Μοτέλ "Ξενία": Ένα μνημείο καταρρέει
«Πες μου πώς χτίζεις, να σου πω ποιος είσαι». Η διαπίστωση ανήκει σε έναν από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες της Ελλάδας κατά τον προηγούμενο αιώνα, τον Άρη Κωνσταντινίδη (1913-1993), ο οποίος έπλασε με το μυαλό και τα χέρια του ένα έργο σύγχρονης αρχιτεκτονικής που βγήκε μέσα από τις ανάγκες του τόπου του, συνδυάζοντας κριτικά την ελληνική παράδοση με τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό.
Ο Άρης Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1913 και σπούδασε στο Μόναχο (1936). Έζησε στη Γερμανία την εποχή της ανόδου του ναζισμού και μαζί με το συμφοιτητή του Stern περιπλανήθηκε στην Ευρώπη.
Όταν επέστρεφε στην Αθήνα, γύρω στο 1939, εργάστηκε κυρίως στο δημόσιο τομέα. Παράλληλα, σε μια προσπάθεια μελέτης και καταγραφής του έξω χώρου, ταξίδεψε στην ελληνική ύπαιθρο και σκίτσαρε αδιάκοπα τα κτίσματα της λαϊκής και ανώνυμης αρχιτεκτονικής, συγκροτώντας ένα είδος ημερολογίου από τις Κυκλάδες (Μύκονο, Δήλο), την ηπειρωτική Ελλάδα (Ήπειρος), μέχρι τις γειτονιές της Αθήνας (Αναφιώτικα, Βύρωνας, Καισαριανή) και του Πειραιά (Δραπετσώνα, Κοκκινιά).
Τα τρία βιβλία, λοιπόν, που επανεκδίδονται δηλώνουν το ενδιαφέρον του Άρη Κωνσταντινίδη για την παράδοση.
Τι έψαχνε όμως ένας αρχιτέκτονας, που είχε διαμορφωθεί μέσα από τις αρχές του μοντέρνου κινήματος, στην παράδοση ή καλύτερα στη μελέτη της ανώνυμης αρχιτεκτονικής; Εκείνη την εποχή, ένας άλλος μελετητής της παράδοσης υπήρξε ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης, ο οποίος ως καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΕΜΠ ζήτησε από τον Άρη Κωνσταντινίδη να γίνει βοηθός του. Ανάμεσά τους, όμως, δημιουργήθηκε μια αντιπαράθεση, καθώς ο Άρης Κωνσταντινίδης υποστήριξε ότι «η μελέτη της παράδοσης δεν αφορά στην εξωτερική μορφή αλλά την εσωτερική δομή. Μεταφέροντας μορφές του παρελθόντος δίχως να υπάρχει η ανάγκη, οδηγούμαστε σε ένα είδος σκηνογραφίας. Το εύκολο είναι να δεις την επιδερμίδα των κτισμάτων του παρελθόντος, ενώ το δύσκολο είναι να εμβαθύνεις στο εσωτερικό τους».
Τα ξενοδοχεία "Ξενία"... σημαντικά, διεθνώς αναγνωρισμένα δείγματα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στη μεταπολεμική, μετεμφυλιακή Ελλάδα, αποτελούν κομμάτι της σύγχρονης πολιτιστικής-αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της χώρας και της ιστορίας της. Σχεδιασμένα και κατασκευασμένα από τον ΕΟΤ στις δεκαετίες '50 και '60, προγραμματίστηκαν με στόχο να προσφερθούν υψηλών προδιαγραφών τουριστικά καταλύματα, αλλά και να υποδειχθεί στους ιδιώτες επιχειρηματίες το επιθυμητό επίπεδο των νέων ξενοδοχειακών μονάδων που θα έπρεπε να κατασκευαστούν, προκειμένου να αναπτυχθεί ο τουρισμός ως η νέα προσοδοφόρος οικονομική δραστηριότητα προς την οποία απέβλεπε το κράτος.
