21.6.14

ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ ΜΑΡΙΚΑ ( ΑΘΗΝΑΙ 1887–ΑΘΗΝΑ 1954 )

 

Μαρίκα Κοτοπούλη, 1930.

της Αλεξάνδρας Γούτα

Η μεγαλύτερη ηθοποιός του νεοελληνικού θεάτρου υπήρξε αναμφισβήτητα η Μαρίκα Κοτοπούλη. Το όνομα της υπήρξε θρύλος. Η Μαρίκα Κοτοπούλη, γεννήθηκε στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, το 1887. Γόνος επαγγελματιών ηθοποιών, του δραματικού πρωταγωνιστή Δημήτρη Κοτοπούλη (1848 - 1919) και της Ελένης Σιλιβάκου (1851 - 1926) κάνει τα πρώτα της βήματα στο θεατρικό χώρο από πολύ νωρίς, στην ηλικία των πέντε χρόνων. Οι πρώιμες αυτές εμφανίσεις όμως, δεν συμβάλλουν στην ανάδειξη του πηγαίου υποκριτικού της ταλέντου, αφού είναι επί το πλείστον συμπτωματικές, προορισμένες να καλύπτουν τη θέση ενός παιδικού χαρακτήρα, που ουσιαστικά δεν συμμετέχει. Η Μ. Κοτοπούλη συνειδητοποιεί τη μαγεία του θεάτρου. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1894, όταν σε ηλικία επτά χρόνων, παίζει σε τρία ελληνικά έργα με τους εξής τίτλους: «Προμηθεύς εν Ολύμπω» (28.7.1894), όπου υποδύεται τον Έρωτα, «Λίγο απ' όλα» (30.8) και το «Παρθεναγωγείον» (4.10), όπου αναλαμβάνει το ρόλο μιας μαθήτριας. Η Μ.Κ. πέρασε αρκετά από τα χρόνια της νεότητας της στην ουδετερότητα και την αφάνεια της επαρχίας, την ίδια εποχή που στην Αθήνα έχουν ήδη ιδρυθεί η «Νέα Σκηνή» και το «Βασιλικόν θέατρον». Πάντως, στις 28 Απριλίου του 1903, οι προσπαθείς της δικαιώνονται - το «Βασιλικόν» την καλεί να συνεχίσει το καλλιτεχνικό της στάδιο στην Αθήνα, ως φυντανάκι του βραχύβιου θιάσου. Ωστόσο, η επιβεβαίωση δεν έρχεται αμέσως και η Μ.Κ. περνά μια περίοδο απογοήτευσης, αφού το αποδεδειγμένο πλέον ταλέντο της παραμερίζεται και αντάξιοι της ρόλοι μοιράζονται σε λιγότερο ταλαντούχους ηθοποιούς. Τελικά, κάτω από την καθοδήγηση του Θ. Οικονόμου γνωρίζει τις πρώτες επιτυχίες της. Χειροκροτείται ως φλοριζέρ στο «Χειμωνιάτικο Παραμύθι» του Σαίξπηρ και ως Βιόλα στη «Δωδέκατη Νύχτα». Από αυτό το σημείο και μετά οι επιτυχίες της είναι επανωτές, όμως, δεν έχουν ακόμη εκλείψει πλήρως οι εξωγενείς εκείνοι παράγοντες που της στερούν τον πρώτο ρόλο στο «Μόνα Βάννα». Η Κοτοπούλη ενσάρκωσε πλήθος χαρακτήρων, που προέρχονταν από τα δημιουργήματα Ελλήνων κυρίως, αλλά και ξένων συγγραφέων. Όσον αφορά τους δεύτερους είχε ιδιαίτερη προτίμηση στους Γάλλους «βουλεβαρδιέρους»: Μπατάιγ, Μπέρνσταϊν, Σαβουάρ κ.ά. Σ' αυτό ίσως συμβάλλει το ταξίδι της στο Παρίσι τον Οκτώβρη του 1907. Εξάλλου, φαίνεται πως το Παρίσι ερεθίζει καλλιτεχνικά τους Αθηναίους θεατρόφιλους της εποχής. Ωστόσο οι περιοδείες της δεν σταματούν στη Γαλλία - εκτός από το πλήθος των ελληνικών πόλεων που επισκέφθηκε, ταξιδεύει με το θίασο της στο Κάιρο, τη Βράιλα, την Αλεξανδρούπολη, το Βουκουρέστι, την Κωνσταντινούπολη. Επίσης, σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας και της Ιταλίας. Η «Μαυριτανία» του Κιούναρ Λάιν τη φέρνει στις 31 Οκτωβρίου του 1930 στη Νέα Υόρκη και έπειτα τη Βοστώνη, το Σικάγο και σε άλλες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Χαίρει