Μέρες , σαν την 25η Μαρτίου και την
28η Οκτωβρίου , πάντα συγκινούσαν και συγκινούν , τον Ελληνισμό , γιατί είναι
χαραγμένες βαθιά στην εθνική του μνήμη κι έχουν σφραγίσει ανεξίτηλα , την
ιστορική του πορεία . Στα προπολεμικά , όμως , χρόνια , η 25η Μαρτίου
αποτελούσε , για το μαθητόκοσμο του χωριού μας , το σημαντικότερο γεγονός της
χρονιάς .
Οι τρυφερές ψυχές των παιδιών παραληρούσαν
κυριολεκτικά , και ζούσαν ώρα με την ώρα , λεπτό το..λεπτό , όλη την ιδιάζουσα
προεορταστική ατμόσφαιρα της μεγάλης ημέρας και προετοιμάζονταν γι’ αυτήν με
..λαχτάρα κι εθνικό πάθος , που , πολλές φορές , άγγιζε τα όρια του πυρετού .
Ένα μήνα πρωτύτερα , οι δάσκαλοι έλεγαν σ’ όλα τα
απιδιά να μάθουν από ένα ποίημα πατριωτικό . Μόλις το μάθαιναν , γινόταν ένας
προκριματικός ..διαγωνισμός , κι όποιος το ‘λεγε καλύτερα έπαιρνε το…ρόλο , να
το απαγγείλει δηλαδή στη γιορτή . Ταυτόχρονα , δίδασκαν στα μεγαλύτερα παιδιά
κανα..πατριωτικό σκετσάκι , κάνοντας πεντ’ ‘εξι πρόβες , και τους μάθαιναν και
δυo τρία εμβατήρια και
πατριωτικά τραγούδια .
Θα πρέπει να σημειώσουμε , πως τα παιδιά διάλεγαν ,
κατά κανόνα , ποιήματα της κλεφτουριάς , με ιδιαίτερη προτίμηση στον “ Γεροδήμο
“ , το “ Ανέβα Μήτρο στου βουνού “ , το “ Η Γκιώνα λέει της Λιάκουρας “ , και
δυo τρία άλλα . Εκείνο
όμως που ..ασκούσε ..μυστηριακή έλξη στις προτιμήσεις των παιδιών , και
ιδιαίτερα των Βαρσιωτών , ήταν “ Του λεβέντη και του χάρου “. Ο λεβέντης
που τα βάζει με το χάρο , έστω κι αν στο τέλος νικιέται , συγκινούσε ιδιαίτερα
τις παιδικές ψυχές , κι έπεφτε μάλιστα και..ξύλο , για το ποιός θα το ‘λεγε .
Στην απαγγελία , είχαν ιδιαίτερη επίδοση – στα
χρόνια τα δικά μου – ο μακαρίτης Γιάννης Ευθ. Μαργέλλος ( πολύ ωραίος σαν
μπουρλοτιέρης Ματρώζος ) , ο Γιάννης Σπ. Καψάλης ( καταπληκτικό ταλέντο ) , η
Θυμία η Μπέη και δυο τρεις άλλοι . Εγώ , ο συμμαθητής μου Γιώργος Μαραζιάρης (
ιδίως όταν έλεγε το “ Χρυσή καντήλα κρέμεται ψηλά απ’ τα ουράνια “) κι ο Τάκης
Ανδρίτσος με το “ Σύρτες , πόρτες και..χερούλια “ καλύτερα να μην ανοίγαμε το
στόμα μας ..
Εκείνος , όμως , που άφησε..εποχή , με κάποια
ιστορική του απαγγελία , ήταν ο Μητσάκης ο Βάρσος . Φοβερός και..τρομερός ,
όταν μας είπε ο Δασκαλάκης , να πάρουμε από ένα ποίημα , αυτός πήρε το
Αλφαβητάριο της πρώτης τάξης , ξεμονάχιασε ένα μικρό κείμενο , που , κατά τη
γνώμη του , δεν ήθελε πολύ..διάβασμα και το έμαθε απ’ έξω . Δεν πρόσεξε όμως ,
πως το κείμενο δεν ήταν ποίημα αλλά..πεζό . Το είδε να ‘χει δεξιά κι αριστερά
μεγάλα περιθώρια , όπως είχαν τα ποιήματα στα βιβλία και την..πάτησε ..
