Η Αθήνα είναι μια πόλη που κάθε σοκάκι, δρόμος, πλατεία, κτίριο, μνημείο της έχει να σου διηγηθεί μια ιστορία. Ιστορίες που μας ταξιδεύουν στο χρόνο και γνωρίζουμε τον πολιτισμό και τα επιτεύγματα των προγόνων μας. Ιστορίες από την επαφή μας με τους
άλλους λαούς. Ιστορίες από τους αγώνες για απελευθέρωση και εθνική ανεξαρτησία Ιστορίες που συνδέονται με τους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες του λαού.
Πλάι σε αυτές και ιστορίες των απλών ανθρώπων της. Ιστορίες προς τέρψη και διδαχή. Όπως η ιστορία ενός …μετανάστη στην Αθήνα του 19ου αιώνα, του Χατζή Ιβαν Λίγκοφ Χιμιτζίεφ, ελληνιστί Μπαρμπαγιάννη Κανατά. Η ιστορία της ωραίας Ανδριάνας και αυτή του Χαραλάμπη που με το ζόρι θέλαν να τον παντρέψουν.
Η Αθήνα, που πριν απ’ τον Απελευθερωτικό Πόλεμο αριθμούσε 3.000 περίπου σπίτια, τώρα δεν είχε ούτε 300. Τα άλλα είχαν μεταβληθεί σ’ έναν άμορφο σωρό από πέτρες» (μαρτυρία περιηγητή). Όταν αποφασίστηκε η μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο, η Αθήνα ήταν ένα χωριό 4.000 κατοίκων και ο Πειραιάς τρεις καλύβες όλο κι όλο – η μία του νεοδιορισμένου τελώνη. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα, η πόλη με το γόητρο που διαθέτει γίνεται πόλος έλξης για τους ανθρώπους από τα άλλα αστικά κέντρα της χώρας, της διασποράς και τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γίνεται και προορισμός για ανθρώπους που αναζητούν μια καλύτερη τύχη και για ανθρώπους που στην επαρχία δεν έχουν μοίρα. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι ακτήμονες. Οι φτωχοί αγρότες είναι βουτηγμένοι στη δυστυχία και θύματα εκμετάλλευσης. Οι περιηγητές της εποχής περιγράφουν ως πανάθλιες τις βιοποριστικές και στεγαστικές συνθήκες των λαϊκών στρωμάτων.
Αυτοί οι άνθρωποι έρχονται να εργαστούν στις δημόσιες υπηρεσίες, ως υπηρετικό προσωπικό, παραγιοί, πλανόδιοι μικροπωλητές κλπ. ή ως εργάτες στην οικοδόμηση της πόλης και αργότερα στα πρώτα εργοστάσια μεταλλουργίας και κλωστοϋφαντουργίας που αρχίζουν να λειτουργούν στην πόλη και πέριξ αυτής.
Από το 1844 αρχίζει μια προσπάθεια εξωραϊσμού της πόλης για να αποκτήσει όψη ευρωπαϊκής πρωτεύουσας: «Απανταχού εσχηματίσθησαν κήποι, εφυτύθησαν δένδρα και ανυψώθηκαν εκ του εδάφους οικίαι. Εν τοις εμπορικοίς καταστήμασι δεν ευρίσκονται μόνο αντικείμενα καθημερινής ανάγκης αλλ’ ήρχησαν να εισάγονται και είδη πολυτελείας. Αι Αθήναι προοδεύουν ημερησίως και συν τη παρόδω του χρόνου αποκτώσιν όψιν μείζονα πρωτευούσης. Κατά Κυριακήν παιανίζει ωραία μουσική επί μίας μεγάλης πλατείας περί την οποίαν ηνοίχθησαν έξι καφενεία. Εις τα μικρά τραπέζια τούτων παρακάθηται πολύς κόσμος κατά τας εξ της εσπέρας και η πλατεία περικυκλούται υπ’ ανθρώπων εν αμάξαις, ο δε βασιλεύς και η βασίλισσα σταματώσι συνήθως την αμαξοδρομίαν ή την έφιππον παρέλασίν των όπως ακροασθώσι της μουσικής».
