Ο Γάλλος συγγραφέας, ποιητής και δημοσιογράφος Francis Carco
που περιηγήθηκε στα χασισοποτεία του Πειραιά το 1935
Ήταν ένα ήσυχο χλιαρό βράδυ Μαΐου του 1935 όταν περιηγήθηκα μαζί με έναν φίλο μου στην παραλία του Πειραϊκού Λιμένος. Μου είχε γεννηθεί μια ιδέ να επισκεφθώ ένα χασισοποτείο. Με είχαν διαβεβαιώσει ότι χασισοποτεία υπήρχαν πολλά στον Πειραιά και ότι παρουσιάζουν έναν χαρακτήρα πολύ αξιοπερίεργο. Μου είχαν δώσει και διευθύνσεις. Ο συνοδός μου χαμογελούσε.
- Ξέρετε μου λέει, τα καταστήματα αυτά είναι τώρα κλεισμένα.
Εν τούτοις ας επιχειρήσουμε.
Κάλεσε έναν οδηγό και του έδωσε μια διεύθυνση. Πήραμε μερικούς ανηφορικούς δρόμους πολύ κακοφτιαγμένους. Διασχίσαμε συνοικίες που μου φάνηκαν ύποπτες και τέλος σταματήσαμε κάπου.
Κατεβήκαμε και κάναμε μερικά βήματα σ΄ έναν ανώμαλο δρόμο που οδηγούσε ανάμεσα σε βράχους προς την θάλασσα. Εκεί κάτω βρίσκονταν μια παράγκα τελείως κλειστή και σκοτεινή. Χτυπήσαμε τη πόρτα και εισήλθαμε σε μια πρώτη αίθουσα που έμοιαζε με καφενείο. Από πίσω υπήρχε μια πολύ μικρότερη επιπλωμένη μ΄ένα κρεβάτι εκστρατείας καιμια καρέκλα. Ένα κερί σφηνωμένο στο στόμιο μιας μπουκάλας φώτιζε ελάχιστα.
- Τι θέλετε; ρώτησε ένας γέρος.
Ο φίλος μου του εξήγησε τον σκοπό της επισκέψεώς μας αλλά ο γέρος διατείνονταν πως δεν κάπνιζαν τέτοια εκεί...Εάν κάπνιζαν χασίς εκεί θα μύριζε.
Ξαφνικά φωνές, βήματα, πέτρες που κυλούσαν η μια πάνω στην άλλη.
Σφυρίγματα που πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο. Τρεις άνδρες με πολιτικά και ρεβόλβερ στα χέρια μπήκαν μέσα, φωνάζοντας πως ήταν αστυνομικοί.
- Δεν πηγαίνουμε καλύτερα αλλού; Βγήκαμε έξω αφήνοντας τον γέρο να επαναλαμβάνει τα ίδια που είπε σ΄ εμάς και στους τρεις αστυνομικούς.
Μπήκαμε ξανά στο αυτοκίνητο που μας έφερε αυτή την φορά μπροστά σ΄ ένα σπιτάκι με πράσινα παραθυρόφυλλα. Πλησιάζονταν κάποιος από μέσα άνοιξε την πόρτα και την έκλεισε πίσω μας χωρίς να πει λέξη.
Το δωμάτιο εκείνο ήταν στρωμένο με χώμα. Κάτω από το φως ενός δαυλού διέκρινα πρόσωπα παθιασμένα, αραδιασμένα χάμω πάνω σε σάκους.