πλέον υπερατλαντικής εκτίμησης. Οι Αμερικανικές εφημερίδες την αποθεώνουν… Τρία χρόνια αργότερα, αναλαμβάνει τους πρώτους της κωμικούς ρόλους, την «Κοσμική Κίνηση» και το «Γνωρίζετε Ότι». Οι παραστάσεις εξελίσσονται σε θρίαμβο με τη βοήθεια του Θ. Συναδινού, αποδεικνύοντας έτσι, ότι η Κοτοπούλη, εκτός από δραματικό, διαθέτει και πληθωρικό κωμικό ταλέντο. Βρίσκεται τώρα στο απόγειο της δόξας της, έτοιμη καθ' όλα να αναμετρηθεί με την αιώνια αντίπαλο της στο σανίδι, την Κυβέλη. Χάρη στη διπλωματία του συζύγου της Γ. Χέλμη και τις ακριβοδίκαιες σκηνοθετικές οδηγίες του Μελά, οι δύο κορυφαίες ηθοποιοί συνεργάζονται αρμονικά στη «Μαρία Στιούαρτ», το «Επάγγελμα της Κ. Ουώρεν» και την «Ιερή Φλόγα». Στα 1936, με τη μεσολάβηση του Κ. Μπαστιά το θέατρο Κοτοπούλη γίνεται ημικρατικό και έτσι ανοίγονται νέες προοπτικές. Η Μ.Κ. καλεί από τη Γαλλία το σκηνοθέτη Γ. Σαραντίδη και κάνει έναρξη με το περίφημο «όπως σας αρέσει» του Σαίξπηρ. Ακολουθούν ο «Δον Χουάν», ο «Μάκβεθ», οι «Μέναιχμοι», η «Καντίνα» και η μεγάλη της κωμική επιτυχία, το «Έκτο πάτωμα» του Γκερί. Στα 1949 εγκαινιάζεται η συνεργασία της με το Εθνικό Θέατρο, όπου παίζει το ρόλο της Κλυταιμνήστρας στη σκηνοθετημένη από το Ροντήρη «Ορέστεια». Έκτοτε, θα χειροκροτηθεί πολλές φορές ακόμη στο Ρεξ, όπου θα συνεχίσει να υπηρετεί την Τέχνη μέχρι το τέλος της ζωής της, το 1954. Η τελευταία της παράσταση στην Αθήνα είναι μια επανάληψη του «Έκτου πατώματος», τον Οκτώβρη του '52. Πάντως η Μεγάλη Κοτοπούλη έκανε τα τελευταία της βήματα στο σανίδι, στο μέρος που την είχε φιλοξενήσει στην πρώτη της θιασαρχική εμφάνιση, στη Σύρο με τη «Σκιά», το 1953. Η Μ. Κοτοπούλη υπηρέτησε για μισό περίπου αιώνα το ελληνικό θέατρο. Καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής της έπαιξε με επιτυχία σε πληθώρα θεατρικών έργων και δεν αποσύρθηκε από τη σκηνή παρά ένα μόνο χρόνο πριν το θάνατο της. Υπήρξε προσωπικότητα φλεγματική και παθιασμένη και εξέπεμπε έντονο μαγνητισμό. Όσον αφορά αυτήν ακριβώς την ιδιότητα της, ο Μ. Μυράτ, άνθρωπος του στενού της περιβάλλοντος, αναπολεί την πρώτη φορά που την είδε: «Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω της. Ένιωθα να μου μεταδίδει μια παράξενη γοητεία. Έλεγα στον εαυτό μου: «Τι έχει αυτό το αλλόκοτο πλασματάκι; Ποιο άγνωστο δαιμόνιο το εμψυχώνει τόσο που σε στριφογυρίζει έτσι, ώστε να χάνεις τέλεια τη συνείδηση της ζωής; ». Αυτή λοιπόν, υπήρξε η Μαρίκα Κοτοπούλη. «...συνδυάζοντας την ιεροπρέπεια του μύστη και του τελετουργού με την επινοητική ασυδοσία και το πηγαίο χιούμορ του λαϊκού μίμου, στάθηκε υποδειγματική και άφταστη σε όλα τα είδη της δραματικής Τέχνης. Ήταν σαν άνθρωπος και καλλιτέχνης από τα σπάνια εκείνα ζωικά κύτταρα, από τις προνομιούχες φύσεις που  ανατρέπουν συνήθως τη νομοτέλεια της φυσιολογικής εξέλιξης,  επειδή το εσωτερικό τους απόθεμα ξεπερνά τις ανάγκες και τη δεκτική αντοχή του χώρου που καταλαμβάνουν και της ιστορικής στιγμής που ζουν...».

http://anemourion.blogspot.gr

πίσω  στα  παλιά

No comments: