Η ΤΑΡΑΧΩΔΗΣ ΖΩΗ ΤΟΥ ΓΝΩΣΤΟΥ ΚΟΝΙΑΚΙΤΗ ΡΑΛΙΤΖΗ - " ΠΛΕΪ ΜΠΟΫ "
Στη σελίδα http://zyrinis.gr/el/content/ βρήκε ο φίλος Μάκης Χούσος , το παρακάτω δημοσίευμα που αναφέρεται στα τόπια μας και κυρίως σε ένα δικό μας άνθρωπο , τον “ ήρωα “ ραλιτζή των μαθητικών μας χρόνων , τον αξέχαστο Άλκη Μίχο , απ’ τον Κονιάκο , που με την κατακόκκινη ( της…φωτιάς ) Alfa Romeo Giulietta του μας έκανε να παραληρούμε όταν , τρέχοντας στο Ράλι “ Ακρόπολης “ ανέβαινε τις στροφές πριν το χωριό μας και κορνάριζε …δαιμονισμένα , καλώντας όλους , μικρούς και μεγάλους να βγουν στο δρόμο να τον δουν και να του ευχηθούν..
0 αείμνηστος , πια , Άλκης , ήταν από καλή , όπως λέμε οικογένεια , των Αθηνών , αφού ο πατέρας του , που καταγόταν απ’ τον Κονιάκο , ήταν Στρατηγός – Αρχίατρος , αν δεν κάνω λάθος , και μάλιστα λέγεται πως ήταν και γιατρός της τότε Βασιλικής οικογένειας .
Ο Άλκης όμως δεν ακολούθησε τον κλάδο του πατέρα του μιας και το πάθος του ήταν τα γρήγορα αυτοκίνητα και οι αγώνες αυτοκινήτων , ράλι κλπ , και λάβαινε κάθε χρόνο μέρος στο ράλι Ακρόπολης , όπου και διακρινόταν , με την κατακόκκινη ( της φωτάς ) Giulietta του , και είχε γίνει το ίνδαλμα των νέων του Λιδορικιού και όχι μόνον .
Σε χρόνο ανύποπτο , είχαμε δημοσιεύσει μια γυμνασιακή μας ανάμνηση , που είχε πρωταγωνιστή της τον αείμνηστο Άλκη , δείτε….
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ..ΓΙΟΥΡΟΥΣΙ..
Κάπως έτσι φίλοι μου ήταν η..Τζουλιέτα του αξέχαστου Άλκη Μίχου , του ..ήρωα των μαθητικών μας..χρόνων..
Στα πλαίσια των..μαθητικών αναμνήσεων , που είναι και..πολλές και..υπέροχες , ας..θυμηθούμε αδέρφια , κάποιες …
ΠΑΛΙΕΣ ΟΜΟΡΦΕΣ ΜΑΘΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ..
Γυρνάμε πάλι στην ονειρεμένη 10ετία του 50 , πραγματικά ονειρεμένη , παρά τη φτώχεια και τις δυσκολίες της , για μας ήταν...Παραδεισένια η ζωή , ήμαστε βλέπεις...νέοι... παιδιά .
Τα χαμε όλα κι' ας μας έλειπαν τα πάντα , είχαμε μεταφερθεί , πια , και στο καινούριο κτίριο του Γυμνασίου και νοιώθαμε...Βασιλιάδες , με τους αγαπημένους μας καθηγητές , τους συμμαθητές και κυρίως με τις ατέλειωτες ...ζευζεκιές και τρέλες .
Άνοιξη λοιπόν του 195...και περιμέναμε , πως και πως , να ρθει η μέρα που θα πέρναγε απ' το χωριό μας το ράλι Ακρόπολις , μάλιστα το ράλι , ποιός στη χάρη μας....θα πέρναγε το ίνδαλμά μας , ο ήρωάς μας ο Άλκης ο Μίχος , με την κατακόκκινη Τζουλιέττα του και την περίεργη κόρνα του .
Ποιός ήταν ο Άλκης ; μη μου πείτε πως δεν γνωρίζετε τον , αείμνηστο πια , Άλκη , τον Κονιακίτη ραλίστα που χάλαγε κόσμο την εποχή εκείνη ... η Δωρική ..μαρίδα έπινε νερό στο όνομά του..
Ο πατριώτης μας λοιπόν ο Άλκης ο Μίχος ήταν , αυτό που λένε , ένας αυθεντικός Κονιακίτης ..πλέι-μπόυ της εποχής , που έπαιρνε μέρος - κάθε χρόνο - στο ράλι , και με εξαιρετικές , μάλιστα , επιδόσεις , τι άλλο θέλαμε εμείς τότε λοιπόν για να τον κάνουμε...ήρωά μας ; και επί πλέον ήταν ο μόνος απ' τους οδηγούς του ράλι , που μόλις έφτανε στο Λιδορίκι κορνάριζε δαιμονιωδώς ..ξεσηκώνοντας τη νεολαία , αυτός ήταν λοιπόν ο Άλκης για μας , ένας παιδικός λαϊκός ..ήρωας .
Ήρθε λοιπόν και η πολυπόθητη μέρα που θα πέρναγε το ράλι , βέβαια , δεν ξέραμε την ακριβή ώρα , αλλά σίγουρα θα ήταν σε ώρα μαθήματος , αλλά τίνος μαθήματος ; ιδού το πρόβλημα , είχαμε βέβαια κάνει τα κουμάντα μας , είχαμε καταστρώσει τα...σχέδιά μας και με εναλλακτικές...λύσεις μάλιστα , θέλαμε όμως και λίγη...τύχη που τελικά την είχαμε και τι τύχη , με ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ , ναι, με το ονοματεπώνυμο.... Αντώνιος Ζούκος , και δεν ήταν άλλος απ' τον καλόκαρδο καθηγητή μας που δεν μας χάλαγε ποτέ...χατίρι...
Η τάξη μας λοιπόν είχε τα αυτιά ( ; ) στο μάθημα... και τα μάτια στραμμένα πέρα στον Αντώνη ,χαμηλά στις στροφές , για να δούμε τα ραλιτζίδικα αυτοκίνητα να μπαίνουν στο χωριό , αλλά κυρίως μας ενδιέφερε ο Άλκης , ο πατριώτης μας , ο φίλος μας , ανυπομονούσαμε να ακούσουμε το μουγκρητό του πρώτου αυτοκινήτου για να βάλουμε σε ενέργεια το...σχέδιό μας .
Έτσι κι' έγινε , μόλις ακούστηκε το πρώτο αυτοκίνητο , σηκωθήκαμε όλοι απ' τα θρανία , το προέβλεπε το σχέδιο , και όλοι μαζί ζητήσαμε απ' τον καθηγητή μας να βγούμε έξω να κάνουμε μάθημα .
Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο προαύλιος χώρος του σχολείου δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί , ήταν μια μικρή πλαγιά με το χορταράκι της , ότι χρειαζόταν δηλαδή για να κάνουμε...ξαπλωμένοι το μάθημά μας βλέποντας και το ράλι , το τερπνόν δηλαδή μετά του...ωφελίμου.
Ο καλός μας καθηγητής τα χασε στην αρχή με το αίτημα μας , αρνήθηκε φυσικά , με τη γνωστή άρνησή του που για μας ...σήμαινε ναι , εμείς επιμέναμε φωνάζοντας έξω , έξω , αυτός όχι , οπότε άρχισε η ομαδική μας έξοδος με όχι και τόσο ορθόδοξο...τρόπο , απ' τα παράθυρα , ενώ ο καθηγητής μας , κρατώντας στα χέρια το βιβλίο του, συνέχισε να ...αρνείται....συγκαταβατικά , βλέποντας την αίθουσα ν' αδειάζει .
Σε λίγο βγήκαμε όλοι έξω , ξαπλώσαμε και απολαμβάναμε το θέαμα , ο Καθηγητής μας ; αφού είδε κι' αποείδε , με το βιβλίο πάντα στο χέρι , το πήρε απόφαση και ξεκίνησε κι' αυτός για έξω μονολογώντας , αφού...επιμένετε άντε...να μη σας χαλάσω το χατίρι κι' έχει και ωραία μέρα σήμερα , ωραία λιακάδα...
