Ιστορίες από την Παλιά Αθήνα
«Το κομψό μουσικό κατάστημα με την μοντέρνα εσωτερική διακόσμηση και το κομμένο σε κυβιστικά σχήματα "κόντρα πλακέ", έχει ζωηρή κίνηση. Οι ιδιαίτεροι μικροί θαλαμίσκοι, στους οποίους ο πελάτης ακούει την πλάκα, είνε διαρκώς "οκκυπέ".
Οι αβρές πωλήτριες με τη μαύρη ποδιά, δεν προφθαίνουν να περιποιούνται τον κόσμο. Είνε κόσμος κάθε είδους. Μια πολυτελής κυρία με το "πεκινουά" στην αγκαλιά, μια χαριτωμένη "μιντινέττα", ένας σοβαρός γκριζομάλλης κύριος, ένας λεπτεπίλεπτος νεαρός, ένας εργατικός ανθρωπάκος, όλες οι αντιπροσωπείες των κοινωνικών ποιοτήτων.
-Μπορώ ν' ακούσω τους τελευταίους δίσκους;
-Ευχαρίστως, κύριε, περάστε.
Υπάρχουν πάντοτε νέοι δίσκοι. Κάθε μήνα, τα εργοστάσια ξεφουρνίζουν δέκα ως δεκαπέντε νέα προϊόντα. Αρχίζει, λοιπόν, η ηχητική παρέλασις των μελοποιημένων στίχων με τη βοήθεια της βελόνης του γραμμοφώνου, ενώπιον του πελάτου:
"Τι να το κάνω αν λες πως μ' αγαπάς
κι' όλο για μένα πως καρδιοχτυπάς
αφού μέσ' στη ματιά σου
βλέπω την ξενοιασιά σου
κι' όλα τα βράδυα
λόγια και χάδια
όπου βρεθής σκορπάς"
-Βγάλτε το! Βγάλτε το! δυσανασχετεί ο πελάτης.
-Γιατί; Δε σας αρέσει;
-Το θέλω για τη γυναίκα μου. Δεν μπορεί να της πάω ένα κομμάτι που να λέη "σκορπάει χάδια όπου βρεθή"! Αυτό με θίγει!
-Όπως νομίζετε!
Και δοκιμάζεται άλλος δίσκος:
"Αγαπώ μια καστανή
μια κουκλίτσα αληθινή..."
-Άλλο, άλλο! διακόπτει πάλι ο πελάτης. Η γυναίκα μου είνε ξανθή. Αυτό το "αγαπώ μια καστανή", θα το παρεξηγήση!
-Θα σας άρεσε το "Θέλω με φιλιά να μεθύσω";
-Έχω και παιδιά, δεσποινίς. Δε μπορώ να βάζω στο γραμμόφωνο τέτοια πράμματα!
-Το "Έπαψες τρελλή να μ' αγαπάς";
-Μα τι λέτε τώρα;
-Το "Δεν είσ' αυτή π' αγάπησα";
-Αυτή είνε. Πως δεν είν' αυτή; Μα τι αηδίες γράφουνε βρε αδερφέ;
Και ο πελάτης φεύγει δυσαρεστημένος απ' το θαλαμίσκο, για να εισέλθη αμέσως άλλος:
-Εχετε αυτό το "ταγκό" του Σαίξσπηρ;
-Ταγκό του Σαίξσπηρ; ρωτάει η δεσποινίς κατάπληκτη.
-Μάλιστα. Αυτό το... "Να ζη κανείς ή να μη ζη!".
-Α! του Αττίκ θέλετε να πήτε.
-Του Αττίκ; Λοιπόν, δεσποινίς, ο Αττίκ έκλεψε τον Σαίξσπηρ.
-Μπορεί να έκλεψε και ο Σαίξσπηρ τον Αττίκ. Τέλος πάντων. Θέλετε να τ' ακούσετε;
-Αν είνε δυνατόν...
Το ακούει και του αρέσει.
