Αυτοβιογραφία: Ιδιόχειρα γραμμένη με στυλό bic από τα κατάβαθα της καρδιάς του
Οι αγωνίες, οι λύπες και το παράπονο του αξέχαστου ηθοποιού που δούλευε «σφουγγαρίκι στις αυλές των πλουσίων» για να μεγαλώσουν οι αδελφές του και που δεν ξέχασε ποτέ τις ασβεστωμένες μάντρες και τις μυρωδιές της φτωχογειτονιάς του.
Αγάπησε πολύ τη ζωή, το θέατρο και τις γυναίκες. Δεν τα χόρταινε ώς τις τελευταίες στιγμές του. Ανθρωπος ευαίσθητος και μοναχικός, ο Αλέκος Τζανετάκος έπιανε συχνά το… μολύβι της ψυχής και κρατούσε σημειώσεις. Αργότερα, τις πέρασε σε χαρτί και έγιναν η αυτοβιογραφία του. Περίπου διακόσιες σελίδες με γλαφυρό ύφος, χιούμορ και αγάπη.
Η «Espresso της Κυριακής» παρουσιάζει την αυτοβιογραφία του Αλέκου Τζανετάκου. Τα χειρόγραφά του πριν πάρουν τον δρόμο για το τυπογραφείο. Μας τα εμπιστεύθηκε η αδελφή του, η Κάσσυ, η οποία του συμπαραστάθηκε στα τέσσερα χρόνια της ασθένειάς του μαζί με τον σύζυγό της Γιάννη Μπακρατσά.
«Είναι το κειμήλιο της οικογένειας»
Την ευχαριστούμε. Ιδού το υστερόγραφο της αυτοβιογραφίας. Ο ηθοποιός εξηγεί τι τον έκανε να πιάσει μολύβι και χαρτί και να εξιστορήσει την ιστορία της ζωής του και της οικογένειάς του. Σαν μια υποχρέωση πριν από το τελευταίο αντίο: «(...) Αυτό το βιβλίο δεν ήθελα ποτέ να το γράψω. Φίλοι και γνωστοί με πίεσαν. Ποτέ δεν πήγαινε το χέρι μου να γράψω την αυτοβιογραφία μου, γιατί συνήθως οι αυτοβιογραφίες γράφονται στο τέλος της ζωής, κι εγώ δεν θέλω να πιστεύω πως έφτασε το τέλος μου, θέλω ακόμη να ζήσω. Οι άνθρωποι που ξεφυλλίζουν παλιές φωτογραφίες και αρχίζουν να τις βάζουν σε άλμπουμ είναι σαν να παραδέχονται πως έφτασαν στο τέλος -κι εγώ δεν θέλω να τελειώσω. Θέλω να ζω έντονα μέχρι την τελευταία μου στιγμή. Είναι τόσο όμορφη η ζωή και τόσο λίγη»!
Η φτωχογειτονιά στα Μανιάτικα
«(...) Ετσι κάπως ξεκίνησε η μικρή μου, απλή, σεμνή ιστορία που έζησα και μεγάλωσα σε μια φτωχογειτονιά στην Αγία Σοφία, στα Μανιάτικα, σε μια γειτονιά με ασβεστωμένες μάντρες, γιομάτες γεράνια και κάθε που σουρούπωνε μοσχοβόλαγε το αγιόκλημα και το γιασεμί, τι όμορφη που ήτανε αυτή η φτωχική γειτονιά! Ανθρωποι απλοί, μεροκαματιάρηδες που παρ’ όλη τη φτώχεια τους χαμογελούσαν ο ένας στον άλλον και το πρωί, όταν ξυπνούσαν να τραβήξουν για το μεροκάματο, έλεγε ο ένας στον άλλον μέσα από την καρδιά τους μια φαρδιά καλημέρα και ξεκινούσαν για τον άρτον ημών τον επιούσιον.
