1.4.16

ΕΔΩ..ΛΙΔΟΡΙΚΙ...ΕΔΩ..ΛΙΔΟΡΙΚΙ ..

Καλημέρα  Λιδορικιώτες όλου του  κόσμου 
Καλημέρα στους  αγαπημένους  φίλους  μας  που  είναι  καθημερινά  μαζί μας  ..
ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ  ΣΕ  ΟΛΟΥΣ  ΚΑΛΟ  ΜΗΝΑ 
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ  ΣΗΜΕΡΑ Ιη ΑΠΡΙΛΙΟΥ  2016 

 Ανατολή Ήλιου: 07:07
Δύση Ήλιου: 19:49
Σελήνη 23 ημερών


ΠΗΓΗ: 
http://www.sansimera.gr/#ixzz44XEmCmER



ΣΑΝ  ΣΗΜΕΡΑ  
ΓΕΓΟΝΟΤΑ 
π. Χ.
334

Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο και αρχίζει την εκστρατεία του στην Ανατολή.
μ. Χ.
1824

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης δικάζεται στο Αιτωλικό με την κατηγορία ότι ήλθε σε συνεννοήσεις με τους Τούρκους. Θα καταδικασθεί την επομένη ως «ως επίβουλος της πατρίδος και προδότης».
1849

Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ διευθύνει την 9η Συμφωνία τουΜπετόβεν στη Δρέσδη. Μεταξύ των ακροατών βρίσκεται και ο πάπας του Αναρχισμού Μιχαήλ Μπακούνιν, ο οποίος συγχαίροντας τον μαέστρο Βάγκνερ μετά τη συναυλία, του λέει: «Ακόμα και αν όλα τα πράγματα καταστραφούν στο μέλλον, αυτό το έργο τέχνης πρέπει να μείνει ανέπαφο, ακόμα και με κίνδυνο της ζωής μας».
1955

Στην Κύπρο, η ΕΟΚΑ ξεκινάει τον ένοπλο αγώνα ενάντια στην αγγλική κυριαρχία.
1957

Πρωταπριλιάτικη φάρσα στην Αγγλία, που θα αφήσει εποχή. Ο παρουσιαστής ειδήσεων του BBC Ρίτσαρντ Ντίμπλεμπι παρουσιάζει οπτικοποιημένο ρεπορτάζ για την ανοιξιάτική συγκομιδή σπαγγέτι στην Ιταλία και γίνεται πιστευτός!
1992

Η πορτογαλική προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δια του υπουργού Εξωτερικών, Ζοάο Πινέιρο, προτείνει συμβιβασμό με αποδοχή από την πλευρά της Ελλάδας μιας σύνθετης ονομασίας για το κράτος των Σκοπίων, με επικρατέστερη ονομασία «Νοβοματσεντόνια» (Νέα Μακεδονία). Πρόκειται για το λεγόμενο «Πακέτο Πινέιρο», που προκαλεί διάσταση στις σχέσεις Σαμαρά -Μητσοτάκη.



ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ  
μ. Χ.
1755

Ζαν-Αντέλμ Μπριγιά-Σαβαρέν, γάλλος δικηγόρος, δικαστικός, πολιτικός και συγγραφέας του περίφημου οκτάτομου βιβλίου περί γαστρονομίας «Η φυσιολογία της γεύσης» («Physiologie du Goût»).(Θαν. 5/5/1789)
1815

Ότο Φον Μπίσμαρκ, γερμανός πολιτικός, που ένωσε τη Γερμανία και διετέλεσε καγκελάριός της επί 24 χρόνια. (Θαν. 30/7/1898)
1902

Μαρία Πολυδούρη, ποιήτρια από την Καλαμάτα, γνωστή και από το δεσμό της με τον ομότεχνό τηςΚώστα Καρυωτάκη(Θαν. 29/4/1930)


ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/almanac/0104#ixzz44XFqGZc2


ΘΑΝΑΤΟΙ 

μ. Χ.
1917

Σκοτ Τζόπλιν, ο αποκαλούμενος και «βασιλιάς του Ragtime», μαύρος αμερικανός συνθέτης. (Γεν. 24/11/1868)
2002

Σίμο Χέιχε, φημισμένος φιλανδός ελεύθερος σκοπευτής, γνωστός και με το παρατσούκλι «λευκός θάνατος», ήρωας του ρωσοφινλανδικού πολέμου του 1939. (Γεν. 17/12/1905)
2010

Εντ Ρόμπερτς, αμερικανός μηχανικός, επιχειρηματίας και γιατρός, που σχεδίασε το 1975 τον πρώτο εμπορικά επιτυχημένο προσωπικό υπολογιστή Altair 8800, ο οποίος αποτέλεσε ουσιαστικά τον προπομπό των προσωπικών ηλεκτρονικών υπολογιστών (PC), ενώ υπήρξε και ο πρώτος πελάτης της νεοσύστατης τότε Microsoft των Μπιλ Γκέιτς και Πολ Άλεν. (Γεν. 13/9/1941)


ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/almanac/0104#ixzz44XG84JXT







Πρωταπριλιά

Συγκομιδή... σπαγγέτι στην Ιταλία (BBC, 1957)
Συγκομιδή... σπαγγέτι στην Ιταλία (BBC, 1957)

  
Κάθε χρόνο την 1η Απριλίου αναβιώνει το έθιμο με τα αθώα ψέματα. Πρόκειται για μία παιγνιώδη συνήθεια των ανθρώπων, με παγκόσμια διάσταση. Το έθιμο έλκει την καταγωγή του από τη Δύση και οι ρίζες του ανιχνεύονται στους αρχαίους Κέλτες, οι οποίοι συνήθισαν την Πρωταπριλιά που καλυτέρευε ο καιρός να βγαίνουν για ψάρεμα. Τις περισσότερες φορές γύριζαν με άδεια χέρια, αλλά οι ψεύτικες ιστορίες τους για μεγάλα ψάρια έδιναν κι έπαιρναν.
Τον Μεσαίωνα, οι Γάλλοι γιόρταζαν την Πρωτοχρονιά την 1η Απριλίου, λόγω του Πάσχα. Το 1560 ή το 1564 ο βασιλιάς Κάρολος Θ’ μετέθεσε την αρχή του έτους από την 1η Απριλίου στην 1η Ιανουαρίου για να συμβαδίζει η χώρα του ημερολογιακά με τις άλλες χώρες. Η αλλαγή αυτή δημιούργησε προβλήματα στο λαό, καθώς ό,τι έχει σχέση με την οργάνωση του χρόνου δημιουργεί συναισθηματικές φορτίσεις και αντιδράσεις. Όσοι, λοιπόν, από τους υπηκόους του βασιλιά αποδέχτηκαν την ημερολογιακή αλλαγή πείραζαν εκείνους που συνέχιζαν να τηρούν την παλιά πρωτοχρονιά (1η Απριλίου), λέγοντάς τους περιπαικτικά ψέματα ή κάνοντάς τους ψεύτικα πρωτοχρονιάτικα δώρα.
Από τους Κέλτες και τους Γάλλους το έθιμο μεταλαμπαδεύτηκε σ’ όλο τον κόσμο, με προεξάρχουσες τις εφημερίδες στις αρχές του 20ου αιώνα και στη συνέχεια τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, που συχνά μεταδίδουν πολύ επιτυχημένες ειδήσεις - φάρσες. Με την εξάπλωση του Ίντερνετ, η Πρωταπριλιά έχει γίνει πλέον καθημερινή συνήθεια. Τα λεγόμενα «hoax» είναι οι πιο συνηθισμένες διαδικτυακές φάρσες. Πρόκειται για κατασκευασμένες ιστορίες με περίτεχνο τρόπο που μπορούν να ξεγελάσουν ακόμη κι ένα γνώστη του θέματος, το οποίο πραγματεύονται.
Στον ελληνικό χώρο το έθιμο πρέπει να ήταν γνωστό από την εποχή των Σταυροφοριών. Η συνήθεια να λένε ψέματα δεν είναι άγνωστη στην Ελλάδα. Μάλιστα, αποτελεί, όπως υποστηρίζει ο λαογράφος Γεώργιος Μέγας, συνήθη μηχανισμό στην προσπάθεια εξασφάλισης της επιτυχίας μιας μαγικής ενέργειας ή ενός δύσκολου έργου, βάσει της αντίληψης ότι η ψευδολογία ξεγελά και εμποδίζει τις βλαπτικές δυνάμεις. Και το ψέμα της Πρωταπριλιάς είναι «ένα σκόπιμο ξεγέλασμα των βλαπτικών δυνάμεων που θα εμπόδιζαν την αγροτική παραγωγή», σύμφωνα με το λαογράφο Δημήτριο Λουκάτο.


ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/431#ixzz44XGQMP4I







Το Πορτρέτο των Μηνών





Πίνακας του Γιάννη Τσαρούχη
Πίνακας του Γιάννη Τσαρούχη
  
Ο τέταρτος μήνας του πολιτικού έτους, με διάρκεια 30 ημέρες. Αρχικά ήταν ο δεύτερος μήνας του δεκάμηνου Ρωμαϊκού ημερολογίου με την ονομασία Aprilis και πήρε το όνομά του από το λατινικό ρήμα aperire, που σημαίνει ανοίγω, γιατί το μήνα αυτό ανοίγουν, ανθίζουν τα λουλούδια. Ο Νέρων θέλησε να μετονομάσει τον Απρίλιο σε Νερώνιο (Neronius), ύστερα από μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του το 65 μ.Χ, αλλά η ονομασία αυτή δεν επικράτησε.
Στην Αρχαία Ρώμη ο μήνας ήταν αφιερωμένος σε δύο θεούς, την Αφροδίτη και τον Απόλλωνα. Οι Ρωμαίοι γιόρταζαν:
  • Tην 1η Απριλίου τα Βενεράλια (Veneralia), προς τιμήν της θεάς της αγάπης και της ομορφιάς Βένους, της Αφροδίτης των Αρχαίων Ελλήνων.
  • Από τις 4 έως τις 10 Απριλίου τα Μεγαλήσια (Megalesia), προς τιμή της θεάς Κυβέλης, με μουσικούς και γυμνικούς αγώνες.
  • Στις 21 Απριλίου τα Παλίλια (Palilia), ποιμενική γιορτή προς τιμή της θεάς Εστίας. Οι βοσκοί κρατούσαν κλαδιά δάφνης και ράντιζαν με νερό το έδαφος, ενώ άναβαν φωτιές με άχυρα και πηδούσαν τρεις φορές πάνω από αυτές για να εξαγνιστούν. Η γιορτή αυτή διατηρήθηκε μέχρι το 787 μ.Χ, οπότε καταργήθηκε με απόφαση της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου. Το έθιμο με τις φωτιές κρατά έως σήμερα.
  • Στις 22 Απριλίου γιόρταζαν με κρασοκατανύξεις τα Βινάλια Πριόρα (Vinalia Prioria), δηλαδή τα Πρώτα Οινοφόρια.
  • Στις 28 Απριλίου ξεκινούσαν τα Φλοράλια (Floralia), τα ρωμαϊκά Ανθεστήρια, προς τιμή της Flora, θεάς της βλάστησης και της άνοιξης.
Στο αρχαίο Αττικό ημερολόγιο ο Μάρτιος αντιστοιχούσε με το δεύτερο δεκαπενθήμερο του μήνα Ελαφηβολιώνα και το πρώτο δεκαπενθήμερο του μήνα Μουνυχιώνα. Το διάστημα αυτό στην Αθήνα γιορτάζονταν τα:

Λαογραφία

Ο Απρίλης με τον Μάη είναι οι μήνες των λουλουδιών («Ο Απρίλης με τα λούλουδα και ο Μάης με τα ρόδα»). Η βροχή του Απρίλη θεωρείται από τους γεωργούς πολύ ευεργετική («Αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά και ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ' εκείνο το ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα»). Στη Θράκη το βρόχινο νερό της πρωταπριλιάς θεωρείται θεραπευτικό. Παλαιότερα το μάζευαν σε μπουκάλι και το έδιναν στους αρρώστους.
Ο Απρίλης αποκαλείται στις διάφορες ντοπιολαλιές:
  • Γρίλλης, δηλαδή γκρινιάρης, γιατί συνήθως τελείωναν τα γεωργικά αποθέματα από τις προηγούμενες συγκομιδές κι άρχιζαν οι γκρίνιες στην οικογένεια.
  • Τιναχτοκοφινίδης ή Τιναχτοκοφινίτης, επειδή καθαρίζονταν τα κοφίνια για να καθαριστούν.
  • Ξεροκοφινάς, γιατί τελείωναν πάντα οι φτωχές συγκομιδές των γεωργών.
  • Αηγιωργίτης ή Αηγιωργάτης, λόγω της μεγάλης χριστιανικής εορτής του Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου).
  • Λαμπριάτης, λόγω του Ορθόδοξου Χριστιανικού Πάσχα ή Λαμπρής, που επισυμβαίνει συνήθως τον Απρίλιο.
  • Τριανταφυλλάς, επειδή τον Απρίλιο ανθίζουν οι τριανταφυλλιές.
Κάθε χρόνο την Πρωταπριλιά αναβιώνει το έθιμο με τα αθώα ψέματα και αστεία, που είναι κοινό για όλους σχεδόν τους λαούς.


ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/500/180#ixzz44XGj9rGH









Ο Απελευθερωτικός Αγώνας της Κύπρου

Ο Γεώργιος Γρίβας με αγωνιστές της ΕΟΚΑ
Ο Γεώργιος Γρίβας με αγωνιστές της ΕΟΚΑ

  
Την 1η Απριλίου 1955 οι Ελληνοκύπριοι ξεσηκώθηκαν για να αποτινάξουν τον βρετανικό ζυγό, με στόχο την «Ένωσιν» με τη μητέρα-πατρίδα Ελλάδα. Ο αγώνας τους έληξε με τις «Συμφωνίες Λονδίνου - Ζυρίχης» (19 Φεβρουαρίου 1959), με τις οποίες η Κύπρος ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος.
Το αίτημα των Ελληνοκυπρίων για την αποτίναξη της βρετανικής κατοχής στη Μεγαλόνησο και την ένωση με την Ελλάδα ήρθε δυναμικά στο προσκήνιο το 1950, με το δημοψήφισμα της 15ης Ιανουαρίου (το διοργάνωσε η Εκκλησία της Κύπρου και το 95,7% των ψηφισάντων τάχθηκε υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα) και την εκλογή του Μακαρίου Γ' ως Αρχιεπισκόπου Κύπρου στις 20 Οκτωβρίου. Ήταν η εποχή που η αποικιοκρατία έπνεε τα λοίσθια και η μία μετά την άλλη οι κατακτημένες χώρες επιζητούσαν δυναμικά την ανεξαρτησία τους.
Οι κυβερνήσεις των Αθηνών, με την προτροπή της ελληνοκυπριακής ηγεσίας και υπό την πίεση των οργανώσεων του Κυπριακού Αγώνα στην Αθήνα, κατέβαλλαν προσπάθειες για τη διεθνοποίηση του θέματος, με διαδοχικές προσφυγές στον ΟΗΕ. Στις 10 Νοεμβρίου 1954 ο απόστρατος συνταγματάρχης Γεώργιος «Διγενής» Γρίβας (1897-1974) φθάνει στο νησί και συγκροτεί την Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ), η οποία την 1η Απριλίου 1955 αναλαμβάνει δράση κατά των Βρετανών αποικιοκρατών, σηματοδοτώντας την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα των Κυπρίων. Ο γεννημένος στην Κύπρο Γρίβας είχε διατελέσει αξιωματικός του ελληνικού στρατού και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής είχε ιδρύσει την αντικομουνιστική οργάνωση «Χ», ενώ είχε λάβει ενεργό μέρος στον Εμφύλιο Πόλεμο. Πολιτικός αρχηγός της ΕΟΚΑ ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος (1913-1977), μετέπειτα πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η έναρξη του αγώνα, όπως προαναφέρθηκε, ξεκίνησε τις βραδινές ώρες της 31ης Μαρτίου προς την 1η Απριλίου 1955, με επιθέσεις σε κυβερνητικά κτίρια, αστυνομικούς σταθμούς, τον ραδιοσταθμό και σε βρετανικό στρατόπεδο της Αμμοχώστου. Κατά τη διάρκεια του αγώνα, στο στόχαστρο της ΕΟΚΑ βρέθηκαν εκτός από τους Άγγλους δυνάστες, οι Ελληνοκύπριοι συνεργάτες τους, οι Τουρκοκύπριοι της οργάνωσης «Ταξίμ» που επιζητούσαν «ένωση» της Κύπρου με την Τουρκία, αλλά και μέλη του ΑΚΕΛ, που οι «εθνικόφρονες» της ΕΟΚΑ τούς κατηγορούσαν ως συνεργάτες των Άγγλων. Η διαμάχη «δεξιών» και «αριστερών» στην Κύπρο για τον ρόλο του ΑΚΕΛ στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα καλά κρατεί μέχρι σήμερα.
Παρά το αίμα που χύθηκε και τους αγωνιστές που έδωσαν τη ζωή τους (Καραολής, Δημητρίου, Παλληκαρίδης, Αυξεντίου κ.ά), ο στόχος της «Ένωσης» δεν επιτεύχθηκε. Με τις συμφωνίες του Λονδίνου και της Ζυρίχης (19 Φεβρουαρίου 1959,  η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος την 1η Οκτωβρίου 1960.


ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/612#ixzz44XH1sYpq







Μαρία Πολυδούρη


1902 – 1930

Μαρία Πολυδούρη
  
Ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής από την Καλαμάτα. Γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1902 και ήταν κόρη του φιλόλογου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές ανησυχίες. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, αφού προηγουμένως είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών.
Στα γράμματα εμφανίζεται σε ηλικία 14 ετών, με το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας». Αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού, τον οποίον ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μανιάτικα μοιρολόγια που άκουγε στο Γύθειο. Σε ηλικία 16 ετών διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας, κατόπιν διαγωνισμού και παράλληλα εκδηλώνει ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Το 1920 χάνει, σε διάστημα σαράντα ημερών, τον πατέρα και τη μητέρα της.
Το 1921 μετατίθεται στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της θα γνωρίσει τον συνάδελφο και ομότεχνό της Κώστα Καρυωτάκη και μεταξύ τους θα αναπτυχθεί ένας σφοδρός έρωτας, που θα κρατήσει λίγο, αλλά θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή και το έργο της.
Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922, όταν η Πολυδούρη ήταν 20 χρονών και ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, εκείνος είχε εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, τον «Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων» (1919) και τα «Νηπενθή» (1921), και είχε ήδη κατακτήσει την εκτίμηση ορισμένων κριτικών και ομοτέχνων του.
Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη, νόσημα τότε ανίατο και κοινωνικά στιγματισμένο. Το ανακοινώνει πρώτα στην αγαπημένη του και της ζητά να χωρίσουν. Εκείνη, του προτείνει να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, αλλά ο Καρυωτάκης είναι πολύ περήφανος για να δεχθεί τη θυσία της. Εκείνη πάλι αμφιβάλλει για την ειλικρίνειά του, νομίζει ότι η αρρώστια του είναι πρόφαση για να την απομακρύνει από κοντά του.
Στη διάρκεια του 1924 μπαίνει στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, άρτι αφιχθείς εκ Παρισίων. Είναι νεαρός, ωραίος και πλούσιος. Θα τον αρραβωνιαστεί στις αρχές του 1925, αν και στην καρδιά της σιγοκαίει ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη.
Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Μαρία Πολυδούρη δείχνει να μην μπορεί να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμιά δραστηριότητα. Χάνει τη δουλειά της στο Δημόσιο από τις αλλεπάλληλες απουσίες της κι εγκαταλείπει τη Νομική. Φοιτά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, προλαβαίνει μάλιστα να εμφανισθεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση.
Το καλοκαίρι του 1926 διαλύει τον αρραβώνα της και φεύγει στο Παρίσι. Σπουδάζει ραπτική, αλλά δεν κατορθώνει να εργαστεί, επειδή προσβάλλεται από φυματίωση. Επιστρέφει στην Αθήνα και συνεχίζει τη νοσηλεία της στο νοσοκομείο «Σωτηρία», όπου μαθαίνει για την αυτοκτονία του πρώην εραστή της Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Οι τρίλλιες που σβήνουν» και το 1929 τη δεύτερη, με τίτλο «Ηχώ στο Χάος». Η φυματίωση τελικά θα την καταβάλει και θα αφήσει την τελευταία της πνοή στην Κλινική Χριστομάνου τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930.
Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη λογοτεχνική γενιά του '20, που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς τις επιδράσεις από τον Καρυωτάκη και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της Πολυδούρη καλύπτουν κάποιες φορές τις τεχνικές αδυναμίες και της στιχουργικές ευκολίες της ποίησής της. Η Μαρία Πολυδούρη άφησε και δύο πεζά έργα: Το «Ημερολόγιο» της και μια ατιτλοφόρητη νουβέλα, με την οποία ανελέητα σαρκάζει το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της.
Τα «Άπαντα» της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Αστάρτη», σε επιμέλεια Τάκη Μενδράκου. Ο συγγραφέας και ποιητής Κωστής Γκιμοσούλης έγραψε μία μυθιστορηματική βιογραφία της Μαρίας Πολυδούρη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος» με τον τίτλο «Βρέχει Φως». Ποιήματά της έχουν μελοποιήσει έλληνες συνθέτες «κλασικοί», «έντεχνοι» και «ροκ». Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Μενέλαο Παλλάντιο, Κωστή Κριτσωτάκη, Νίκο Μαμαγκάκη, Γιάννη Σπανό, Νότη Μαυρουδή, Δημήτρη Παπαδημητρίου, Μιχάλη Κουμπιό, Στέλιο Μποτωνάκη και το συγκρότημα «Πληνθέτες».


ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/245#ixzz44XHOv52A








Εξοχική Λαμπρή


Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Εξοχική Λαμπρή» με τον υπότιτλο «Παιδικαί Αναμνήσεις», δημοσιεύτηκε την Πρωταπριλιά του 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς.
    Καλά το έλεγεν ο μπαρμπα-Μηλιός, ότι το έτος εκείνο εκινδύνευον να μείνουν οι άνθρωποι οι χριστιανοί, οι ξωμερίτες, την ημέραν του Πάσχα, αλειτούργητοι. Και ουδέποτε πρόρρησις επλησίασε τόσον εγγύς να πληρωθή, όσον αυτή· διότι δις εκινδύνευσε να επαληθεύση, αλλ’ ευτυχώς ο Θεός έδωκε καλήν φώτισιν εις τους αρμοδίους και οι πτωχοί χωρικοί, οι γεωργοποιμένες του μέρους εκείνου, ηξιώθησαν και αυτοί να ακούσωσι τον καλόν λόγον και να φάγωσι και αυτοί το κόκκινο αυγό.
    Όλα αυτά, διότι το μεν ταχύπλουν, αυτό το προκομμένον πλοίον, το οποίον εκτελεί δήθεν την συγκοινωνίαν μεταξύ των ατυχών νήσων και της απέναντι αξένου ακτής, σχεδόν τακτικώς, δις του έτους, ήτοι κατά τις δύο αλλαξοκαιριές, το φθινόπωρον και το έαρ, βυθίζεται, και συνήθως χάνεται αύτανδρον· είτα γίνεται νέα δημοπρασία, και ευρίσκεται τολμητίας τις πτωχός κυβερνήτης, όστις δεν σωφρονίζεται από το πάθημα του προκατόχου του, αναλαμβάνων εκάστοτε το κινδυνωδέστατον έργον· και την φοράν ταύτην, το ταχύπλουν, λήγοντος του Μαρτίου, του αποχαιρετισμού του χειμώνος γενομένου, είχε βυθισθή· ο δε παπα-Βαγγέλης, ο εφημέριος άμα και ηγούμενος και μόνος αδελφός του μονυδρίου του Αγίου Αθανασίου, έχων κατ’ εύνοιαν του επισκόπου και το αξίωμα του εξάρχου και πνευματικού των απέναντι χωρίων, καίτοι γέρων ήδη, έπλεε τετράκις του έτους, ήτοι κατά πάσαν τεσσαρακοστήν, εις τας αντικρύ εκτεινομένας ακτάς, όπως εξομολογήση και καταρτίση πνευματικώς τους δυστυχείς εκείνους δουλοπαροίκους, τους “κουκκουβίνους η κουκκοσκιάχτες”, όπως τους ωνόμαζον, σπεύδων, κατά την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, να επιστρέψη εγκαίρως εις την μονήν του, όπως εορτάση το Πάσχα. Αλλά κατ’ εκείνο το έτος, το ταχύπλουν είχε βυθισθή, ως είπομεν, η συγκοινωνία εκόπη επί τινάς ημέρας, και ούτως ο παπα-Βαγγέλης έμεινεν ακουσίως, ηναγκασμένος να εορτάση το Πάσχα πέραν της πολυκυμάντου και βορειοπλήκτου θαλάσσης, το δε μικρόν ποίμνιόν του, οι γείτονες του Αγίου Αθανασίου, οι χωρικοί των Καλυβιών εκινδύνευον να μείνωσιν αλειτούργητοι.
    Τινές είπον γνώμην, να παραλάβωσι τας γυναίκας και τα τέκνα των και να κατέλθωσιν εις την πολίχνην, όπως ακούσωσι την Ανάστασιν και λειτουργηθώσιν· αλλ’ ο μπαρμπα-Μηλιός, όστις έκαμνε τον προεστόν εις τα Καλύβια, και ήθελε να εορτάση το Πάσχα όπως αυτός ενόει, ο Φταμηνίτης, όστις δεν ήθελε να εκθέση την γυναίκά του εις τα όμματα του πλήθους, και ο μπάρμπ’ - Αναγνώστης, χωρικός όστις “τα ήξευρεν απ’ έξω όλα τα γράμματα της Λαμπρής”, αλλά δεν ηδύνατο ν’ αναγνώση τίποτε “από μέσα”, και επεθύμει να ψάλη το “Σώμα Χριστού μεταλάβετε”, – οι τρεις ούτοι επέμειναν, και πολλοί ησπάσθησαν την γνώμην των, ότι έπρεπεν εκ παντός τρόπου να πείσωσιν ένα των εν τη πόλει εφημερίων ν’ ανέλθη εις τα Καλύβια να τους λειτουργήση.
    Ο καταλληλότερος δε, κατά την γνώμην πάντων, ιερεύς της πόλεως, ήτο ο παπα-Κυριάκος, όστις δεν ήτο “από μεγάλο τζάκι”, είχε μάλιστα και συγγένειαν με τινας των εξωμεριτών, και τους κατεδέχετο. Ήτο ολίγον τσάμης, καθώς έλεγαν. Δεν έτρεφε προλήψεις. Ηκούετο μάλιστα, εδώ - εκεί, ότι ο ιερεύς ούτος είχε και την συνήθειαν “ν’ αποσώνη τα παιδιά” εις τους κόλπους των μητέρων, των ενοριτισσών του. Αλλά τούτο το έλεγον οι αστείοι ή οι φθονεροί, και μόνον οι ανόητοι το επίστευον.Ο εφημέριος ούτος, ως οι πλείστοι του γνησίου ελληνικού κλήρου, πλην μικρού ελευθεριασμού, ήτω κατά τα άλλα άμεμπτος.
    Τούτο ναι, αληθεύει· αλλ’ οι έγγαμοι ιερείς, πενόμενοι και δυσπραγούντες, επιτακτικήν έχοντες ανάγκην να θρέψωσι τα τέκνα των, φαίνονται ως πλεονέκται, και καταντώσι να μη τρέφωσι πλέον εμπιστοσύνην ουδ’ εις αυτούς τους συλλειτουργούς των. Τούτο έπασχε και ο παπα-Κυριάκος, όστις επεθύμει μεν να υπάγη να κάμη Ανάστασιν εις τους χωρικούς, διότι ήτο ανοιχτόκαρδος και ήθελε να χαρή και αυτός ολίγην Ανάστασιν και ολίγην άνοιξιν, αλλ’ εδυσπίστει εις τον συνεφημέριόν του, και έπειτα δεν ήθελε να αφήση την ενορίαν με ένα μόνον ιερέα τοιαύτην ημέραν. Αλλ’ αυτός ο παπα-Θεοδωρής ο Σφοντύλας, ο συνεφημέριός του, τον παρεκίνησε να υπάγη, ειπών ότι καλόν ήτο να μη χάσωσι και το εισόδημα των Καλυβιών, αινιττόμενος ότι τα τε εκ του ενοριακού ναού έσοδα και τα της εξοχικής παροικίας, αμφότερα εξ ίσου θα τα εμοιράζοντο.
    Τούτο δεν έπεισε τον παπα-Κυριάκον, τω ενέπνευσε μάλιστα πλείονας υποψίας· αλλ’ ότε ηρώτησε την γνώμην του συλλειτουργού του, ήτο ήδη κατά τα εννέα δέκατα αποφασισμένος να υπάγη· έπειτα υπεχρέωσε τον υιόν του Ζάχον, μορφάζοντα και μεμψιμοιρούντα, να παραμείνη εν τω ενοριακώ ναώ κατάσκοπος εις το ιερόν βήμα, να παραλάβη το μερίδιον των προσφορών και συλλειτουργικών, και μόνον μετά την απόλυσιν της λειτουργίας, ότε θα ανέτελλεν ήδη η ημέρα, ν’ ανέλθη εις τα Καλύβια παρ’ αυτώ.
    Η πούλια ήτο ήδη υψηλά, “τέσσαρες ώρες να φέξη”, και ο μπάρμπ’- Αναγνώστης, αφού εξύπνισε τον ιερέα, κατασκευάσας πρόχειρον σήμαντρον εκ στερεού ξύλου καρυάς και πλήκτρον, περιήρχετο τα Καλύβια, θορυβωδώς, κρούων, όπως εξεγείρη τους χωρικούς.
    Εισήλθον εις το μικρόν εξωκκλήσιον του Αγ. Δημητρίου. Εις μετά τον άλλον προσήρχοντο οι χωρικοί με τας χωρικάς των και με τα καλά των ενδύματα.
    Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν.
    Ο μπάρμπ’- Αναγνώστης ήρχισε να τα λέγη όλα απ’ έξω, την προκαταρκτικήν προσευχήν και τον Κανόνα, το “Κύματι θαλάσσης...”.
    Ο παπα-Κυριάκος προέκυψεν εις τα βημόθυρα, ψάλλων το “Δεύτε λάβετε φως”.