Όλα αυτά σε μια Ελλάδα πάμφτωχη, που άφηνε πίσω της τις στάχτες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και του αιματηρού Εμφυλίου.
Για την εγκατάστασή τους επιλέχθηκαν τόποι, πόλεις ή μικροί οικισμοί με μηδαμινή, απαρχαιωμένη ή και ανύπαρκτη ξενοδοχειακή υποδομή, σε νησιά, σε αρχαιολογικούς χώρους, σε ιαματικές πηγές και κατά μήκος οδικών αξόνων που τότε άρχισαν να δημιουργούνται. Το βάρος των μελετών ανέλαβε ομάδα αρχιτεκτόνων, που εργάστηκε στην Τεχνική Υπηρεσία του ΕΟΤ με προϊστάμενο τον Άρη Κωνσταντινίδη (1957-1967) και με την πεποίθηση πως τα κτήρια πρέπει να βρίσκονται σε αρμονία με το τοπίο, την τοπική αρχιτεκτονική και τις ιδιαίτερες κλιματικές συνθήκες κάθε περιοχής.
Τα έργα που προέκυψαν έτσι, ένα σύνολο κτηρίων με κοινά χαρακτηριστικά, αξεπέραστα δείγματα αρχιτεκτονικής του ελληνικού μεταπολεμικού μοντερνισμού, σχεδιάστηκαν αντιμετωπίζοντας θέματα από τη σχέση με το περιβάλλον - αστικό ή φυσικό - μέχρι τα έπιπλα και τον εν γένει λειτουργικό εξοπλισμό τους. Απαλλαγμένα από ρομαντικές και στείρες "επιστροφές", προβάλλουν γενναία στο ελληνικό τοπίο με τις οριζόντιες λιτές και αυστηρές γραμμές τους, με τα μικρά τους ύψη (διώροφα και τριώροφα), με το άνοιγμά τους στη φύση, που επιδιώκεται τόσο για τους κοινόχρηστους χώρους, φωτεινούς και φιλόξενους, όσο και για τα δωμάτια. Διακρίνονται για την άνεση, τη λειτουργικότητα και την τυποποίηση των χώρων τους - κτήρια με πτέρυγες - όσο και στο σχεδιασμό των λεπτομερειών και στην επιλογή των υλικών, όπου αρμονικά και εκλεπτυσμένα συνδυάζονται τα παραδοσιακά με τα σύγχρονα υλικά, η πέτρα και το ξύλο με το οπλισμένο σκυρόδεμα και το σίδερο.
Στην α' φάση σχεδιασμού των "Ξενία" - 1955 έως 1957 - τα έργα ανατέθηκαν σε συνεργαζόμενους αρχιτέκτονες και από το 1958 οι μελετητές εργάστηκαν με ετήσια σύμβαση στον ΕΟΤ. Σημαντικοί αρχιτέκτονες, όπως ο Κωνσταντινίδης, ο Πικιώνης, ο Βασιλειάδης, ο Κραντονέλλης, ο Ζήβας, ο Νικολετόπουλος, ο Βώκος, η Διαλυσμά, ο Τριανταφυλλίδης, ο Μπίτσιος, ο Σταμάτης, ο Σφαέλλος, ο Κιτσίκης και άλλοι, συνεργάστηκαν γι' αυτό το πρόγραμμα, που έχει αναγνωριστεί διεθνώς και έχει περάσει στην ελληνική και διεθνή ιστορία της αρχιτεκτονικής. Το έργο αυτό σταμάτησε στη δικτατορία. Από τα χρόνια της Χούντας και μετά, η αυθαιρεσία και το κιτς κατέστρεψαν πολλές τουριστικές περιοχές της χώρας μας.