Λιόγερμα και απόγευμα σ’ αυτή την όμορφη γειτονιά που όλοι γύριζαν στο σπιτικό τους και μαζεύονταν και δεν έλειπε κανείς. Οι γιαγιάδες και οι μανάδες έβγαιναν στο κατώφλι της εξώπορτας με ξύλινα σκαμνιά και κάθονταν να κουβεντιάσουν και να ξετυλίξουν τις ιστορίες τους. Κι εμείς πέντε έξι αληταράδες ξυπόλυτοι παίζαμε δίτερμα με το πάνινο τόπι που είχαμε φτιάξει από μια κάλτσα που τη γεμίζαμε με κουρέλια και την τεζάραμε ράβοντάς την με γερό σπάγκο για να μοιάζει με τόπι. Βλέπεις, το φουσκωτό τόπι που έκανε γκέλες το είχαν μόνο τα πλουσιόπαιδα της γειτονιάς!
Εμείς, μια πολυμελής φτωχή οικογένεια με τέσσερα κορίτσια και μία αγία μάνα που αγωνιζότανε κάνοντας οποιαδήποτε δουλειά για να μας αναθρέψει. Πατέρας δεν υπήρχε, εγώ δεν γνώρισα πατέρα, είμαι ορφανός από μωρό. Πατέρας που πεθαίνοντας δεν μας άφησε ούτε έναν τενεκέ λάδι. Πατέρας Μανιάτης, δίμετρος, με δυο τεράστια καταγάλανα μάτια, πιστολάς και περήφανος με εξέχουσα θέση, ήταν δασονόμος. Για την εποχή έπινε πολύ απ’ ό,τι μου διηγείται η μάνα μου, τεράστια περιουσία στη Σπάρτη, από πλούσια οικογένεια, την οποία του την έφαγε ο γαμπρός του, ένας διαλοπαπάς, κι έτσι άφησε πέντε ορφανά στο δρόμο, λάθος του, και πέθανε από τη μεγάλη του περηφάνια και τον μανιάτικο εγωισμό του γυρίζοντας από μια περιοδεία στην Ερυμανθεία, εκεί μέναμε τότε»...
"Κοιμόμασταν στρωματσάδα στην αυλή και από πάνω ένα τεράστιο γιασεμί μοσχοβολούσε καθώς μας έπαιρνε ο ύπνος. Τι ομορφιά, Θεέ μου, σ'αυτή τη γειτονιά!"
«Σφουγγαρίκι στους πλούσιους» «(...) Εμεινε η μάνα μου χήρα στα είκοσι εννιά της χρόνια, καλλονή ήταν, πολύ όμορφη γυναίκα και έκτοτε, όχι, δεν ξαναπαντρεύτηκε, γιατί είχε πολλές προτάσεις, δεν ξανάβαλε κραγιόν στα χείλη της! Αφιέρωσε τη ζωή της στα παιδιά της, που πάσχισε να τα μεγαλώσει, και θυμάμαι, μού ’λεγε η καημένη: “άκουσε, αγόρι μου. Εκανα τα πάντα για να σας μεγαλώσω, ένα μόνο δεν έκανα, δεν έγινα πόρνη”. Εκεί στα Μανιάτικα ξεκίνησα τη ζωή μου, ο μοναδικός άντρας στην οικογένεια, πώς να ζήσουμε πέντε ορφανά, άρχισα κι εγώ να δουλεύω κάνοντας οποιαδήποτε δουλειά. Σφουγγαρίκι στις αυλές και στα πεζοδρόμια των πλουσίων, δεν ντρεπόμουνα, αλλά ποτέ δεν ζητιάνεψα. Θυμάμαι τη μάνα μου που μας έκοβε μία μικρή φέτα ψωμί, την έβρεχε και την πασπάλιζε με ζάχαρη ή κάποιες φορές την άλειφε με θρεψίνη και περιμέναμε πότε θα ’ρθει η Κυριακή να φάμε κρέας με μακαρόνια, μετά το κατηχητικό.
