Σε άλλο σημείωμά μας , περιγράψαμε την όλη διαδικασία του “ αμολύματος του αερόστατου “ στο μεταπολεμικό Λιδορίκι , σήμερα ξεκινάμε την περιγραφή της ίδιας , σχεδόν , διαδικασίας , φκιάξιμο-αμόλυμα κλπ , αλλά της προπολεμικής εποχής , όπως , ολοζώντανα , την περιγράφει ο Λιδορικιώτης Αλέκος Κωστάκης – Μαργέλλος , ο αξέχαστος Καφτανιαλέκος , απολαύστε τη…
“ Όποιος καθίσει να γράψει για την προπολεμική ζωή των παιδιών του Λιδορικιού , είναι αδύνατο να μη σταθεί στ’ αερόστατα και τους ηρωικούς πετροπόλεμους , που ακολουθούσαν κάθε φορά , όταν κάποιο αερόστατο έπεφτε σε ..ξένο μαχαλά , κάτι που γινόταν συχνά τις Κυριακές του χειμώνα , σαν είχε κόντρα άνεμο .
Τα αερόστατα , πρωτοεμφανίστηκαν στο Λιδορίκι – κατά τα λεγόμενε του μπάρμπα Σπύρου Σφέτσου ( Καλέρη ) – από το γιο ενός Αγρινιώτη Εφόρου , ονόματι Δανέλλη , γύρω στα 1920 . Κι’ από τότε ρίζωσαν στο χωριό μας , έγιναν το πιο αγαπημένο παιχνίδι των παιδιών κι άφησαν εποχή και ιστορία .
Το “ αμόλυμα “ του αερόστατου ήταν μια ολόκληρη ιστορία κι’ ήταν ομαδική προσπάθεια όλων των παιδιών του μαχαλά . Καθένα παιδί χωριστά , κι όλα μαζί , έπρεπε να κάνουν ολόκληρη προεργασία και να συντονίσουν χίλιες δυο ενέργειες , να καταστρώσουν επιτελικά σχέδια να πιάσουν καρτέρια , να βρουν τρόπο να αιφνιδιάσουν τον αντίπαλο , να βρουν χρήματα για τις κόλλες του αερόστατου , πετρέλαιο για το σφουγγάρι , ψαρόκολλα κλπ. και, το κυριότερο , όλα αυτά να γίνουν στη ζούλα , ώστε να μην πάρουν είδηση οι εχθροί , δηλαδή τα παιδιά του άλλου μαχαλά .
Ήταν μια προσπάθεια – σωστό δοκιμαστήριο ψυχών και χαρακτήρων – όσο κι αν φαίνεται παράξενο , που ένωνε όλα τα παιδιά του χωριού , σ’ ένα σκοπό , σε μια ενέργεια , και τόνωνε την ομαδικότητα , το πνεύμα της συνεργασίας και της αλληλεγγύης , αλλά και το “ αρηίφιλο “ πνεύμα , που μετουσιωνόταν σε ηρωικό πετροπόλεμο , κι αναστάτωνε το χωριό για μια μέρα .
Για μια μέρα , το αμόλυμα του αερόστατου , έδινε χαρά κι αναστάτωση στ’ αναρίθμητο – εκείνα τα χρόνια – Λιδορικιώτικο παιδομάνι , που ήταν χωρισμένο σε μαχαλάδες : Το Γυφτομαχαλά , τον Ψαλά , τον πλουσιότερο και πολυπληθέστερο , και το θεόφτωχο Βαρούσι που , ελλείψει χρημάτων , δεν έφτιαχνε ποτέ αερόστατο !
Κάθε μαχαλάς , ήταν μια μικρογραφία “ πλήρους κοινωνίας “ εν πολεμική καταστάσει και τα Σαββατοκύριακα βρισκόταν σε πάνδημο συναγερμό κι αναστάτωση . Το γενικό πρόσταγμα το ‘χαν τα πρωτοπαλίκαρα , που έπαιζαν το ρόλο του αρχιστράτηγου θα λέγαμε , και κάθε μαχαλάς , είχε τα δικά του .
Δεν τα διόριζε κανένας , αλλά επιβάλλονταν στη συνοικιακή ιεραρχία με την αξία τους , την παλικαριά τους και την προσωπική τους γοητεία . Και τέτοια – στα χρόνια τα δικά μας – ήταν : Στο Βαρούσι , ο Κοραής ( Θύμιος Πέτρου ) , στο Γυφτομαχαλά ο μακαρίτης “ Λύγδος “ ( Θύμιος Σκούτας ) , ο Αρβανιτοτάσιος κι ο Γιωργάκης της Τραμποβάσιως , ενώ στον Ψαλά ξεχώριζαν οι μακαρίτες Γιαννάκης Ευσταθίου , ο Διαμαντοσταύρος και Ηλίας Ασημακόπουλος , κι απ’ τους ζώντες , οι Γιάννης Ζόγκζας ( Πατσιούλας ) , Αριστείδης Κάππος ( Φουντούκης ) , Θύμιος Παπαπαναγιώτου , Ηλίας Ταμβάκης , Βάρσος κ.α .
