"Πόσο καιρό είχα να δακρύσω", ξεφώνησε απαλά, καθώς κατέβαινε το στενό πριν στρίψει στην Οικονόμου. Κοίταξε τα γύρω σπίτια. Παλιά νεοκλασσικά, φαγωμένα απ' το χρόνο, που είχαν όλα μια ιστορία να πουν. Άλλαξαν πολλά χέρια, όμως, άνθρωπο σαν αυτόν που τ' αγάπησε πρώτη φορά δεν βρήκαν. Κανείς δεν ήθελε να φτιάξει τους σοβάδες τους, να κλαδέψει τα δέντρα στην αυλή τους, να κάνει παρέα με τους μουσαφίρηδες που τα περπατούσαν, που γελούσαν στους διαδρόμους. Κάπου ανάμεσα το δικό του ταβερνάκι.
Το τσούγκρισμα από τα ποτήρια του γαργαλάει ακόμα τ' αυτιά. Πάνω στο κρασί λέγοντας ιστορίες, έχοντας στο επίκεντρο τον έρωτα. Μονάχα τα ονόματα τις έκαναν διαφορετικές. Όλες μιλούσαν για κάποιον που λύγισε μπροστά στο μεγαλείο του έρωτα. Ίσως όμως κι απλά να τον βαρέθηκε.
Ακολουθούσαν τα πολιτικά. Οι καβγάδες.
Το φλερτ, με βέλη πύρινους λόγους.
Το τσούγκρισμα από τα ποτήρια, που βουίζει ακόμα στ' αυτιά του, συνοδευόταν από ευχές. Μονοκοπανιά κατέβαζαν το κρασί, μονοκοπανιά έλεγαν τις λέξεις. «Στην ευτυχία», η ατάκα που δεν λησμόνησε.
Κι οι πιτσιρικάδες που την είπαν με όλη τους την ελπίδα, η εικόνα που δεν ξέχασε. Η ευτυχία δεν θα 'ρχόταν, τη ζούσε ήδη μέσα από τα μάτια τους.
Τα χρέη δεν μετρούν στιγμές. Το μαγαζί έκλεισε. Εκείνος έμεινε να κόβει βόλτες. Όπως τα πουλιά δεν έχουν να φωλιάσουν όταν κόβονται τα δέντρα, έτσι κι αυτός σαν άδικη κατάρα, κουβαλά το βλέμμα του και το ακουμπά στα παλιά κτίρια. Κάπου ανάμεσα και το δικό του ταβερνάκι.
Κώστας Παπαντωνίου
No comments:
Post a Comment