"Περιμέναμε πότε θα 'ρθει η Κυριακή να φάμε κρέας με μακαρόνια, μετά το κατηχητικό"
Κάθε Κυριακή, όρος απαράβατος, πηγαίναμε στην εκκλησία. Ολη την εβδομάδα ξυποληταριό, δεν υπήρχαν παπούτσια, την Κυριακή μόνο μας έβαζε η μάνα μας τα άσπρα καλτσάκια και τα λουστρινένια παπούτσια για να πάμε στην εκκλησία. Κοιμόμασταν στρωματσάδα στην αυλή και από πάνω είχαμε φτιάξει ένα καφασωτό όπου ήταν απλωμένο ένα τεράστιο γιασεμί ανατολίτικο και μοσχοβολούσε καθώς μας έπαιρνε ο ύπνος.
Το πρωί ξυπνούσαμε από τη μοσχοβολιά του κι όταν το τινάζαμε με το στειλιάρι η αυλή γινότανε άσπρη από τα γιασεμιά που έπεφταν κάτω. Τι ομορφιά, Θεέ μου, σ’ αυτή τη γειτονιά»! Ο πρώτος αθώος έρωτας, η Φωφώ «(...) Φυσικά, έρωτας παιδικός, μόνο με τα μάτια, ανταλλάσαμε ερωτικές, πονηρές ματιές και τα υπόλοιπα μόνο στα όνειρά μας. Εγώ είχα ερωτευθεί τρελά τη Φωφώ, ήταν μια αφρατούλα, ολίγον παχουλή, με εβένινα μακριά μαλλιά και αραβικά αετίσια μάτια. Κάθε που σουρούπωνε περνούσε έξω από το σπίτι μας και της έριχνα ένα πονηρό χαμόγελο, το ίδιο κι εκείνη, κι έφευγα τρισευτυχισμένος, ενώ η καρδιά μου χοροπηδούσε τρελά μέσα στο στήθος μου.
Είχα ξυλώσει από μία οικοδομή έναν τσιμεντόλιθο και τον είχα τοποθετήσει πλάι στο σπίτι της κι αυτό ήταν το ταχυδρομείο μας. Εκεί δύο τρεις φορές την εβδομάδα μέσα στον τσιμεντόλιθο της άφηνα ένα ερωτικό γράμμα και μέσα στον φάκελο της είχα βάλει μία σοκολάτα, λίγες καραμέλες και μία γαρδένια, είχα λεηλατήσει τη γαρδένια της μάνας μου που την είχε σαν τα μάτια της. Τότε, δούλευα στα μεταλλουργεία του Μυτιληναίου, που έφτιαχνε κατσαρόλες, πιάτα, κουτάλες, και πήγαινα σε Νυχτερινό Γυμνάσιο. Να πάω το βδομαδιάτικο στην κυρα-Φιλιώ, τη μάνα μου, για να μπορεί να ψωνίσει για τη φαμίλια, κι έχανα το σχολείο μου, δύσκολα χρόνια. Της πήγαινα το βδομαδιάτικο και την κοίταγα στα χέρια, τι χαρτζιλίκι θα μου δώσει. Μου έδινε τρεις τέσσερις δραχμές και ο νους μου αμέσως πήγαινε να νοικιάσω ποδήλατο, να περάσω έξω από την πόρτα της Φωφώς»...
Οι αδελφές του στο θέατρο
«(...) Οι δύο από τις τέσσερις αδελφές μου, η Αννούλα και η Νινή, είχαν μεγάλο τραγουδιστικό ταλέντο, τις θαύμαζε όλη η Αγία Σοφία. Η άλλη, η Καιτούλα, από τότε που χάσαμε τη μανούλα μας είναι ο πάτερ φαμίλιας, όμορφη κοπέλα, έκανε στα είκοσι έναν άτυχο γάμο, χώρισε και έκτοτε αφιέρωσε τη ζωή της στη μάνα μας, μέχρι που της έκλεισε τα ματάκια και από τότε έχουμε ερημώσει. Την αγαπώ και την εκτιμώ ιδιαιτέρως την Καιτούλα. Η μικρότερη της οικογένειας, η Κασσούλα. Πολύ καλή χορεύτρια, όμορφη κοπέλα, μ’ ένα φιδίσιο, λυγερό κορμί, χόρεψε στα μεγαλύτερα καμπαρέ και κέντρα του εξωτερικού κάνοντας λαμπρή καριέρα. Ψήνω τις αδελφές μου να πάνε στον διαγωνισμό ταλέντων. Ντυθήκανε, στολιστήκανε με δύο λουλουδένια φορεματάκια, τα είδε όλα αυτά το κοντρόλ, η μάνα μας, τι γίνεται μου λέει, για πού το βάλατε; Θα πάμε σ’ ένα παρτάκι. Ηρθε η στιγμή να βγούνε τα ταλέντα, κομφερασιέ ήταν ο Λάμπρος ο Ζούνης, πατέρας της Πέμης Ζούνη, και κάποια στιγμή τον ακούω που τις αναγγέλλει.
