Θλίψη , πίκρα , αγανάκτηση και ν φυσικά οργή και απογοήτευση , μ;ς γέμισαν και χθες οι “ τραγικές “ εικόνες απ’ τις διανομές οπωρο… λαχανικών σε λαϊκές της Αθήνας , με την αγωνία των συνανθρώπων μας για να “ πάρουν “ ένα ματσάκι χορταρικά και δυο πορτοκάλια , εκείνο όμως που μας μαχαίρωνε επαναληπτικά ,…αλύπητα , ήταν οι δηλώσεις των εξαθλιωμένων πια Ελλήνων πολιτών , συγκράτησα μερικές , που δίνουν ανάγλυφη εικόνα της τραγικής πια Ελληνικής πραγματικότητας , είπε ένας νεαρός που κατόρθωσε να..” αρπάξει “ μερικά πορτοκάλια :
“ Έχω πολύ καιρό να αγοράσω πορτοκάλια , σήμερα όμως έδιναν δωρεάν , στάθηκα τυχερός , και τα κατάφερα να πάρω , έχω βλέπεις και μικρό..παιδί , κι’ ένας μεσόκοπος , ταλαιπωρημένος άνθρωπος που έσπευσε να πάρει κάτι για την οικογένειά του , δήλωσε με οργή κι’απογοήτευση : Είχαμε τις δουλειές μας και ήμασταν ..άρχοντες , τώρα μας τα πήραν όλα , κι’ από βασιλιάδες μας κάνανε ..ζητιάνους , τι θ’ απογίνουμε ; Οι γονείς μας , μπορεί να πέρασαν χίλια μύρια βάσανα . πείνα δυστυχίες , θανάτους , πολέμους , όμως έβλεπαν κάποιο…μέλλον , πεινάγανε , αλλά χορεύανε και..γλεντούσαν , εμείς πια είμαστε ..νεκροί ..
Ακούγοντας το τελευταίο , γύρισε αυτόματα ο νους μου σε ένα υπέροχο κείμενο του αξέχαστου Αλέκου Κωστάκη , του Καφτανιαλέκου , που σύγκρινε τις εποχές και τις συμπεριφορές των χωριανών μας , στα προπολεμικά χρόνια και τα μεταπολεμικά ,όταν άρχισαν οι άνθρωποι να…απομακρύνονται , χαλαρώνοντας έτσι τον κοινωνικό μας ιστό μέχρι..που ξέφτισε τελείως .
Αναρωτιέται ο αείμνηστος Αλέκος , όλα όμως του φαίνονται..” ζαβά “ , ανεξήγητα , και μέσα απ’ τις απορίες και τους συλλογισμούς του , ξεπετάγεται ολοκάθαρη , η Λιδορικιώτικη κοινωνική ζωή του Λιδορικιού που τόσο αγάπησε και στο οποίο ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ ΠΡΟΣΕΦΕΡΕ ..
Απολαύστε φίλοι μου την ολοζώντανη αφήγηση του Αλέκου ….
Λιδορίκι 10-4-1934 , στο Παπαδοπουλαίϊκο καφενείο στο Αλωνάκι , μια όμορφη Λιδορικιωτοπαρέα , απολαμ΄βανει το καφεδάκι της , όρθιος ο Νίκος Παπαδόπουλος , καθιστοί ο Παπαδάκης – Μπαζές και ο Γιώργος Παπαδόπουλος .
*******************8
Παλιό μου Λιδορίκι ! φτωχό πεινασμένο , π’ ολοχρονίς δε χόρταινες μπομπότα κι’ αγωνιζόσουν να κρατηθείς στη ζωή με τα ψέματα . Που σε ‘δερνε η μαύρη φτώχεια και δεν ήξερες πως να βολέψεις τις ανάγκες σου .
Κι’ όμως , γλεντούσες και ξεφάντωνες και παραμέριζες όλες τις πίκρες και τα ντέρτια της χαμοζωής σου. Και ξέδινες , και ξέσπαγες σε ξέφρενο γιορτάσι με το Γυφτογιώργη και το Γυφτοθύμιο , σ’εκείνους τους καιρούς και τα ζαμάνια , που δεν είχαμε ακόμα ¨” φραγκέψει “ και που το συνταραχτικότερο πράγμα για σένα την Κυριακή ήτανε τ’ αφοριστικό του Παπατσιονάκα , για όποιον “ τρισκατάρατο είχε κλέψει τη γίδα της δυστυχούς χήρας Παπ’τσήνας “.
Τότε , σ’εκείνους τους παλιούς καιρούς , οπού “ ταμπήδες “’ ήταν ο Κατσιαμπούρας κι’ ο Σκούτας , κα πάνω στα τσίγκινα τραπεζάκια τους είχαν ένα τενεκάκι με στάχτη μ’ ένα αναμμένο κάρβουνο ( ν’ανάβουν τα τσιμπούκια και τους ναργιλέδες τους οι πελάτες , κάνοντας οικονομία στα σπίρτα ) και φώναζαν τα γκαρσόνια τους σε άπταιστη καθαρεύουσα :
- Ένα άνθρακα πυρρόν , στο..τέσσεραααα !!
Και το γκαρσόνι έτρεχε στο “ γεντέκι “ κι’ έφερνε με την τσιμπίδα τον άνθρακα τον πυρρόν , όπως είχε προστάξει το αφεντικό .
Τότε , που σαν έγερναν τ’ απόσκια στην Πλέσιβα , άνοιγαν οι 12 ταβέρνες σου κι’ έρχονταν η τσοπανούρα ξι η αργατιά και τ’ αγριοκοπάναγαν κι’ άναβαν τα σοκάκια σου από τραγούδια κι΄όργανα :
“ Καλαμποκιάς βαρεί , Βελούλας το λαούτο
και ο Πλαστήρας τα ΄κουσε κι είπε : μωρ ΄τι ‘ναι τούτο ; “
Γλεντούσαν τη φτώχεια τους ; τη μαύρη τους ανέχεια ; Δεν ξέρω , ξέρω όμως , πως τώρα που γεμίσαμε την κοιλιά μας , που απ’ τον καιρό “ που αφήσαμε το ..καπίστρι και πιάσαμε το
βολάν “ κι αποχτήσαμε κι εμείς “ δακτύλιο “, τα χείλη μας έμειναν άλαλα , “ ως ασεβή και επτασφράγιστα “. Ούτε κιχ δεν ακούγεται .
‘Ερχονται απόκριες σε λίγο , ε , και ; Δυο μέρες σαν όλες τις άλλες μέρες του χρόνου . Τυπικές , άχρωμες , χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο . Το πολύ να κάτσουμε στην τηλεόραση μπροστά να δούμε το Καρναβάλι της Πάτρας , το γάμο της Θήβας ή αν έχουμε Ντάτσουν , να πάμε στο Γαλαξίδι και τη Βουνιχώρα . Το μόνο που θα μας θυμίσει θα ‘ναι το τουρσί , ο χαλβάς , ο ταραμάς , κι΄η λαγάνα των μπακάλικων , που τα βλέπεις εκτεθειμένα έξω απ’ την πόρτα τους .
Κι όμως ! Κάποτε για τα χωριά μας ήταν οι Απόκριες μέρες χαράς και ξέφρενου Διονυσιακού ξεσπάσματος για μικρούς και μεγάλους . Θα ‘βγαινε πρώτος ο Παύλος ο Κωσταντέλλος με το παρδαλό τσούρμο του , παίζοντας και χορεύοντας το γαϊτανάκι . Με μπότες , και σοβαρός , σαν αξιωματικός των Γρεναδιέρων του Μπάκιγχαμ , κρατώντας γερά στη μέση το κοντάρι , έδινε με τη σφυρίχτρα του το τέμπο στους ποαρδαλοντυμένους και μεθυσμένους χορευτές του , να μη μπλέκουν λαθεμένα τις κορδέλες τους . ΚΙ οι χορευτές του , πεντ’ έξι νέοι του Βαρουσιού , ίδιοι Σάτυροι και Σιληνοί , πήδαγαν και τραγούδαγαν εύθυμα τραγούδια που στο τέλος , ίσως εξαιτίας του κρασιού , τα “ χόντραιναν “ λιγάκι , αλλά κανένας δεν τους παρεξηγούσε , μια και το καλούσε η μέρα .
Θα ΄βγαινε ο Μπούγαλης ( απ’ το Παραδείσι ) γαμπρός ατσαλάκωτος , με τα παπούτσια του τα φίφτυ* του , τα τσετσέκια του στο πέτο , τ’ άσπρα τα μαντίλια και τα γυαλισμένα μαλλιά , έχοντας στο πλάι κάποιο φίλο του ντυμένο νύφη . Κι’ αυτό γινόταν κάθε χρόνο .
Θα ΄βγαινε κι ο Τιτσόγιαννος καβάλα σε ένα γάϊδαρο , φουμάροντας το ναργιλέ του , που το δοχείο του το ΄χε κρεμασμένο στον πισινό του γαϊδάρου κι’ αυτός τραβούσε , δήθεν , από κει με το μαρκούτσι του .
Ο αξέχαστος χωριανός και φίλος Αλέκος Κωστάκης , σε κάποιο Λιδορικιώτικο γλέντι με τον “ κουμπάρο “ του Παν.Δημητρακόπουλο δεξιά του και τον μικρό Αλέκο Λαλαγιάννη αριστερά του και δίπλα στον Παναγιώτη Δημητρακόπουλο ο Νίκος Χρ. Πέτρου .
*********************
Θα έβγαινε το καταπληκτικό ντουέτο Θανάση Λατσούδη - Ανδρέα Δελενίκα , που παρίσταναν τον αρκουδιάρη με την αρκούδα του . Τσούρμο τα πιτσιρίκια του χωριού τους ακιλουθούσε σπάζοντας πλάκα , βλέποντας την αρκούδα να πίνει κρασί με ένα καλάμι , που έβγαινε απ’ το δερμάτινο προσωπείο , το οποίο σκέπαζε τη μούρη της . Και χόρευε μεθυσμένη η αρκούδα και σειόνταν στο λαιμό της οι χάντρες και τα χαϊμαλιά, που της είχαν κρεμασμένα , και σε ξεκούφαινε ένας τεράστιος κύπρος , καθώς ο αρκουδιάρης της τράβαγε απότομα το καπίστρι ..να μη δαγκώσει τα παιδιά !!
Θα έβγαινε ο Μπήλιος ο Θανάσης , ντυμένος Μακεδονομάχος , φορώντας την αυθεντική στολή του γαμπρού του Μαγκίπα , και θα έπαιρνε σβάρνα τις ταβέρνες , σκορπώντας μπόϊ , λεβεντιά , καμάρι και κέφι , καθώς έσερνε το χορό , πρώτος στους πρώτους , μαζί με τ’άλλο ντερέκι της ανακτορικής φρουράς το Θύμιο το Μανέτα .
Θα ‘βγαινε κι ο Μπομομήτσος ντυμένος Άραβας , με μαύρο από κάπνα πρόσωπο , με μια τεράστια μασέλα φτιαγμένη από κρεμμύδι και με μια λινάτσα για κελεμπία , να γυρίζει και να φωνάζει , όσο του επέτρεπε η κρεμμυδένια μασέλα του : “ Ήρθαν οι Άραβεεεες “!
Θα ‘βγαιναν τέλος , κι όλα τα παιδιά του χωριού ντυμένα μασκαράδες . Λίγα – ελάχιστα - είχαν ν’ αγοράσουν απ’ το Βασίλη Παπαπαναγιώτου , το Μπήλιο ή τον Καραμήτσο προσωπίδες ( μάσκες ) . Θα ‘βαζαν στο πρόσωπό τους φακιόλια ή , το πολύ πολύ , να μαύριζαν τη μούρη τους με τη μουντζούρα των χειλιών κάποιου φούρνου ( γιατί αυτή έβγαινε κατόπις γρήγορα στο πλύσιμο , σε αντίθεση μ’ εκείνη του τηγανιού , που δύσκολα έφευγε . Αν πεις για χαρτοπόλεμο , καλύτερα ας μη γίνεται λόγος . Μ’ ένα πενηνταράκι σου ‘διναν όσο χώραγε ένα κρασοπότηρο , αλλά κι’ αυτό ξίκικο , γιατί οι έμποροι έβαζαν ένα χαρτί στον πάτο του ποτηριού για να χωράει λιγότερο !
Οι περισσότεροι μασκαράδες , ιδίως τα κορίτσια , κυκλοφορούσαν κατά το βραδάκι , για να μη γνωρίζονται εύκολα και γινόταν στα σπίτια πανζουρλισμός . Μερικές μάλιστα , κάτω από την “ ιδιάζουσα δωσιδικία “ της αποκριάς , έβρισκαν την ευκαιρία να πουν ελεύθερα όσα περίπου λέει κι η Λυσιστράτη στον πρόλογό της . Ασυναγώνιστη σ’αυτά ήταν η Μπαζομαρία κι’ αργότερα η Παρασκευή του Μπολωτοδιοχάρη , που έκανε μια φορά τη θεια μου την Καλλιόπη να μείνει ξερή απ’ το φόβο της .
Μέρα χαράς , μέρα για ξεφάντωμα γενικό . Κι’ όταν το βραδάκι της Τυρινής άναβαν σχεδόν ταυτόχρονα οι 350 φούρνοι του χωριού κι ‘έψηναν την ασυναγώνιστη , τη μοναδική Λιδορικιώτικη τυρόπιτα , με τα καλοπλασμένα φύλλα της , το γνήσιο βούτυρό της , τ’ ολόπαχο το τυρί της και τα πολλά τ’ αυγά της , ε..τότε καλύτερα να μην πέρναγες απ’ τα σοκάκια του χωριού μας . Θα’πεφτες ζαλισμένος απ’ τη ευωδιά και τα ρουθούνια σου θα ‘ σπαγαν απ’ την κνίσσα της πίτας που ψηνόταν .
