Τέσσερα χρόνια μετά την πτώχευση του 1893 η κυβέρνηση του Θεόδωρου Δηλιγιάννη έστειλε στρατιωτικές δυνάμεις στην Κρήτη, για να βοηθήσουν τους Κρήτες επαναστάτες. Η Τουρκία αντέδρασε κηρύσσοντας πόλεμο στην Ελλάδα στις 5 Απριλίου 1897. Τα στρατεύματά της, οργανωμένα από Γερμανούς αξιωματικούς, εισέβαλαν στη Θεσσαλία και κατέλαβαν τη Λάρισα. Μπροστά στη διαφαινόμενη συντριβή του ανοργάνωτου ελληνικού στρατού η κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη (είχε διαδεχτεί στην πρωθυπουργία το Θ. Δηλιγιάννη στις 18 Απριλίου 1897) αποφάσισε να ζητήσει τη μεσολάβηση του Ρώσου αυτοκράτορα για τερματισμό των εχθροπραξιών. Παρά ταύτα υπήρχαν Έλληνες που ήθελαν τη συνέχιση του πολέμου. Ένας από αυτούς ήταν ο πασίγνωστος για τις ιδιορρυθμίες του ξυλουργός Δ. Μήλας. Αυτός συγκρότησε ένα Σύλλογο με στόχο την άσκηση πίεσης στην κυβέρνηση για συνέχιση του πολέμου. Μάλιστα άφηνε να κυκλοφορεί η φήμη ότι τα μέλη του Συλλόγου του θα δολοφονούσαν το Δ. Ράλλη, αν συνθηκολογούσε με τους Τούρκους. Ο αστυνομικός διευθυντής Αθηνών Βούλτσος ενημέρωσε τον πρωθυπουργό για τις φήμες που κυκλοφορούσαν και ο Δ. Ράλλης του απάντησε: «Εάν πρόκειται περί δολοφονίας εμού, μην ανησυχείτε. Παρακολουθείτε όμως τας εργασίας των ανθρώπων αυτών μην τυχόν και λάβουν άλλον δρόμον» (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 4ης Μαρτίου 1898).
Πράγματι μετά τη λήξη του πολέμου ο Σύλλογος έγινε αντιδυναστικός. Η Αστυνομία παρακολουθούσε τη δράση του (τα 20 περίπου μέλη του «συνεδρίαζαν» σ’ ένα καφενείο της οδού Λέκκα), αλλά, επειδή δεν ενέπνεε ανησυχία, οι δικαστικές αρχές δεν θεώρησαν αναγκαία τη διάλυσή του και τη σύλληψη των μελών του. Έτσι ο Μήλας και οι σύντροφοί του αφέθησαν ελεύθεροι να συντάσσουν φοβερά και τρομερά μανιφέστα. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε ως το Φεβρουάριο του 1898. Τότε, λόγω της δολοφονικής απόπειρας κατά του βασιλιά Γεωργίου Α ΄ από τον Γ. Καρδίτση και Ι. Κυριακό, λήφθηκε η απόφαση να καταδιωχθούν αμείλικτα όλοι όσοι είχαν αντιδραστικές ιδέες. Η Δικαιοσύνη λοιπόν επέβαλε τη χείρα της και στον αντιδυναστικό Σύλλογο του Μήλα.