Κυρίες και κύριοι, οι Τζάνετ σίστερς. Πήραν το πρώτο βραβείο και τα μεγάλα δώρα, που ήταν μία τούρτα, μία δερμάτινη τσάντα από τα καταστήματα Βολικάκη, δύο ζευγάρια παπούτσια και μία μικρή βαλίτσα γεμάτη κολόνιες, κρέμες, σοκολάτες και πολλά άλλα.
Βγαίνουν οι δύο αδελφές μου φορτωμένες δώρα, τα παίρνω παραμάσχαλα και ξεκινάμε για το σπίτι, γιατί είχαμε αργήσει. Φτάνουμε στη γωνία Χορμοβίτου και Αιτωλικού και βλέπω την κυρα-Φιλιώ στην εξώπορτα με σταυρωμένα τα χέρια να μας περιμένει. Μόλις είδε τόσα πολλά δώρα, μας λέει τι είναι αυτά, μωρέ, πού τα κλέψατε; Της είπα όλο το σκηνικό και έφαγα το ξύλο της ζωής μου. Τι έκανες, μωρέ, τις κόρες μου στο θέατρο, θεατρίνες θα γίνουν;
Την άλλη μέρα καταφθάνει στο σπίτι μας μία κούρσα και βγαίνει από μέσα ένα ζευγάρι, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου και μία θεατρίνα που λεγόταν Πέρσα Βλάχου. Είμαστε από το θέατρο Μισούρι και ήρθαμε να σας κάνουμε μία πρόταση, να πάρουμε τα κορίτσια στο θέατρο. Οχι, του λέει η μάνα μου, τι θα πει η γειτονιά; Βγάζει από την τσέπη του δέκα χρυσές λίρες, ορίστε, της λέει της μάνας μου, και μία προκαταβολή. Της γυάλισε της μάνας μου το μάτι, δέκα χρυσές λίρες, μεγάλο ποσό για την εποχή! Εκεί η μανούλα μου λύγισε».
Πολλά χρόνια αργότερα, ο χαμός της αδελφής του, της Αννούλας, στα σαράντα δύο της χρόνια τον τραυμάτισε και τον στιγμάτισε. «Οπου και να βρίσκεται η ψυχούλα της, να ’χει πάντα γαλήνη, μας λείπει αφάνταστα. Εφυγε και άφησε πίσω της ερείπια, δεν αντέχεται αυτός ο αβάσταχτος πόνος στη ματωμένη μας καρδιά»!
«Λατρεύω τις γυναίκες»
Ο Αλέκος Τζανετάκος τις λάτρεψε τις γυναίκες, τις σεβάστηκε. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Εκανε δεκαεπτά αρραβώνες. Οι αδελφές του, η Καιτούλα και η Κάσσυ, τις βρήκαν περασμένες σε μία κλωστή μέσα στην ντουλάπα του. Δεκαεπτά, δεν έλειπε καμία! Μαζί με πενήντα ολοκαίνουργια κοστούμια που δεν πρόλαβε να φορέσει. Τα τελευταία χρόνια που ήταν άρρωστος κυκλοφορούσε φορώντας μια φόρμα.
"...Ο Μέγας Μπετόβεν ήταν κοντός και άσχημος αλλά συνεχώς ερωτευόταν όμορφες γυναίκες (σ' αυτό λίγο του έμοιασα)".
