Αστραπόγιαννος
«Λαμπέτη, εδείλιασα!… Τα σώθικά μουάσπλαχνο εθέρισε βόλι, πικρό.Νεκρά στο σκάνδαλο τα δάχτυλά μουβλέπεις, επάγωσαν… Δώσ’ μου νερό…
5»Λαμπέτη, εσβήστηκα!… Ώραν την ώραφεύγ’ ανυπόμονη, πετά η ψυχή.Στα κρύα τα χείλη μου στέκεται τώρα·σκύψε και πιε τηνε μ’ ένα φιλί.
»Λαμπέτη, χόρτασε τη δύναμή μου.10Μέσα στα στήθια σου θέλω να βρωστερνό λημέρι μου, θέλω η πνοή μουνα βρει στα σπλάχνα σου τον ουρανό.
»Μόχτα κι επλάκωσαν σαν άγριοι σκύλοιγια το κεφάλι μου… Τί καρτερείς;…15Φορτώσου τ’ άρματα, το καριοφίλι,κόψε με γρήγορα… μη μ’ αρνηθείς.
»Λαμπέτη, σφόγγισε, τρίψε με χώματο γιαταγάνι σου, κι είναι θολό…Πώς κλαις;… τί δέρνεσαι;… Τρίψε το ακόμα…20Μην τρέμεις… ζύγωσε… δώσ’ μου να ιδώ.
»Το αίμα τ’ άπιστο με το δικό μουδε θέλω επάνω του ν’ ανταμωθεί,φαρμάκι αγλύκαντο μες στο λαιμό μουδε θέλω σύντροφο κάτου στη γη.
25»Χτύπα, Λαμπέτη μου!… Άπλωσε, πιάσε,σφίξε στα δάχτυλα τ’ άσπρα μαλλιά…Τα χέρια εσταύρωσα… Μη με φοβάσαι…Κόψε με… πάρε με στην αγκαλιά».
Ολόρθο επέταξε τ’ άξιο λεπίδι,30τ’ αγέρι εξέσχισε, παίρνει φτερό,άστραψ’, εσφύριξε γοργό σα φίδι…Το δέντρο ελύγισε στη γη νεκρό.
Βαριά σπαράζει, φοβερή στο χέρι του Λαμπέτηη κάρα τ’ Αστραπόγιαννου. Το μάτι ανταριασμένο35του σκοτωμένου τρεις φορές ανεβοκατεβαίνεικαι βασιλεύει σκοτεινό. Στο μέτωπό του η νύχταξαπλώθηκε αξημέρωτη. Δεν άφηκε η ψυχή τουάλλο σημάδι οπίσω της παρά στ’ αχνό το στόμα,σα μιαν αχτίδα φεγγαριού στο μάρμαρο του τάφου,40ένα χαμόγελο βουβό, νεκρό, σαβανωμένοστου γέροντα τ’ αρματολού τα κάτασπρα τα γένια.
Σπρώχνει στη θήκη κόκκινο το γιαταγάνι ο κλέφτης,κι αρπάζει το δισάκι του! Στη μια μεριά φορτώνειτο κρίθινό του το ψωμί, στην άλλη ματωμένο45το λείψανό του τ’ ακριβό. Το δάχτυλό του βάφειστο αίμα π’ άφριζε στη γη, σταυρώνει το κουφάρικαι χάνεται στη λαγκαδιά… Καπνός ο πεζοδρόμος.
Τρέχουνε πίσω του ξαγριωμένοιπενήντα Λιάπηδες τον κυνηγούν.50Ο ίσκιος έφευγε, πετά, διαβαίνει…Η νύχτα επλάκωνε, λυσσομανούν.
Στη ράχη εμαύρισε σα συγνεφάκι…Αδειάζουν τ’ άρματα… στέκουν να ιδούν.Βροχή τα βόλια τους μες στο δισάκι55τον Αστραπόγιαννο ψόφια χτυπούν.