`
`
Η πόλη των αντιθέσεων
Είμαστε στα 1860, αυξάνεται ο πληθυσμός στα αστικά κέντρα και παρουσιάζεται σημαντική ανάπτυξη της βιοτεχνίας, της ναυτιλίας και του εμπορίου. Συνεχής είναι η αύξηση και του πληθυσμού της Αθήνας, υπάρχει αισθητό πλεόνασμα εργατικών χεριών από τη φτωχολογιά που συρρέει, και η πόλη επεκτείνεται, χωρίς συγκεκριμένο σχεδιασμό, αλλά με σαφή ταξικό διαχωρισμό. Έχει φτάσει τις 40.000 περίπου. Τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα μένουν στο νέο κομμάτι της πόλης (το σημερινό κέντρο) και τα κατώτερα στρώματα στο παλιό οθωμανικό τμήμα της πόλης, στο Θησείο, στου Ψυρρή.
Μια πόλη που γκρεμίζει το οθωμανικό της παρελθόν και χτίζει το ευρωπαϊκό της μέλλον όπως το σχεδίασαν οι Κλεάνθης, Schaubert. Σε μια πόλη των αντιθέσεων που προσπαθεί να μιμηθεί τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Ένα κράμα ευρωπαϊκής και ανατολίτικης πόλης, όπου η πλινθόκτιστη καλύβα και το μαρμάρινο κτίριο συνυπάρχουν. Το υπαίθριο μαγειρείο δίπλα στο κομψό εργαστήρι, το μανάβικο με αραδιασμένη την πραμάτεια του στο πεζοδρόμιο, λάχανα, σκόρδα, η λεκάνη με τις ελιές και το ξύλινο βαρέλι με τις παστές σαρδέλες δίπλα στα γαλλικά κομψοτεχνήματα.
Σε μια πόλη που στερείται υπονόμων και τα «περιττά» καταλήγουν καταμεσής των δρόμων. Σε μια πόλη πλούσια σε μνημεία αλλά και σε τέλματα υπεύθυνα για τις συνεχείς επιδημίες. Σε μια πόλη που φημίζεται για τη νεφελοσκονή της …η καλύτερη στολή είναι η «φαιά, η στακτεριά. Μόνη αυτή δύναται να ανθέξει τον κλασικόν κονιορτόν μας περιφρονούσα το μίσος του κατά πάντος υφάσματος και χρώματος».
«Γηραιά Κεκροπία» την αποκαλούν οι κάτοικοί της διότι η σκιά του Φαλμεράιερ τους ακολουθεί σε κάθε βήμα τους. Κεκροπία είναι το πρώτο όνομα της πόλης, από τον ιδρυτή και πρώτο βασιλιά της πόλης. Είναι ο πόλος έλξης για τους ανθρώπους από τα άλλα αστικά κέντρα της χώρας, της διασποράς και τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Άνθρωποι που έρχονται να εργαστούν στις δημόσιες υπηρεσίες ή ως εργάτες.
Η πόλη αρχίζει λίγο πιο πέρα από το Θησείο Με την παλιά τούρκικη συνοικία, ένα άθροισμα μικρών μονώροφων λευκών σπιτιών με κόκκινη στέγη. Τα παράθυρά τους μικρά και ακανόνιστα. Σπίτια χτισμένα χωρίς σχέδιο και ενάντια στις απαιτήσεις της ρυμοτομίας. Δεν έχει δρόμους, είναι ένας λαβύρινθος φιδωτών μονοπατιών. Στο οθωμανικό τμήμα, στο Θησείο και στου Ψυρρή ζουν τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.
Βορειοανατολικά καθώς βλέπουμε την Αθήνα από την Ακρόπολη, η σύγχρονη πόλη, μεταξύ της πλατείας Ομονοίας και Συντάγματος.
Είναι μια πόλη εμπόρων, βιοτεχνών και δημοσίων υπαλλήλων. Με κομψά πολυώροφα σπίτια με μαρμάρινο περίβλημα και αυλή στο πίσω μέρος. Με μεγάλους ρυμοτομημένους δρόμους που σχηματίζουν ορθές γωνίες, στα ονόματά τους αποτυπώνεται η «αρχαία δόξα, ο ευκλεής πολιτισμός». Η νέα πόλη θέλει να δείξει ότι είναι συνέχεια της αρχαίας.