    Ήναψαν τας λαμπάδας κι εξήλθον όλοι εις το ύπαιθρον ν’ ακούσωσι την Ανάστασιν. Γλυκείαν και κατανυκτικήν Ανάστασιν, εν μέσω των ανθούντων δένδρων, υπό ελαφράς αύρας σειομένων ευωδών θάμνων, και των λευκών ανθέων της αγραμπελιάς, “neige odorante du printemps”.
    Ψαλέντος του “Χριστός ανέστη”, εισήλθον πάντες εις τον ναόν. Θα ήσαν το πολύ εβδομήκοντα άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παίδες.
    Ο μπάρμπ’ - Αναγνώστης ήρχισε να ψάλλη τον Κανόνα του Πάσχα, ο δε ιερεύς, άμα αντιψάλλων αυτώ εξ ανάγκης, από του ιερού βήματος, ητοιμάζετο “να πάρη καιρόν” και, αφού τελέση τον ασπασμόν, να έμβη εις την λειτουργίαν.
    Αλλά την στιγμήν εκείνην, εισήλθεν ή μάλλον εισώρμησεν εις το ναϊδριον, ακολουθούμενος υπό δύο άλλων ομηλίκων του, δωδεκαετής περίπου παις, υψηλός ως προς την ηλικίαν του, ασθμαίνων και εν εξάψει. Ήτο ο Ζάχος, ο υιός του παπα-Κυριάκου.
    Εισέβαλε πνευστιών εις το ιερόν βήμα και ήρχισε να ομιλή προς τον ιερέα. Η φωνή του ηκούετο από του χορού, αλλ’ αι λέξεις δεν διεκρίνοντο.
    Ιδού τι έλεγεν εν τούτοις·
    – Παπά, παπά!…
    (Τα παπαδόπουλα εκάλουν συνήθως παπά τον πατέρα των).
    – Παπά, παπά!… ο παπα-Σφοντύλας… απ’ την οξώπορτα… τις λειτουργιές… απ’ τ’ άη - Βήμα η πεθερά του… κι η παπαδιά… κουβαλούν…
απ’ την οξώπορτα… τις λειτουργιές… τους είδα… απ’ την οξώπορτα… τις λειτουργιές… απ’ τ’ άη - Βήμα… κι η πεθερά του… κι η παπαδιά.
    Μόνος ο παπα-Κυριάκος ήτο ικανός να βγάλη νόημα από τα ασυνάρτητα ταύτα και ασθματικά του υιού του, ιδού δε πως εξήγησε τα λεγόμενα: «Ο παπα-Θοδωρής ο Σφοντύλας, ο σύντροφός του εις την ενορίαν, έκλεπτε τας προσφοράς, μεταβιβάζων αυτάς δια της εξωθύρας του ιερού βήματος, εις χείρας της συζύγου και της πενθεράς του”.
    Ίσως το πράγμα δεν θα ήτο τόσον αληθές, όσον ο Ζάχος ήθελε να το παραστήση. Διότι ούτος, αγαπών, ως όλοι οι νέοι την εξοχήν και την διασκέδασιν, μετά δυσκολίας είχεν υπακούσει εις το πατρικόν κέλευσμα, όπως μείνη εις την πόλιν, και αφορμήν θα εζήτει δια να το στρίψη και μεταβή εις νυκτερινήν εκδρομήν εις τα Καλύβια, αφού μάλιστα ευκόλως εύρισκε συνοδοιπόρους ομήλικας.
    Αλλ’ ο παπα-Κυριάκος δεν εσυλλογίσθη τίποτε. Εξήφθη αμέσως, ηγανάκτησε, δεν εκρατήθη. Ήμαρτεν. Αντί δε να καταφέρη σφοδρόν ράπισμα κατά της παρειάς του υιού του, και να εξακολουθήση ήσυχος το καθήκον του… απέβαλεν ευθύς το επιτραχήλιον, εξεδύθη το φαιλόνιον, και διασχίσας τον ναόν εξήλθεν, αποφεύγων το βλέμμα της πρεσβυτέρας του, ήτις τον έβλεπεν έντρομος.
    Αλλ’ ο μπαρμπα-Μηλιός κάτι υπώπτευσεν εκ των κινημάτων τούτων και εξήλθε κατόπιν του.
    Εις πεντήκοντα δε βημάτων απόστασιν από του ναού, μεταξύ τριών δένδρων και δύο φρακτών, ο επόμενος διάλογος συνήφθη·
    – Παπά, παπά, που πας;
    – Θαρθώ βλογημένε, τώρα, αμέσως πίσω.
    Δεν ήξευρε τι να είπη. Αλλά το βέβαιον είναι ότι είχεν απόφασιν να καταβή εις την πόλιν, να ζητήση λόγον δια την κλοπήν από τον συνεφημέριόν
του. Εις το βάθος δε της συνειδήσεώς του έλεγεν, ότι είχε καιρόν να επιστρέψη προ της ανατολής του ηλίου, και τελέση την λειτουργίαν.
    – Που πας; επέμενεν ο μπαρμπα-Μηλιός.
    – Ας διαβάζη ο μπάρμπ’ - Αναγνώστης τας Πράξεις των Αποστόλων κι έφθασα.
    Ελησμόνει ότι ο μπάρμπ’ - Αναγνώστης δεν ηδύνατο ν’ αναγνώση άλλα, ή όσα από στήθους εγνώριζεν.
    – Αφήνω και την παπαδιά μου, εδώ, βλογημένε, επανέλαβεν ο παπα-Κυριάκος, αμηχανών τι να είπη. Σας αφήνω την παπαδιά μου!
    Και λέγων έτρεχεν.
    Ο μπαρμπα-Μηλιός επανήλθε κατηφής εντός του ναού.
    – Καλά το έλεγα εγώ, εψιθύρισε.
    Μεγίστη απορία επεκράτει εν τω παρεκκλησίω. Οι χωρικοί εκοίταζον ερωτηματικώς αλλήλους. Ψιθυρισμοί ηκούοντο.
    Αι γυναίκες ηρώτων την παπαδιά να είπη αυταίς τι τρέχει· αλλ’ αύτη ήτο η ολιγώτερον πάντων των άλλων γνωρίζουσα.
    Εν τούτοις ο ιερεύς έτρεχεν, έτρεχεν. Ο ψυχρός αήρ εδρόσισεν ολίγον το μέτωπόν του.
    – Και πως να θρέψω εγώ τόσα παιδιά, έλεγεν, οκτώ, με συμπάθειο, κ’ η παπαδιά εννιά... κι εγώ δέκα! Ο ένας να σε κλέφτη απ’ εδώ, κι ο άλλος απ’ εκεί…
    Πεντακόσια βήματα από του ναού, ο δρόμος εκατηφόριζε, και κατήρχετό τις εις ωραίαν κοιλάδα. Είς νερόμυλος ευρίσκετο επί της κλιτύος, εκείνης, παρά την οδόν.
    Ακούσας ο ιερεύς τον ηδύν μορμυρισμόν του ρύακος, αισθανθείς επί του προσώπου του την δρόσον, ελησμόνησεν ότι είχε να λειτουργήση (πως και που να λειτουργήση;) και έκυψε να πίη ύδωρ. Αλλά το χείλός του δεν είχε βραχή ακόμη, και αίφνης ενθυμήθη, ανένηψεν.
    – Εγώ έχω να λειτουργήσω, είπε, και πίνω νερό;…
    Και δεν έπιε.
    Τότε ήλθεν εις αίσθησιν.
    – Τι κάμνω εγώ, είπε, που πάω;
    Και ποιήσας το σημείον του σταυρού·
    – Ήμαρτον, Κύριε, είπεν, ήμαρτον! μη με συνερισθής.
    Επανέλαβε δε·
    – Εάν εκείνος έκλεψεν, ο Θεός ας τον… συγχωρήση… κι εκείνον κι εμέ. Εγώ πρέπει να κάμω το χρέος μου...
    Ησθάνθη δάκρυ, βρέχον την παρειάν του.
    – Ω Κύριε, είπεν ολοψύχως, ήμαρτον, ήμαρτον! Συ παρεδόθης δια τας αμαρτίας μας, και ημείς σε σταυρώνομεν κάθε μέρα.
    Και εστράφη προς τον ανήφορον, σπεύδων να επανέλθη εις το αρεκκλήσιον, όπως λειτουργήση.
    – Και ήθελα να πιώ και νερό, είπε, δεν είμαι άξιος να λειτουργήσω. Αλλά πως να κάμω; Δεν πρέπει να μεταλάβω! Θα λειτουργήσω χωρίς μετάληψιν, δεν είμαι άξιος!… “Δεύτε του καινού της αμπέλου γεννήματος!…”. Εγώ άξιος δεν είμαι!
    Και επέστρεψεν εις τον ναόν, όπου μετ’ αγαλλιάσεως οι χωρικοί τον είδον.
    Ετέλεσε την ιεράν μυσταγωγίαν, και μετέδωκεν εις τους πιστούς, φροντίσας να καταλύση δια στόματος αυτών όλον το άγιον ποτήριον.Αυτός δεν εκοινώνησεν, επιφυλαττόμενος να το είπη εις τον πνευματικόν, και πρόθυμος να δεχθή τον κανόνα.
    Περί την μεσημβρίαν, μετά την Β΄ Ανάστασιν, οι χωρικοί το έστρωσαν υπό τας πλατάνους, παρά την δροσεράν πηγήν.
