ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ : Απ’ τα “ Γεωργικά της Ρούμελης “ του Δωριέα ( Αρτοτινού ) λαογράφου Δημ. Λουκόπουλου .
Το αλώνισμα
Πριν ακόμα τα άλογα έρθουν , όλοι οι σπιτικοί του κι’ ο γεωργός βρίσκονται στ΄αλώνι από πρωί .Παίρνουν τα δεμάτια απ’ τη θημωνιά και τα στήνουν ορθά γύρω- γύρω στο στρίγερο κι ως τα χείλια του αλωνιού , έπειτα κόβουν τα δεματικά και τα δεμάτια σκορπιούνται σε σωρούς από χερόβολα . Λύνουν τα χερόβολα και τότε τα στάχυα σα στίβα πιάνουν ολόκληρο τ’ αλώνι .
Πριν αρχίσουν να λυούνε τα χερόβολα στ’ Άγραφα , μπήγουν στο στρίγερο ένα μαχαίρι για να διώχνει τα βάσκανα μάτια ..
Οι αλωναραίοι , όταν καταλάβουν πως είναι η ώρα , βάζουν τ’ άλογα μπρός και τα οδηγούν στ’ αλώνι . Αν περάσουν από βρύση ή απ’ αυλάκι με γάργαρο νερό , στέκονται και τα ποτίζουν . Νάτοι , σε λίγο έφτασαν .
Δένουν την τρίχινη τριχιά στο στρίγερο και με την αγκούτσα πιάνουν τη θηλιά απ’ το ένα , το προς τα μέσα άλογο .
Άπλωσε λέει ο αλωνιάρης , και σκάζει μια ποπίσω τους με το καμουτσίκι που κρατεί στα χέρια .
και τυλίγεται Τ’ άλογα παίρνουν φόρα και τρέχουν , κι’ όπως πατούν πάνω στα στάχυα , τα τρίβουν . Κραπ ! κραπ ! κραπ ! ακούγεται αδιάκοπο κι από πίσω τους .
- Αε ! Αε !Αε ! Άπλωσε ! λέει ο αλωνιάρης και σκασταρίζει και κάμποσες καμουτσικιές στον αέρα για να σκιάζει τα άλογά του .
Γυρίζουν – γυρίζουν κι η τριχιά όλο και τυλίγεται στο στρίγερο και η ζυγή όλο και τον σιμώνει .
‘Οταν σιμώσουν πολύ στο στρίγερο κι είναι αδύνατο να γνωρίζουν πια τα άλογα :
- Άλλαξε , κάνει μια φορά ο αλωνιάρης .
Και ξεπιάνει την αγκούτσα απ’ τη θηλιά . Τ’ άλογα κάνουν μεταβολή προς τ’ αντίθετα . Ο αλωνιάρης πιάνει την αγκούτσα απ’ τη θηλιά του απόξω αλόγου κι ολη η ζυγή παίρνει δρόμο αντίθετο από πριν .
Πατούν – πατούν τ’ αλογα πάνω στα στάχυα και κείνα όλο και κόβονται απ’ τα πέταλα και τ’ αλογοκάρφια τους . Κι ο αλωνιάρης όλο και φωνάζει :
- Άπλωσε , άπλωσε !…..
Ο γεωργός κι η γυναίκα του στέκονται στις άκρες τ’ αλωνιού , κείνος κρατεί το δικούλι ή δικριάνι στα χέρια του .
Δικούλι είναι ένα ξύλο ίσιαμε μια οργιά μακρύ . Στη μια του άκρη έχει τρία δόντια μακριά , κι αυτά μοιάζουν σαν τα δόντια που είχε η τρίαινα του Ποσειδώνα , ή σαν τα δόντια που έχει το καμάκι του ψαρά . Είναι εργαλείο το δικούλι που φτιάνει ο γεωργός μόνος του από αρίσιο ή ελατίσιο ξύλο , και το μεταχειρίζεται τούτη τη στιγμή , στο αλώνισμα .
Τα στάχυα κατασυντριμμένα και πετσοκομμένα απ’ των αλόγων τα πέταλα , όλο και ξεφεύγουν απ’ τα χείλια τ’ αλωνιού , μα ο γεωργός με το δικούλι όλο και τα διώχνει προς τα μέσα .
Το ίδιο κάνει κι η γυναίκα του , κρατεί στο χέρι της σκούπα καμωμένη από αγκαθωτούς θάμνους , το χόλι ή αχόλι , κι’ όλο σκουπίζει τα σπειριά και τα συντριμμένα στάχυα προς τα μέσα του αλωνιού .
Όταν ο ένας ο αλωνιάρης κουραστεί τρέχοντας από κοντά στα άλογα , νάτος ο άλλος που καθόταν εκεί τον παραπέρα στον ΄ίσκιο ένος δεντρού , μπαίνει στ’ αλώνι μέσα , αρπάχνει από τα χέρια το καμουτσίκι και :
- Αε! Αε ! τον ακούς να κάνει και να φοβερίζει τα ζώα σκάζοντας το καμουτσίκι στον αέρα .
Τ’αλογα τ’ αλλάζουν πολλές φορές , τα στάχυα όσο πάνε και τσακίζονται , έτσι γίνεται το λειώμα που λένε . Στο αποκάτω βρίσκεται ο καρπός σα βαρύτερος , αποπάνω τα άχερα , ωστόσο ανάμεσα , ανάμεσα συμπατιόνται και μένουν ατσάκιστα κάμποσα στάχυα , γι’αυτό κι είναι ανάγκη από ώρα σ’ ώρα να γυρίζεται το λειώμα . Το γύρισμα γίνεται ως εξής :
Ο αλωνιάρης ξεπιάνει τα άλογα απ’ την αγκούτσα και τα οδηγεί πιο πέρα απ’ τ’ αλώνι . Τους ρίχνει τριφύλλι και τρώνε , παίρνει το δικούλι στα χέρια και στέκεται αντίκρυα στο γεωργό , αυτός από μέσα και κείνος επόξω ή κι αντίστροφα , κι’ αρχίζουν . Χώνουν τα δικούλια στο λειώμα , σηκώνουν κάμποσα στάχυα και τα γυρίζουν τ’ ανάποδα . Το παίρνουν αντίστροφα και γυρίζουν έτσι όλο το λειώμα απ’ τη μια μεριά ως την άλλη άκρη τ’ αλωνιού .
Νομίζει τώρα κανείς πως το σιτάρι είναι αλώνιστο , τόσο πολλά άκοφτα στάχυα έχουν μείνει στα ανάμεσα .
Αφήνει το δικούλι ο αλωνιάρης και φλερνει τ’ άλογα και πάλι , τα πιάνει απ’ την αγκούτσα και πάλι αλωνίζει .
Τυχόν και περάσει ξένος στ’ αλώνι κοντά θα καλημερίσει :
- Ώρα σας καλή , θα ειπεί , να μη βασκαθούν τ’ άλογά σας και καλά μπερεκέτια .
- Να είσαι καλά , θα απολογηθούν , και στο γάμο σου αν είσαι ανύπαντρος , αλλιώς :
- Να ζήσουν τα παιδιά σου και καλόκαρδος ! ή
- Να είσαι καλά κι εσύ κι η φαμιλιά σου !
Έτσι σιγά – σιγά το σιτάρι τσακλατίζεται , όπως λένε το να σπάζουν τα καλάμια και να σκορπιούνται τα σπειριά μέσα στ’ αλώνι .
Ολόγυρα στο στρίγερο δε βλέπεις παρά όλο άχερα άσπρα και κιτρινωπά που πιάνουν όλο το γύρο τ’ αλωνιού , και τον κάμπο αυτόν τ’ αλωνιού , και τον κάμπο αυτόν των αχεριών αυλακωμένον απ’ τα ποδάρια των αλόγων .
.
Ύστερα από το αλώνισμα .
- Έγινε το λειώμα τους ακούς . Δηλαδή δεν υπάρχει ανάγκη να εξακολουθήσει το αλώνισμα .
