Ο «παπά-Φώτης» του ελληνικού σινεμά που ήταν πάντα ένας ταγμένος θεατρίνος
Μια από τις χαρακτηριστικότερες φυσιογνωμίες της χρυσής εποχής της εθνικής μας κινηματογραφίας και ένας άνθρωπος σεμνός και ταπεινός, ο Παντελής Ζερβός κόσμησε με την παρουσία του το πανί και το σανίδι, αποδεικνύοντας στην πράξη τι σημαίνει να είσαι καλλιτέχνης.
Ο στοργικός πατέρας, ο ακριβοδίκαιος κοινοτάρχης, ο καλοσυνάτος αστυνομικός, παπάς, βαρκάρης κ.λπ. της μεγάλης μας οθόνης ήταν ένας από τους μεγαλύτερους τυπίστες του καιρού του, αφήνοντας παρακαταθήκη ερμηνείες που θα τις κουβαλάμε ισοβίως μέσα μας.
Με την απροσχημάτιστη υποκριτική του απλότητα, που ήταν λες και δεν έπαιζε, απέδιδε αβίαστα τόσο τη συγκίνηση και τη συντριβή όσο και την ανεμελιά και το αστείο, γράφοντας τη δική του προσωπική διαδρομή ως κορυφαίος δευτερορολίστας που περίμεναν ουρά οι παραγωγοί να καπαρώσουν για την επόμενη ταινία τους,
μιας και ήταν πολυάσχολος και τρομερά επιθυμητός.
Η δεξιοτεχνία του στη μετάδοση του συναισθήματος και στο σκάρωμα του χαρακτήρα ήταν εντελώς έμφυτη, αν και ο Ζερβός διέθετε την ικανότητα να ερμηνεύει σωματικά τους ρόλους του, μετρώντας τεράστιες επιτυχίες στο θέατρο, αποθεώσεις
κυριολεκτικά στην Επίδαυρο αλλά και στο λατρεμένο του Εθνικό Θέατρο.
Καλόκαρδος, ευχάριστος και ολότελα ταλαντούχος, ο παλαιών αρχών πατέρας και μέντορας των πρωταγωνιστών του ελληνικού σινεμά ενσάρκωσε φυσιογνωμικά, εκφραστικά και βιωματικά την τέχνη του ηθοποιού, παίρνοντας στις πλάτες του το νεοελληνικό θέατρο και σινεμά.
Το τι σημαίνει να είσαι ηθοποιός το απέδειξε εξάλλου μέσα στην τραγικότητα της προσωπικής του τραγωδίας, όταν έμαθε ότι η κορούλα του σκοτώθηκε στον σεισμό
της Σαντορίνης το 1956 και εκείνος βγήκε να παίξει στην Επίδαυρο και να κάνει το υποκριτικό του καθήκον, παρά την απαράμιλλη οδύνη του. Μόνο όταν έπεσε
η αυλαία ένιωσε ότι ήταν η στιγμή να πενθήσει για τον χαμό της, λιποθυμώντας
από τον πόνο του.
Λίγοι ηθοποιοί της γενιάς του περνούσαν με τέτοια άνεση από την κωμωδία
στο δράμα και τανάπαλιν…
Πρώτα χρόνια
Ο Παντελής Ζερβός γεννιέται στις 23 Δεκεμβρίου 1908 στην Περαχώρα Κορινθίας
ως γιος του τοπικού ιερέα παπά-Δημήτρη, αν και η τραγωδία θα εκδηλωθεί από
νωρίς στη ζωή του. Στα τέσσερά του χάνει τη μητέρα του και πριν κλείσει τα οχτώ χρόνια ζωής θα χάσει και τον πατέρα του. Ορφανός πια, θα σταλεί από τους
συγγενείς του εσώκλειστος στο Τζάνειο Ορφανοτροφείο, όπου και θα περάσει τα επόμενα χρόνια, αν και δεν θα παραμείνει για πολύ, αποφασίζοντας να πάρει
τη ζωή στα χέρια του.
