Δημοσιεύοντας παλιότερα , αγαπημένοι μου φίλοι , ένα κείμενο αφιερωμένο στους παλιούς “ πλανόδιους μανάβηδες “ , που γύριζαν στις γειτονιές των της Αθήνας , αλλά και όλων των πόλεων πιστεύω , άθελά μου το μυαλό μου ταξίδεψε μερικές δεκαετίες πίσω , κι’ απ’ πέρασαν από μπροστά μου λες , οι δικοί μας πλανόδιοι μανάβηδες της εποχής εκείνης .
Βέβαια , για να είμαστε ..ειλικρινείς , οι μανάβηδες αυτοί δεν ήταν ακριβώς ..Λιδορικιώτες , γιατί κακά τα ψέματα , εκείνο τον καιρό το Λιδορίκι δεν είχε νερό ούτε για να πιεί , όχι να ποτίσει και κήπια ..
Οι μανάβηδες αυτοί λοιπόν ήταν απ’ το παραδεισένιο Βελούχι και το Λούτσοβο , αλλά καλλιεργούσαν και διέθεταν τα προϊόντα τους αποκλειστικά και μόνο στο Λιδορίκι , όπου καταφτάνανε κάθε πρωί
Σαν έμπαινε λοιπόν ο Αύγουστος , κι’ άρχιζαν να..ροδίζουνε οι ντομάτες , κάθε πρωί κατέφθαναν οι πλανόδιοι μανάβηδες , απ’το Βελούχι και το Λούτσοβο , με τα μουλάρια φορτωμένα , κι’απ’ τις δυο μεριές , με κοφίνια μεγάλα ή ξύλινα βαθιά κασόνια , γεμάτα με όλων των ειδών, ολόφρεσκα , λαχταριστά ..ζαρζαβατικά .
Βέβαια , η δουλειά αυτή γινόταν χειμώνα καλοκαίρι , αλλά προσωπικά λόγω..ιδιαίτερου “ ντοματο..πάθους “ , γνωστό άλλωστε στο σόι μας , έχω το νου καρφωμένο σε κείνο τον καιρό , που οι ντομάτες ήταν σαν..” καρπούζια “ , χωρίς υπερβολή …
Χόρταινε το μάτι σου , κι’ ευχαριστιόταν η ψυχή σου , βλέποντας τα καλούδια απ’ το παραδεισένιο Βελούχι , αλλά κι’ απ’ το Λούτσοβο , όπως είπαμε .
Πρωί – πρωί λοιπόν κατέφθαναν με τις πραμάτειες τους , ντομάτες , μελιτζάνες , πιπεριές , αγγούρια , κολοκυθάκια , χορταρικά , μυριστικά , ό,τι τράβαγε η ψυχή σου , οι μανάβηδες , που ξεκίναγαν , αναγκαστικά , απ’ τις Λάκκες και τράβαγαν το δρόμο , μέχρι να ξεπουλήσουν , κάτι βέβαια που γινόταν συνήθως πολύ γρήγορα , και σπάνια έφταναν μέχρι τη Βαθιά .
Οι κυριότεροι τακτικοί μανάβηδες ήταν : Λουκάς Καράντζαλος , Θυμιος Καραπιστόλης , Ασημακογιάνναινα , απ’ το Βλούχι , και Μήτσος Καραμπέτσος απ’ το Λούτσοβο . Βέβαια ευκαιριακά έρχονταν και άλλοι , αλλά αυτοί ήταν οι τακτικοί , οι..σταθεροί , κι’ ο καθένας τους είχε φυσικά την πελατεία του , αλλά και ξεχωριστή ποιότητα στα ζαρζαβατικά του , ιδιαίτερα στις ντομάτες , που λόγω σπόρου , είχαν διαφορετική γεύση αλλά και όψη .