Πίσω από τα βασιλικά ανάκτορα οι περιοχές με αγροτικό χαρακτήρα. Το Στάδιο, η συνοικία Ραγκαβά, το Βατραχονήσι και οι πρόποδες του Λυκαβηττού.
Στα τρίστρατα της πόλης ο στραγαλατζής πίσω από την τάβλα με το εμπόρευμά του: τα στραγάλια, τα ζαχαρένια κόκκινα μπαστούνια, τις χρωματιστές κουλούρες, το μελένιο χαλβά και τα σουσαμένια παστέλια. Στους δρόμους της κυκλοφορούν πραματευτές, πουλούν σκούπες, σαπούνι, νερό, κανάτια, ο καρεκλάς και άλλοι πολλοί πλανόδιοι ή στάσιμοι πραματευτές και επιτηδευματίες.
Τις Κυριακές και τις αργίες, αυλικοί, βιομήχανοι, έμποροι, καταστηματάρχες, δημόσιοι υπάλληλοι, γιατροί, δικηγόροι, στον Περίπατο. Όλοι πλην μπακαλόγατων, δουλικών και λοιπών συναφών επαγγελμάτων.
Οι κύριοι και οι κυρίες της «γηραιάς Κεκροπίας» κάνουν τον περίπατό τους στην Πατησίων, μέχρι το Πεδίον του Άρεως, από την εποχή του Όθωνα εδώ γίνεται ο περίπατος των Αθηναίων. Και στην πλατεία Συντάγματος, όπου η στρατιωτική μουσική παίζει από την κεντρική εξέδρα. Κάποιοι πίνουν τον καφέ τους στα τραπεζάκια που έχουν τοποθετήσει τα καφενεία στην πλατεία, άλλοι περπατούν πάνω κάτω και κάποιοι λίγοι είναι γύρω από την εξέδρα και ακούν τη μουσική. Μαζεύεται περισσότερος κόσμος από όσους μπορεί να αντέξει η πλατεία.
`
Η οδός Σταδίου η λαμπρότερη και αριστοκρατικότερη οδός της πόλης έχει φαρδιά πλακόστρωτα πεζοδρόμια με δεντροστοιχίες, και στο πλάι σπίτια εύπορων Αθηναίων, εμπορικά και δημόσια κτίρια. Συνδέει τους δυο περιπάτους, είναι η πολύβουη λεωφόρος της πόλης, με τη σκόνη να δοκιμάζει τα πνευμόνια των Αθηναίων. Πραγματικό Στάδιο …καλλονής, σε αυτό κατέρχονται όλες οι ωραίες των Αθηνών. Ένας πολύχρωμος γυναικείος χείμαρρος που ανεβοκατεβαίνει από το καφενείο του Γιαννόπουλου (πολυτελέστατο καφενείο, στη γωνία των οδών Σταδίου και Μουσών – αργότερα ονομάστηκε Καραγεώργη Σερβίας) μέχρι την οδό Αιόλου. Μια συνεχής κίνηση πεζών, ιππέων και εποχούμενων.
Οι κυρίες με τις μακριές και φουσκωτές φούστες τους, τα κρινολίνα και τα τεράστια καπέλα στολισμένα με άνθη ή φτερά. Οι κύριοι με ψηλό καπέλο, γάντια και λουστρίνι – ελάχιστα τα ίχνη της φουστανέλας. Οι κύριοι βγάζουν ευγενικά τα καπέλα τους και σκύβοντας το κεφάλι χαιρετούν τις όμορφες δεσποινίδες. Τα γέλια και οι φωνές των χαριτόβρυτων δεσποινίδων κυριαρχούν στην ατμόσφαιρα. Πρωταγωνιστές όλοι τους στον περίπατο κοινωνικής προβολής και επιβολής. Σαν μανιτάρια φύονται υφασματοπωλεία, καταστήματα ετοίμων ενδυμάτων και οίκοι υψηλής ραπτικής – ιδιαίτερα πολυτελή – που μεταφέρουν την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα του Παρισιού και της Βιέννης. Μεταμορφώνουν τους Αθηναίους σε Ευρωπαίους, είτε τοις μετρητοίς είτε επί πιστώσει, πολλές φορές μη εξοφλητέα. Αν έλειπε και η σκόνη που τυφλώνει και βρωμίζει τα ρούχα…
Μετά τη βόλτα παίρνουν το παγωτό τους στα ζαχαροπλαστεία. Η αριστοκρατία των Αθηνών συχνάζει στο «Σολωνείον», γωνία Πατησίων και Βερανζέρου. «ΙΔΡΥΘΕΝ 1839» όπως γράφει η ταμπέλα στο εσωτερικό του. Το καλοκαίρι βγάζει δύο σειρές τραπέζια στο φαρδύ πεζοδρόμιο.