«(...) Λατρεύω τις όμορφες και μικρές γυναίκες, είμαι λάτρης της ομορφιάς. Θαυμάζω κάθε τι που είναι όμορφο. Από τις σονάτες του Μπετόβεν μέχρι τους πίνακες του Βαν Κονγκ, του Ρενουάρ, του Ελ Γκρέκο και του Ντα Βίτσι. Λατρεύω την ποίηση, τη λογοτεχνία και σαν μοναχικός λύκος που είμαι τα βραδάκια για να ξεκουράσω το τρελό και οργισμένο πνεύμα μου απαλύνω την ψυχή μου ακούγοντας κλασική μουσική. Οχι Βάγκνερ και Μπαχ, μου φέρνουν κατάθλιψη, λίγο Βιβάλντι και τις θείες σονάτες που έχει γράψει ο μέγας Μπετόβεν. Ηταν κοντός και άσχημος, αλλά συνεχώς ερωτευόταν όμορφες γυναίκες (σ’ αυτό λίγο του έμοιασα).
Κι επειδή ήταν μοναχικός, κλειστός και λυπημένος άνθρωπος, ήθελε να υμνήσει τη χαρά και έγραψε την Ενάτη Συμφωνία. Αλλο χόμπι μου είναι τα γρήγορα αυτοκίνητα και οι μοτοσικλέτες, έχω τέσσερις μοτό και τρία αυτοκίνητα. Λάτρης των πιστολιών, έχω τα καλύτερα πιστόλια και τα ακριβότερα, έχω κι ένα κότερο ιταλικό, ένα Καντιέρι Ραφαέλι με δύο μηχανές, πετρελαιομηχανές, και πηγαίνω πορεία εικοσιπέντε με τριάντα μίλια. Τα καλοκαίρια το γεμίζω με όμορφες κοπελιές και αλωνίζουμε τα νησιά. Είμαι μοναχικός άνθρωπος, τρομερός μάγειρας και φτιάχνω τα ωραιότερα γλυκά κουταλιού, κάνω πολλές δουλειές του σπιτιού, έχω μεγάλες κάβες απ’ όλα τα ποτά, και “κάβα” από κολόνιες και μοσχοσάπουνα.
Ιδανικός για σύζυγος, αλλά δεν παντρεύτηκα ποτέ, δεν ξέρω τι φταίει. Πάντα είμαι έτοιμος να ανέβω τα σκαλιά της εκκλησίας, δεν φοβήθηκα ποτέ, πιστεύω στην οικογένεια, λατρεύω τα παιδιά».
Κολλητάρια με τον Μπελμοντό
«(...) Οταν ήρθε ο σκηνοθέτης, ο Βερνέιγ, στην Ελλάδα για να γυρίσει την ταινία του, έφερε μαζί του τους ηθοποιούς, τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό, τον Ομάρ Σαρίφ, τη Ζακλίν Μπισέ και τον Τζόνι Χαλιντέι. Ο Ελληνας μάνατζερ διάλεξε εμένα και τη Μαίρη Χρονοπούλου για να τους παίρνουμε από το “Χίλτον” και να τους πηγαίνουμε για ξενάγηση το βράδυ. Ο Μπελμοντό με συμπάθησε, “γιατί είσαι σπορτίβο και χαρούμενος άνθρωπος”, όπως μου είπε.
Πήγαινα και στα γυρίσματα με μία μοτοσικλέτα Καβασάκι μεγάλου κυβισμού και του άρεσε. Γίναμε σχεδόν κολλητάρια, τον είχα πάει και μια ωραία βόλτα στο Σούνιο και ενθουσιάστηκε. Ο τεχνικός του Φίνου του είπε: “Μεσιέ, Τζανετάκος είναι πρωταγωνιστής όπως είσαι εσύ στο Παρίσι, με τις μοτοσικλέτες του και τις ωραίες γυναίκες”. Του απαντά ο Μπελμοντό: “Τον είδα προχθές που πέσανε πάνω του κάτι όμορφα κορίτσια και τους έδινε αυτόγραφα”. “Εχει γυρίσει εκατόν ογδόντα ταινίες” (τόσες είχα μέχρι τότε) του λέει ο φίλος μου ο τεχνικός, “και παίζει κάθε βράδυ στο θέατρο”. Γυρίζει ο Μπελμοντό μία στροφή γύρω από την καρέκλα. Αλήθεια, μου λέει με θαυμασμό. Τότε μου έδωσε σημασία»!
Ο απολογισμός. «Τι περιμένω»
«(...) Είμαι ένας μοναχικός λύκος, όμως δεν το βάζω κάτω, ούτε απελπίζομαι. Ξέρω ότι υπάρχει κάπου και για μένα ένας έρωτας που θα ξανάρθει να συντροφέψει την υπόλοιπη ζωή μου μέχρι τα μάτια μου να κλείσω. Τα δικά μου μάτια δεν κουράστηκαν τους δρόμους να κοιτάνε και να ψάχνουν και να προσμένουν. Περιμένω στο κατώφλι του σπιτιού μου τον καινούργιο έρωτα που θα ’ρθει και θα μου κλείσει απαλά τα μάτια. Εχω κοντά μου ένα αδειανό θρονί και τον περιμένω να τον καθίσω απάνω και να τον έχω για πάντα δίπλα σαν εικόνα Παναγιά και να τον κρύψω στην καρδιά μου κρυφό θησαυρό. Πού θα πάει! Κάποτε, θα μου χτυπήσει τη σκονισμένη και αραχνιασμένη μου πόρτα»!
«Εχω κάνει δεκαεπτά αρραβώνες και κανένα γάμο»
«(...) Εμεινα κι εγώ μόνος, ανύπαντρος, ένας μοναχικός λύκος που φωνάζω τις νύχτες επάνω στις βουνοκορφές τη μοναξιά μου και τη λύπη μου. Λύκος μοναχικός, τι έφταιξε που έμεινα μόνος και δεν παντρεύτηκα μέχρι τώρα; Μ’ έφαγε ο έρωτας, έχω κάνει δεκαεπτά αρραβώνες και κανένα γάμο. Ισως είναι και το κισμέτ, που λένε οι Αραβες. Είμαι όμως καλά, έχω φιλοσοφήσει τη μοναξιά μου και την έχω κάνει φίλη. Είμαι οικονομικά ανεξάρτητος, έχω φτιάξει μια μεγάλη περιουσία και δοξάζω τον Θεό γι’ αυτά που μου έδωσε».
«Μπήκα με άριστα»
«(...) Μελέτησα, έκανα πρόβες και πήγα κι έδωσα εξετάσεις σε ένα κωμικό σκετς, είπα και το μονόλογο, και η επιτροπή από κάτω άρχισε να με χειροκροτεί και ακούστηκαν και μερικά μπράβο. Πάω σε μία εβδομάδα να πάρω τα αποτελέσματα και βλέπω το όνομά μου πρώτο στον πίνακα, μπήκα στη σχολή με άριστα! Εκείνη τη στιγμή έκανα τον σταυρό μου και ψιθύρισα κοιτώντας ψηλά στον Ουρανό: Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ»!
«Την αγάπησα πολύ, τη λάτρεψα»
«(...) Εμαθα πως έχει έρθει στην Αθήνα ένας μεγάλος Θεσσαλονικιός επιχειρηματίας, ο Χατζώκος, και ζητά ηθοποιούς. Τότε ήμουνα ερωτευμένος και είχα δεσμό δυόμισι χρόνια με αυτή τη θεία ομορφιά, και ποιος δεν θα ήταν ερωτευμένος με μια τέτοια καλλονή! Την αγάπησα πολύ, τη λάτρεψα, να ’ναι πάντα καλά για τις όμορφες στιγμές που πέρασα μαζί της. Παίρνω και τη Μάρθα μαζί μου, αυτή σαν χορεύτρια, έτσι ξεκίνησε την καριέρα της. Είχε τελειώσει μπαλέτο μαζί με την Ελένη Προκοπίου στη Σχολή Χορού της Λουκίας. Μαζί με τη Μαρθούλα ξεκινάμε έναν ολόκληρο χειμώνα με το θίασο Χατζώκου τουρνέ. Η Μάρθα μόλις έβγαινε στη σκηνή γινότανε χαμός. Είχε πολύ σουξέ κι εγώ από την κουίντα καμάρωνα την αγαπημένη μου. Είχαν μάθει στην Αθήνα ότι υπάρχει ένας ηθοποιός που σκίζει και γυρίζοντας έκλεισα το πρώτο μου συμβόλαιο σε θέατρο της Αθήνας».