Ο κλέφτης άνοιξε το πάτημά του,πηδά χαλάσματα και λαγκαδιές,παίρνει το λείψανο στην αγκαλιά του…Κάλλιο στην πλάτη του χίλιες βολιές.
60Αγριοπρίναρα, παλιούρια, βάτοιτη σάρκα τὄτρωγαν, όθε διαβεί.Το αίμα του έβαφε το μονοπάτι,εμπρός τρισκότιδο και πίσω εχθροί.
Στο χιόνι εβάλτωνε το παλικάρι,65τη γλώσσα τὄφρυγε δίψα σκληρή.Νύχτα θεότυφλη, χωρίς φεγγάρι,και δεν απόσταινε, πάντα πατεί.
Περνούν μεσάνυχτα κι η Πούλια σβηέται,τα πλάγια ασπρίζουνε, σιμών’ η αυγή.70Στέκει… ακουρμαίνεται… δεν αγρικιέταικανένα πάτημα… παντού σιγή.
Ξυπνούν οι πέρδικες στο χαραμέρι…Στο λόγγο ερίχτηκε, γύρω θωρεί…Γνωρίζει ανέλπιστα παλιό λημέρι,75τη βρύση εξάνοιξε πὄτρεχ’ εκεί.
Πάλ’ ακουρμαίνεται… γέρνει τ’ αυτιά του,πέφτει τ’ απίστομα, τη γη ρωτά…Χτύπο δεν άκουσε… μόν’ η καρδιά τουμέσα στα στήθια του βαρεί, πετά.
80Του φάνηκε ότι εξέφυγε… Εμέτρησ’ ένα ένατ’ άρματα τ’ Αστραπόγιαννου· δεν έχασε κανένατο μαύρο το κλεφτόπουλο στο φοβερό του δρόμο.Σιμά στη βρύση εκάθισε, κατέβασε απ’ τον ώμοτο έρμο το δισάκι του… Το μάτι του έχει αντάρα…85Απλώνει μες στο σάβανο το χέρι με λαχτάρα…Σφίγγει τα κρύα τα μαλλιά… Ο νους του ανεμοζάλη…Ξεσέρνει το κεφάλι.
Μ’ ανατριχίλα το θωρεί. Στα χόρτα το καθίζει,παίρνει στη φούχτα του νερό, το νίβει, το χτενίζει·90ζερβιά του βάνει το σπαθί, δεξιά το καριοφίλι,πλένει το στόμα το βουβό και στα νεκρά τα χείληβρίσκει ο Λαμπέτης άσβηστο, σα να ’ταν πετρωμένο,του γέρου το χαμόγελο γλυκ’ αποκοιμημένο.Τότε εξαλάφρωσε η καρδιά, τότε ένα δάκρυ πέφτει95στο πρόσωπο του κλέφτη.
Ένιωσ’ ότ’ είχε την ευχή τ’ αρματολού μαζί τουκαι ξεσυγνέφιασε μεμιάς η θολερή ψυχή του.Του φάνηκε ολοζώντανος εκεί με τ’ άρματά τουο γέροντάς του νηστικός ότ’ έστεκε σιμά του.100Κόβει βλαστάρια τρυφερά, τη φτέρη ξεφυλλίζει,παίρνει ένα κρίθινο ψωμί, στη μέση το χωρίζεικαι τη μια σφήνα από τες δυο τη δίνει στο κεφάλικι αυτός κρατεί την άλλη.
«Ξύπν’, Αστραπόγιαννε, γλυκοχαράζει.105Γιατί εκοιμήθηκες τόσο βαριά;Ξύπνα, ο Λαμπέτης σου γλυκά σε κράζεινα ιδείς τα φράξα σου, τα κρύα νερά.
»Τα μάτια άνοιξε, ψυχοπατέρα,να ιδείς που σ’ έφερα σε μια βραδιά.110Μες στο λημέρι σου μ’ ηύρηκ’ η μέρα,το ’χω, Αστραπόγιαννε, κρυφή χαρά.