Γύρω απ’ αυτούς , δρούσαν και κινούνταν ένα πλήθος άλλων ειδικοτήτων και αξιωμάτων . Και , πρώτ’ απ’ όλα , οι ..αεροναυπηγοί . Αυτοί , που , σε συνεννόηση με τους αρχηγούς , όριζαν με πόσες κόλλες θα γινόταν το αερόστατο και τι σχήμα θα του έδιναν ( με 6 κόλλες , με 8 , 12 , σωλήνας , κουτσιάφτικο η..κωλοπάνας . Συνήθως γινόταν με 8 .
Μετά έρχονταν οι τεχνικοί , αυτοί θα βοηθούσαν στο κόλλημα και το ράψιμο του γύρου . Κατόπιν οι προμηθευτές , που έπρεπε να μεριμνήσουν για τ βελόνα , κλωστή , καλάμι , πετρέλαιο για το σφουγγάρι , σπάλαθρα για τη φωτιά κλπ .
Μετά έρχονταν οι ..μετεωρολόγοι και τα καρτέρια . Αυτοί , μ’ένα μαντίλι μάντευαν κατά που φυσάει ο αέρας , αν το μαντίλι έδειχνε κατά το μέρος του εχθρού , έφευγαν κρυφά σαν κομάντος κι έπιαναν θέσεις – καρτέρια , στο εχθρικό έδαφος , 'όπου πιθανόν θα ‘πεφτε τ’ αερόστατο , ώστε να μην περιέλθει στα χέρια του εχθρού , πράγμα ατιμωτικό κι εξευτελιστικό για όλο το μαχαλά .”
Ακόμα , ξεχώριζαν και μερικά παιδιά “ εγνωσμένης “ τιμιότητας που αναλάμβαναν το..οικονομικό μέρος της όλης υπόθεσης , πράγμα πολύ σοβαρό και ουσιώδες . Τότε τα πράγματα , από οικονομικής πλευράς , ήταν πολύ δύσκολα . Για να βρεις πενηνταράκι –όσο κόστιζε μια κόλλα – έπρεπε να φτύσεις..αίμα .
Τότε περιμέναμε πως και πως , να γίνουν ..βαφτίσια να πάρουμε κανένα πενηνταράκι , να ..πεθάνει – χτύπα ξύλο – κάποιος , και να μας δώσουν κάνα φράγκο για τα ξεφτέρια ή να ντυθούμε παπαδάκια στην εκκλησία , να πάρουμε 1-2 δραχμές – τις δεκάρες που περίσσευαν απ’ το δίσκο – ή να κάνουμε κάποιο θέλημα και να μας πληρώσουν .
Εγώ , περίμενα μ’ αληθινή λαχτάρα κάθε Σαββατόβραδο , το νουνό μου , τον μακαρίτη τον Καδούλα , να πάω να του φιλήσω το χέρι να μου δώσει 1 φράγκο , με το οποίο έπαιρνες δυο κοκοτάκια απ’ το Ζήσιμο ή κόλλες για αερόστατο .
Αλλά ας έρθουμε σο αερόστατο . Κάθε χειμωνιάτικη Κυριακή – τα αερόστατα τ’ αμολάγαμε , λόγω φόβου πυρκαγιών , μόνο χειμώνα – έβγαινε μια..ερανική επιτροπή και μάζευε πενηνταράκια απ’ τα παιδιά του μαχαλά , για ν’ αγοραστούν οι κόλλες κι η ψαρόκολλα για το κόλλημα . Το γενικό..επιτελείο είχε ορίσει με πόσες κόλλες θα γινόταν . Συνήθως γινόταν με 8 ή 12 , μια φορά οι Γυφτομαχαλιώτες έφκιαξαν ένα με 64 , αλλά δεν δικαίωσε τις ..προσδοκίες τους , μόλις και κατάφερε να φτάσει ως τον..Άι Νικόλα !