`
`
Δεκαετία του 1870. Στη συνοικία Σκάγιαννη, στη σημερινή οδό Υπερείδου ζει ο Μπαρμπαγιάννης ο κανατάς. Σε ένα νοικοκυρεμένο σπιτάκι, στην αυλή του οποίου στάβλιζε τον αχώριστο σύντροφό του, τον κοκκινοτρίχη γάιδαρό του. Έχει έρθει από την περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας. Ο ίδιος όμως ισχυριζόταν ότι προερχόταν «από οικογένειαν σημαντικήν της Προύσσης» και ότι πολέμησε στον απελευθερωτικό αγώνα της Κρήτης (1866-1869), «χάριν της ελευθερίας παραιτήσας πλούτη και δόξας εξοδεύσας εκεί ουκ ολίγα».
`
Ήμην έμπορος το πρώτον
εις την Προύσαν της Τουρκιάς
Κ’ έφυγον από κείθεν
να μη λέγομαι ραγιάς.
Εις την Κρήτην, φίλε, πήγα
πολεμών την τυραννία,
Αλλ’ εις μάτην αν επήγον
δεν τους δόθ’ η λευτεριά.
Απ’ εκείθεν λυπημένος
ήλθα ‘δω με σας να μείνω,
Κι από έμπορος μεγάλος
κανατάς τώρα να γίνω.
`
Κυκλοφορεί στους δρόμους της πόλης και πουλά αιγινίτικα κανάτια για να διατηρούν οι Αθηναίοι το νερό δροσερό. Αυτά τα κανάτια έχουν ένα πλεονέκτημα. Το νερό περνά μέσα από τα τοιχώματα του αγγείου δημιουργώντας μια εξωτερική υγρασία που κρατά το νερό δροσερό. Γι’ αυτό είναι περιζήτητα. Τα παράθυρα των αθηναϊκών σπιτιών, μαζί με τη γλάστρα του βασιλικού, έχουν στα περβάζια τους και τα αιγινίτικα κανάτια.
Την έλλειψη νερού στην πόλη καλύπτουν οι νερουλάδες με το πεντελικό νερό που πουλούν. Με κάρα και νεροβάρελα που τα γεμίζουν με νερό στο Μαρούσι και γυρίζουν τις αθηναϊκές συνοικίες και οι νοικοκυρές σπεύδουν να γεμίσουν τα κανάτια έναντι μικρού αντιτίμου. Το νερό για την πάστρα του σπιτιού το κουβαλούν από τις υπαίθριες βρύσες και τα άφθονα ρέματα της πόλης.
Έξι μέρες της βδομάδας, ο Μπαρμπαγιάννης, ρακένδυτος και ξυπόλητος, με το πλατύγυρο ψάθινο καπέλο στο κεφάλι περιφέρεται με τον ψωραλέο γαϊδουράκο του στους δρόμους του Λέκκα και της Βλασαρούς πουλώντας τα κανάτια του και τραγουδώντας τα τραγούδια του που ο ίδιος στιχουργούσε και μελοποιούσε. Και την Κυριακή, σκανδαλίζει τους αστούς της εποχής. Με ύφος εκατομμυριούχου χρυσοκάνθαρου, διασχίζει την οδό Σταδίου με την άμαξά του και τρώει το παγωτό του στο κοσμικό καφενείο «Σολωνείον».
`
Που την εορτή σαν Λόρδος
περπατείς με ευμορφιά,
Με ψηλό μαύρο καπέλο
και γραβάτα πλατιά.