«Επαιζα μπάλα με τον “Πελέ” και τον “Μαραντόνα”»
«(...) Επαιξα στην αρχή μικρούς ρόλους, χαρακτηριστικούς, που τους έκανα επιτυχίες και σιγά σιγά με μεγάλο αγώνα, πολλή κούραση και μεγάλη αγάπη και σεβασμό στο επάγγελμα άρχισε το όνομά μου να ανεβαίνει συνεχώς παίζοντας συμπρωταγωνιστής με τα ιερά τέρατα! Επαιζα μπάλα με τον “Πελέ” και τον “Μαραντόνα”, εκεί, αν δεν ήξερες μπάλα, έχανες τα πόδια σου! Πλάι στους Κωνσταντάρα, Αυλωνίτη, Παπαγιαννόπουλο, Σταυρίδη, Γκιωνάκη, Φωτόπουλο, Βλαχοπούλου, Βουγιουκλάκη, Παπαμιχαήλ, Αλεξανδράκη, Ρίζο. Γύρισα μαζί με τις κασέτες διακόσιες πενήντα ταινίες και σαράντα χρόνια θέατρο. Είκοσι χρόνια πρόζα κωμωδία και είκοσι επιθεώρηση, τηλεόραση, τέσσερα σίριαλ, “Εύθυμες ιστορίες”, “Ο ταξιτζής”, “Κυριακή χωρίς σύννεφα”, “Το κάτι άλλο”. Εβγαλα πολλά λεφτά, τα οποία κράτησα για να μην καταλήξω σε κάνα γηροκομείο και πεθάνω στην ψάθα. Ζω μια πολύ όμορφη και άνετη ζωή, δεν μου λείπει τίποτα. Μου λείπει ένας καινούργιος έρωτας που να με συνταράξει και να αναταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα της απέραντης μοναξιάς μου»...
Οταν ο Ρόμπερτ ντε Νίρο τα είχε με τη Ναόμι Κάμπελ
«Εχω κάνει παρέα με πολλούς ξένους ηθοποιούς, τον Στιβ Μακ Κουίν, τον Ρόμπερτ ντε Νίρο, που τον γνώρισα στη Νέα Υόρκη και με κάλεσε στο σπίτι του τότε που τα είχε με τη Ναόμι Κάμπελ, την οποία γνώρισα και βγήκαμε το βράδυ για φαγητό. Οταν του είπα ότι γύρισα τόσες ταινίες, με κοίταξε τρομαγμένος»!
Οι καρπαζιές
«Ηταν αληθινές...» «Ρε Λάμπρο, μη χτυπάς τόσο δυνατά» «(...) Οι καρπαζιές που έτρωγα βροχή στις ταινίες ήταν αληθινές, ο σβέρκος μου το ξέρει! Στην ταινία σφαλιάρες, το ίδιο και στο θέατρο, δύο παραστάσεις, έτρωγα ξύλο από τις έξι το πρωί μέχρι τη μία τη νύχτα. Κάποτε, παίζαμε στο θέατρο με τον Λάμπρο τον Κωνσταντάρα, αυτόν τον πρίγκιπα του θεάτρου, που μου είχε κουδουνίσει το μυαλό με τη χερούκλα του. Είχε ένα μακρύ χέρι σαν παντόφλα και, όταν το σήκωνε για να αμολήσει τον κεραυνό (τη σφαλιάρα), γινότανε σεισμός οκτώ Ρίχτερ και τα μάτια έβλεπαν αστράκια στον αέρα. Του έλεγα “ρε Λάμπρο, δεν μπορείς να βάζεις λιγότερη δύναμη;”. “Ρε Λάμπρο, μην τον χτυπάς τόσο δυνατά” του είπε και ο Ρίζος. “Τι λες, ρε κοντοστούπη, ένα και καθόλου, κολωτούμπα, το μέρος του παίρνεις;”».
ΧΡΥΣΑ ΔΟΤΣΙΟΥ
No comments:
Post a Comment