Ξεπιάνουν τα άλογα οι αλωνιαραίοι απ’ την αγκούτσα , λύνουν την τριχιά απ’ το στρίγερο και φεύγουν για το σπίτι ή άλλο αλώνι .
- Και του χρόνου περισσότερο , ευκιόνται , και καλά ξελιχνίσματα !
- Να είστε καλά και πολύχρονοι ! απαντάει ο γεωργός κι η γυναίκα του . Να ζήσουν τα άλογά σα και καλά διαφορέματα φέτος .
Διαφορέματα εννοούν τα κέρδη των αλωνισταραίων από τα αλωνίσματα .
Χαρά και αγαλλίαση σκορπιέται ύστερα απ’ τ’ αλώνισμα . Γειτόνοι και φίλοι μαζεύονται να ιδούν πόσο θα κάμει ο γείτονάς τους . Είναι η περιέργεια .
- Πόσο θα βγει ; τους ακούς
- Τόσο !
- Εγώ ΄λέω τόσο . Δεν πήραν ψωμί τα σιτάρια φέτος ! ή είναι ψωμωμένο το σιτάρι ή εκείνο το σπυράκι που είχε είναι βαρύ .
Ό,τι έδωσε ο Θεός , ό,τι έδωσε ο Θεός , λέει ο γεωργός για να διαλύσει κάθε αμφιβολία , κάθε αδιάκριτη ίσως περιέργεια .
Και πάει εκεί παραπέρα και κόβει σταυροχόρτι ( Verbena offizi-nalis ) ένα χορτάρι που τα κλαδιά του έρπουν στη γη κι ‘εχουν κλαδί από το ένα , κλαδί κι από το άλλο μέρος , έτσι να σχηματίζεται σταυρός , γι αυτό και σταυροχόρτι .
Κόβει λοιπόν σταυροχόρτι και το φέρνει και το δένει στην κορφή του τρίγερου . Τη στιγμή που το δένει ευκιέται :
- Του χρόνου πλειότερο να δώσει ο Θεός και χρόνια πολλά τ’ αλώνισμα !
Αρπάχνει έπειτα το δικριάνι κι ανοίγει από τη μια μεριά ως την άλλη άκρη στο λειώμα ένα αυλάκι . Πάει κι’ αντίθετα κι ανοίγει και δεύτερο αυλάκι έτσι που τα δυο να σχηματίσουν ένα σταυρό .
Όπου δε βρίσκουν σταυροχόρτι για να δέσουν στην κορφή στο στρίγερο , δένουν σταυράγκαθο , το ίδιο κάνει . Είναι χορτάρι αγκαθωτό που κι αυτουνού τα κλαδιά διευθύνονται σταυρωτά και παραδέχονται πως ο ίδιος ο Χριστός το έφτιασε το σταυράγκαθο , γι αυτό κι είναι ευλογημένο .
Τραγούδια τ’ αλωνιού δεν έχουν , ούτε και δίνεται καιρός στους αλωναραίους να τραγουδήσουν , γιατί όλο και σαλαγάνε τ’ άλογα , όλο και σκάζουν το καμουτσίκι στον αέρα για φόβο των αλόγων .
Ωστόσο υπάρχει ένα τραγούδι που κάνει λόγο για το αλώνισμα , να το :
Εδώ πέρα στ΄αντίπερα , στα χάλκινα τ’ αλώνια ,
Όπ’ αλωνίζουν δώδεκα και δεκατρείς λιχνάνε ,
Κι η Μάρω με τη βάβα της τριγύρω με το χόλι .
- Μάρω , της λέει η βάβα της …
Φεύγα , Μάρω ΄π’ τον κουρνιαχτό , φεύγα Μάρω απ’ τον ήλιο !
- Κι αν με ραχνιάσει ο κουρνιαχτός , κι ας με ραχνιάσει ο ήλιος
- Εγώ τον πρώτο λιχνιστή , άντρα θελά τον πάρω !
No comments:
Post a Comment