Εν καιρώ κρίσης
Ο ομότιμος σήμερα καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΕΜΠ κ. Διονύσης Ζήβας μιλά με ενθουσιασμό για το πάθος με το οποίο καρποφόρησε εκείνη η πρώτη προσπάθεια και για τη διαμόρφωση μιας αρχιτεκτονικής που δεν είναι τυπική ή προσχηματική, αλλά μέρος μιας ευρύτερης πολιτισμικής κίνησης για να συγκροτηθεί το πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας του τουρισμού.
Όμως, αυτή η σύγχρονη Ελλάδα, που αναζητούσε ένα πρότυπο ήπιου τουρισμού με την αποφασιστική, σε όλα τα επίπεδα, παρέμβαση του δημόσιου τομέα, σαρώθηκε από την ανεξέλεγκτη κερδοσκοπική τουριστική ανάπτυξη και την ιδιωτική αυθαιρεσία, που κατανάλωσαν μέσα σε λίγες δεκαετίες τους τόπους και τα νοήματά τους.
Τα "Ξενία", λοιπόν, όπως και τα περίφημα σχολεία του Μεσοπολέμου, διεθνώς και αυτά αναγνωρισμένα, είναι δύο ιστορικά παραδείγματα, που μας επιτρέπουν να απαντάμε σε όσους απαξιώνουν το Δημόσιο και θεοποιούν την ιδιωτική πρωτοβουλία και σε όσους πιστεύουν ότι το φυσικό και πολιτιστικό κεφάλαιο της χώρας είναι αναλώσιμο είδος. Αποδεικνύουν με την παρουσία τους ότι τα πράγματα μπορούν να γίνονται αλλιώς, με τη μέγιστη οικονομία πόρων και, ταυτόχρονα, με τη μέγιστη ποιότητα και αποδοτικότητα.
Σήμερα, και ήδη από τη δεκαετία του '90, η πολιτιστική εκδοχή ανάπτυξης που υλοποιήθηκε με τα "Ξενία" απαξιώνεται πλήρως, ώστε να κυριαρχήσει απόλυτα η αγορά και η ιδιωτική κερδοσκοπική αυθαιρεσία. Τώρα, τα χρόνια της κρίσης, η ανάδειξη και η δημόσια αξιοποίηση και λειτουργία των "Ξενία" δε θα ήταν μια πρώτης τάξεως επένδυση για την ελληνική οικονομία, που αναζητά αύξηση των κεφαλαίων και των πόρων της;
Δυστυχώς, τα "Ξενία" εγκαταλείφθηκαν και τα περισσότερα πέρασαν από τον ΕΟΤ στην ανεξέλεγκτη Α.Ε. "Τουριστικά Ακίνητα", η οποία τα άφησε ανεκμετάλλευτα να καταρρέουν. Τα "Ξενία" του Ηρακλείου, των Ιωαννίνων και των Χανίων, προσφάτως, κατεδαφίστηκαν.
Αίτημα του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων
Να χαρακτηριστούν διατηρητέα τα "Ξενία"... του Άρη Κωνσταντινίδη, που ρημάζουν, και να οργανωθούν σε δίκτυο υψηλής αρχιτεκτονικής αξίας ζητά ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχιτεκτόνων εδώ και πολλά χρόνια.
Τα "Ξενία", δείγματα παγκόσμιας αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της εποχής του μοντερνισμού, καταρρέουν μέρα με τη μέρα. Οι άμεσες σωστικές επεμβάσεις, η φύλαξή τους και ο χαρακτηρισμός τους ως διατηρητέα θα μπορούσαν να προσφέρουν ένα νέο είδος ποιοτικού τουρισμού, όπως υποστηρίζουν οι Έλληνες αρχιτέκτονες.
Η Εφορία Νεότερων Μνημείων καθυστερεί το χαρακτηρισμό των κτηρίων και σήμερα σε πολλά από τα "Ξενία", που μένουν κλειστά, έχουν σπάσει τα παράθυρα, ο ξύλινος διάκοσμος στο εσωτερικό έχει σαπίσει και η υγρασία έχει διαπεράσει την οροφή.
Το "Ξενία" της Μυκόνου ανακαινίστηκε πρόσφατα, αλλά οι εσωτερικοί του χώροι άλλαξαν ριζικά. Το "Ξενία" της Άνδρου, το πρώτο που έχτισε ο Άρης Κωνσταντινίδης, έχει υποστεί πολλές φθορές εκτεθειμένο στο βόρειο άνεμο του νησιού. Στην ίδια κατάσταση είναι και το μοτέλ "Ξενία" στην Αμνισό. Διαβρωμένες κολόνες, φθορά, λεηλασίες και σκουπίδια παντού.
«Εδώ και αρκετά χρόνια τα "Ξενία" καταστρέφονται. Όμως πρόκειται για μοναδικής αρχιτεκτονικής αξίας κτίσματα, τα οποία αναγνωρίζει και η διεθνής αρχιτεκτονική κοινότητα», επισημαίνει ο Παντελής Νικολακόπουλος από την πλευρά του Συλλόγου Ελλήνων Αρχιτεκτόνων.
«Ζητάμε τα "Ξενία" να χαρακτηριστούν διατηρητέα μαζί με τον περιβάλλοντα χώρο τους, ώστε να προστατευτούν και να αποκατασταθούν με βάση τα αρχικά τους σχέδια», πρόσθεσε.
Ο Άρης Κωνσταντινίδης με την ξεκάθαρη άποψη περί αληθινής αρχιτεκτονικής, την οποία θεωρεί «ένα ανοιχτό ολόφωτο τοπίο», ήταν εκείνος που έδωσε από το 1957 έως το 1967, μαζί με την τότε ομάδα των αρχιτεκτόνων του ΕΟΤ, την αλυσίδα των ξενοδοχείων που σφράγισαν τη δημόσια αρχιτεκτονική με το ύφος τους, αλλά και με την αρμονική τους συνύπαρξη με το περιβάλλον.
«Η έμπνευση και οι ιδέες θα μου έρχονται από το ύπαιθρο, όπου θα ήθελα να στέκω και να κάθομαι, σε άμεση επαφή με τη φύση», έλεγε.
Δεκάδες χρόνια μετά, από αυτήν την παραγωγή κτηρίων προορισμένων για «αισθητική απόλαυση και πνευματική ξεκούραση», ο πρύτανης της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Μιλάνου Αντόνιο Μονεστιρόλι (ένας ξένος) έστειλε επιστολή προς τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή, στην οποία επισήμαινε ότι «τα "Ξενία" αποτελούν ένα μοναδικό σύνολο και αντιπροσωπεύουν το πιο σημαντικό επεισόδιο της ελληνικής δημόσιας αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα». Καμία αντίδραση όμως από την επίσημη ελληνική Πολιτεία. Ως και σήμερα. Ο νεοφιλελευθερισμός, επιβάλλοντας την αγορά ως κινητήρια δύναμη και το ιδιωτικό κέρδος ως μοναδικό κριτήριο των πολιτικών αποφάσεων, καταργεί σήμερα την έννοια του Δημοσίου και σε όλες τις διαστάσεις του. Συρρικνώνει ή και διαλύει τις δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες και τις αντίστοιχες κοινωνικές υποδομές και ιδιωτικοποιεί βασικά κοινωνικά αγαθά.
Περιορίζει δραστικά, ιδιωτικοποιεί και εμπορευματοποιεί το δημόσιο χώρο της πόλης.
Θα κάνει κάποιος κάτι για το υπέροχο μοτέλ "Ξενία" στην Αμνισό, που καταρρέει; Αυτό το μνημείο και ο περιβάλλων χώρος του θα αναδειχθούν ώστε να αποτελέσουν μια δημόσια όαση αναψυχής;
Του Στέλιου Ζερβού
No comments:
Post a Comment