Έρμα χρόνια , πως περάσατε ! Πως γίναμε μωρέ παιδιά , έτσι άνοστοι κοσμοπολίτες . Που ‘ναι η λεβεντιά μας , το ασικλίκι μας , η αγάπη , η κουβαρντοσύνη η Λιδορικιώτικη ; Άϊντε ! Βγάλαμε καθετί Λιδορικιώτικο από πάνω μας και μπάσαμε στη ψυχή μας Αθηναίϊκο κοσμοπολιτισμό. Ως και οι ΄σύλλογοί μας φράγκεψαν κι’ αυτοί . , κι’ απ’ τους αποκριάτικους χορούς τους εξοστράκισαν τους δικούς μας χορούς και τους περιόρισαν σε ένα τυπικό εναρκτήριο Καλαματιανό , που το χορεύει – τιμής..ένεκεν – το Διοικητικό Συμβούλιο . Κι’ ύστερα “ φραγκιά “ , ντίσκο , , λαχεία και τραλαλά , σα να ντρεπόμαστε για την πουρναρίσια ρίζα μας .
Καημένο Λιδορίκι !! Εγώ θα μείνω ( όπως σε εναγώνιες στιγμές , σου τ’ορκίστηκα ) πιστός πέρα για πέρα ! Λιδορικιώτης αμετάπειστος , αρνούμενος τον Αθηναϊκό κοσμοπολιτισμό και θα σε τραγουδώ όπως από μικρό παιδί σε τραγουδώ , στο σκοπό το δικό σου , το λεβέντικο , ώσπου να ‘ρθω να γείρω , τον ύπνο τον ατέλειωτο και το στερνό , στην “ Ψηλή Ράχη “ σου .
Υ.Γ . Στο γράψιμο αυτού του κομματιού , με βοήθησαν με πληροφορίες τους ο μπάρμπας μου ο Θόδωρος Κ.Παπαδάκης , κι’ η ανεξάντλητη σε θύμισες θεια μου Καλλιόπη Αλ. Ταμβάκη .
Αλέκος Κωστάκης – Μαργέλλος
**********************
*** Οι “ φίφτυ του “, που αναφέρονται παραπάνω ήταν , εκείνο τον καιρό , 52 νεαροί βλαστοί νεόπλουτων Αθηναϊκών οικογενειών , που μιμούμενοι τους Κολλεγιόπαιδες της Αγγλίας , δημιούργησαν ένα κλειστό κύκλο συναναστροφών αποκλείοντας τους πληβείους . Ντύνονταν εξεζητημένα , ώστε να ξεχωρίζουν , είχαν δικά τους κέντρα και διασκέδαζαν μόνο μεταξύ τους . Κάτω όμως απ’ την κατακραυγή του τύπου και την ανηλεή σάτυρα του Σουρή , διαλύθηκαν άδοξα . Η μόδα όμως είχε φτάσει και στο χωριό μας κι’ ο Μπούγαλης φορούσε τα φίφτυ - του παπούτσια του με τις πλατιές κορδέλες τους .
“ ΛΙΔΩΡΙΚΙ “
Υπέροχη η περιγραφή της ΄προπολεμικής Λιδορικιώτικης αποκριάτικης ζωής , ένα πραγματικό ντοκιμαντέρ ..” χωρίς εικόνα “ , θα λέγαμε , απ’ το οποίο μπορεί ο καθένας μας να βγάλει πολλά και χρήσιμα συμπεράσματα συγκρίνοντας το τότε με το..τώρα .
Πιστεύουμε , αγαπημένοι μου φίλοι , πως πρέπει να να δούμε τις μεταπολεμικές απόκριες ‘οχι σαν μία ενότητα αλλά σαν δύο ενότητες , γιατί αν καλο..προσέξετε θα δείτε , πως τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες , οι απόκριες ήταν σχεδόν ίδιες με τις προπολεμικές έχοντας ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ , την συμμετοχή των χωριανών μας παρότι , εν τω μεταξύ , οι χωριανοί μας πέρασαν χίλια ..μύρια βάσανα συν το κάψιμο του χωριού , ενώ οι μετέπειτα έχουν πολλές διαφορές . Εικόνες προπολεμικές , π.χ , που μας περιγράφει με ..ζηλευτή ομορφιά και ..λεπτομέρεια ο φίλος ο Αλέκος , συναντάμε και για μερικές δεκαετίες μετά την απελευθέρωση , δείτε ..
Τότε , πεινούσαμε μεν , αλλά γλεντάγαμε και χορεύαμε , τώρα όμως πεινάμε πάλι αλλά…απλά μαραζώνουμε και..αυτοκτονούμε …
Καλό σα βράδυ αγαπημένοι μου φίλοι , λόγια παρηγοριάς πια…δεν..υπάρχουν , ελπίδα από πουθενά , μα εγκατέλειψαν ..όλοι !!!…..Κ.Κ.-
No comments:
Post a Comment