Βγήκε λοιπόν κι' ο καθηγητής μας , κάθισε δίπλα μας , απόλαυσε την ανοιξιάτικη λιακάδα και παρακολούθησε και την εξέλιξη του...ράλι .Έχουν περάσει 50 χρόνια από τότε , οι συμμαθητές σκορπίσαμε , άλλοι έφυγαν νωρίς , άλλοι ξέκοψαν τελείως απ' το χωριό , ελάχιστοι συναντιόμαστε και θυμόμαστε τα παλιά μας , όσο για τον καλό μας καθηγητή , είναι μια χαρά , και του ευχόμαστε μέσα απ' την καρδιά μας να είναι πάντα καλά κι' αυτός και η οικογένειά του . ....
Βέβαια προς το τέλος Αυγούστου του 2009 , μια πολύ ευχάριστη έκπληξη μας περίμενε στο Λιδορίκι , μετά από τόσα χρόνια είχε έρθει ο αγαπημένος μας καθηγητής και ανταμώσαμε στη Βαθειά , απ' όπου και οι φωτογραφίες ...
* *
Πριν από αρκετά χρόνια , ο Άλκης , έφυγε απ’ την Αθήνα που έμενε , και εγκαταστάθηκε στο Γαλαξίδι , και άνοιξε ένα κοσμοπολίτικο εστιατόριο , τη “ Σκούνα “ όπου συγκέντρωνε, εκτός απ’ την καλή τοπική κοινωνία και παλιούς φίλους απ’ τον χώρο των αγώνων αυτοκινήτου και όχι μόνον .
Ανήσυχος όμως όπως ήταν δεν ρίζωσε και στο Γαλαξίδι , και κάποια εποχή πήρε τη μεγάλη απόφαση να ζήσει , όχι κοντά στη φύση , αλλά καταμεσής της άγριας Δωρικής φύσης .
Έτσι λοιπόν βρήκε ένα παλιό εγκαταλειμμένο λεωφορείο από κάποιο ΚΤΕΛ , ίσως και του δικού μας , του 12ου της Φωκίδας , και το μετέφερε μέσα στο ελατόδασο των Βαρδουσιών , πάνω στο χωματόδρομο Κονιάκου – Κ. Μουσουνίτσας , και πλέον έμενε εκεί μόνιμα , κατεβαίνοντας στο Λιδορίκι , πότε – πότε , με το…ι.χ αυτοκίνητό του , που ήταν ερείπιο , για εφόδια , τρόφιμα και βενζίνη .
Παράλληλα όμως είχε τακτική επικοινωνία με τους χωριανούς του , τους Κονιακίτες , αλλά και τους κοντοπατριώτες του από Μουσουνίτσα , Διάκο κλπ κοντινά χωριά .
Εκεί λοιπόν , στη μέση του…πουθενά , μέσα στο όμορφο Βαρδουσιώτικο ελατόδασο , ζούσε τη ζωή του ο Άλκης , μακριά απ’ τον..πολιτισμό και τις…κοσμικότητες , που μάλλον είχε …μπουχτίσει , αφού όλη του την προηγούμενη ζωή του την έζησε σαν…πλαίη..μπόϋ , με τους αγώνες αυτοκινήτων και τις …κοσμικότητες ..
Κάποια μέρα όμως που είχε κατέβη στο Λιδορίκι για ανεφοδιασμό , εκεί καταμεσίς στο Αλωνάκι προδόθηκε απ’ την καρδιά του και έτσι βρήκε ένα θάνατο ..” κοινό “ ο “ φευγάτος των Βαρδουσίων “ , όπως τον αναφέρει ο Κώστας Ζυρίνης στο αφιέρωμα του , ο άνθρωπος που έζησε τις δόξες και τα μεγαλεία , “ είχε ένα θάνατο κοινό , σαν όλους τους ανθρώπους “ όπως λέει κι’ ο ποιητής Ν. Καββαδίας , και απ’ όσο γνωρίζουμε τάφηκε στο χωριό του τον Κονιάκο , ξεχασμένος όμως από όλους , φίλους , γνωστούς και ..συγγενείς , μόνο οι χωριανοί του τον συνόδεψαν στην τελευταία του κατοικία , και βέβαια έχουν να διηγούνται την ..μποέμικη ζωή του ..