Που στο χέρι το μπαστούνι
εις τα μάτια τα γυαλιά,
Κ’ εις τον ώμον σου το σάλι
τρέχ’ εις κάθε γειτονιά.
Με μουστάκια στριμμένα
με παπούτζια λαστικά,
Και με γάντια της Ευρώπης
φίνα όλως εκλεκτά.
Γράφει ο ίδιος στον πρόλογο της έκδοσης των τραγουδιών του: «Πιστεύω δε ότι δεν κατηγορούμαι δια τούτο, δηλαδή ότι τας μεν εργάσιμους ημέρας τρέχω με ποταπήν ενδυμασίαν, τας δε εορτάς ενδύομαι ως λόρδος, αλλ’ επαινούμαι μάλιστα διότι δεν κάθημαι εις τα καφενείαν, ούτε τρέχει εις τας θύρας των υπουργών να ζητώ θέσεις και βοηθήματα, αν και από οικογένειαν σημαντικήν της Προύσης (…) επροτίμησα δε να τρέχω με τον γάιδαρον πωλών στάμνας και τραγουδών τους ύμνους μου, παρά να γίνεται φόρτωμα της πτωχής Ελλάδος (…) προσέτι καυχώμαι ότι δια τας εργασίας μου θεραπεύω τας ανάγκας μου και καθιστώ τ’ όνομά μου πρότυπον εις τους οκνηρούς, αγαπητόν παρά τοις συμπολίταις μου, και θαυμαστόν εις τους εν τω εξωτερικώ ομογενείς, οίτινες συχνά με γράφουσι».
`
Όταν μια Κυριακή απόγευμα έκανε τη μεγαλοπρεπή εμφάνισή του στη πλατεία Συντάγματος έγινε χαλασμός. Άντρας ευσταλής και ωραίος. Καλοζωισμένος δανδής, ντυμένος με την τελευταία λέξη της μόδας. Φρεσκοσιδερωμένη ρεντικότα, ριγωτό παντελόνι με άριστη τσάκιση, φρεσκογυαλισμένα παπούτσια λουστρίνι, σάλι βαρύτιμο στον ώμο -το σάλι ήταν τότε αριστοκρατική μόδα- το μπαστουνάκι με την ασημένια λαβή στο χέρι και πούρο Αβάνας στο στόμα. Με έπαρση διπλωμάτη της εποχής. Αγέρωχος και «κλωστομύσταξ». Οι Αθηναίοι αδυνατούσαν να πιστέψουν αυτή την πρωτεϊκή μεταμόρφωση. Όμως το επάγγελμα του κανατά ήταν προσοδοφόρο. Είχε κάνει λεφτά που του επέτρεπαν ζωή «λουσάτη».
Από εκείνη την ημέρα η φήμη του ξεπέρασε τα όρια του Λεκανοπεδίου. Όσοι έρχονταν στην πρωτεύουσα έπρεπε πρώτα να δουν και να θαυμάσουν τον Μπαρμπαγιάννη και έπειτα τον Παρθενώνα. Ήταν το πρόσωπο της επικαιρότητας. Οι εφημερίδες δεν άργησαν να τον κάνουν ανάγνωσμα και η λαϊκή μούσα τραγούδι. Η στρατιωτική ορχήστρα που τις Κυριακές και τις αργίες έπαιζε διάφορα φημισμένα κομμάτια στην πλατεία Συντάγματος. Μόλις εμφανιζόταν ο Μπαρμπαγιάννης σταματούσε οτιδήποτε και έπαιζε το δικό του εμβατήριο. Τούτο αποτελούσε βασιλικό προνόμιο. Ο βασιλιάς ενοχλούνταν και θα ήθελε στη θέση του τον Μπαρμπαγιάνννη αλλά και κάποιους ένστολους θαυμαστές του. Ο Μπαρμπαγιάννης όμως ήταν τόσο δημοφιλής και ικανός να δώσει τις κατάλληλες απαντήσεις ως νέος Διογένης, που ο βασιλιάς προτιμούσε να του δείχνει συμπάθεια, χωρίς όμως πολλά πολλά.