Μόλις συμπληρωνόταν το αναγκαίο ποσό , αγοράζονταν οι κόλλες κι όλα τα παιδιά μαζεύονταν σ’ ένα αλώνι πλακόστρωτο , για το φκιάσιμο του αερόστατου . Οι τεχνικοί , κολλούσαν δυο..δυο τις κόλλες , κι ύστερα όλες μαζί , δίνοντάς του σχήμα μεγάλης σακούλας , η σχήμα μεγάλου “ Τ ”. Στο χείλος , κάτω στο άνοιγμα , έβαζαν ένα καλαμένιο γύρο , που τον έραβαν με κλωστή .
Οι “ τεχνικοί “ ξεπάτωναν τις “ γαλίκες “ ( μπουγαδοκόφινα “ )των σπιτιών τους , για το καλάμι του γύρου , κι έκλεβαν , όπου έβρισκαν , βελόνα και κλωστή για το ράψιμό του . Αν θα του έβαζαν και σφουγγάρι , περνούσαν στο γύρο του ανοίγματος ένα ψιλό σύρμα διαμετρικά , κάνοντάς του ένα καμπυλωτό τσάκισμα , για το κρέμασμα του σφουγγαριού .
Το σφουγγάρι , γινόταν από βαμπακερά κουρέλια , που τα σφίγγανε μ’ ένα σύρμα , το οποίο κατέληγε σ’ένα άγκιστρο για το κρέμασμά του , και το βούταγαν σε καθαρό πετρέλαιο για να ..ρουπώσει , να πιεί δηλαδή καλά..καλά . Το πετρέλαιο , έπρεπε να πάνε να το ζητιανέψουν η να το..κλέψουν απ’ τα γύρω σπίτια Πολλές φορές , που , εξαιτίας της φτώχειας , δε βρίσκανε πετρέλαιο , κρεμούσαν ένα σπαλαθράκι , αντί σφουγγάρι , το οποίο , όμως , έπεφτε γρήγορα .
Την κόλλα , τη φκιάχνανε από ..ψαρόκολλα και σπάνια από Αραβική . Αν τα οικονομικά δεν το επέτρεπαν , οι ..ειδικοί , την έφκιαχναν απ’ το “ κομμίδι “ των τσαγαλιών . Όταν περίσσευε η κόλλα , δεν την πετούσαν , αλλά την έβαζαν σε κάποια τρύπα της μάντρας του αλωνιού , για την επόμενη..Κυριακή..
Αφού οι μαστόροι τέλειωναν τ’ αερόστατο, στην εργασία του οποίου βοηθούσαν ανεξαιρέτως όλα τα παιδιά και χωρίς καμιά αντίρρηση στις προσταγές των αρχηγών – γινόταν μάλιστα και συναγωνισμός στην προσφορά εργασίας – “ έβγαιναν τα καρτέρια “.
Οι κομάντος του μαχαλά , αφού συμβουλεύονταν το μαντίλι των μετεωρολόγων , για το πιθανό μέρος της πτώσης της “ πτητικής συσκευής “, έφευγαν κρυφά , χωρίς να τους μυριστεί κανείς .Άλλωστε κι όλη η επιχείρηση του αερόστατου – έρανος , αγορά , κατασκευή κλπ – τις πιο πολλές φορές γινόταν κρυφά .Κι’ επειδή οι πράκτορες πληροφοριών του εχθρού δεν κοιμόνταν κι ήξεραν τα της κατασκευής , φρόντιζαν , τουλάχιστον να κρατηθεί κρυφή η ώρα της εκτόξευσης .
Λίγη ώρα πριν την…εκτόξευση , που γινόταν από πεδία απάγγια στο βοριά , άλλοι κομάντος , ξεπάτωναν τα σπάλαθρα από τις φράχτες των γύρω κήπων , για τη φωτιά ! Ήταν δε αυτά τα πιο κατάλληλα έκαναν ίσιο λαμπρό , δεν κρυφόκαιγαν , όπως τα ρείκια και δεν πέταγαν σκατζαλήθρες , όπως το πουρνάρι .
Πεδία “ εκτόξευσης “ λοιπόν , συνήθως ήταν η λάκκα του Ψαλά , και τ’ αλώνια του Σκούτα και του Ζώη , το..Κανάβεραλ και Μπαϊκονούρ , να πούμε ! Αφού λοιπόν , ήταν όλα έτοιμα , άρχιζε η αντίστροφη μέτρηση . Άναβε η φωτιά , κι αν φύσαγε , μαζεύονταν γύρω τα μικρότερα παιδιά κι άνοιγαν το σακάκι τους “ ν’απαγγιάσουν “ και να κόψουν τον αέρα . Προσεκτικά ο αρχηγός έβαζε πάνω στη φωτιά τ' αερόστατο , ώσπου να φουσκώσει .