Ο νεαρός Παντελής θα κάνει πάμπολλες δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει, έχοντας ωστόσο πάντα στον νου του ότι το σχολείο πρέπει να το τελειώσει. Και να μάθει καλά αγγλικά! Όπως και έκανε τελικά, δουλεύοντας το πρωί σε καφενείο στον Πειραιά, φοιτώντας σε νυχτερινό σχολείο και πουλώντας το βράδυ αναψυκτικά
στους περαστικούς Πειραιώτες.
Ολοκληρώνοντας τη βασική εκπαίδευση στο Σχολαρχείο, κατατάχθηκε στο Βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό και έφτασε μάλιστα στον βαθμό του αρχινοσοκόμου. Ο Παντελής ήταν όμως καλλίφωνος νεαρός και είχε ήδη κολλήσει το μικρόβιο της υποκριτικής, κι έτσι αποφάσισε να πάρει μέρος στον διαγωνισμό νέων ταλέντων της Εθνικής
Λυρικής Σκηνής, όπου και επιλέχθηκε με τυμπανοκρουσίες για την εξαιρετική του φωνή! Αν και η καθοριστική στιγμή θα ερχόταν λίγο αργότερα, σε μια εποχή που ο ανεπανάληπτος Κάρολος Κουν ξεκίναγε δειλά δειλά την περιπέτεια με τη δραματική σχολή του.
Μια μέρα λοιπόν που ήταν με τους μαθητές του στη σχολή, άκουσε απέξω
το βροντερό γέλιο του Ζερβού και βγήκε να δει τι γινόταν. Εκεί αντίκρισε ένα ναυτάκι, τα είπαν για λίγο και ο Κουν τον ρώτησε αν θέλει να παίξει στο θέατρο. «Φυσικά»,
του απάντησε ο ναύτης και έτσι ξεκίνησαν όλα. Ο Ζερβός εγκατέλειψε τη λυρική
σκηνή για να γίνει ηθοποιός πρόζας, σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή
του Θεάτρου Τέχνης και όταν αποφοίτησε, ο θεατρικός κόσμος του ανήκε…
Θεατρική και κινηματογραφική καριέρα
Ο Ζερβός πρωτοβγήκε στο σανίδι με το Θέατρο Τέχνης το 1933, του οποίου θεωρούνταν ένας από τους θεμέλιους λίθους, και συνέχισε στη Λαϊκή Σκηνή το
1935 με την «Ερωφίλη», ερμηνεύοντας ήδη από την αρχή ρόλους κλασικούς αλλά
και σύγχρονου ρεπερτορίου. Σύντομα βέβαια θα έρχονταν τα πέτρινα χρόνια της Κατοχής, όταν ο Ζερβός και οι συνάδελφοί του δεινοπαθούσαν από τη φτώχεια
και την ανέχεια. Παρά ταύτα, τα υποκριτικά του χαρίσματα θα τον φέρουν σχεδόν
από σπόντα στον θίασο της μεγάλης πρωταγωνίστριας κυρίας Κατερίνας, αν και οι μετρημένοι θεατές δεν γέμιζαν τα πεινασμένα στομάχια.
Στις αυτοσχεδιαστικές εκείνες παραστάσεις της Κατοχής και τις φανταστικές ιστορίες που σκάρωναν με ήρωες των παλιών καιρών θα ανδρωθεί υποκριτικά ο Ζερβός,
κι έτσι όταν η χώρα βγει από την περιπέτεια του Β’ Παγκοσμίου, ο Παντελής είναι
ήδη ψημένος και έμπειρος θεατρίνος. Και μπαρουτοκαπνισμένος φυσικά, καθώς
στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο του 1940 πολέμησε στην πρώτη γραμμή του μετώπου
ως λοχίας.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 θα βρεθεί στον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, στο πλευρό του Ντίνου Ηλιόπουλου και της Άννας Συνοδινού, λίγο αργότερα θα συνεργαστεί με το Κρατικό Θέατρο Θεσσαλονίκης και με την Ελληνική Σκηνή του Δημήτρη Ροντήρη, βρίσκοντας τελικά το μόνιμο στέκι του, το Εθνικό Θέατρο, βασικό στέλεχος του οποίου παρέμεινε από το 1954 μέχρι και το τέλος της ζωής του. Από το 1948-1954, όταν και θα βρει τη μόνιμη στέγη του στο Εθνικό, είχε ιδρύσει δικό του θίασο.
