Κατοικούσα, για πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα, σε κάποια γειτονιά της Αθήνας, τηςόμορφης (τότε) Αθήνας. Συγκεκριμένα, κάτω από την Ακρόπολη.
Εκεί γεννήθηκα, ζούσα, ανέπνεα, κυκλοφορούσα.
Τέσσερις πολυκατοικίες είχε όλες κι όλες ο δρόμος μας, μία απ' αυτές κι η δική μας. Πέντε ή έξι όλα κι όλα τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Τα νεοκλασσικά τριγύρω, όχι όλα συντηρημένα, αλλά πάντως, κατοικήσιμα τα περισσότερα.
Εμείς, τα μικρά παιδιά, με τα ποδηλατάκια μας στο πεζοδρόμιο (που ήταν της προκοπής αλλά και ικανοποιητικά φαρδύ).
Γρήγορα κυλούσαν τα χρόνια.
Πολλά άλλαζαν, δίχως όλα να μας αρέσουν.
Πολλά τώρα τ' αυτοκίνητα, πολλή κι η κίνηση, το καυσαέριο πήγαινε σύννεφο, ανύπαρκτοι ή λιγοστοί οι χώροι στάθμευσης, η Μακρυγιάννη κι η Διονυσίου Αρεοπαγίτου δεν είχαν ακόμη πεζοδρομηθεί, η Μισαραλιώτου έπηζε συχνά από τα οχήματα που κατηφόριζαν την Καρυατίδων.
Ο φούρνος του Τάκη και της Άννας δεν είχε γίνει ακόμη talk of the town, έβγαζε όμως και τότε φοβερό ψωμί και καταπληκτικές τυρόπιτες με μαυροκούκι.
Στο χασάπικο του Μιχάλη και του Δήμου (αδέρφια από τη Νάξο) έβρισκε κανείς το καλύτερο κρέας στην περιοχή.
Τσαγκάρης − καλλιτέχνης ο κυρ-Σπύρος στη Δημητρακοπούλου, σου 'κανε το παπούτσι καινούργιο στο πι και φι!
Κολλητά το καφεκοπτείο του κυρ-Θόδωρου να σκορπάει αρώματα κάθε φορά που άλεθε τους πολύτιμους κόκκους.
Για γλυκά στη “Μασκωτίτσα”, στη “Μέλισσα” κι αργότερα στου “Γκρούη”, για τσιγάρα κι εφημερίδα στο περίπτερο της κυρα-Καλλιόπης, για λουλούδια κι ανθοσυνθέσεις στη “Ζέρμπερα”.
Τετράδια, σχολικά βιβλία και γραφική ύλη από τη Βραχωρίτου, τον Καλοκαιρινό ή τον μικρό (στην αρχή) “Πυρσό” του Σωτήρη του Μακρή.
Όπου και να 'χες να πας, οι χαιρετούρες ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της γύρας σου. Άσε που δεν υπήρχε περίπτωση να σε "πειράξει" κανείς αφού, ως διά μαγείας, ό,τι δουλειά και να 'κανε ο μαγαζάτορας, λες και μυριζόταν τον επίδοξο ερωτιδέα και ξεπρόβαλλε στην πόρτα με βλέμμα άγριο!
Έτσι είχαν τότε τα πράγματα στη γειτονιά μας και μόνες παραφωνίες, πού και πού, οι αισθητικές παρεμβάσεις των ανθρώπων που είχαν έρθει από την επαρχία, στα μπαλκόνια, τις βεράντες ή τους κοινόχρηστους χώρους των πολυκατοικιών. Έβλεπες, επί παραδείγματι, σε μια πολυκατοικία με λευκά κάγκελα στα μπαλκόνια, να ξεχωρίζει ένα με πράσινα ή σιελ! Επειδή έτσι άρεσαν στον νοικάρη (που σιγά και μη ρωτούσε τον ιδιοκτήτη!). Συνέλευση στην είσοδο, φτου και κάτω το καταστατικό, με το καλό ή με το ζόρι, τελικά συνετιζόταν ο... ατάσθαλος.
Μερικά χρόνια μετά χόντρυναν κάπως τα πράγματα. Προφανώς, παραφωνίες τέτοιου είδους δεν υπήρχαν μονάχα στη δική μας γειτονιά. Έτσι, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '80, εμφανίστηκαν τα πρώτα (;) συνθήματα σε τοίχους της πόλης: «έξω οι βλάχοι από την Αθήνα».
Με τον καιρό κατάλαβα ότι δεν ήταν μόνον αισθητικές οι παρατυπίες κι οι παραφωνίες.
Δεν μπορούσα, ωστόσο, να φανταστώ ότι το φίδι είχε γεννήσει τα αβγά του...
Λίγο μετά, συνέρρευσαν τα πρώτα κύματα μεταναστών από τις Φιλιππίνες, το Πακιστάν, την Αφρική κι εν συνεχεία, μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ, από τις πρώην Ανατολικές χώρες.
Χαριτωμένες και πάντα καθαρές και γελαστές Φιλιππινέζες, μπουκέτα στις στάσεις της Κηφισίας, ειδικά στο κομμάτι από την Αγία Τριάδα μέχρι το ύψος του Ερυθρού Σταυρού, ή στην Καθολική Εκκλησία του Αγίου Διονυσίου, τις Κυριακές. Το μόνο (;) που είχαν να προσάψουν κάποιοι “καλοκακομαθημένοι” ήταν πως... μαγείρευαν βαριά κι η μυρωδιά από τα κρεμμύδια και τα μπαχαρικά σα να πότιζε τους τοίχους κι έτεινε να γίνει μόνιμη.
