Δεν θα ξεχάσω ποτέ όπως πιστεύω και όλοι οι παιδικοί μου φίλοι και συμμαθητές μου στο 2ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών την παλιά μας γειτονιά, τη γειτονιά του Αγίου Παύλου, στην περιοχή του Σταθμού Λαρίσης. Πολλά τα γεγονότα που χαράχτηκαν στη μνήμη μας από τα ανέμελα αυτά χρόνια.
Μεγαλώσαμε σε μια γειτονιά αναπνέοντας την καλλιέργεια και τον πολιτισμό που της έδιναν τα θέατρα «ΠΕΡΟΚΕ» - «ΒΕΜΠΟ» - «ΣΑΜΑΡΤΖΗ», οι κινηματογράφοι «ΑΛΚΑΖΑΡ» - «ΒΙΚΤΩΡΙΑ» - «ΔΙΑΝΑ», τα νεοκλασικά κτίρια και την ζωντάνευαν οι φωνές των παιδιών στις αυλές.
Ξεχωριστή θέση στη μνήμη μας θα έχει πάντα το ξενοδοχείο «ΑΣΤΡΑ» με το εστιατόριο και τον κήπο του που ήταν διαμορφωμένος κατάλληλα ώστε να δέχεται τους καλοκαιρινούς μήνες τους Αθηναίους, που ήθελαν να απολαύσουν παγωτό κασάτο, γλυκά του κουταλιού, μπυράλ και άλλα αναψυκτικά ακούγοντας ζωντανή μουσική.
Όλα αυτά διαδραματίζονταν σε μια γειτονιά που η ιδιωτική ζωή ήταν εμφανής.
Έβλεπες στην αυλή του άλλου και γνώριζες τι έκανε, κοιτούσες τα παιδιά που τσακώνονταν και τις γυναίκες που έριχναν τα μπουγαδόνερα που πότιζαν τις μπουκαμβίλιες, τα γεράνια, το βασιλικό. Όλα αυτά μαζί με τους ασβεστοβαμμένους τοίχους έφτιαχναν έναν πολύχρωμο πίνακα. Ακόμη οι μάντρες που χώριζαν τα σπίτια ήταν χαμηλές και τις δρασκελούσαμε καμιά φορά. Υπήρχε γειτονιά, δεν ντρεπόσουν να ζητήσεις τα πάντα και βοηθούσε ο ένας τον άλλον.
Τις Κυριακές όλοι φορούσαν τα καλά τους και προτού πάνε στην εκκλησιά οι γυναίκες πήγαιναν το φαγητό με το ταψί στο φούρνο του Κυρ Αλέκου, γιατί αυτός δεν έπαιρνε τις πατάτες ή το ρύζι όπως στον άλλον φούρνο της γειτονιάς. Και στο μεσημεριανό τραπέζι «την έναρξη την έδινε η εκπομπή της Columbia με τη Συννεφιασμένη Κυριακή».
Το απόγευμα όλα τα παιδιά είχαμε δώσει ραντεβού στην χωμάτινη πλατεία του Αγίου Παύλου όπου παίζαμε με μια πλαστική μπάλα το μέγεθος της οποίας ήταν σαν ένα πορτοκάλι, κλέφτες και αστυνόμους, μακριά γαϊδούρα «μήπως τα προβλήματα τα σημερνά με τη μέση προέρχονται από τότε;……», γκαζάκια, χαρτάκια (που είχαν εικόνες ποδοσφαιριστών ή σημαίες κρατών), και αυτοσχέδιο πατίνι με ρουλεμάν.
Αυτά για τα αγόρια. Τα κορίτσια μαζεμένα σε μια γωνιά μας παρακολουθούσαν, ή έπαιζαν σκοινάκι ή κουτσό. Η γειτονιά μας άλλαξε ξαφνικά όταν η πλατεία πλακοστρώθηκε και φωταγωγήθηκε. Ήταν χαρά θεού, παίζαμε μέχρι αργά το βράδυ *(βλέπε κομπάρσος).
Εμείς όμως της γειτονιάς του Αγίου Παύλου είχαμε και μια διασκέδαση επιπλέον από όλα τα άλλα παιδιά της Αθήνας, και αυτή μας την παρείχε η ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ. Ναι, η ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ. Διότι πολλά αποσπάσματα από κινηματογραφικές ταινίες γυρίζονταν στη γειτονιά μας π.χ. «ο Ηλίας του 16ου», «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες», «ο Νόμος 4000», «οι Θαλασσιές οι Χάντρες», «ο Μπακαλόγατος» με το γνωστό μπακάλικο του Ζαραμπούκα Ψαρρών και Μαιζώνος το οποίο πρόσφατα έχει ανακαινιστεί και λειτουργεί ως μπαρ-εστιατόριο, και πολλές άλλες.
Αυτό το γεγονός μας έδινε το δικαίωμα και το προνόμιο τους μύθους (Χατζηχρήστο, Αλίκη, Ξανθόπουλο, Σταυρίδη, Κωνσταντίνου, Λάσκαρη, Χρονοπούλου, Κωνσταντάρα, Καραγιάννη, Βουτσά και άλλους) από το πανί να τους βλέπουμε όχι μόνο στα όνειρά μας και τη φαντασία μας αλλά ζωντανά.