»Θυμάσαι, ανήλικο μ’ είχε πετάξειστον δρόμο η μοίρα μου, μικρό μικρό·τη μάνα οι άπιστοι μου ’χανε σφάξει,115στο λόγγο εκρύφτηκα γυμνό, ορφανό.
»Εδώ επρωτόρθαμε… Μ’ ακούς, πατέρα;…Εδώ μ’ ανάστησες νεκρό, φτωχό.Εδώ με πότισες δροσιά κι αγέρα,μ’ έκανες έλατο, πατέρα, εδώ.
120»Πρώτος συ μὄδειξες του εχθρού την όψηκαι συ μ’ εβάφτισες μες στη φωτιά.Ποιός να σου το ’λεγε πως θα σε κόψειτο χέρι πὄμαθες να πολεμά;
»Ξύπν’, Αστραπόγιαννε, και κοίταξέ με,125φάγε μ’ εμένανε λίγο ψωμί,φόρεσε τ’ άρματα, χαιρέτησέ με,ξύπνα, ζωντάνεψε κι ήρθ’ η αυγή.
»Εσύ επρωτόδινες ψηλά στο βράχοτο καλημέρισμα στον αϊτό,130συ πρώτος έδειχνες σ’ εμέ, στο Ζάχο,το γλυκοχάραμα στον ουρανό.
»Τότ’ εξεφύτρωνες σαν κυπαρίσσιστα καταράχια μας τρομαχτικό,τον ίσκιο σου έστελνες να φοβερίσει135κάτου τα Σάλωνα… και τώρα εδώ.
»Ο Ζάχος έπεσε… κι ήταν γραμμένοεγώ, Αστραπόγιαννε, πάλ’ ορφανό,το ξυλοκρέβατο για σε να γένω,για σε, πατέρα μου, γη να ζητώ».
140Κι εκεί που ο δύστυχος μοιρολογούσεμεμιάς αυτιάζεται… κι ένα σκυλίμακρά τού φάνηκε σα να αλυχτούσε,κούφια σαν κι άκουσε ποδοβολή.
Τα δέντρα εσείστηκαν, τα χαμοκλάδια·145σκιασμένα επρόβαιναν συχνά συχνάπλατόνια, αγριόπουλα, λαγοί, ζαρκάδια…Μην επαγάνιζεν η Λιαπουριά;…
Σκύφτει, ακουρμαίνεται… σιμών’ η αντάρα…Του ’βραν το πάτημα στο χιόνι οι εχθροί.150Αρπάζει τ’ άρματα, κρύβει την κάρα,πετά, αναλήφτηκε σαν αστραπή.
*
Τρέχει εδώθ’, εκείθε γέρνειη έρμη φτέρνα στο βουνό,μαύρο κύμα ανεμοδέρνει155και δε βρίσκει ένα γιαλό.
Τον επήρε γι’ αγωγιάτηΧάρος άγρυπνος, σκληρός…Σαλαγάει, βαρεί την πλάτηπάντα πίσω του ο νεκρός.
160Στο τυφλό το τρέξιμό τουμες στη φούχτά του αρπαχτάγια να βρέξει το λαιμό τουπίνει πάχνη και περνά.
Τον εθέριζε άγρια πείνα165και δεν έχει άλλο ψωμί…Στο σακί του μέν’ η σφήνατ’ Αστραπόγιαννου ξερή.
Στ’ αχαμνά τα δάχτυλά τουτην επήρε μια φορά…170Θολωμέν’ είν’ η ματιά τουκαι τα χείλη του ανοιχτά.
Όλος έτρεμε… στο στόματην εζύγωσε σκιαχτά…Δεν αμάρτησε, όχι ακόμα…175Αναστέναξε βαριά.
Μεμιάς τὄφυγ’ ένα δάκρυ,την εφίλησε γλυκά,και στον κόρφο σε μιαν άκρητην εγώνιασε βαθιά.