    Ως τάπητας είχον την χλόην και τα χαμολούλουδα, ως τράπεζαν πτέριδας και κλάδους σχοίνων.
    Η δροσερά αύρα εκίνει μετά θρου τους κλώνας των δένδρων, και ο Φταμηνίτης με την λύραν του αντέδιδε φθόγγους λιγυρούς.
    Η ωραία Ξανθή, η σύζυγος του Φταμηνίτου, εκάθητο μεταξύ της μητρός της Μελάχρως και της θεια – Κρατήρας, της πενθεράς της, φροντίζουσα να έχη εν μέρει τας παρειάς κεκαλυμμένας με την μανδήλαν, και να βλέπη μάλλον προς τον κορμόν της γιγαντιαίας πλατάνου, όπως μη την κοιτάζωσιν οι άνδρες, και ζηλεύη ο συζυγός της.
    Η αδελφή της, το Αθώ, δεκαπεντούτις κόρη άγαμος, άφροντις, ωραία και αυτή, ποσάκις δεν την επείραζε λέγουσα·
    – Αρή, τι τον ήθελες, αρή; Δεν τον έπαιρνα, να μου χαρίζανε τον ουρανό με τ’ άστρα… Καλλίτερα να γινόμουν καλόγρια.
    Το βέβαιον ήτο, ότι ο Φταμηνίτης δεν διέπρεπεν ούτ’ επί κάλλει ούτε επί μεγέθει σώματος, αλλ’ ανεπλήρου τας ελλείψεις ταύτας δι’ ευστροφίας σώματος και πνεύματος και δια φαιδρότητος και ευθυμίας.
    Ο παπα-Κυριάκος προήδρευε του συμποσίου, έχων απέναντί του την παπαδιά, βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαγχροινήν, αγαθωτάτην, ήτις εν αθωότητι εξεκόλαπτε σχεδόν κατ’ έτος έν παπαδόπουλον, χωρίς να την μέλη ούτε δια παλληκαροβότανα, ούτε δια στριφοβότανα, περί α τυρβάζουσιν άλλαι γυναίκες.
    Δεξιόθεν του ιερέως εκάθητο ο μπαρμπα-Μηλιός, προεστώς άμα και πρόθυμος θεράπων της κοινότητος, ηξεύρων να ψήνη, ως ουδείς άλλος το αρνί, λιανίζων μεθοδικώτατα δι’ όλους, και τρώγων άμα και προπίνων.
    Εις τας προπόσεις μάλιστα δεν είχεν εφάμιλλον. Μετά την σύντομον και τυπικήν του ιερέως πρόποσιν, εγερθείς ο μπαρμπα – Μηλιός, κρατών την τσότραν την επταόκαδον, ήρχισε να χαιρετίζη τους πάντας και ένα έκαστον ως εξής·
    – Χριστός Ανέστη! Αληθινός ο Κύριος! Ζη και βασιλεύει εις πάντας τους αιώνας!
    Είτα μετά το προοίμιον, εισήλθεν εις την ουσίαν·
    – Γεια μας! καλή γεια! διάφορο! καλή καρδιά! Παπά μ’, να χαίρεσαι το πετραχήλι σ’! Παπαδιά, να χαίρεσαι τον παπά σ’ και τα παιδάκια σ’! Ξάδερφε Θοδωρή! να ζήσης, να τσ’ χαίρεσαι! Κουμπάρε Παναγιώτ’, όπως έτρεξες με το λάδ’, να τρέξης και με το κλήμα! Συμπεθέρα Κρατήρα, να χαίρεσαι, μ’ έναν καλόν γαμπρό! Ανηψιέ Γιώργη, τίμια στέφανα! Στο γάμο σας να χαρούμε! Κουμπάρα Κυπαρισσού, με μια καλή νύφη, να ζήσης, να χαρής! Εβίβα όλοι! Τέ – περ – τε! Πάντα χαρούμενοι! Στην υγειά σας! Σμπεθέρα Ξαθή, καλή λευτεριά! Στην υγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα με το καλό!
    Και ανάλογος προς το πρόσωπον υπήρξεν η πόσις.
    Αλλά και ο Φταμηνίτης ηθέλησε να προπίη, κατ’ άλλον όμως στενώτερον τρόπον· ηθέλησε να βρη την γυναίκά του, και ηνάγκασεν αυτήν ν’ απαντήση εις την πρόποσιν.
    – Μπρομ!
    – Πιέ κι δο μ’.
    – Με κρασί!
    – Καλώς τ’ν αγάπη μ’ τη χρυσή!
    Και πιών αυτός, μετεβίβασε την τσότραν εις την ωραίαν Ξανθήν, ήτις έβρεξε τα χείλη.
    Είτα ήρχισαν τα άσματα. Εν πρώτοις το Χριστός ανέστη, ύστερον τα θύραθεν. Ο μπαρμπα-Μηλιός θελήσας να ψάλη και αυτός το Χριστός ανέστη, το εγύριζε πότε εις τον αμανέ και πότε εις το κλέφτικο.
    Αλλ’ ο ιδιορρυθμότερος πάντων των ψαλτών ήτο ο μπαρμπα – Κίτσος, γηραιός χωροφύλαξ, Χειμαρριώτης, παλαιός ταχτικός, λησμονημένος από της βαυαρικής εποχής εν τη νήσω. Αμφέβαλλε και αυτός αν τον είχαν περασμένον εις τα μητρώα· πότε του έστελναν μισθόν, πότε όχι. Εφόρει χιτώνα με ανοικτάς χειρίδας, βραχείαν περισκελίδα μέχρι του γόνατος και τουζλούκια. Ο δήμαρχος του τόπου (διότι υπήρχε, φευ! και δήμαρχος) τον είχε στείλει να κάμη Πάσχα εις τα Καλύβια, δια να φυλάξη δήθεν την τάξιν, καίτοι ουδεμιάς φυλάξεως ήτο ανάγκη. Το βέβαιον είναι ότι τον έστειλε να καλοπεράση πλησίον των ανοιχτοκάρδων εξωμεριτών, οίτινες του ήρεσκον του μπαρμπα-Κίτσου, ας τους έλεγον και “τσουπλακιές” ή «χαλκοδέρες”. Εάν έμενεν εν τη πόλει, ο δήμαρχος θα ήτο υπόχρεως να τον φιλεύση τον μπαρμπα-Κίτσον, καθώς τον είχαν κακομάθει οι προκάτοχοί του, έλεγε, – να τον φιλεύση κουλούραν και αυγά. Τι έθιμα!…
    Ο μπαρμπα-Κίτσος, αφού ησπάσθη τρις η τετράκις την τσότραν, ήρχισε να ψάλλη το Χριστός ανέστη κατ’ ιδιάζοντα αυτώ τρόπον, ως εξής·
Κ’στο – μπρε – Κ’στος ανέστη
εκ νεκρών θανάτων,
θάνατον μπατήσας,
κι έντοις – έντοις μνήμασι,
ζωήν παμμακάριστε!
    Και όμως, μεθ’ όλην την ιδιορρυθμίαν ταύτην, ουδείς ποτέ έψαλεν ιερόν άσμα μετά πλείονος χριστιανικού αισθήματος και ενθουσιασμού, εξαιρουμένου ίσως του γνωστού εν Αθήναις γηραιού και σεβασμίου Κρητός, του ψάλλοντος το “Άλαλα τα χείλη των ασεβών...” με την εξής προσθήκην: «Άλαλα τα χείλη των ασεβών των μη προσκυνούντων, οι κερατάδες! την εικόνα σου την σεπτήν…”
    Αληθείς ορθόδοξοι Έλληνες...
    Περί την δείλην είχεν αρχίσει ο χορός, χορός κλέφτικος (διότι αι γυναίκες επεφυλάττοντο δια την Δευτέραν και την Τρίτην, όπως χορεύσωσι τον συρτόν και την κ α μ ά ρ α), και ο παπα – Κυριάκος, μετά της παπαδιάς και του Ζάχου, όστις εγλύτωσε το ξύλο χάριν της ημέρας (διότι ο πατήρ του είχε θυμώσει είτα κατ’ αυτού, ως γενομένου αιτίου της χασμωδίας εκείνης), αποχαιρετίσαντες την συντροφιάν, κατήλθον εις την πολίχνην.
    Ο παπα-Κυριάκος έδωκε πλήρες εις τον συνεφημέριόν του το από της εξοχής μερίδιον, και ούτε κατεδέχθη να κάμη λόγον περί της υποτιθεμένης κλοπής.
    Εν τούτοις ο παπα-Θοδωρής οίκοθεν τω είπεν, ότι το εκ της ενορίας μερίδιόν του ευρίσκετο εν τη οικία αυτού, του παπα – Θοδωρή. Έκρινε καλόν, είπε, να μετακομίση δια της εξωθύρας του αγίου βήματος οίκαδε και τα δύο μερίδια, δια να μη βλέπουν τινές των άγαν επιπολαίων και γλωσσαλγώσιν, ότι οι ιερείς έχουν δήθεν πολλά εισοδήματα. «Ο κόσμος ξιππάζεται, είπεν, άμα μας ιδή μια καλή μέρα να πάρουμε τίποτε λειτουργιές, και δεν συλλογίζεται πόσες εβδομάδες και μήνες παρέρχονται άγονοι!”
    Εντεύθεν η παρανόησις του Ζάχου.


ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/anthology/448#ixzz44XHmKknv







Σκοτ Τζόπλιν


1868 –1917

Σκοτ Τζόπλιν
  
Αμερικανός συνθέτης και πιανίστας, η κορυφαία προσωπικότητα που ανέδειξε το ραγκτάιμ (ragtime), το πρώτο αυθεντικά αμερικανικό μουσικό είδος, που άκμασε στις αρχές του 20ου αιώνα στις ΗΠΑ και αποτέλεσε τον πρόδρομο της τζαζ. Έμεινε στην ιστορία της μουσικής, ως ο βασιλιάς του ραγκτάιμ.
Ο Σκοτ Τζόπλιν (Scott Joplin) γεννήθηκε κάπου στο Βορειοδυτικό Τέξας στις 24 Νοεμβρίου 1868 και έζησε τα παιδικά του χρόνια στην πόλη Τεξαρκάνα του Τέξας. Νεώτερες έρευνες αμφισβητούν την ημερομηνία γεννήσεώς του και προκρίνουν το δεύτερο ήμισυ του 1867. Ο Σκοτ ήταν το δεύτερο από τα έξι παιδιά του πρώην σκλάβου Τζάιλς Τζόπλιν από τη Βόρεια Καρολίνα και της αφροαμερικανίδας Φλόρενς Γκίβενς από το Κεντάκι. Ο πατέρας του δούλευε ως εργάτης στους σιδηροδρόμους και η μητέρα του ήταν καθαρίστρια. Και οι δύο γονείς του αγαπούσαν τη μουσική κι έτσι σε ηλικία επτά ετών ο νεαρός Σκοτ ξεχώριζε για τις επιδόσεις του στο πιάνο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1880 ο Τζάιλς Τζόπλιν εγκατέλειψε τη συζυγική στέγη για μία άλλη γυναίκα και την ανατροφή των έξι παιδιών της ανέλαβε η Φλόρενς. Σύμφωνα με τους βιογράφους του Τζόπλιν, μία από τις αιτίες του χωρισμού ήταν ότι ο πατέρας του δεν ήθελε να ασχολείται ο γιος του με τη μουσική γιατί αυτό θα τον απομάκρυνε από την εργασία του ως σιδηροδρομικός κι έτσι δεν θα συνεισέφερε στο οικογενειακό εισόδημα, σε αντίθεση με την μητέρα του που τον ενθάρρυνε να συνεχίσει τις σπουδές του στο πιάνο.
Το μουσικό ταλέντο του Τζόπλιν έγινε αντιληπτό από τον Γιούλιους Βάις, έναν γερμανοεβραίο εμιγκρέ μουσικοδιδάσκαλο, ο οποίος τον μύησε στην κλασική και την παραδοσιακή μουσική. Αναγνωρίζοντας την οικονομική στενότητα της οικογένειάς του, τον ανέλαβε δωρεάν και του έμαθε να εκτιμά τη μουσική και ως τέχνη και ως ψυχαγωγία, ενώ βοήθησε τη μητέρα του να του αγοράσει ένα μεταχειρισμένο πιάνο. Ο Τζόπλιν ποτέ δεν ξέχασε τον δάσκαλό του και όταν έγινε διάσημος του έστελνε χρήματα και δώρα μέχρι τον θάνατό του.
Το 1884, ο Σκοτ Τζόπλιν έκανε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση ως πιανίστας στην Τεξαρκάνα, συνοδεύοντας ένα παιδικό φωνητικό τρίο. Παράλληλα, μάθαινε κιθάρα και μαντολίνο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1880 εγκαταλείπει την Τεξαρκάνα και τη δουλειά του στους σιδηροδρόμους και αποφασίζει να γίνει επαγγελματίας μουσικός. Αρχίζει μια περιπλάνησή του στον αμερικανικό Νότο, που θα τον οδηγήσει στο Σικάγο το 1893. Στη μεγαλούπολη του Βορρά συνέρρεαν εκατομμύρια κόσμου για την Παγκόσμια Εμπορική Έκθεση, η οποία θα είχε καταλυτική επίδραση στα πολιτιστικά πράγματα των ΗΠΑ και θα συνέβαλε στη μόδα του ραγκτάιμ το 1897.
Το 1894 ο Τζόπλιν μετακομίζει στην πόλη Σεντάλια του Μιζούρι (για πολλούς μελετητές η πόλη στην οποία γεννήθηκε το ραγκτάιμ), όπου άρχισε να διδάσκει πιάνο και να παίζει σε κλαμπ της περιοχής. Μαθητές του ήταν μερικά από τα πιο γνωστά ονόματα του ραγκτάιμ, όπως οι Άρθουρ Μάρσαλ, Σκοτ Χέιντεν και Μπραν Κάμπελ. Το 1895 άρχισε να εκδίδει τη μουσική του, γεγονός που του απέφερε σημαντικά έσοδα. Παράλληλα, συνέχισε τις μουσικές του σπουδές στο τοπικό ωδείο, στην αρμονία και τη σύνθεση. Το 1899 ήρθε η στιγμή της αναγνώρισης με την πιανιστική σύνθεση Maple Leaf Rag, που αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη επιτυχία του ραγκτάιμ και επέδρασε καθοριστικά στους κατοπινούς συνθέτες του είδους. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε την Μπελ, συγγενή του μαθητή του Σκοτ Χέιντεν.
Τους πρώτους μήνες του 20ου αιώνα μετακομίζει με την έγκυο σύζυγό του στον Άγιο Λουδοβίκο (St Louis), όπου συνεχίζει να συνθέτει, να δημοσιεύει τη μουσική του και να παίζει τακτικά στα πορνεία και τα μπαρ της πόλης. Την ίδια χρονιά ο γάμος του κλονίζεται ανεπανόρθωτα, εξαιτίας του χαμού της κόρης του, που μετρούσε λίγους μήνες ζωής και της αδιαφορίας της Μπελ για τη μουσική του, με αποτέλεσμα το διαζύγιο να καταστεί αναπόφευκτο. Μετά από λίγο καιρό, η υγεία του άρχισε να χειροτερεύει, εξαιτίας της σύφιλης από την οποία προσβλήθηκε. Το Ιούνιο του 1904 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, τη νεαρή Φρέντι Αλεξάντερ, η οποία πέθανε απροσδόκητα μετά από τρεις μήνες.
Τα σοβαρά προσωπικά του προβλήματα δεν ανέστειλαν τη μουσική του δραστηριότητα. Το 1901 συγκρότησε θίασο για να παρουσιάσει την πρώτη του όπερα A Guest of Honour. Κι εδώ τον χτύπησε η ατυχία. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας του θιάσου, κάποιος «σήκωσε» το ταμείο, με αποτέλεσμα ο Τζόπλιν να πέσει έξω. Ακολούθησαν κατασχέσεις από τους καλλιτέχνες του θιάσου και από τους προμηθευτές του. Ανάμεσα στα αντικείμενα που κατασχέθηκαν ήταν και η παρτιτούρα της όπερας, η τύχη της οποίας αγνοείται από το 1903 και πρέπει να θεωρείται οριστικά χαμένη. Την περίοδο αυτή είχε και δύο μεγάλες επιτυχίες με τα κλασικά ραγκτάιμ κομμάτια The Entertainer και The Easy Winners.
To 1907, o Τζόπλιν μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, αναζητώντας  χρηματοδότη για μια νέα όπερα. Προσπάθησε να ξεπεράσει τους περιορισμούς του ραγκτάιμ, που τον έκανε διάσημο, αλλά χωρίς επιτυχία. Το 1911 έγραψε μια δεύτερη όπερα με τίτλο Treemonisha, ένα έργο με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, που δεν είχε καμία τύχη, καθώς δεν βρήκε χρηματοδότη και ανέβηκε μόνο μία φορά με δικά του έξοδα.
Το 1916 ο Σκοτ Τζόπλιν προσβλήθηκε από γεροντική άνοια, εξαιτίας της σύφιλης από την οποία έπασχε. Τον Ιανουάριο του 1917 κλείσθηκε σε ψυχιατρείο στο Μανχάταν, όπου άφησε την τελευταία του πνοή την 1η Απριλίου 1917, σε ηλικία 49 ετών.
Η μουσική του Σκοτ Τζόπλιν ανακαλύφθηκε ξανά στις αρχές της δεκαετίας του '70, μετά τη μεγάλη επιτυχία της ταινίας του Τζορτζ Ρόι Χιλ Το Κεντρί, το σάουντρακ της οποίας περιείχε πολλά κομμάτια του. Το 1972 ακολούθησε το ανέβασμα της όπερας Treemonisha και το 1975 τιμήθηκε μεταθανατίως με το βραβείο Πούλιτζερ για τη μουσική του.
Κατά τη διάρκεια της σύντομης καριέρας του έγραψε 44 πρωτότυπες συνθέσεις ραγκτάιμ, ένα μπαλέτο και δύο όπερες. Ο Τζόπλιν θεωρούσε το ραγκτάιμ (ένας συνδυασμός αφροαμερικάνικων και ευρωπαϊκών μουσικών στοιχείων, με κυρίαρχο όργανο το πιάνο) κλάδο της κλασικής μουσικής.


ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/454#ixzz44XIEeNjx




Ο  ΑΥΡΙΑΝΟΣ  ΚΑΙΡΟΣ  ΣΤΟ  ΛΙΔΟΡΙΚΙ 

meteo.gr
Σάββατο
2/4
03:00
10°C
100%
1 Μπφ Δ
3 Km/h
ΑΡΚΕΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
09:00
15°C
84%
1 Μπφ BA
3 Km/h
ΛΙΓΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
15:00
20°C
59%
2 Μπφ Α
9 Km/h
ΛΙΓΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
21:00
13°C
92%
2 Μπφ Α
9 Km/h
ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ ΟΡΑΤΟΤΗΤΑ

ΣΧΟΛΙΑΖΟΝΤΑΣ  ΤΗΝ  ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ 

" ΟΙ ΜΕΘΑΥΡΙΑΝΕΣ  ΕΚΛΟΓΕΣ  ΣΤΗΝ..." ΓΚΙΩΝΑ "..

Με  πολύ  χαμηλό ..ενδιαφέρον των χωριαανών μας  για  τη  συμμετοχή  τους στο νέο Δ.Σ , του  συλλόγου  μας , σύμφωνα   με  όσα κυκλοφορούν , θα  γίνουν , μεθαύριο  την  Κυριακή οι  ..περιβόητες  εκλογές 
   Δεν  ξέρουμε  βεβαια  και  όσα..παίζονται ΄πισω απ' το  προσκήμιο και  ούτε  γνωρλιζει  κανένας , για  το  τι  αποτέλεσμα  θα  βγει  τελικά , βέβαια , είναι  παρήγορη  η  συμμετοχή  πολλών  νεων  άφθαρτων  μελών που  αν  τα " αφήσουν " θα  μπορέσουν  ίσως να  ξεκολλήσει η  Γκιώνα , απ' την  παλιά  περίεργη και  ..μονότονη  πορεία  της  ..
   Οι  Λιδορικιώτες  όμως  θα  πρέπει, να  συμμετάσχουμε  όλοι στις  διαδικασίες για να εξασφαλιστεί το  καλύτερο  για το  χωριό  μας  αποτέλεσμα , προσωπικά , δεν  το..κρύβουμε  άλλωστε ,  όντας  αντίθετοι με  την  ακολουθούμενη , ειδικά τα  τελευταια  χρόνια , τακτική του  συλλογου , θα  θέλαμε αυτές  οι.." πολυπόθητες " εκλογές , να  έκλειναν οριστικά  και..αμετάκλητα , το  παρελθόν και με  την  " απόσυρση " όλων των παλαιών μελών των Δ.Σ , να  ανοίξει μια  καινούργια  σελίδα στον  καταταλαιπωρημένο σύλλογό  μας ..
   Αυτό  βέβαια , δεν  κατέστη  δυνατό γιατί  κανένας δεν  μπορεί  να  αποκλείσει απ' το να καυτεβούν  κάποιοι  απ' τους παλιούς σαν  υποψήφιοι , ΑΥΤΟ  ΟΜΩΣ  ΠΙΣΤΕΥΟΜΕ ΠΩΣ ΘΑ  ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ  ΤΟ  ΑΠΟΦΑΣΙΣΟΥΝ  ΟΙ  ΊΔΙΟΙ , ΚΑΤΙ  ΠΟΥ  ΦΥΣΙΚΑ  ΔΕΝ  ΕΓΙΝΕ ..
  Τέλος πάντων  , όλοι τώρα  θα πρέπει να βοηθήσουμε  τα  νέα  παιδιά που  κατεβαίνουν , ελπίζοντας  πως  δεν  θ  υπάρξουν πάλι τα  τερτίπια  του παλιού..κααλού  καιρού .
   Μεθαύριο  λοιπόν  την Κυριακή ΟΛΟΙ  ΣΤΙΣ  ΕΚΛΟΓΕΣ  ΤΗΣ  ΓΚΙΩΝΑΣ ΚΑΙ  ΨΗΦΙΣΤΕ  ΤΟΥΣ  ΚΑΛΥΤΕΡΟΥΣ ...
      Καλή  σας  μέρα 
   Απ' το  " Λιδωρίκι " με  ΑΓΑΠΗ ...Κ.Κ.-
                        
                     www.lidoriki.com

No comments: