Ιστορία και Θρύλοι
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως στη μεγάλη βιβλιοθήκη του παραφυσικού στην Ελλάδα, το ξενοδοχείο “Ξενία” της Πάρνηθας κατέχει περίοπτη θέση. Και αυτό γιατί τα τελευταία χρόνια, όλοι αυτοί που ασχολούνται με το χώρο, παρατηρούν έναν παροξυσμό συζητήσεων, κειμένων και διαδικτυακών αφιερωμάτων που αφορούν το περίφημο “Ξενία”. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως όλη αυτή η παραφιλολογία που έχει αναπτυχθεί γύρω από το κτίριο, οφείλει την ύπαρξη της στις έρευνες που πραγματοποίησαν πολλές ομάδες του χώρου, κάποιες από τις οποίες μάλιστα κατέγραψαν και εντυπωσιακά ευρήματα (Alpha Research Team με το -διάσημο πλέον- EVP “Άσε με ήσυχο”,W Researching με “Τα χρόνια” κτλ). Έτσι, σήμερα το “Ξενία” αποτελεί – όπως άλλωστε έχω γράψει και στο παρελθόν-, το δεύτερο σημαντικότερο παραφυσικό “αξιοθέατο” της χώρας μετά τη σπηλιά του Νταβέλη, με τους επίδοξους ερευνητές να το επισκέπτονται κατά δεκάδες.
Το παραφυσικό λοιπόν “Ξενία” (αν υποθέσουμε πως συμβαίνει όντως κάτι εκεί), έχει προβληθεί και με το παραπάνω. Πόσοι όμως από όσους επισκέπτονται το χώρο γνωρίζουν την πλούσια ιστορία του – πέρα φυσικά από το γεγονός ότι υπήρξε κατά το παρελθόν σανατόριο;
Η μακραίωνη ιστορία του “Ξενία” ξεκινά το μακρινό 1914, οπότε και άρχισε να λειτουργεί στο σημείο το “Νοσοκομείο Γ.Σταύρου και Γ. Φούγκ προς νοσηλεία φυματιώντων”. Αντίθετα με το τι πιστεύει η κοινή γνώμη, το συγκεκριμένο σανατόριο δεν υπήρξε ούτε το πρώτο και φυσικά ούτε το μοναδικό της Αθήνας, καθώς ήδη από το 1905 λειτουργούσε η “Σωτηρία”, ενώ ακολούθησε και το πρώτο σανατόριο της επαρχίας (Σανατόριο Πηλίου – 1909).
Εκείνη την εποχή, στις αρχές δηλαδή του 20ου αιώνα, η φυματίωση θέριζε στη χώρα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της εποχής, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1899-1908 , σχεδόν 10.000 άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από τη “φθίση” (έτσι ονομαζόταν τότε η ασθένεια) στην Ελλάδα. Πέρα όμως από τον αργό και βασανιστικό θάνατο που προκαλεί η ασθένεια, οι φυματικοί έχουν να αντιμετωπίσουν και τον απίστευτο κοινωνικό στιγματισμό, καθώς οι πάντες – ακόμα και οι γιατροί- τους αποφεύγουν φοβουμένοι την εξαιρετικά υψηλή μεταδοτικότητα της ασθένειας.
Ο "Δεκάλογος κατά της φθίσεως", που κυκλοφόρησε ευρέως το 1901
Ας επιστρέψουμε όμως στο σανατόριο της Πάρνηθας. Όπως μαρτυρεί και το όνομα του, η λειτουργία του βασίστηκε σε κληροδότημα του τραπεζίτη Γ. Σταύρου, (που υπήρξε μάλιστα τόσο ο πρώτος διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος επί Καποδίστρια όσο και μέλος της Φιλικής Εταιρείας) αλλά και σε δωρεά του Γ. Φουγκ. Αρχικά, το σανατόριο ιδρύθηκε ως παράρτημα του νοσοκομείου “Ευαγγελισμός” και είχε δοκιμαστικό χαρακτήρα. Όλες οι λεπτομέρειες σχετικά με την ίδρυση και λειτουργία του περιλαμβάνονται στο Βασιλικό Διάταγμα της 24ης Μαρτίου του 1914, που φέρει τον τίτλο “Περί Κυρώσεως Νέου Οργανισμού του Θεραπευτηρίου “Ο Ευαγγελισμός”. Μια μόνο λεπτομέρεια δεν αναφέρεται: προκειμένου το νέο ίδρυμα να σκορπίσει ελπίδα και να δώσει ανακούφιση στον πόνο των φθισικών, ο Κώστας Ελευθερουδάκης τοποθετεί έξω από το σανατόριο μια στήλη, στην οποία βρίσκεται χαραγμένο το ποίημα “Προσευχή του Δάσους”, της Μαρίας Μπόταση. Σήμερα, την ίδια ακριβώς στήλη μπορει να δει ο επισκέπτης στο καταφύγιο Μπάφι, εκεί δηλαδή όπου μεταφέρθηκε μετά το κλείσιμο του σανατορίου.
Κατά την πρώτη εικοσαετία της λειτουργίας του (1914-1934), το σανατόριο διαθέτει μόλις 33 κλίνες χωρισμένες σε θέσεις, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του ασθενή. Έτσι, το 1914, ο ασθενής στην Α΄ θέση, καταβάλλει νοσήλεια ύψους 480 δραχμών μηνιαίως, ενώ η πιο οικονομική θέση, σε κοινό δωμάτιο με άλλους φθισικούς, κοστίζει μόλις (!) 300 δραχμές. Κατ'αναλογία και σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ένας εργάτης σε υφαντήριο έπαιρνε περίπου την ίδιο εποχή μεροκάματο 8 δραχμών, συνεπώς μπορούμε να συμπεράνουμε πως η νοσηλεία στο εν λόγω σανατόριο, ακόμα και στις πιο οικονομικές θέσεις, ήταν μάλλον όνειρο θερινής νυχτός για τους περισσότερους ασθενείς. Φυσικά, όπως περίπου γίνεται και σήμερα, με την καταβολή των νοσήλειων ο ασθενής δε ξεμπέρδευε, καθώς ο καθαρισμός των ενδυμάτων, η απολύμανση και ο ιδιαίτερος νοσοκόμος κόστιζαν κάτι παραπάνω, ενώ εννοείται πως σε περίπτωση που ο φθισικός αποδημούσε εις Κύριον, τα έξοδα κηδείας δεν περιλαμβάνονταν στο πακέτο.