Ήταν μια άλλη γειτονιά, ήταν μια διαφορετική γειτονιά που δυστυχώς η αντιπαροχή αλλοίωσε αφού εξαφάνισε τα σπίτια με τις αυλές και τις υπέροχες νεοκλασικές μονοκατοικίες. Κάποιες από αυτές γλίτωσαν και σώζονται μέχρι σήμερα έτσι όταν επισκεπτόμαστε τη γειτονιά μας, στις Βουλευτικές ή Δημοτικές Εκλογές, μας θυμίζουν τα παιδικά μας βιώματα τα οποία σε κανένα κοινωνικό χρηματιστήριο δεν αγοράζονται.
Κάτι άλλο που δεν έχω ξεχάσει, γιατί όντως είναι χαραγμένο μέσα μου, ήταν εκείνο το βράδυ του Μαΐου του ’63 που το πάρκο απέναντι από το Σταθμό Λαρίσης ήταν γεμάτο από κόσμο κάθε ηλικίας που περίμεναν το τρένο να έρθει από τη Θεσσαλονίκη.
Στέκονταν όλοι τους αμίλητοι, το μόνο που έβλεπες ήταν «το γιατί» που ήταν χαραγμένο στα σκυθρωπά τους πρόσωπα, τα τσιγάρα που άναβαν συνεχώς και την εμφανή παρουσία κάποιων ανδρών με κουστούμι. Η ώρα πέρναγε, το τρένο δεν έφτανε, η αναμονή ήταν βαριά μέχρι τη στιγμή που ακούστηκε το σφύριγμά του και ως δια μαγείας ακούστηκαν οι λέξεις «ήρθε», στη συνέχεια «αθάνατος» και μετά ένα παρατεταμένο χειροκρότημα….. Ναι, έτσι είναι ακόμη χαραγμένη στο μυαλό μου η άφιξη της σωρού του Γρηγορίου Λαμπράκη, του Πολιτικού και Ιατρού-Μαιευτήρα……
«Μέρα Μαγιού μου μίσεψες μέρα Μαγιού σε χάνω».
Δυστυχώς τα χρόνια πέρασαν, άλλοτε ευχάριστα άλλοτε δυσάρεστα και μία άλλη σελίδα της Αθήνας γύρισε το 1995. Το ξενοδοχείο «Άστρα» δεν υπάρχει πια. Τη θέση του έχει πάρει ένα πρατήριο υγρών καυσίμων. Ευτυχώς, όμως, για την ιστορία της Αθήνας, ως από μηχανής Θεός, ο Αλέκος Φασιανός (απόφοιτος του 2ο Γυμνασίου Αρρένων και αυτός), που μεγάλωσε στην περιοχή, αποτύπωσε με τα δικά του χαρακτηριστικά χρώματα και την προσωπική του τεχνοτροπία στη στάση του Μετρό, στην Πλατεία Καραϊσκάκη, την Αθήνα της εποχής του.
Ο Αλέκος Φασιανός στην εφημερίδα <<ΝΕΑ>> είχε δηλώσει : <<Θέλησα να φτιάξω μια μυθική ηθογραφία της μεταπολεμικής εποχής . Δεν λειτούργησα όμως σαν μια απλή φωτογραφική μηχανή >>.<<Κράτησα μέσα στο μυαλό μου την ουσία της μεταπολεμικής εποχής και έφτιαξα δύο πραγματικά έργα τέχνης με καθαρή ζωγραφική και πομπηιανά χρώματα έντονο κόκκινο και μπλε>>. <<Ήταν ευκαιρία να αναπλάσω τη γειτονιά μου .
Έτσι ο κόσμος θα έχει την ευκαιρία να θυμηθεί ή να γνωρίσει όσα γκρεμιστήκαν>>.
Στο δίπτυχο αυτό έργο του «Μύθος της γειτονιάς μου», υπάρχουν το «Αλκαζάρ» και τα «Άστρα», ο φυστικάς με το καροτσάκι, ο ποδηλάτης που χαιρετά την κοπέλα που τραγουδά στον κήπο-αναψυκτήριο του ξενοδοχείου «Άστρα».
Ο παραδοσιακός μανάβης πίσω από την ανοικτή πόρτα του μαγαζιού του. Το πανόραμα της μεταπολεμικής Αθήνας εμπλουτίζουν τα νεοκλασικά σπίτια, το θέατρο ΒΕΜΠΟ και ο κινηματογράφος ΒΙΚΤΩΡΙΑ ενώ στο βάθος προβάλλει απειλητικά μια από τις πρώτες αθηναϊκές πολυκατοικίες.
Οι κάτοικοι της περιοχής, όπως πληροφορήθηκα, ευχαριστούν τον Αλέκο Φασιανό και μέσα από το έργο του ξαναζούν την παλιά τους γειτονιά και προσκυνούν τα κομμάτια της ζωής τους…
Βασίλης Μητράκος
No comments:
Post a Comment