180Πόσες μέρες και πού τρέχει,πόσες νύχτες δε μετρά,μέσα ο νους του πάντα βρέχειστην ψυχή του συγνεφιά.
Μες στο λόγγο αν σταματήσει185για να πάρει ανασασμό,κάποιος λύκος θα χουμήσειγια ν’ αρπάξει το νεκρό.
Καλιακούδες και κοράκοιτο κεφάλι κυνηγούν,190με τα νύχια απ’ το δισάκινα το κλέψουν πολεμούν.
Ανδρειεύεται η καρδιά του,τρέχει ακόμη λίγο εμπρός,μια κρυφή βρίσκει σπηλιά του,195μέσα ρίχνεται ο φτωχός.
Ξεφορτώνεται, δειλιάζει,γέρνει αναίσθητος στη γη,κλει τα μάτια του, πλαγιάζεικαι το λείψανο κρατεί.
200Κι εκεί που ’τανε θαμμένοςμες στου ύπνου την νυχτιά,στο πλευρό του ο σκοτωμένοςανταριάζεται, ξυπνά.
Στέκει εμπρός του… Τα δυο μάτια,205κούφια χάσκουνε πλατιά.Πέφτ’ η σάρκα του κομμάτια,τα δυο χείλη λαγκαδιά.
Το γλυκό χαμόγελό τουλίγο λίγο είχε σβηστεί210και περνούν στο μέτωπό τουμαύρα γνέφη εδώ κι εκεί.
*
«Παιδί μου, εγέρασε το λείψανό μουτόσα μερόνυχτα χωρίς ταφή,ο Χάρος έφαγε το πρόσωπό μου·215δώσ’ μου, Λαμπέτη μου, μια φούχτα γη.
»Κάτου στα Σάλωνα, ξεψυχισμένοςο εχθρός εφώλιασε μακρά απεδώ·ξύπνα, Λαμπέτη μου, κι αποσταμένοςθέλω στο μνήμά μου να πάω κι εγώ.
220»Βλέπεις μυρίστηκαν το σκοτωμό μουόρνια ανυπόμονα, μαύρα πουλιά,πριν με ξεσχίσουνε στο σάβανό μου,παιδί μου, κρύψε με στη γη βαθιά.
»Τώρα που εκόρνιασαν κι ολόγυρά μου225σκοτάδι τρίδιπλο με πλημμυρεί,πάρ’ το δισάκι σου, πάρ’ τ’ άρματά μου,ξύπνα να φύγομε πριν έρθ’ η αυγή.
»Θέλω το χάραμα, πὄβγαινε πρώτοκαι μου καμάρωνε τη λεβεντιά,230τ’ αγέρι, πὄτρεχε χνότο με χνότοκαι μου ζωντάνευε τα σωθικά,
»οι αριές, τα πεύκα μου, τα κρύα νερά μου,θέλω, Λαμπέτη μου, να μη με ιδούν,να μη γνωρίσουνε την ασχημιά μου…235Έλα να φύγομε, μην πικραθούν.
»Τώρα που μ’ έφερες ώς τα Παλάτια,σκάψε το λάκκο μου σ’ αυτήν τη γη.Εδώ δε φτάνουνε του εχθρού τα μάτιαδεν ανεβαίνουν παρ’ αϊτοί.
240»Λαμπέτη, χώσε με με τ’ άρματά μου,ολόρθα, στήσε τα, δεξιά ζερβιά.Να ’ναι στο μνήμα μου κεροδοσά μου,πρωτοπαλίκαρα στην ερημιά.
»Κι όταν, Λαμπέτη μου, με χωματίσεις,245έβγα στο Τρίκορφο γοργά γοργάνα πεις πως σ’ έστειλα να πολεμήσεις,πες χαιρετίσματα στην κλεφτουριά.
»Εχτές επιάστηκε κι εκεί τουφέκι,στον ύπνο μου άκουσα το βογκητό·250εγώ αποσβήστηκα κι αστροπελέκι,Λαμπέτη, μὄμεινες εσύ στερνό.
»Μη μου πικραίνεσαι, κι είναι γραμμένομ’ εμένα γλήγορα ν’ ανταμωθείς,τρέχα, πολέμησε και σε προσμένω255στο μνήμα μου άλιωτος όσο να ’ρθεις».
*
Ξυπνά, αλαφιάζεται, ο νους του ανάφτει·βουβός επέρασε μια λαγκαδιά.Βρίσκει έν’ απόγωνο, το χώμα σκάφτειτα χείλη επέτρωσαν, πάντα βουβά.
260Το νύχι αιμάτωνε μες στο στουρνάρι,έχωσε τ’ άρματα και το ψωμί,στο λείψανο έστρωσε χλωρό γρυπάρι,το μνήμα εσφράγισε, σκύφτει, φιλεί.
Βαστά το δάκρυ του, το καταπίνει,265δεν εξανάσαινε μην προδοθεί·κοιτάζει ολόγυρα, πετιέται, χύνει,τρέμει στον πόλεμο μη δε βρεθεί.
Βλέπει το Τρίκορφο, σφίγγεται, φτάνει,το λιανοτούφεκο πέφτει πυκνό.270Σέρνει στα δόντια του το γιαταγάνι,ρουφά ανυπόμονα φλόγα, καπνό.
Πούθε να πλάκωσε παρόμοια αντάρα,παρόμοιος σίφουνας; ο εχθρός ρωτά.Το χέρι εδούλευε και βουβαμάρα275πάντα τα χείλη του κρατεί κλειστά.
Χάρος ανέλπιστος περνά, θερίζει,αναστυλώθηκε κι η κλεφτουριά.Ρυάζετ’ η Ρούμελη στο μετερίζιρίχνεται πίσω του παύει η φωτιά.
280Δεν τον επρόφταιναν… Τον ανακράζουν,δεν αποκρένεται, διαβαίνει εμπρός.Τα χέρια του άκοπα χτυπούνε, σφάζουν,σκορπά, ανταριάζεται, φεύγει ο εχθρός.
Στο δρόμο του άξαφνα του λυέται η χαίτη,285στην πλάτη ανέμισε σα δυο φτερά·τότε του φώναξαν: «Στάσου, Λαμπέτη,άφησε κι ένανε γι’ άλλη φορά».
Κι αυτός δεν ένιωθε ποιός τονε κράζει,πάντα εσαλάγαγε τη Λιαπουριά,290τ’ αγέρι εθόλωσε, ξεμοναχιάζει…Άστραψ’, εβρόντησε μια πιστολιά.
Τον ελαβώσανε… Στο χώμα γέρνει,το βόλι εχώνεψε μες στα πλευρά.Πέφτει τ’ απίστομα, σιγά ξεσέρνει,295σα φίδι κρύβεται μες στα κλαριά.
Έβοσκε ο θάνατος τα σωθικά τουκι εκείνος έτρεχεν ολονυχτίς.Πατεί, σωριάζεται, σβηέτ’ η καρδιά του…Πού ’σ’, Αστραπόγιαννε, να τονε ιδείς;…
300Διαβαίνει ανήφορους και μονοπάτια,βράχους απάτητους, νεροσυρμές,εξημερώθηκε μες στα Παλάτια,εψυχομάχησε χίλιες φορές.
Το μνήμα επρόσμενε… Λιγάκι ακόμα305να φτάσει τὄλειπε… πετιέται ορθός,πηδά, ανδρειεύεται… το έρμο χώμασφίγγει στα δόντια του, πέφτει νεκρός.
Το βράδυ ανέλπιστα πιάνει το χιόνικι ο τάφος κρύβεται βαθιά βαθιά.310Λες κι εσαβάνωσαν σ’ ένα σεντόνιτα δυο τα λείψανα σφιχτά σφιχτά.
[1867*]
www.lidoriki.com
|
No comments:
Post a Comment