Θα προσπαθήσουμ , να βρούμε , αν αυτό είναι δυνατό , όσα περισσότερα στοιχεία για τη ζωή του Άλκη και βέβαια και φωτογραφικό υλικό , και θα σας ενημερώσουμε σχετικά , δείτε τώρα το σχετικό κείμενο – αφιέρωμα του Κ. Ζυρίνη , που είναι και γεμάτο από υπέροχες φωτογραφίες …
Καλό σας ξημέρωμα , να περνάτε καλά …
Απ’ το “ Λιδωρίκι “ με αγάπη……Κ.Κ.-
Ο “ ΦΕΥΓΑΤΟΣ” ΤΩΝ ΒΑΡΔΟΥΣΙΩΝ
Στέκει μονάχο του, παράταιρο, σ’ ένα ελάτινο δάσος στα Βαρδούσια. Ένα παλιό, εγκαταλειμμένο λεωφορείο κάποιου ΚΤΕΛ. Λίγοι γνωρίζουν την ιστορία που κουβαλάει. Ότι χρησιμοποιήθηκε δηλαδή από έναν άνθρωπο της πόλης για να πλησιάσει τη Φύση και έναν διαφορετικό τρόπο ζωής…
Του Κώστα Ζυρίνη
http://zyrinis.gr
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 49 / 17.03.2001
Σαν παραμύθι γύρω απ το τζάκι του ορεινού καταφύγιου: Ήτανε, λέει, ένας ραλίστας, ένας άνθρωπος της ταχύτητας. Της έντασης. Της νίκης και της δόξας. Άλκης, ή κάτι τέτοιο, μαζί με κάποιο επίθετο που δεν συγκράτησα, γιατί απλώς δεν είχα λόγο να το κάνω. Τι περιμένεις, κουβέντες φευγάτες του κονιάκ μετά από τόσες ώρες ανέβασμα στο βουνό, με το χιόνι ίσαμε το γόνατο. Κουβέντες με άγνωστους που γίνονται οικείοι και μόνο γιατί έφτασαν μέχρις εδώ. Κάτι συνέβη όμως σε κείνη την περιοχή του μυαλού του ραλίστα, στην περιοχή που ήταν μόνο δική του, όπου οι δάφνες δεν έχουν θέση. Κάτι συνέβη και χάθηκε απότομα από τα Ράλι Ακρόπολις, απ τη δημοσιότητα κι απ τον κοινωνικό του πυρήνα καθώς φαίνεται. Οριστικά και αμετάκλητα. Χωρίς εξηγήσεις. Χωρίς θόρυβο. Έτσι, σαν παραμύθι που δεν τέλειωσε.
Από το Μετς ξεκίνησα στις δύο και μισή. Είναι ήδη τέσσερις και τέταρτο και μόλις τώρα κατάφερα να μπω στην Εθνική, σ’ ένα συμπιεσμένο κονβόϊ που, για την ώρα, αργοσαλεύει σαν παχύρρευστος πολτός μετάλλων, τροχών και νευρολογικώς διαταραγμένων όντων. Σκέφτομαι, ένοχα, το πώς φιλοτέχνησα προ ημερών την ποιότητα ζωής των κατοίκων του Μαλί. Ένοχα γιατί έγραφα με την υπεροψία του φενακισμένου «ευρωπαίου πολίτη» που απολαμβάνει τα «αγαθά» ενός προηγμένου πολιτισμού. Σκατά! Όχι, δεν διαγράφω την τελευταία λέξη. Αυτό που βιώνω εδώ, τώρα και κάθε μέρα, στο λεκανοπέδιο του τσιμέντου, του ωχαδερφισμού και του αμοραλισμού, δεν είναι παρά ένα μεσοστάδιο μιας ραγδαίως προϊούσας επιδείνωσης που κανένα της σύμπτωμα δεν επιδέχεται αναστροφή. Μόνο μάγια, θαύματα και ξεματιάσματα μπορούν να επικαλεστούν οι μωροί θεράποντες των φρούδων ελπίδων. Αφού επαναστάτες δεν υπάρχουν πια. Τους πάτησε το τραίνο. Παρασύρθηκα! Το τζάκι φταίει. Οι φλόγες. Και το κονιάκ.