Αν θυμάμαι καλά , ο πρώτος που έβγαλε τις ροζέ μεγάλες ντομάτες , ήταν ο Μήτσος ο Καραμπέτσος , και ενώ στην αρχή , οι πελάτες ήταν λίγο επιφυλακτικοί , γιατί δεν τις ξέραμε ακόμα , σιγά – σιγά γίνονταν ..¨ανάρπαστες “ , κι’ έτσι οι μανάβηδες κάναν το κουμάντο τους και κράταγαν καβάντζα για τους τακτικούς πελάτες τους ..
Βέβαια , όπως είπαμε και πριν , οι ντόπιες ντομάτες , Βελουχοβιώτικες και Λουτσοβιώτικες , “ γίνονταν “ τον Αύγουστο , θυμάμαι μάλιστα στις 6 Αυγούστου , που πηγαίναμε στο πανηγύρι του “ Σωτήρος “ κάτω στη ποταμιά στο Λουτσοβιώτικο , και ως γνωστόν ήταν , τότε τουλάχιστον , νηστεία , η ντοματοσαλάτες με τα ολόφρεσκα αγγούρια , τις πιπεριές και το κρεμμυδάκι τους έδιναν και έπαιρναν , κάποιες μάλιστα παρέες , που είχαν και..” αλιευτικές “ ικανότητες , έπιαναν στο ποτάμι ψάρια , κάτι μικρά ψαράκια , δρομίτσες και ..χαμοσύρτια και έτσι το γεύμα τους γινόταν πιο..πλούσιο .
Η αφεντιά μου , σεσημασμένος..” ντοματάς “ , πέρναγα το ποτάμι κάθετα , την εποχή εκείνη είχε ελάχιστο νερό , και πήγαινα ακριβώς απέναντι , όπου ήταν το χ’ανι του μπάρμπα Μήτσου Καραπιστόλη , του Ντακουίνου , όπως τον λέγαμε , με τον οποίο είχαμε συγγένεια , και με το θάρρος αυτό λοιπόν πήγαινα ( ο μπάρμπα Μήτσος βέβαια ήξερε το σκοπό της επίσκεψής μου ) και αφού με καλωσόριζε ο μπάρμπα Μήτσος , μου ‘ λεγε μόνος του να πάω να μαζέψω ντομάτες και αγγούρια , κι’ έτσι και γινόταν .
Για να πάρετε μια ..γεύση , απ’ τα προϊόντα της εποχής εκείνης , δημοσιεύουμε μια φωτογραφία , που ναι μεν εικονίζει Λιδορικιώτικα , ντόπια πράγματα , αλλά σύγχρονα , και μάλιστα απ’ τον κήπο της κυρίας Μαρίας Χαρ. Χούσου , που είχε την καλοσύνη να μας τα προσφέρει το καλοκαίρι , κάπως έτσι λοιπόν ήταν και οι ντομάτες των μανάβηδων της εποχής , και κυρίως του Μήτσου Καραμπέτσου .
Μετά , πέρναγα πάλι απέναντι , κουβαλώντας το..πολύτιμο φορτίο μου , σε κοφίνι που κουβαλούσα μαζί μου , γιατί τότε δεν είχαν ακόμα ανακαλυφθεί οι…πλαστικές τσάντες , γι’ αυτό και τα τόπια μας ήταν καθαρότερα ..
Οι ίδιοι σχεδόν Βελουχοβιώτες μανάβηδες , έφερναν και στο τέλος της άνοιξης , τα περίφημα κεράσια , μόνο που προστίθονταν και κάποιοι άλλοι , κυρίως η παπαδιά του παπα Καράντζαλου , αδελφού του Λουκά , που είχε μπόλικες κερασιές , ενώ τις περισσότερες , αν θυμάμαι καλά , τις είχε ο Κώστα Παπανδρέου , ο Λαζοκώστας με το γιο του το Γιάννη .
Τελειώνοντας λοιπόν τα κεράσια , άρχιζαν τα βύσσινα , και οι κερνοικοκυράδες ( ..υπήρχαν..τότε ) , αφού είχαν φκιάξει το γλυκό τους το κεράσι , άρχιζαν το βύσσινο και τη βυσσινάδα .Είναι πολύ δύσκολο αγαπημένοι μου φίλοι , να μπορέσω να σας περιγράψω με λόγια , τις γεύσεις εκείνες , των γλυκών του κουταλιού , αλλά και της βυσσινάδας , που οι νοικοκυράδες την είχαν “ πρώτο παραχέρι “ και φίλευαν τους μουσαφίρηδες αλλά και τους απλούς επισκέπτες .
