Στην οδό Σκουφά 34 και Λυκαβηττού 21 πλάι στον Άγιο Διονύση υπάρχει σήμερα το καφε-ζαχαροπλαστείο «ΦΙΛΙΟΝ». Παλιότερα την επιχείρηση την κρατούσαν οι αδελφοί Πίσπα με τη φίρμα «DOLCE».
Ο Γιώργος ο μεγαλύτερος, ο καταπληκτικός τεχνίτης ζαχαροπλάστης, ο Άλκης που είχε αναλάβει τον τομέα των πωλήσεων και ο Σωτήρης ` το παιδί για όλες τις δουλειές ` ο μπαλαντέρ του μαγαζιού.
Στο ζαχαροπλαστείο «ΤΣΙΤΑ» επί της Πανεπιστημίου -απέναντι από την Ιπποκράτου- υπήρχε το ζαχαροπλαστείο των Αφων Τσίτα, όπου εργαζόταν και οι τρεις τους; Ο Γιώργος ήταν περιζήτητος από όλους τους συναδέλφους του ιδιαίτερα πριν από το Πάσχα γιατί γαρνίριζε -ζωγράφιζε καλύτερα- με εξαιρετικό γούστο τα σοκολατένια πασχαλινά αυγά.
Εγώ τον γνώρισα γιατί ο μαστρο-Μιχάλης τον καλούσε κάθε χρόνο πριν από το Πάσχα να του γαρνίρει τα σοκολατένια αυγά. Θυμάμαι όλα τα μάρμαρα του εργαστηρίου γεμάτα σοκολατένια αυγά διαφόρων μεγεθών τοποθετημένα σε τσέρκια για να στέκουν σταθερά και να είναι πρόσφορα για διακόσμηση. Ο μαστρο-Μιχάλης είχε έτοιμα παχύρρευστα γλάσσα φτιαγμένα από ασπράδια αυγού, ζάχαρη άχνη και διάφορα χρώματα ` κυρίως μπλε, ροζ, πράσινο και κόκκινο. Ο μαστρο-Γιώργος έκοβε τετράγωνα κομμάτια αδιάβροχου χαρτιού, τα έφτιαχνε «χωνιά», έβαζε μ’ ένα κουτάλι γλάσσο μέσα τους, τα πίεζε λιγάκι, έκοβε με το ψαλίδι την άκρη τους για να βγαίνει άνετα το γλάσσο κι άρχισε να γαρνίρει. Τ’ αυγά «ζωντάνευαν» με τις γλάστρες, τα λουλούδια, τα περιστέρια, τα πρόσωπα των παιδιών φωτισμένα απ’ τα πολύχρωμα αναμμένα κεριά, χάρμα οφθαλμών. Φαντάζομαι, πολλοί από τους παραλήπτες των αυγών θα καθυστερούσαν να τα γευθούν για ένα διάστημα τουλάχιστον. Πώς να φας ένα έργο τέχνης;
Ένα βράδυ μου εκμυστηρεύτηκε πως μαζί με τ’ αδέλφια του που προανέφερα είχαν σκοπό να αποχωρήσουν από τον Τσίτα και να ανοίξουν δική τους επιχείρηση, γιατί οι δουλειές δεν πηγαίναν καλά εξαιτίας της ευρέσεως τρωκτικών στο εργαστήριο, σε έλεγχο της Υγειονομικής Υπηρεσίας. Το θέμα πήρε διαστάσεις και ο γελοιογράφος Μητρόπουλος σχεδίασε ένα σκίτσο -στα «Νέα», αν θυμάμαι καλά-, όπου η ποντικίνα τάιζε μ’ ένα πιρούνι τον ποντικό λέγοντάς του; «Τσίτα με να τσιτώ, να περνούμε τον καιρό…». Είχαν βρει το μαγαζί -κάπου κοντά στο Κολωνάκι- και τους απασχολούσε το όνομα ` η φίρμα. Σκέφτονταν κάτι ανάμεσα «Delicieux» της οδού Κανάρη και «Delice» της Σόλωνος.
_ Έχεις κάτι υπ’ όψιν σου; με ρώτησε.
_ Ναι, του απάντησα, «Dolce»!
_ Για κοίτα πόσο απλό και όμορφο ήταν, μονολόγησε.
Έτσι έγινα ο νονός του «Dolce»! Δούλεψε καλά το μαγαζί, βγάλαν αρκετά χρήματα.
Όμως ο χαμός του Άκη από καρκίνο τους τσάκισε. Δεν μπόρεσαν να συνέλθουν και πούλησαν την επιχείρηση.
Τάσος Πορφύρης
No comments:
Post a Comment