Έτσι , όταν έγιναν οι ..προκριματικοί , και ήρθε η
σειρά του , βγήκε στην ξύλινη σκηνή , που υπήρχε μόνιμα στο προαύλιο του παλιού
Δημοτικού , έκανε την καθιερωμένη..υπόκλιση , όπως έβλεπε να κάνουν και τα άλλα
παιδιά , κι άρχισε να..φωνάζει : “ Κλω , κλω , κλω , η κλώσσα !!!”.
Ο..αθεόφοβος , το κείμενο της ..κλώσσας το πήρε για ποίημα !
Υπήρχαν όμως και μερικά παιδιά , που δεν
..καταδέχονταν να πάρουν το ποίημα που τους όριζε ο δάσκαλος , γιατί νόμιζαν
πως έπεφτε ο..ανδρισμός τους μ’ αυτό . Έτσι στη έκτη τάξη , ο αδερφός μου ο
Γιώργος , αρνήθηκε να πάρει ένα τέτοιο , που νομίζω πως το ‘λεγαν “ Το όνειρο
του Τάκη “ . Ο
Τάκης , έλεγε , πότε να μεγαλώσει , να γίνει αξιωματικός , να ζώσει το σπαθί
του και να πολεμήσει τους εχθρούς ! Αυτά όλα , ήταν , κατά τον αδερφό μου ,
χαζά κι ανάξια γι’ αυτόν . Αρνήθηκε λοιπόν να το πάρει , ο Δασκαλάκης επέμενε ,
γιατί ήταν ο καλύτερός του μαθητής , το ίδιο κι’ ο ..Ταραμπούρας , που ..βγήκε
για τρεις μέρες ..αντάρτης στον Παλιόραγκο , όπου του πήγαιναν ψωμί και νερό ,
ο Καραχαλογιώργος κι’ ο μακαρίτης Κατσουραντρέας , ώσπου ο Δασκαλάκης του
παράγγειλε , πως δεν θα τον τιμωρήσει , ούτε και θα..επιμείνει για το..ποίημα ,
κι’ έτσι άφησε το…βουνό και τα..αντριλίκια του , και γύρισε στο σχολείο .
Ένα άλλο ζήτημα , που απασχολούσε τον μαθητόκοσμο ,
ήταν και οι Εθνικές ενδυμασίες . Τότε υπήρχαν πολλές ακόμα σε διάφορα σπίτια .
Δεν τις είχε ..φάει η κατοχή , για να τις κάνουν σεντόνια , ούτε το νεκροταφείο
( Πολλοί θέλανε να τους θάβουν με τη φουστανέλα τους , κι έτσι τα πολύτιμα αυτά
ρούχα , χάθηκαν για πάντα ) . Τσαρούχια , σελάχια , κάλτσες , τσιπούνια ,
υπήρχαν πολλά , φουστανέλες όμως λίγες , και γινόταν σκοτωμός ποιός να τις
πρωτοπάρει , να τις φορέσει στην παρέλαση , κάτι που ήταν το όνειρό μας ..
Γελάω τώρα , που θυμάμαι , πόσα ζευγάρια τσουράπια
μάλλινα φόραγα στο πόδι μου να..χοντρύνει λιγάκι , γιατί τα τσαρούχια και οι
κάλτσες του νονού μου , του Καδούλα , μού ‘ρχονταν λιγάκι..μεγάλα..Το ίδιο ,
άλλωστε , πρόβλημα , αντιμετωπίζαμε όλα τα παιδιά με τις κάλτσες και τα
τσαρούχια , που μέσα τους ..έπλεαν , κυριολεκτικά , τα..” τσακνοπόδαρά μας “.
Αρκετό , ακόμα , χρόνο , μας έτρωγε και η κατασκευή
των πολύχρωμων χάρτινων φαναριών , που γινόταν με τα νύχια του χεριού , όλο
ψιλές..ζάρες , για να παίρνει καλύτερη φόρμα το φανάρι . Προσωπικά , ποτέ δεν
τα κατάφερα να φτιάξω κάτι τέτοιο και πάντα μου τα ‘΄φκιαχναν άλλοι . Ειδικοί
τεχνίτες σ’ αυτά ήταν ο Καραχάλιος ( Φιλόσοφος ) , Τάκης Καλαπτσής ( ο Έντσο
Φεράρι του χωριού μας στα..καροτσάκια ) , ο Τάκης Κατσούρης , ο Μπίλιος ο Νίκος
κι’ ο μακαρίτης Παναγ. Μαντάς .
Κι’ ερχόταν – επί τέλους ! – το γλυκό ανοιξιάτικο
ξημέρωμα της 25ης , που “ στη μνήμη της , το ΄Έθνος χαιρετά ..γονατιστό
“.