Μόλις φούσκωνε και τράβαγε προς τα πάνω , πρόσταζε αυτόν με το σφουγγάρι , να το κρεμάσει στο πιαστήρι του σύρματος . Η δουλειά αυτή ήθελε λίγη τέχνη , γιατί εμπόδιζε ο “ λαμπρός “ της φωτιάς , που έκαιγε το χέρι . Έπεφτε τότε το σφουγγάρι , αλλά έπεφτε και..καρπαζιά ..σβουριχτή από τον αρχηγό και διαολοσταλσίματα . Μόλις όμως κόλλαγε κι άναβε το σφουγγάρι , ο αρχηγός πρόσταζε τους δυο που κρατούσαν από πάνω τα αυτιά της ..συσκευής , με τη διαταγή : “ αμόλα..ρέεεεεε”.
Εκείνοι τ’άφηναν αμέσως , και τ’ αερόστατο έπαιρνε τα ύψη , σαν ελαφρότερο απ’ τον αέρα , εξαιτίας του κενού που δημιουργούσε η φωτιά στο εσωτερικό του . Πήγαινε πολύ ψηλά και μερικές φορές , όταν τα σύννεφα , ήταν χαμηλά χανόταν σ’ αυτά .Τις περισσότερες όμως ,εξαιτίας του αέρα , πήγαινε νότια η κατά βοριά πολύ μακριά .
Αν οι κόλλες ήταν πορώδεις , η πτήση δεν κράταγε πολύ , γιατί γινόταν ΄” διαπίδυση “ του αέρα , διαμέσου των πόρων του χαρτιού , ενώ αν οι κόλλες ήταν καλής ποιότητας , τότε η πτήση κρατούσε περισσότερο . Οι κόλλες , ήταν χρωματιστές , ψιλές σαν τσιγαρόχαρτο κι εκείνο τον καιρό τις μεταχειρίζονταν για στόλισμα τζακιών , παραθύρων , δίσκων μνημοσύνου κλπ .
Μερικές φορές ο..πύραυλος (!), εξαιτίας του ανέμου , διπλωνόταν αμέσως μόλις απογειωνόταν . Κι αν μεν ήταν χωρίς σφουγγάρι έπεφτε – όπως άλλωστε έγινε και με τόσους και τόσους πυραύλους των μεγάλων δυνάμεων ! –αλλ’ αν ήταν με σφουγγάρι , καιγόταν κι η απογοήτευση πλάκωνε τις καρδιές όλων .
Αν όμως όλα πήγαιναν καλά , κι η συσκευή τράβαγε προς τα ύψη , μια μυριόστομη ιαχή δονούσε όλο το χωριό , επαναλαμβανόμενη συνέχεις : “ Αερόοοστατοοοοο..”
Και τότε γινόταν ο θρήνος . Εν ριπή οφθαλμού , τα σοκάκια αναταράζονταν απ’ τις κραυγές των παιδιών , που τρέχανε αγριεμένα , με ιερό πάθος και πολεμικό μένος , προηγουμένων των πρωτοπαλίκαρων , κι ακολουθούσης της αμέτρητης μαρίδας , με ξύλα και σφεντόνες στα χέρια , παρακολουθώντας τη συσκευή να δουν που θα πέσει . Κι έπεφτε συνήθως , στο Γυφτομαχαλά ή τον Ψαλά . Στο Βαρούσι ελάχιστες φορές έπεφτε , γιατί “ ανεβατός “ άνεμος , και ιδίως το χειμώνα , δεν φυσάει .
Αυτοί που το εκτόξευσαν , έπρεπε τώρα να προστατέψουν την πτώση του . Αν έπεφτε τ’ αερόστατο στα χέρια του εχθρού , ουαί κι αλίμονο , το ξέσχιζαν το ‘καναν λουρίδες , έβαζαν ένα λιθαράκι σ’ αυτές και τις πετούσαν στον αέρα . Το λιθάρι , λόγω βάρους , έπεφτε αμέσως ενώ η κορδέλα περιδινιζόταν στον αέρα και συνοδευόταν από τις νικητήριες και προσβλητικές ιαχές των αντιπάλων , που θριαμβολογούσαν για το κατόρθωμά τους .
Μερικές φορές , στον τόπο της προσγείωσης , τύχαινε να βρεθούν εχθροί και ..φίλοι. Κι οι εχθροί με λάστιχα και σφεντόνες προσπαθούσαν να το τρυπήσουν , καθώς εκείνο έπεφτε , ενώ οι άλλοι να το προστατέψουν . Γινόταν σχετικός καβγάς κι έπεφτε ξύλο ..άγριο , που δεν περιγράφεται . όλα όμως αυτά , κράταγαν μόνο για κείνη τη μέρα , γιατί την άλλη , στο Σχολείο , ξεχνιούνταν όλα και το Κυριακάτικο αυτό μίσος , ποτέ δεν συνέχισε και τη Δευτέρα , ξεθύμαινε..