`
Οι γυναίκες προσπαθούσαν να τον κάνουν να τις προσέξει, οι άντρες τον χαιρετούσαν με τρόπο που να φανούν οικείοι του. Τα χαμίνια τον έπαιρναν από πίσω αλαλάζοντα. Στις γειτονιές τον υποδέχονταν με ξεφωνητά χαρμόσυνα. Οι παρέες γυναικών που συναναστρέφονταν το απόγευμα στις αυλές και στα πεζοδρόμια, σταματούσαν την κουβέντα τους για να του μιλήσουν. Πόρτες και παράθυρα άνοιγαν στο πέρασμά του για να τον θαυμάσουν. Μοδίστρες, πλύστρες, παραμάνες, όλα τα δουλικά μα και οι κυράδες, κορίτσια νέες και γριές έβγαιναν στην πόρτα ή κρέμονταν στα παραθύρια για να δουν αυτόν τον περίεργο κανατά. Να του προσφέρουν ένα κλαδάκι μυρωδάτου βασιλικού, κομμένο από τη γλάστρα που υπάρχει στο παράθυρο. Να χαχανίσουν μαζί του, να του πουν η μια το κοντό της και η άλλη το μακρύ της, να ευφυολογήσουν, να τον πειράξουν, να του κάνουν τα γλυκά μάτια και να φλερτάρουν μαζί του, στα αστεία δήθεν. Πόσες και πόσες δεν τον ονειροπώλησαν ως σύζυγό τους ή ως γαμπρό για τη θυγατέρα τους. Εντυπωσιασμένες όλες από το λούσο και τη λάμψη της κυριακάτικης εμφάνισής του. Εννοείται ότι έκανε χρυσές δουλειές. «Έσβησε» όλους τους ανταγωνιστές του. Οι πλανόδιοι συνάδελφοί του μετά από δυο τρεις βδομάδες είχαν χρεοκοπήσει οι καημένοι.
Η εντύπωση που δημιουργούσε καταγράφεται σε δημοσίευμα της εποχής:
«Περαιτέρω ανατρέχοντες, ευρίσκομεν άνθρωπον, αυτόχρημα απόγονον του προπάτορος ημών Διογένους, μπαρμπα-Γιάννης ονομάζεται ο κανατάς. Πωλεί, φέρων επί όνου θηλείας, αγγεία διάφορα και τραγωδεί το άσμα του, το τόσο γνωστόν γενόμενον εις τας Αθήνας.
Θαυμάστε την απλοϊκήν αυτού στολήν, θαυμάστε την ανεκτικότητά του και πιστεύσατε ότι ίσος εστί τω όνω ως προς την ανεκτικότητα…
Ευθύς έπειτα παρατηρείτε τον αυτόν μπάρμπα-Γιάννην τον κανατάν εν στολή μεγάλη, κρατούντα το σάλιον του και οδεύοντα ως διπλωμάτην ως ποιητήν. Ο μύσταξ αυτού φθάνει τον αυχέναν και όπισθεν αυτού ενούτε. Ο πιλός αυτού είναι της νεοτάτης κατασκευής, τα υποδήματα νεωστί ηγοράσθησαν από του Γαλλικού καταστήματος. Οποία αντίθεσις».
`
Και στα ταξίδια του στην ελληνική επαρχία, Σύρο, Πάτρα, Μεσσολόγγι τον υποδέχονται με τιμές οι αρχές του τόπου και ο λαός. Στη Σύρο:
`
Σε εσηκώναν επάνω
κ’ έκραζον στα δυνατά
Ζήτω νέε Διογένη
μπάρμπα-Γιάννη Κανατά
και στην Πάτρα
έτρεξον οι Πατρινοί
Να με λέγουν καλώς ήλθες
μπάρμπα-Γιάννη ποιητή (…)
Μ’ άμαξαν με σεργιανίζει
ο καλός εκεί ο Λέων
Κι ο Σταυρής ο Νοματάρχης
εις την πόλιν των Πατραίων.