Ο Ζερβός διακρίθηκε ιδιαιτέρως σε ρόλους κλασικού και νεοελληνικού ρεπερτορίου
και ήταν ένας από τους λίγους που είχε την τύχη να παίξει σε όλες τις αριστοφανικές κωμωδίες. Το θεατρόφιλο ελληνικό κοινό παραμιλούσε για χρόνια για τους ρόλους
του στις παραστάσεις «Μάκβεθ», «Άλκηστις», «Αντιγόνη», «Βυσσινόκηπος», «Φιλάργυρος», «Αντιγόνη», «Θεσμοφοριάζουσες» και «Πλούτος», για να αναφέρουμε μερικές μόνο από τους ξακουστούς θεατρικούς του θριάμβους.
Η σπουδαία θεατρική του καριέρα θα τον φέρει στα μήκη και τα πλάτη της Ελλάδας αλλά και στο εξωτερικό, λαμβάνοντας πλήθος βραβείων για τις ερμηνείες του. Για το σύνολο της προσφοράς του στο νεοελληνικό θέατρο τιμήθηκε εξάλλου από τον
βασιλιά Παύλο με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Γεωργίου Α’.
Εξίσου ανεπανάληπτη ήταν και η προσφορά του στο μεγάλο πανί, καθώς τον Ζερβό τον απόλαυσε το κοινό της εποχής σε περισσότερες από 70 ταινίες του ελληνικού σινεμά. Όσο για τους μικρότερους ή μεγαλύτερους ρόλους του, αξέχαστοι
πραγματικά.
Από εκδικητικός θείος του Ηλιόπουλου στους «Μακρυκωσταίους και Κοντογιώργηδες» και ετοιμόλογος παπάς στη «Μανταλένα» μέχρι γραφικός βουλευτής στο «Ζητείται ψεύτης», χωριάτης ξάδελφος της «Κυράς μας της μαμής» και αυστηρός πατέρας της Λάσκαρη στον «Ατσίδα», ο Ζερβός ξεχώριζε σε κάθε του εμφάνιση. Ποιος μπορεί να τον ξεχάσει ως «παπα-Φώτη» στη «Μανταλένα» του Δημόπουλου, ερμηνεία για την οποία θα αποσπάσει εξάλλου το Βραβείο Β’ Ανδρικού Ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1960;
Κάνοντας το ντεμπούτο του το 1943 στον ρόλο του πατριού στη «Φωνή της Καρδιάς», την πρώτη ποτέ ταινία της Finos Film, ο Ζερβός έγινε αναπόσπαστο μέλος του ελληνικού σινεμά, το οποίο υπηρέτησε πιστά για 40 περίπου χρόνια αφήνοντας παρακαταθήκη μοναδικές συνεισφορές στα φιλμ «Πικρό ψωμί» (1951),
«Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας» (1955), «Ο κατήφορος» (1961), «Λόλα» (1964),
«Ο μεθύστακας του λιμανιού» (1967), «Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά» (1969),
«Η Μαρία της σιωπής» (1973), αν πρέπει να ξεχωρίσουμε μερικά.
Χωριστή μνεία οφείλει να γίνει και στις σπουδαίες ραδιοφωνικές εκπομπές του,
όπου έγραψε άλλον έναν προσωπικό θρίαμβο, κυρίως μέσα από τα σύντομα σκετσάκια «Το 5λεπτο ενός θυρωρού», ενώ με την ίδια ευχέρεια πέρασε και στη
μικρή οθόνη, αφήνοντας τη σφραγίδα του στις σειρές «Η ταβέρνα» (1972),
«Ο φάρος» (1976) και «Ιστορίες χωρίς δάκρυα» (1977).
Προσωπική ζωή
Βαθύτατα θρησκευόμενος και εθνικόφρων, ο συντηρητικός Παντελής Ζερβός ήταν φιλοβασιλικός στις πολιτικές του πεποιθήσεις και σφοδρός αντικομουνιστής. Στο απριλιανό πραξικόπημα του 1967 συντάχθηκε μάλιστα με το καθεστώς των συνταγματαρχών και ως πρόεδρος των Εθνικοφρόνων Ελλήνων Ηθοποιών πρωτοστάτησε στην καθαίρεση της διοίκησης του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών,
του οποίου ήταν μέλος. Μεταπολιτευτικά, έγινε σφοδρός καραμανλικός.