Πρόπερσι το καλοκαιράκι , φίλοι μου , είχα την μεγάλη τύχη , να ματαξαναφάω..Βελουχοβιώτικα κεράσια , μάλιστα όπως το ακούτε , χάρη στην ευγενική καλοσύνη της χήρας του αείμνηστου Λουκά Καράντζαλου , που νου έφερε μια τσάντα απ’ τα δικά της .
Κάθε σχόλιο φυσικά είναι τελείως..περιττό
Aξίζει όμως , για τους μη..γνωρίζοντες και φυσικά τους νεότερους , να δώσουμε μια εικόνα του Βελουχιού για να πάρετε νια γεύση , αν και ο ..” παράδεισος “ δύσκολα μπορεί να περιγραφτεί , ας το αποτολμήσουμε όμως…
Για να πας τότε στο Βελούχι , κατέβαινες κάτω απ’ τις δυο γέφυρες , απολάμβανες τη θέα και την ομορφιά του παλιού πέτρινου θολωτού γεφυριού , του γεφυριού του Μακρυγιάννη , όπως το λέγαμε , και παίρνοντας ένα χωματόδρομο αγνάντευες τον..” παράδεισο “ που άρχιζε ένα χιλιόμετρο πιο πάνω .
Πλησιάζοντας , ένοιωθες ..περίεργα , ολόγυρα ο τόπος καταπράσινος , ένας απέραντος κήπος , θα μπορούσαμε να πούμε πως ήταν το Βελούχι , και άκουγες το…γλυκο..κελάρυσμα του νερού , που έτρεχε από παντού καθώς κατέβαινε απ’ την πηγή , που ήταν πάνω απ’ το χωριό στα ριζά του Βαρδουσιού .
Η πηγή βέβαια , μη νομίσετε πως είχε τίποτα ..καταρράκτες και..λιμνούλες , όχι , ήταν μια μεγάλη σχισμή στο βράχο , ένα πελώριο “ Δ “ , όπως φαίνεται και στη φωτογραφία , απ΄’οπου το χεμώνα πετάγονταν νερά , μέχρι κάτω χαμηλά στο χωρίο .
Μέσα στη σπηλιά αυτή , την πηγή δηλαδή , υπήρχε ένα σκοτεινό μονοπατάκι , που , απ’ ό,τι λένε οι γνωρίζοντας , οδηγούσε στα…σπλάχνα του Βαρδουσιού όπου υπήρχε και μια λίμνη , απ’ τα νερά που συγκεντώνονταν . Το καλοκαίρι , ό χώρος μέσα στην πηγή , ήταν πολύ δροσερός , αναψυκτήριο δηλαδή , και εκεί κατέφευγαν Βελουχοβιώτες αλλά και και Λιδορικιώτες τις μέρες που είχε καύσωνα , ακόμα , όταν πηγαίναμε καμιά εκδρομή στην πηγή , στα αυλάκια της παγώναμε τα φρούτα και τα αναψυκτικά μας .
Μια παρέα , του παλιού καλού..καιρού , καμαρώνει στην είσοδο της πηγής , σε κάποια εκδρομή τους .
Μπαίνοντας μέσα στο χωριό , άρχιζες να νοιώθεις..αλλιώτικα , παντού δέντρα , κάθε είδους , περιβόλια , κήποι , κι’ αυλές γεμάτες λουλούδια , τριανταφυλλιές , ντάλιες , γαρυφαλλιές , ό,τι είδος λουλουδιού μπορεί να βάλει ο νους σου , και την απέραντη αυτή οπτική ομορφιά , τη συνόδευαν , τα γλυκοκελαηδήματα των πουλιών με σιγόντο εκείνο το διαρκές βουητό , το…κελάρυσμα των νερών που σκορπίζονταν με αυλάκια σε όλο το χωριό ..