Εμφανίστηκε, έτσι, ξαφνικά, από το πουθενά, λέει ο θρύλος που αναπαράγουν οι άνθρωποι γύρω από το τζάκι του καταφύγιου. Κι έφτασε μέχρι τη ρίζα του Κόρακα, της πιο απότομης και της πιο ψηλής κορυφής των Βαρδουσίων. Κάπου ανάμεσα στα χωριά Κάτω Μουσουνίτσα και Κονιάκος. Ήρθε μόνος, με το λεωφορείο του. Ακριβώς: με το λεωφορείο του. Ένα παροπλισμένο σκαρί κάποιου Κτελ. Και ποτέ δε θα καταλάβω πώς το οδήγησε μέχρις εκεί, μέσ’ απ το ελάτινο δάσος, αφού ποτέ αυτός ο κακοτράχαλος χωματόδρομος δεν υπήρξε λιγότερο ανώμαλος και λιγότερο στενός απ’ όσο τώρα. Ήταν το τελευταίο του ράλι. Χωρίς έπαθλο και φλας. Χωρίς χειροκρότημα.
Ο Αθανάσιος Μασαβέτας γεννήθηκε στην Άνω Μουσουνίτσα, στο χωριό του πατέρα του. Μικρό παιδί ήταν ακόμα όταν τον φυγαδεύσανε στην Αρτοτίνα, απ όπου καταγόταν η μάνα του και τον κλείσανε στο μοναστήρι ως παπαδοπαίδι για να γλυτώσει απ το χαντζάρι του Τούρκου. Εξ ου και το δεύτερο επίθετο: Διάκος. Όταν μεγάλωσε ο Αθανάσιος Διάκος, μαζί με το σταυρό άδραξε και το προσωπικό του γιαταγάνι για να ‘χουμε ‘μεις μια πατρίδα, να οργανώνουμε Ράλι-Ακρόπολις, να καταναλώνουμε ουσιαστικώς άχρηστα προϊόντα, να πνιγόμαστε στο καυσαέριο, να καταπλακωνόμαστε από το οπλισμένο σκυρόδεμα και να είμαστε έτοιμοι να κατασπαράξουμε ο ένας τον άλλο. Αλλά, πού κολλάει ο εν λόγω εθνικός ήρως με τον αναχωρητή των Βαρδουσίων; Κολλάει στο ότι βρίσκομαι στον Αθανάσιο Διάκο, όπως μετονομάστηκε στο μεταξύ η Άνω Μουσουνίτσα, στην ταβέρνα του Θανάση και βιάζω τη μνήμη του να μου αποκαλύψει το οτιδήποτε θυμάται για τον ραλίστα.
Ο Αθανάσιος Διάκος, μαζί με την Κάτω Μουσουνίτσα, το Μαυρολιθάρι, την Καστριώτισσα, την Πυρά, τη Στρώμη, τον Πανουργιά και, δε θυμάμαι πιο άλλο μαργαριτάρι της Φωκίδας, συναποτελούν τον καποδιστριακό Δήμο Καλλιέων. Όπου και έρχομαι αρκετά συχνά για ν’ αποτοξινωθώ από την κάθε τύπου μόλυνση της τερατούπολης γενέτειράς μου.
Ο Θανάσης μου φέρνει τη φασολάδα, τη φέτα με λάδι και ρίγανη, το καλό του το κρασί απ το υπόγειο και κάθεται. Λέγε.
Μοναχικός και απρόσιτος. Έφτιαξε μια ράμπα, ανέβασε το λεωφορείο επάνω της και το εξόπλισε. Κρεβάτι, τουαλέτα με καζανάκι, θερμάστρα, τραπέζι, απ όλα σου λέω. Χειμώνα καλοκαίρι εκεί. Φύτεψε και μερικά λαχανικά, κρεμμύδια, μαρούλια και ντομάτες, προσθέτω εγώ.