Αφήνοντας τα πολιτικά κατά μέρος, ο Ζερβός ήταν φανατικός Παναθηναϊκός και μανιώδης καπνιστής, αν και ήταν ακόμα πιο ταγμένος οικογενειάρχης. Έχοντας ερωτευτεί τη Σαντορινιά Μαρία του ήδη από τα νιάτα του, το ζευγάρι απέκτησε τρεις κόρες. Η οικογένεια ζούσε στο Παλαιό Φάληρο τον χειμώνα και τα καλοκαίρια μητέρα και κόρες τα πέρναγαν στη Σαντορίνη, καθώς οι θεατρικές υποχρεώσεις του Ζερβού τον κρατούσαν συνήθως μακριά τους.
Η προσωπική τραγωδία θα του χτυπούσε για άλλη μια φορά την πόρτα το καλοκαίρι του 1956, όταν η οικογένεια βρισκόταν στο νησί για τις θερινές διακοπές και
ο Ζερβός ήταν στην Επίδαυρο. Ο Εγκέλαδος της 9ης Ιουλίου 1956 που ισοπέδωσε το νησί έθαψε κάτω από τα ερείπια τη μικρή του κόρη, τη 12χρονη Ευδοξία, γεγονός
που πληροφορήθηκε ο ηθοποιός λίγο πριν βγει στην Επίδαυρο.
«Σκοτώθηκε η Ευδοξούλα», του είπαν, κι εκείνος ανέβηκε στη σκηνή και έπαιξε κάνοντας για άλλη μια φορά τον κόσμο να σκάσει στα γέλια με την αριστοφανική ερμηνεία του. Όταν τέλειωσε, υποκλίθηκε, τον αποθέωσαν, τον ανάγκασαν μάλιστα
να ξαναβγεί στη σκηνή άλλες οχτώ φορές, για τέτοια επιτυχία μιλάμε, και όταν αποσύρθηκε επιτέλους στα παρασκήνια λιποθύμησε από τον καημό του.
Το δράμα έμελλε να έχει συνέχεια, καθώς τρία χρόνια αργότερα, κατά την εκταφή, διαπιστώθηκε πως το κοριτσάκι είχε ενταφιαστεί ζωντανό (η σορός της είχε αλλάξει θέση μέσα στο φέρετρο). Ο Ζερβός κράτησε το γεγονός μυστικό από τη γυναίκα και
τις άλλες κόρες του και το εξομολογήθηκε μόνο όταν έφτασε στα τελευταία του: «Εκείνες τις τραγικές μέρες στη Σαντορίνη όποιον σκουντούσαν και δεν σάλευε, τον έθαβαν αμέσως για λόγους υγείας, καθώς τα μέσα ήταν ανύπαρκτα», είπε σε πολύ μεταγενέστερη συνέντευξή του.
Στοργικός πατέρας και ακόμα στοργικότερος παππούς, ο Ζερβός δεν χαλούσε χατίρι στους δικούς του, παραμένοντας εξάλλου ευρύτερα γνωστός για τη γενναιοδωρία
του. Επέστρεφε πάντα στη γενέτειρά του στο Λουτράκι για να εξασκήσει το
αγαπημένο του χόμπι, το ψάρεμα, και απολάμβανε πάντα την παρέα των απλών ανθρώπων του χωριού από τα θεατρικά πηγαδάκια.
Ο καλός οικογενειάρχης, πολύπλευρος καλλιτέχνης και ένας άνθρωπος ιδιαιτέρως δοτικός άφησε την τελευταία του πνοή στις 22 Ιανουαρίου 1982 στο σπίτι του στο Παλαιό Φάληρο, προδομένος από την καρδιά του. Ο καημός του ήταν που δεν θα προλάβαινε να ζήσει στο ρετιρέ που είχε μόλις αγοράσει στο Λουτράκι για να
βλέπει τη θάλασσα στον τόπο που τόσο αγάπησε. Ήταν 73 ετών…
http://www.newsbeast.gr
Πίσω στα παλιά
No comments:
Post a Comment