Κάθε σπίτι είχε τα ..” ιδιωτικά “ του αυλάκια , με γάργαρο κρύο νερό της πηγής , κι’ έτσι το πράσινο , τα φρούτα και τα λαχανο..ζαρζαβατικά , δεν έλειπαν ποτέ , απ’ τα Βελουχοβιώτικα σπίτια..
Ονειρεμένος κι’ ευλογημένος τόπος , είχε τα πάντα και φυσικά εφοδίαζε και το Λιδορίκι , ήταν το “ περιβόλι του Λιδορικιού “ .
Προχωρώντας λοιπόν στο δρόμο , πέρναγες τα πρώτα σπίτια , Παναίϊκα κλπ και έφτανες στο σημείο που κατέβαιναν τα νερά , σε μια ρεματιά , εκεί υπήρχε νερόμυλος και νεροτριβή , ντρεστήλα τη λέγαμε τότε . Αυτά τα κουμαντάριζε , τα τελευταία χρόνια ο Κώστας Κούτρας , ο Κουτροκώτσιος για τους χωριανούς και τους γνωρίζοντες , με την οικογένειά του .
Στη φωτογραφία παίρνετε μια ..γεύση απ’ το μύλο , στη φωτογραφία είναι μάλλον η Κούτραινα και δυο Λιδορικιώτες ,( μάλλον ) ο αείμνηστος Σωκράτης Ταμβάκης , το γελαστό παιδί του χωριού μας και ένας ξάδερφός του , ενώ περιεργάζονται το νερόμυλο .
Εκεί λοιπόν στο μικρό ρεματάκι , υπήρχε και ένα ξύλινο γεφυράκι , απ’ το οποίο ξεκίναγαν δύο δρόμοι , ο ένας , δεξιά , σε πήγαινε στο άλλο , το μεγάλο κομμάτι του χωριού , όπου ήταν η “ αγορά “ τα μαγαζάκια δηλαδή , η εκκλησία με την πλαταιϊτσα της , το κέντρο του χωριού δηλαδή .
Ο δρόμος ήταν “ καλιγωμένος “ και πάντα καθαρός , απ’ όσο θυμάμαι , όπως ανέβαινες τη μικρή ανηφορίτσα συναντούσες στα αριστερά σου , π΄ρωτα – πρώτα , το Σεπεντζαίϊκο σπίτι , πνιγμένο στα λουλούδια , με το όμορφο χαγιάτι του και την κυρά Λεμονιά , να σε καλωσορίζει στο χωριό , μ’ εκείνο το απέραντο μ γεμάτο καλοσύνη , χαμόγελό της .
Πιο κάτω , ήταν τα μαγαζιά , αριστερά το πρώτο του αείμνηστου ξάδερφου Χρήστου Σίδερη , όπου μπορούσες να φας ΄,τι ήθελες φκιαγμένο απ’ τα..” θαυματουργά “ χέρια της Ιουλίας της γυναίκας του Χρήστου .
Το “ κεντρικό “ Νελουχοβιώτικο μαγαζί του Χρήστπυ , με την κληματαριά του , τα δέντρα ολόγυρά του και φυσικά την αυλή του , που το Δεκαπενταύγουστο , στο παμηγύρι , γινόταν πελώρια πίστα και χάλαγε ο κόσμος .
Ο αξέχαστος Χρήστος , αριστερά , με ένα χωριανό .
Στο Σιδεραίϊκο μαγαζί μαζεύονταν οι Βελουχοβιώτες και τα λέγανε , εδώ ένας αγαπημένος ξάδερφος , ο Γιώργος Σίδερης , ο αγροφύλακας , όπως τον λέγαμε , παρέα .
Όπως θα έχετε ακούσει αγαπημένοι μου φίλοι , εκεί πάνω , στον Παράδεισο , δεν υπάρχει ηλεκτρικό φως , ε…το ίδιο
Καλό σας βράδυ….Κ.Κ.-
No comments:
Post a Comment