Ετρεμα στη λέξη «ορφάνια».
Τους ακούγαμε, να ψιθυρίζουν τα βράδια, σαν ερχόταν ο πατέρας από το νοσοκομείο. Κουκουλωνόμουν με τα σκεπάσματα μα το δεκάχρονο κορμί μου, σφιγμένο με πονούσε.
Ηθελα να ακούσω.
Με τα αδέλφια μου, δεν συζητούσαμε την απουσία της.
Ο καθένας μόνος στον πόνο του, δεν τολμούσαμε, μήτε να μοιραστούμε αυτό που έκαιγε τις ψυχές μας.
Οι μέρες κυλούσαν ανάμεσα στο σχολείο, στο παιχνίδι, μα τις νύχτες έπεφταν βαριές σκιές και ένας φόβος αγκάλιαζε τους χτύπους της καρδιάς μας. Έρμαια στην αγωνία της μυρωδιάς του θανάτου.
Εννέα μήνες πριν, η μάνα είχε γυρίσει σπίτι κλαμένη. Ένα φθινοπωρινό σούρουπο που μάζεψε τους συγγενείς, σαν να είχαμε κηδεία. Λόγια παρηγοριάς που η Μαρίκα δεν ήθελε να δεχτεί.
Δεν καταλάβαινα το γιατί!
Χώθηκα στην ντουλάπα. Εκεί που έφτιαχνα παραμύθια και τα ψιθύριζα να μηνακούει κανείς.
Στο φύλο της έγραφα λέξεις με το φάμπερ, το μαύρο μολύβι μου, στο περιθώριο που άφηνε ο καθρέφτης. Με μάλωναν, ως ότου συνηθίσουν πως δεν μπορούσαν να με αντιμετωπίσουν. Εκείνο το βράδυ έγραψα… «φοβάμαι ποιος είναι ο καρκίνος;».
Της έφτιαχναν μια μικρή βαλίτσα, με νυχτικιές και ρόμπες.
-Σε δέκα μέρες θα είσαι σπίτι ,μάτια μου! Ηταν η φωνή του πατέρα μου!
-Θα πεθάνω, κατάλαβες; Ηρθε η απάντηση που παρέλυσε το λιγνό κορμί μου.
Την άλλη μέρα το σπίτι είχε αδειάσει από την ανάσα της.
Οι δέκα ημέρες έγιναν εννιά μήνες! Ένα λάθος στο νυστέρι, την είχε καταδικάσει σε αλλεπάλληλες εγχειρήσεις.
Στο σπίτι μόνα μας. Τώρα μας ξυπνούσε η γειτόνισσα για το σχολειό.
Ο πατέρας έφευγε στις δυο τα ξημερώματα για την αγορά.
Ολοι στο προσκεφάλι της. Η γιαγιά χτυπιόταν! Το μοναχοπαίδι της στα τριάντα δύο του, αργόσβηνε…
Η θεία Λούλα, ερχόταν τα Σάββατα, να μας πάρει μαζί με τα άπλυτα, να μας φροντίσει. Προσπαθούσε να μας κάνει να γελάσουμε. Ανοιγε το ραδιόφωνο και μαζί με τα δικά της παιδιά έπαιζε φιδάκι, φωτεινό παντογνώστη και μας διάβαζε «Κλασσικά εικονογραφημένα»
Ενας χειμώνας και οι σόμπες δεν άναψαν….
Τα ρούχα λερά και τα φορούσαμε…
Πού να το έβλεπε η Μαρίκα;
Η γυναίκα που ερχόταν να καθαρίσει, μας άδειαζε κρυφά την προίκα της.
Σαν ήρθε η γιαγιά από το νησί, άνοιξε η καρδιά μας. Είχε περάσει ένα έμφραγμα και ο γιατρός, δεν της επέτρεπε να κουνηθεί.
Είχε οπλιστεί, με την γνώριμη δύναμη της.
-Ε, Γιάννο, φώναζε στον παππού, πάρε τα παιδιά να τα κεράσεις γλυκό και μη ξεχάσεις τις σοκολάτες χάθηκες έρμε μου!
Και γελούσαμε! Μαλώναμε ποιος θα αρπάξει το χέρι του παππού!
Έριχνα σφαλιάρες στον μικρό, που ήταν του χεριού μου και το βράδυ πάλι έκλαιγα… θυμόμουν, τα τεράστια μάτια του λυπημένα, και να το κλάμα!
Οι μήνες έγιναν έντεκα!
Ηταν μεσημέρι όταν ο ταβερνιάρης από απέναντι της φώναξε:
-Καλέ κα Καρμέλα έλαααα σε θέλει ο γιος σου!
Πετάχτηκε αναμαλλιασμένη, με την κατσαρόλα στη φωτιά.
Παγωμάρα!
Χώθηκα πάλι στην ντουλάπα!
-Τρεχάτε μωρέ να σας πω τα νέα! Πάτε να πλυθείτε να βάλετε τα καλά σας και θα πάμε στη μανούλα!
Η κατσαρόλα κάρβουνο, μα τα γέλια και οι φωνές μας έδιωξαν την πείνα.
Στη πλατεία, άραζαν οι κούρσες. Μπήκαμε βιαστικά! Μπροστά ο παππούς έστριβε το μουστάκι του, πάντα σαν είχε χαρά το έκανε!
Φτάσαμε στο Νοσοκομείο.
Ηταν ήδη η Λούλα εκεί. Καθίσαμε στο παγκάκι, μουδιασμένα.
Από μακριά φάνηκε η φιγούρα της!
Φορούσε τη μεταξωτή της ρόμπα, εκείνη που είχε ράψει στο χρώμα του τσάγαλου με τα λευκά πουά.
Αδύνατη όσο ποτέ…
Τα δευτερόλεπτα αιώνες…
Ντρεπόμαστε να τρέξουμε, να την αγκαλιάσουμε…
Η αμηχανία ρίζωσε τις πατούσες μας…
Η αγκαλιά της αδύναμη και το τρέμουλο έκανε το κορμί τα ετοιμόρροπο!
-Πουλάκια μου, λίγο ακόμα θα περιμένετε και σαν έρθω θα στήσουμε γλέντι!
Σας το υπόσχομαι και αν σας στενοχώρησα, συγνώμη!
Στη μάνα μου! Που γνώρισε τραγωδίες…..
Στη μάνα μου που η μοίρα της φύλαξε πόνο…
No comments:
Post a Comment