Αν όμως , εχθρός δεν πετύχαινε το σκοπό του , και τ’ αερόστατο έπεφτε σε ..φίλια χέρια , τότε το ‘παιρνε ο αρχηγός και καμαρωτός καμαρωτός και , ακολουθούμενος από το στράτευμά του , διέσχιζε το εχθρικό έδαφος , ενώ οι εχθροί λύσσαγαν απ’ το κακό τους .
Τέτοιες στιγμές όμως , αρκούσε ένας λόγος η μια κίνηση προσβλητική κι άρχιζε ο πόλεμος . Και το τι γινόταν δεν λέγεται . Ούτε δάσκαλοι , ούτε αστυνομία , ούτε οι γονείς μπορούσαν να κάνουν τίποτε . Οι πέτρες έπεφταν βροχή κι όποιον έπαιρνε ο..Χάρος .
Αυτά ήταν τα αερόστατα στο Λιδορίκι και νομίζω πως ήταν ένα άριστο ομαδικό παιχνίδι , μ’ απίθανες παιδαγωγικές επιπτώσεις . Σήμερα μάλιστα , που ‘χει κοπάσει εκείνη η πολεμόχαρη νοοτροπία , η αντάρτικη θα ‘λεγα , και τα παιδιά έχουν ημερέψει , το αερόστατο θα ‘ταν η καλύτερη χειμωνιάτικη ψυχαγωγία των παιδιών .
Τώρα τα παιδιά , δε σπάνε με τα λάστιχα τους μονωτήρες του ΟΤΕ , ούτε κόβουν τα κορόμηλα στη Βαθειά . Τότε , που ν’ αφήναμε εμείς τέτοια πράγματα ανέγγιχτα ! Είμασταν όλοι ..μαγάρες του διαόλου .
Νέοι καιροί , νέα ήθη , κι’ ίσως είναι καλύτερα έτσι.
Για την ιστορία , αναφέρω , όσους θυμάμαι , πρωταγωνιστές των παλιών εκείνων εκδηλώσεων . Απ’ το Γυφτομαχαλά , οι μακαρίτες Θύμιος , Θανάσης και Παντελής Σκούτας , Γιαννάκης της Κοράκαινας , Ζησιμοθάνος , Μαλαμομήτσος και Μαντάς κι απ’ τους ζώντες : Γιωργάκης της Τραμποβάσιως , Μαλαμοχρήστος , Τάσος της Αρβανιτογιάνναινας , Ταραμπούρας , Κ.Κατσούρης , Σάκης Παπαθανασίου ( αδελφός της ηθοποιού ) , Καναβούλας , Γ.Καραχάλιος , Γιώργος της Αραποκ’στάλλως κ.α .
Απ’ τους Ψαλιώτες : οι μακαρίτες Γιαννάκης Ευσταθίου , Μήτσος του Λούκα , Σταύρος του Διαμαντή , Γιάννης Β. Γκομόζιας , Λιας Ασημακόπουλος , Νίκος Βούλγαρης κι από τους ζώντες ο Γιάννης Ζόγκζας , Αριστ. Κάππος ( Φουντούκης ) , Γ. Κόκκινος , Τάκης Μποβιάτσης , ο Βάρσος , ο Σαψαρούλας , ο Δημητράκης κι’ ο Λιακώνης του Γλυμογιώργου , ο Θύμιος Παπαπαναγιώτου κ.α , που δεν τους θυμάμαι αυτή τη στιγμή .
Υ.Γ : Το 1947 , θέλησα ν’ αναβιώσω το ωραίο αυτό έθιμο κι αμόλυσα αερόστατο με επιτυχία . Ο τότε όμως Μοίραρχος όμως – ο μετέπειτα γαμπρός του χωριού μας Γιώργος Παπαγεωργίου – μας κυνήγησε και, παραλίγο , να μας κλείσει στο κρατητήριο ! Από τότε το έθιμο έσβησε .
Σχετικό με το “ αμόλυμα “ και το..κυνηγητό του αερόστατου , πάντα για την προπολεμική περίοδο , είναι και ένα γράμμα του αξέχαστου Γιώργου Ν. Πέτρου , του Ταλτογιώργου , που έστειλε στο Γιώργο Καψάλη και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ Λιδωρίκι “ , δείτε το σχετικό μας δημοσίευμα .
No comments:
Post a Comment