Απ’ τα βαθιά χαράματα ξυπνούσαν τα παιδιά , μαθητές
και πρόσκοποι , και ξεχύνονταν στο δρόμο τραγουδώντας το εωθινό “ Ξυπνάτε με τ’
αγέρι της αυγής “και το “ όλη η δόξα , όλη η χάρη , άγια μέρα ξημερώνει
..”.
Χαρά Θεού , το πρωινό εκείνο , η φύση στη γλυκύτερη
ώρα της , και το παιδομάνι , με τις σάλπιγγες , τα τύμπανα και τα πατριωτικά
τραγούδια , αναστάτωναν το ήσυχο χωριό , ένοιωθες , παρόλο που ήσουν άβγαλτο
παιδί , κάτι το μεγάλο κάτι το βαθύ , το ωραίο , να σε συνεπαίρνει και να σ’
ενθουσιάζει..
Θαρρούσες , πως έβλεπες , αγνάντια στην Αγιά Σοφιά
να στέκουν τα ‘βζωνάκια και να καρτερούν τον Πατριάρχη να βγει να τους
προϋπαντήσει κα να αναρριγάει στην Πύλη του Ρωμανού ο Μαρμαρωμένος Βσιλιάς .
‘Ετσι μας είχαν..μπολιάσει ψυχικά οι φτωχοί εκείνοι γραμματοδάσκαλοι του καιρού
μας .
Κι ύστερα παίρναμε τον ανήφορο για την
εκκλησία , όπου γινόταν η δοξολογία , κι’ ο ενθουσιώδης συμβολαιογράφος
Κυριαζόγιαννος θα εκφωνούσε τον πανηγυρικό της ημέρας . Αυτός , κάθε χρόνο ,
επαναλάμβανε σχεδόν τα ..ίδια και τα ίδια πράγματα και , στους λόγους του ,
έδινε κι ‘επαιρνε “ο ..δαυλός του Καψάλη “ , εννοώντας το γέρο
μπουρλοτιέρη του Μεσολογγίου , αλλά εμείς , που δεν το ξέραμε , απορούσαμε και
λέγαμε πως μίλαγε για το δικό μας γερο – Καψάλη , τον παππούλη του Διευθυντή
της εφημερίδας μας !
Αργότερα , όταν έγινε πρόεδρος στο χωριό ο
Κ.Πανάγος , οι κάπως κουραστικοί πανηγυρικοί του Κυριαζόγιαννου πήραν τέλος .
Ανέβαινε ο ίδιος ο μπάρμπα Κώστας , στο βήμα το δεσποτικό φώναζε μια φορά “
Ζήτω το Έθνος “ , “ Ζήτω η 25η Μαρτίου “, απαντούσε και το εκκλησίασμα μ’ένα
άλλο ζήτω κι’ όλα τελείωναν γρήγορα ,για ν’ αρχίσει η κατάθεση στεφάνων κι η
παρέλαση στο Αλωνάκι , με τις σάλπιγγες και τα τύμπανα και τις σφυρίχτρες των
δασκάλων και των γυμναστών .
Εδώ όμως , πρέπει να πω και δυο λόγια και για τον
άλλο πρόεδρό μας , το Γεώργιο Παπαδόπουλο και τους λόγους που εκφωνούσε . Για
μένα υπήρξε ένα φοβερά αδικημένο λογοτεχνικό ταλέντο , ξέρω τι λέω και τι γράφω
, αδικήθηκε και ..θάφτηκε κυριολεκτικά στον στενό ορίζοντα του χωριού μας κι ‘επνιξε
αδικαιολόγητα το τάλαντό του , το αναμφισβήτητο , σε μια εποχή μάλιστα , που
αυτοί οι οποίοι είχαν κάποιο ταλέντο , μετριούνταν στα δάχτυλα του ενός
..χεριού . Οι λόγοι του ήταν αριστουργήματα , διατύπωσης , ύφους , μέτρου ,
υψηλής ποιότητας , που μιλούσαν κατευθείαν στην ψυχή και του μορφωμένου και του
αγράμματου .
Αλλ’ ας ξαναγυρίσουμε στο εορταστικό μέρος της 25ης
Μαρτίου ..