Τα μάτια τους έπεσαν πάνω μας απλανή και χαμένα. Κάποιος κρατούσε στο χέρι μια τούρκικη κιθάρα και καθισμένος σταυροπόδι στο έδαφος, περίμενε να κάτσουμε κι εμείς για να ξεκινήσει. Μια διαπεραστική οσμή καμένου χαρτιού διέσχιζε τον αέρα. Ο αμίλητος που μας είχε ανοίξει την πόρτα, μας πλησίασε αυτή την φορά κρατώντας στα χέρια του ένα αντικείμενο που το έλεγαν "τσιμπούκι", που αποτελείτο από ένα δοχείο γεμάτο νερό στο οποίο ήταν προσαρμοσμένα δύο καλάμια σαν σωλήνες. Από πάνω υπήρχε ένας μικρός μεταλλικός δίσκος με κάρβουνα. Οι ανταύγειες των δαυλών, φώτιζαν ένα νεαρό ο οποίος ετοίμαζε μια μάζαχασίς, μαλάσσοντας την με τα χέρια του. Στην συνέχεια την μοίρασε σε κομμάτια που το καθένα από αυτά τα ονόμαζαν "τσίκα". Λίγο πριν το καπνίσουν οι θαμώνες, φώναζαν "εις υγείαν" ενώ μερικοί από αυτούς φώναζαν στα ιταλικά "εβίβα"!
Ο άνθρωπος με το τσιμπούκι μου το έτεινε. Πλησίασα στα χείλη μου στον σωλήνα και τράβηξα μια ρουφηξιά, μια δεύτερη, μια τρίτη.
- Εβίβα φώναζαν διαρκώς όλοι
Κάποιος διπλανός μου αφέθηκε να πέσει κατά γης.
- Ξαπλώστε και εσείς, μου είπαν
Δεν θέλησα να ξαπλώσω σκεπτόμενος ότι οι τρεις μόνο ρουφηξιές δεν θα έφερναν κάποιο αποτέλεσμα. Γύρω μου η μακάρια έκφραση των καπνιστών,
γρήγορα αντικαταστάθηκε από μια έκφραση αποβλακώσεως. Αισθάνθηκα την ίδια στιγμή να με καταλαμβάνει ένας ίλιγγος και να χάνω λίγο – λίγο τις αισθήσεις μου. Όλα έγιναν τότε ανάκατα, τρομακτικά, αλλόκοτα, ακαθόριστα. Ένοιωσα κι εγώ αυτή την κατάσταση "μαστούρας" που φέρνει στους καπνιστές αυτό το ναρκωτικό.
- Φάτε λίγο πορτοκάλι, μου φώναξε κάποιος είναι το καλύτερο αντίδοτο.
Ο ήχος της κιθάρας έφτανε από πολύ μακριά. Στον τοίχο απέναντι κρεμόταν μια κακοφτιαγμένη και πρόστυχη εικόνα της Ακρόπολης, αλλά εγώ νόμιζα πως αντίκρισα ένα λαμπρό θέαμα. Μου έφεραν και ένα πορτοκάλι και για να μην τους δυσαρεστήσω έφαγα μια φέτα.Francis Carco δημοσιεύτηκε στον τύπο
τον Μάϊο του 1935
Ο Γάλλος Ακαδημαϊκός Francis Carco (1886-1958) γεννήθηκε στην Κορσική και θεωρήθηκε ο "ζωγράφος" των σκοτεινών δρόμων. Στα βιβλία του κυριαρχούν τα μπαρ, τα λιμάνια, τα φώτα της νύχτας και των πλοίων που φεύγουν. Σαν παιδί είχε ξυλοκοπηθεί αγρίως από τον πατέρα του στην Κορσική ενώ αφιέρωσε την ζωή του για τις μειονότητες που συχνά αποτελούν το αντικείμενο των μυθιστορημάτων του. Μάρτυρες των παιδικών χρόνων αποτελούσαν οι πόρνες και τα κακά αγόρια...
Το 1935 επισκέφθηκε τον Πειραιά στα πλαίσια ανταποκρίσεων που διατηρούσε από Γαλλική Εφημερίδα, με θέμα τις πόλεις της Μεσογείου.
Από κάθε παράλια πόλη παρουσίαζε και ένα "σκοτεινό" θέμα πουτην χαρακτήριζε.
No comments:
Post a Comment