Το ‘χα ξαναδεί και άλλοτε το λεωφορείο μέσ’ το δάσος αλλ’ αυτή τη φορά ήρθα για να το φωτογραφήσω. Ή, έστω, να φωτογραφήσω ότι έχει απομείνει απ αυτό αφού, μετά το θάνατο του ερημίτη, το διαγουμίσανε οι, δεν ξέρω ποιοι. Δεν μπορείς να σταθείς πουθενά εδώ μέσα. Σκουριά και σαβούρα. Σαβούρα με μνήμες. Όχι δικές μου βέβαια αλλά μπορώ να φανταστώ. Μόνος μου με το οξειδωμένο φάντασμα του αναχωρητή δίπλα ξαπλώνω στο γρασίδι κι ας είναι υγρό. Πάνω απ το κεφάλι μου η χιονισμένη βουνοκορυφή του Κόρακα. Κανένα αγριολούλουδο δεν έχει ανθίσει ακόμη. Μπορώ να σου βρω χίλιους λόγους για ν’ αφήσεις πίσω σου τον πολιτισμό της κινητής τηλεφωνίας και του ιμέιλ και να ‘ρθεις να ζήσεις εδώ, μέσα σ’ ένα λεωφορειόσπιτο. Το ερώτημα είναι γιατί εγώ δεν το ’χω κάνει ακόμα. Και η απάντηση είναι ότι το θεωρώ παραίτηση και φυγομαχία. Αλλά, το να ρίχνεις στη σχισμή ένα ψηφοδέλτιο, κι αυτό ως μη χείρον, κάθε τέσσερα χρόνια τι είναι; Αντίσταση; Μην τρελαθούμε κι όλας!
Στο χωριό συχνά πυκνά είχανε εμφύλιες κόντρες και φαγωμάρες για βοσκοτόπια, για χωράφια, ξέρεις, για όλ’ αυτά που συχνά-πυκνά τα ανάγουν σε κομματικές αντιπαραθέσεις. Και τότε ο δικός σου πήρε την απόφαση να βάλει υποψηφιότητα για πρόεδρος της κοινότητας. Και βγήκε! Δεν σου λέω τίποτα! Φωνάζει, που λες, τα δυο στρατόπεδα, τους στρώνει ένα γερό φαγοπότι στην πλατεία, τους μεθάει και τους συμφιλιώνει...
Ένα κοπάδι από πρόβατα μου κόβει το δρόμο. Πάντα έτσι γίνεται: ένα κοπάδι από πρόβατα να μου κόβει το δρόμο. Κι ένα τσοπανόσκυλο μπάτσος να μου χαλάει κάθε διάθεση να βγω απ το τζιπ για να τα φωτογραφήσω. Γι αυτό υπάρχουν τα τσοπανόσκυλα. Για να τηρούν απαρεγκλίτως την τάξη (ή την αταξία) που συνιστά το σύστημα. Το όποιο σύστημα. Θα βρω όμως τον τρόπο.
Ο Θανάσης έχει κι άλλους πελάτες στο μαγαζί κι εγώ δυσκολεύομαι να βρω ένα καλό τέλος για τη μυθιστορία μου. Ίσως και να μη χρειάζεται κανένα τέλος αφού αυτή η ιστορία επαναλαμβάνεται κι εδώ και κει και παραπέρα, και χτες και αύριο. Ο αναχωρητής τους συμφιλίωσε αρκετές φορές μέχρι που βαρέθηκε αυτό το ρόλο και ξανακλείστηκε στο καβούκι του. Στο λεωφορείο του. Και στον εαυτό του. Ώσπου μια μέρα τον βρήκαν τέζα. Ανακοπή καρδιάς αποφάνθηκαν. Ιδού ένα τέλος.
Πέρασε και το τελευταίο πρόβατο. Ο δεκαπεντάχρονος Αλβανός τσοπάνης μου ’πε γειάσου, έριξα την πρώτη στο κιβώτιο των ταχυτήτων και ξεκίνησα. Για πού;
http://zyrinis.gr
No comments:
Post a Comment