Ούτε τότε μπορούσα να φανταστώ ότι το αβγό του φιδιού επωαζόταν...
Στο μεταξύ, η εικόνα της γειτονιάς μας άλλαζε μέρα με τη μέρα. Κάποιοι ιδιοκτήτες καταστημάτων έφυγαν από τη ζωή, κάποιοι άλλοι πήραν σύνταξη. Τα περισσότερα μαγαζιά εκσυγχρονίστηκαν κι άλλα, καινούργια, άρχισαν να ξεφυτρώνουν.
Όλο και πιο πολλοί πουλούσαν ή νοίκιαζαν τα διαμερίσματά τους. Οι πιο ηλικιωμένοι, ένας-ένας, αποχαιρετούσαν το μάταιο ετούτο κόσμο και, σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, οι κληρονόμοι έκαναν ιδιόχρηση.
Η κίνηση ολοένα και περισσότερη, τα καυσαέρια εισβολείς στη μύτη, τα μάτια, τα πνευμόνια, οι πολυκατοικίες του '50 και του '60 είχαν παλιώσει αρκετά και, παρά τη συντήρηση, ας μην ξεχνάμε ότι το διαμέρισμα παλιώνει μαζί με το κτήριο.
Οι νοικάρηδες είχαν κι αυτοί πρόσωπο διαφορετικό: δεν ήταν πια οι επαρχιώτες παλαιότερων δεκαετιών, αλλά φοιτητές και φοιτήτριες του Παντείου Πανεπιστημίου, ελεύθεροι επαγγελματίες ή στελέχη τραπεζών και εταιρειών που είχαν ξεφυτρώσει σαν τα μανιτάρια και στεγάζονταν στη Συγγρού, στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στη Χατζηχρήστου και πέριξ.
Πολλά καταστατικά πολυκατοικιών είχαν αλλάξει και πλέον επιτρέπονταν οι επαγγελματικοί χώροι.
Όχι, γείτονες μετανάστες δεν είχαμε. “Ξένους δε βάζω 'γω στο σπίτι μου”, άκουγα όλο και πιο συχνά. (Το αβγό του φιδιού είχε εκκολαφθεί).
Είχαμε όμως στη δούλεψή μας... Φιλιππινέζες για το μεγάλωμα των παιδιών, Ρωσίδες για τη φροντίδα των ηλικιωμένων, Αλβανίδες για τις δουλειές του σπιτιού.
(Εργάτες και εργάτριες. Δούλοι και −σε μερικές περιπτώσεις, στην Περιφέρεια−δουλοπάροικοι. Του 20ου και του 21ου αιώνα. Μέχρι εκεί.)
Κι ίσως κάπου εδώ τελείωσε το παραμύθι της πολυπολιτισμικότητας.
Μετά, το πολύ έγινε πάρα πολύ και κατάπιε τον όποιο πολιτισμό.
H οικογένεια μεγάλωνε. Οι εργασίες, εκτός κέντρου. Το καινούριο σπίτι, προοριζόμενο αρχικά για εξοχικό, έτοιμο. Νότια, Βόρεια, Ανατολικά... δεν έχει σημασία. Μακριά, πάντως.
Επισκέπτες πια στην πόλη μας.
Στης Φωτεινής, στην Ελπίδος. Στης Μαρίλης, στη Φαιδριάδων. Στης Αλεξάνδρας, στην Επτανήσου. Στης Βάλιας, στους Αμπελοκήπους.
Περνούσαν τα χρόνια κι οι ζωές μας είχαν αλλάξει. Οι γυναικοσυναντήσεις με τις παλιές φίλες είχαν αραιώσει. Τηλεφωνήματα, e-mails, msn... έτσι τη βγάζαμε ως επικοινωνία.
Φορά τη φορά, στις επισκέψεις μας αυτές, διαπιστώναμε το ρήμαγμα της πόλης από την αδιαφορία και την εγκατάλειψη. Αλλά και το φόβο. Την ανέχεια. Τη δυστυχία. Όχι, όμως, την πολυπολιτισμικότητα.
Επισκέπτες και στη γειτονιά. Μόνο για να ψηφίσουμε...
Tα πρώτα χρόνια συναντούσα παλιούς γείτονες. Μάθαινα για όσους είχαν μετακομίσει, για όσους είχαν φύγει από τη ζωή, για όσους είχαν γεράσει κι είχαν μαραζώσει βλέποντας τη γειτονιά ν' αλλάζει μορφή και τους παλιούς τους φίλους να τους εγκαταλείπουν.
Αργότερα, οι συναντήσεις αυτές αραίωσαν. Πέρσι δεν είδα κανέναν.
Η παλιά μου γειτονιά αναβαθμίστηκε, απέκτησε ένα λαμπρό μουσείο, σταθμό μετρό, trendy φαγάδικα, παλμό... κι έχασε τους ανθρώπους που της έδιναν ζωή, πρόσωπο, χαρακτήρα.
Έχασε την καρδιά της.
Ήρθε η ώρα να βγάλω τα γυαλιά μου.
http://living-and-love.blogspot.gr
Πίσω στα παλιά
No comments:
Post a Comment