-Έχετε τίποτ' άλλο;
-Πολλά.
-Θέλω ένα για τη μνηστή μου...
-Να σας δώσω.
Και μπαίνει στο γραμμόφωνο ένα από τα πολλά:
"Μαριτάνα, Μαριτάνα
αχ! ας νοιώσω κοντά σου
τον έρωτά σου
μια νύχτα μόνο..."
-Μα δεν τη λένε Μαριτάνα, δεσποινίς. Αλεξάνδρα τη λένε.
-Δυστυχώς δεν έχουμε κανένα ταγκό μ' αυτό τ' όνομα.
-Τι να γίνη λοιπόν.
-Γράψτε σεις ένα.
-Εγώ; Πως είνε δυνατόν;
-Γιατί όχι; Όλος ο κόσμος γράφει ταγκό.
Μια κυρία με ύφος επίσημο και δυνατά σφιγμένα τα χείλια εις ένδειξιν σοβαρότητος, μπαίνει στο κατάστημα.
-Πλάκες σας παρακαλώ.
-Ευχαρίστως.
Η βελόνα τίθεται εν ενεργεία:
"Κουράστηκα να σ'αγαπώ
ήρθ' ο καιρός να σου το πω
πως θα με χάσης..."
-Μα τι σαχλαμάρες είν 'αυτές. Εγώ ζω με τον άντρα μου δώδεκα χρόνια και είμαι ερωτευμένη μαζί του. Πως θα βάλω τέτοιο τραγούδι στο γραμμόφωνο;
-Μα μην το παίρνετε προσωπικά.
-Αλλά πως να το πάρω; Βάλτε κάτι άλλο.
-Το "Αν κάποτε σε χάσω";
-Χριστός και Παναγία!
Και η πελάτις χτυπάει ξύλο και φεύγει έξω φρενών!
Η πολυβασανισμένη δεσποινίς "επί της πωλήσεως" περιποιείται τώρα μια μαμά με την κόρη της.
-Θέλετε το "Συγγνώμην σου ζητώ";
-Όχι κουταμάρες. Πρόκειται ν' ακούση τους δίσκους ο μνηστήρ της.
-Το "Μ' αρέσει να πονώ";
-Όχι σαδισμούς δεσποινίς!
-Τότε... να σας δώσω το "Σου δόθηκα";
-Το κορίτσι μου δεν εδόθηκε σε κανέναν κοπέλλα μου! Και να προσέχης πως μιλάς!...
-Με συγχωρείτε κυρία, δεν ήθελα...
-Τον κακό σου τον καιρό!
Είνε γενικό το κακό. Η πελατεία συνδυάζει το τραγούδι με τις προσωπικές υποθέσεις της. Ο σύζυγος, ο μνηστήρ, η φίλη, τα παιδιά, η πεθερά, η οικογένεια και οι γνωριμίες της παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στην εκλογή του δίσκου. Το "Σ' αγαπώ" δεν μπορεί να το προσφέρη ο φίλος εις το γνωστό του ανδρόγυνον. Υπάρχει κίνδυνος να συμβή... δράμα τιμής! Το "Με κατέστρεψες" είνε φοβερόν δια την φίλην και συμβολίζει διαμαρτυρίαν δια τας οικονομικάς θυσίας που έγιναν προς χάριν της. Το "Δε σε πιστεύω ό,τι κι' αν λες" αποτελεί προσβολήν του χειρίστου είδους. Και τα λοιπά και τα λοιπά...
Όλα λένε κάτι που μπορεί να παρεξηγηθή. Ευτυχώς που υπάρχουν τρεις πλάκες... για τα μάτια. "Μάτια γαλανά", "Μάτια καστανά" και "Μαύρα είν' τα μάτια π' αγαπώ". Εδώ πλέον "διαλέγετε και παίρνετε"!
(Δ.Κ.Ευαγγελίδης, Μάρτιος 1937, "Έθνος")
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
http://paliaathina.com/gr
No comments:
Post a Comment