`
Ο Ι.Μ. Δαμβέργης που δεκαεξάχρονος συνάντησε τον μπάρμπα Γιάννη στην Σμύρνη (1887 περίπου), θυμάται: «Κυριακάτικον και σε εμφάνιση και σε Ιδέες». Πολλοί που τον έβλεπαν στους σμυρναίικους δρόμους τον έδειχναν σαν σπουδαία αθηναϊκή φυσιογνωμία. Τότε ήταν που πρωτοπαίχτηκε προς τιμή του σε θέατρο της Σμύρνης, από την ορχήστρα του θιάσου Αλεξιάδη, ο ύμνος του μπάρμπα Γιάννη, που, όταν έκανε την εμφάνισή του στο κατάμεστο θέατρο, οι θεατές ξέσπασαν σε ατέλειωτα χειροκροτήματα και ανάγκασαν την ορχήστρα να παίζει τον ύμνο καμιά δεκαριά φορές ακόμα.
Ο Μπαρμπαγιάννης απολάμβανε τις εκδηλώσεις λατρείας αλλά δεν έδινε αφορμή για σκάνδαλα και κουτσομπολιά.
Στο πλάι του έχει πάντα τη Σοφία η οποία εκφράζει το παράπονό της όταν φεύγει για τη Σύρο:
`
Έφυγες απ’ τας Αθήνας
Μπάρμπα Γιάννη Κανατά,
Γάιδαρον και την Σοφιά σου
μας αφάκες στ’ ανοικτά
Να πεινώμεν βλησφημώντες
τας αισχράς εκείνας φίλας
Που σ’ έκανον ν’ αφήσεις
τας λαμπράς τώρ’ Αθήνας.
Στο «ιπποτικόν τραγούδι όπερ είπον εις την Σύρον» αναγνωρίζει ότι:
Αν γυρεύσεις δε καμιά
με τους κότσους τα μαλλιά
Θα σ’ αφήσει τότε πλέον
και η δυστυχής Σοφιά
Και με πέτρα το κεφάλι,
θα κτυπάς στα δυνατά
Και θα λέγεις αχ Σοφιά μου
έλα δεν το κάμνω πλιά.
`
Είχε σχέσεις με διάφορες δεσποινίδες και κυρίες αλλά ουδέποτε εξέθεσε καμιά της. Ούτε ο ίδιος έμπλεξε σε περιπέτειες… Παρά μόνο η «θεόζουρλη Γαρούφω (…)/ Το γαϊδούρι με ταις στάμνες/ μ’ έφαγεν η πανηρά/ Και ακόμη όσον είχα στο σεντούκι μου παρά». Γι ’αυτό και το τραγουδάκι που έφτιαξε η λαϊκή μούσα τον προειδοποιεί:
`
Μπαρμπαγιάννη με τις στάμνες
και με τα κανάτια σου
από τα πονηρά κορίτσια
άνοιξε τα μάτια σου
Πρόσεξε μη σε γελάσει
καμιά έμορφη κυρά
και σου φάει το γαϊδούρι
και σ’ αφήσει την ουρά
`
Ο σκοπός του τραγουδιού προέρχεται από μια παλιά λαϊκή ιταλική μελωδία που έγινε δημοφιλής στην Αθήνα σε διασκευή του αρχιμουσικού της στρατιωτικής μπάντας Βαυαρού Ανδρέα Σάιλερ και την έπαιζε κάθε φορά που Μπαρμπαγιάννης έκανε την εμφάνισή του στο Σύνταγμα χαιρετώντας με το ψηλό καπέλο. Το τραγούδι αποτυπώθηκε στη δισκογραφία το 1933 με την Ελβίρα ντε Ιντάλγκο (καθηγήτρια της Μαρίας Κάλλας) και τον Γιάννη Αγγελόπουλο. Ενα χρόνο αργότερα ηχογραφήθηκε η πιο γνωστή του εκδοχή (παραλλαγμένη όμως σε σχέση με την αρχική) με τον τενόρο Πέτρο Επιτροπάκη, ο οποίος στο μουσικό θέατρο αναβίωνε συχνά τον ιδιόρρυθμο τύπο της παλιά Αθήνας. Το 1957 ο μπάρμπα-Γιάννης έγινε και κινηματογραφική ταινία με πρωταγωνιστή τον Βασίλη Αυλωνίτη.
Του Ηρακλή Κακαβανη
δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη το 2008
hronologio.gr
http://www.bloko.gr
No comments:
Post a Comment