Τα στατιστικά της εποχής δείχνουν ξεκάθαρα πως το σανατόριο της Πάρνηθας, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930, δε φιλοξενούσε περισσότερους από 60 ασθενείς το χρόνο. Το 1928, στις 30 κλίνες του νοσηλεύτηκαν μόλις 54 ασθενείς, την επόμενη χρονιά 48 και το 1930, με τις κλίνες να έχουν αυξηθεί ελαφρώς στις 33, το σανατόριο περιέθαλψε 57 ασθενείς, σύνολο δηλαδή 159 φθισικοί την τριετία 1928-1930. Τα αντίστοιχα νούμερα για το σανατόριο Σωτηρία, στο Γουδί, σοκάρουν: 5.486 ασθενείς κατά τη διάρκεια της ίδιας τριετίας, στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, αφού το -Κρατικό και συνεπώς δωρεάν- Σωτηρία λειτουργεί περισσότερο ως χώρος απομόνωσης των φυματικών, παρά ως θεραπευτήριο.
Το 1932 κι ενώ το μέσο μεροκάματο ανέρχεται πλέον στις 50 δραχμές, το σανατόριο της Πάρνηθας φαίνεται να έχει προσαρμόσει τις τιμές του με τα δεδομένα της εποχής: 160 δραχμές ημερησίως για την Α' θέση, 130 για την Β' και 80 για τη Γ΄. Το 1934, με τα έσοδα από τη λειτουργία του να ξεπερνούν τα 3.000.000 δραχμές ετησίως, το σανατόριο επεκτείνει το κτίριο και αυξάνει τις κλίνες του σε 110, ενώ μια δεύτερη προσθήκη λαμβάνει χώρα δύο χρόνια μετά, ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό των κλινών στις 187. Αν και εμφανώς ενισχυμένο σε κλίνες και ιατρικό προσωπικό, το σανατόριο της Πάρνηθας δε μπορεί να συναγωνιστεί το “Σωτηρία”, που αριθμούσε ήδη περισσότερες από 1.000 κλίνες στις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Την ίδια περίπου εποχή (Οκτώβριος 1937 – Απρίλιος 1938), νοσηλεύεται στο σανατόριο ο μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος, όπου μάλιστα συγγράφει και τρία ποιήματα (“Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα” - 1937, “Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού” - 1938 και “Εαρινή Συμφωνία” - 1938).
Ο ποιητής Γ. Ρίτσος στο σανατόριο της Πάρνηθας. Διακρίνεται δεύτερος από δεξιά, με το μουστάκι.
Παρά τη νοσηλεία του, ο Ρίτσος δεν θεραπεύεται και συνεχίζει να ταλαιπωρείται από την ασθένεια και τα επόμενα χρόνια της ζωής του. Το ίδιο φυσικά συνέβη και με χιλιάδες άλλους ασθενείς, οι περισσότεροι εκ των οποίων υπήρξαν λιγότερο τυχεροί από το Ρίτσο. Τη δεκαετία 1929-1938, σχεδόν 100.000 άνθρωποι πεθαίνουν στην Ελλάδα από φυματίωση.
Με τον ερχομό του πολέμου και της κατοχής, έρχεται στην Ελλάδα η πείνα και οι κακουχίες, που προκαλούν ακόμα μεγαλύτερη έξαρση της ασθένειας. Από τα ελάχιστα στατιστικά στοιχεία που υπάρχουν, φαίνεται ότι μόνο στην περίοδο της κατοχής 1941-1944, ασθένησαν 150.000 άνθρωποι από φυματίωση, ενώ 250.000 βρίσκονταν σε προφυματική κατάσταση. Στοιχεία για τη θνησιμότητα της φθίσης κατά την περίοδο εκείνη δεν υπάρχουν πολλά αλλά αρκούν για να κατανοήσει κανείς το μέγεθος του προβλήματος: την τριετία 1941-1943, 18.000 φυματικοί χάνουν τη μάχη με τη νόσο, μόνο στην Αθήνα και τον Πειραιά.
Η κατοχή δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για υιοθέτηση μέτρων δημόσιας υγιεινής, ενώ φυσικά και οι Γερμανοί δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα. Το σανατόριο της Πάρνηθας υπολειτουργεί λόγω έλλειψης πόρων, όπως και το “Σωτηρία” και πολλοί φυματικοί αποφασίζουν να γυρίσουν στις οικογένειες τους, χωρίς ιατρική περίθαλψη, φροντίδα και κατάλληλη σίτιση.
Μετά τον πόλεμο, το σανατόριο συνεχίζει τη λειτουργία του, τουλάχιστον ως τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Γνωρίζουμε ότι το 1958 είχε αυξήσει τις κλίνες του σε 300, ενώ παράλληλα, η ανάπτυξη αντιμυκοβακτηριδιακών φαρμάκων οδήγησε στην καταπολέμηση της νόσου. Τελικά το σανατόριο έκλεισε οριστικά γύρω στα 1960, ελλείψει ασθενών...
πηγή
No comments:
Post a Comment