Την παραμονή , στη σκηνή του Δημοτικού , γινόταν
πρώτα η γιορτή του Δημοτικού και την άλλη μέρα το απόγευμα , η γιορτή του
Γυμνασίου , γιατί το Γυμνάσιο τότε , δεν είχε κατάλληλο δικό του χώρο . Η
τελετή λοιπόν γινόταν στη σαρακοφαγωμένη σκηνή του παλιού Δημοτικού , που ,
καθώς είπαμε , βρισκόταν μόνιμα στο προαύλιό του , και τις μέρες αυτές
ανακαινιζόταν με πολύχρωμα σεντόνια και χρωματιστές μαρμαρόκολλες .
Αξέχαστες θα μείνουν ορισμένες παραστάσεις με έργα
του Ρώτα ( Να ζει το Μεσολόγγι ) , του Περεσιάδη ( Σκλάβα ) και του Λ.Μελά (
Αθανάσιος Διάκος ) . Νομίζω ακόμα ότι βλέπω την εθνική μας τραγωδό Ασπασία
Παπαθανασίου μαθήτρια τότε , τον Τάκη Παπαϊωάννου , τον Γιώργο τον Τσιώρη , τη
Νίκη Καντζιού , τη Στράτου , τον Τάκη Μποβιάτση , το Λαβίδα και μερικούς άλλους
, να υποδύονται μ’ επιτυχία διάφορους ρόλους πατριωτικών έργων .
Λες κι ήταν χθες , που ο αγαπητός μου Τάκης
Μποβιάτσης φώναζε τόσο άγρια κι αληθινά στο Διάκο του Λέοντος Μελά “ θα στρέψω
την πιστόλα μου κατά της κεφαλής σου “, υποδυόμενος τον πασά , που τα
πιτσιρίκια βάλανε τα κλάματα , ή νομίζω πως ακούω τον Τάκη Παπαϊωάννου να
ψέλνει στο “ Να ζει το Μεσολόγγι “ το ..” από των πολλών μου αμαρτιών “ και να
σκορπάει ρίγη συγκινήσης .
Για να τελειώνω , θέλω να πω πως η 25η Μαρτίου
αποτελούσε το σημαντικότερο γεγονός των μαθητών του χωριού μας και συγκλόνιζε
τις ..άπλαστες , ακόμα , παιδικές μας ψυχές . Η συμμετοχή μας ήταν καθολική και
πήγαζε από βαθιές κι υποσυνείδητες μνήμες κι απόηχους πολεμικών χρόνων , που
ακόμα τότε ήταν έναυλοι στ’ αυτιά μας και μας ενθουσίαζαν .
Δεν ήταν μια συμμετοχή μηχανική , μια τυπολατρία
συνηθισμένη , που έτσι τη βρήκαμε και τη συνεχίζαμε . Όχι ! Ήταν
αυθόρμητη , πηγαία , αληθινή . Έβγαινε μόνη της , βέβαια δεν μπορούσαμε λόγω
ηλικίας , να προσδιορίσουμε ψυχρά και με σαφήνεια το βαθύτερο νόημα της μεγάλης
αυτής μέρας . Νοιώθαμε όμως πως η μέρα αυτή ήταν πραγματικά μεγάλη , μυστηριακή
, αλλόκοσμη , που μας γιόμιζε από χαρά και εθνική υπερηφάνεια τα στήθια ,
προκαλούσε συναγερμό στην ψυχή κι ‘εφερνε δέος στο λογισμό . Κι όλα αυτά
ανεπιτήδευτα , ξεκάθαρα μ’ένα απλό τρόπο .
Όταν τραγουδούσαμε το πρωί “ Άγια μέρα ξημερώνει “
, πιστεύαμε , με περισσή παιδική αγνότητα κι αφέλεια , πως πράγματι έτσι ήταν .
Πως τα εβζωνάκια δεν θ’ αργήσει να ‘βγει να τα κοινωνήσει ο Πατριάρχης και να
τα υποδεχτεί με βάγια ..
Τώρα , τι..πιστεύουμε σήμερα , ε..αυτό είναι άλλου παπά
Βαγγέλιο !!
Η παραπάνω ολοζώντανη , κι’ ολόφρεσκη περιγραφή ,
είναι γλυκειά..ανάμνηση του αξέχαστου Λιδορικιώτη φίλου και λογοτέχνη Αλέκου
Κωστάκη , του..Καφτανιαλέκου , όπως τον..ξέραμε και τον λέγαμε , και δημοσιεύτηκε
στην εφημερίδα “ Λιδωρίκι “ , αριθ.φύλλου 15 , το Φεβρουάριο του 1983 .
No comments:
Post a Comment