19ου και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα αγροτικοί πληθυσμοί μετανάστευαν ακόμα στη Ρωσία, στη Ρουμανία, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αίγυπτο, στο Σουδάν και αλλού. Το βασικό όφελος για το κράτος ήταν τα εμβάσματα των μεταναστών που συνέβαλαν στην οικονομική ανάπτυξη της υπαίθρου. Όμως μειώθηκε ο ενεργός πληθυσμός, με συνέπεια να καθίσταται προβληματική η ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα της ελληνικής οικονομίας. Στην εφημερίδα ΣΚΡΙΠ (φύλλο της 20ης Μαρτίου 1912) επισημαινόταν: «Εις την Θεσσαλίαν και την Στερεάν, όταν πρόκειται να καλλιεργηθούν τα κτήματα και την εποχήν του θερισμού, κατεβαίνει ολόκληρος ξένος πληθυσμός από την γείτονα αυτοκρατορίαν (: την Τουρκία) και οι αγρόται αυτοί εργάται είναι περιζήτητοι και το ημερομίσθιόν των φθάνει 7 και 9 δραχμάς».
Με βάση στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας από το 1891 έως το 1924 μετανάστευσαν στις Η.Π.Α. 406.862 άτομα, ενώ σε άλλες χώρες (Καναδάς, Βραζιλία, Αυστραλία, Νοτιοαφρικανική Ένωση κ.ά.) από το 1901 έως το 1924 ο αριθμός των μεταναστών ανήλθε σε 24.704. Κατά την επόμενη πενταετία (1925 – 1929) αναζήτησαν καλύτερη τύχη στο εξωτερικό συνολικά 46.288 (Γ. Β. Δερτιλής, Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830 – 1920, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Ι. Δ. Κολλάρου, Αθήνα 2005, τόμος Β΄, σ. 611).
Το μεταναστευτικό ρεύμα ανακόπηκε κατά την περίοδο από το 1930 έως το 1950. Αυτό οφειλόταν κυρίως στους φραγμούς που έθεσαν οι χώρες προορισμού των μεταναστών (λόγω της οικονομικής κρίσης που σημειώθηκε το 1929 και συντέλεσε στην αύξηση της ανεργίας του εργατικού τους δυναμικού) και στις πολεμικές συγκρούσεις που ακολούθησαν (Β΄ παγκόσμιος πόλεμος).
Μετά τη λήξη του Εμφύλιου πολέμου άρχισε και πάλι η μαζική φυγή Ελλήνων μεταναστών. Οι λόγοι είναι προφανείς. Το 1951 αποδήμησαν στο εξωτερικό 15.845 άτομα. Ιδιαίτερα μετά το 1955 η μετακίνηση εργατικού δυναμικού προς τη Δυτική Ευρώπη – πρώτα προς το Βέλγιο και κατόπιν (από το 1959) προς τη Δυτική Γερμανία – συνεχώς μεγάλωνε. Οι ελληνικές κυβερνήσεις κατά τη δεκαετία 1955 – 1965 είδαν τη μετανάστευση αγροτών και εργατών ως μέσο για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων που ταλάνιζαν τη χώρα. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 14ης Ιανουαρίου 1966) η μετανάστευση έπληξε κυρίως τη Μακεδονία και κατά δεύτερο λόγο την περιφέρεια πρωτευούσης, την Πελοπόννησο και την Ήπειρο. Γενικά από το 1951 έως και το 1977 αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό 1.289.845 άτομα. (Τα στοιχεία προέρχονται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας και από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο και περιέχονται στο προαναφερθέν βιβλίο του Γ.Β.Δερτιλή, σ. 612.)
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 το μεταναστευτικό ρεύμα άρχισε να μειώνεται. Βαθμιαία η Ελλάδα από χώρα εξαγωγής μεταβλήθηκε σε χώρα υποδοχής μεταναστών από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες καθώς και από κράτη της Αφρικής και της Ασίας, οι οποίοι την φαντάζονταν ως «γη της επαγγελίας» ή ως «πύλη εισόδου» τους στην Ευρώπη.
Όμως στην Ελλάδα τα πάντα ακολουθούν την πορεία του κύκλου. Έτσι στην εποχή μας βιώνουμε καταστάσεις που βίωνε η ελληνική κοινωνία κατά τις αρχές και κατά τα μέσα του 20ου αιώνα. Μετά από τρία χρόνια εφαρμογής μνημονίων η ανεργία ( ιδίως των νεώτερων κοινωνικών ομάδων) συνεχώς αυξάνεται. Οι νέοι βλέποντας ότι δεν υπάρχουν στη χώρα μας προοπτικές για επαγγελματική αποκατάσταση φεύγουν μετανάστες στην αλλοδαπή.
No comments:
Post a Comment