«Την 3ην Μαρτίου, δυνάμει εντάλματος του ανακριτού κ. Γεωργιάδου, συνελήφθησαν τέσσαρα μέλη του ειρημένου Συλλόγου: ο κ. Μήλας ξυλουργός, ο υιός του, ο κ. Κισκιλόπουλος δικηγόρος και ο Σ. Μωραΐτης απόστρατος λοχαγός του πεζικού. Συγχρόνως εγένετο έρευνα εις το ξυλουργείον του κ. Μήλα και κατεσχέθησαν διάφορα αντιδυναστικά έγγραφα, τα πρακτικά του Συλλόγου και ο κατάλογος των μελών αυτού. Ο κ. Μήλας και ο κ. Κισκιλόπουλος εκρατήθησαν εις το κατάστημα της Διευθύνσεως της Αστυνομίας, απομεμονωμένοι, οι δε κ. κ. Μωραΐτης και Μήλας υιός απεστάλησαν εις την Μοιραρχίαν. Εκ των κατασχεθέντων εγγράφων απεδείχθη ότι ο Σύλλογος είχε αντιδυναστικούς σκοπούς, αλλά δεν εσχετίζετο καθόλου με τους αποπειραθέντας την εναντίον του βασιλέως δολοφονίαν Καρδίτσην και Κυριακόν» (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 4ης Μαρτίου 1898).
Οι τρεις από τους τέσσερις συλληφθέντες ομολόγησαν κατά την ανάκριση ότι ήταν μέλη του Συλλόγου, αλλά αρνήθηκαν ότι είχαν αντιδυναστικούς σκοπούς, ενώ ο Κισκιλόπουλος απέδωσε τη σύλληψή του στις κοινωνικές σχέσεις που είχε με το Μήλα. Κλήθηκε από τον ανακριτή και ο πρώην αστυνομικός διευθυντής Βούλτσος, για να δώσει πληροφορίες για το Σύλλογο. Αποκαλύφτηκε, λοιπόν, ότι μέλη του είχαν τελέσει προ καιρού στο πρώτο νεκροταφείο μνημόσυνο για το Ρόκκο Χοϊδά και τον Αριστείδη Οικονόμου, πρωτεργάτες του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Κατά τον ανακριτή η συμμετοχή των συλληφθέντων στην εκδήλωση αυτή ήταν απόδειξη της σοσιαλιστικής, κατά συνέπεια της αναρχικής, ιδεολογίας τους (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 5ης Μαρτίου 1898).
Οι δημοσιογράφοι στάθηκαν στο πλευρό του ξυλουργού Μήλα που ήταν ένας από τους γραφικούς τύπους της Αθήνας. (Φορούσε πάντοτε πλατύγυρη ρεπούμπλικα φαιού χρώματος, γυαλιά και είχε μακριά γενειάδα.). Παράλληλα σάρκαζαν την απόφαση του ανακριτή Γεωργιάδη, ο οποίος είχε εκδώσει το ένταλμα σύλληψής του. Είναι ενδεικτικό ένα απόσπασμα από άρθρο της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ (φύλλο της 5ης Μαρτίου 1898), όπου σκιαγραφείται το «πορτρέτο» του Δ. Μήλα:
«Άνθρωπος πολύ επικίνδυνος εις την δημοσίαν τάξιν με την .λίμαν του. Καθώς βλέπουν οι αναγνώσται εις την εικόνα του (δημοσίευε φωτογραφία του) τα καπέλα του τα αγοράζει με τον πήχυν [.]. Το επάγγελμά του είναι συνωμότης. Τον επιπλοποιόν μετέρχεται ενίοτε διά να συνηθίζη το χέρι του εις το πριόνι με το οποίον σκέπτεται να φονεύση τους βασιλείς. Φτιάνει καναπέδες, καρέκλες, κομμούς και Πατριωτικούς Συλλόγους. [.]. Του αρέσκει τρομερά η συζήτησις. Πηγαίνεις εις το κατάστημά του διά να παραγείλης μισή ντουζίνα καρέκλες και αυτός εννοεί να σε τελειώση με την φιλοσοφικήν λίμαν του. Το μαγαζί του ημπορεί να το κλείση, το στόμα του όμως ποτέ».
« Αντιδυναστικός έγινε μόνον από του τελευταίου πολέμου. Κατ’ αρχάς ήθελε να σκοτώση τον Ράλλην! Ταχέως όμως μετέβαλε γνώμην αποφασίσας να γίνη τυραννοκτόνος. Ήτο πάντοτε υπέρ του πολέμου και υπέρ της επιστρατεύσεως. [.]. Είναι ταμείον γνώσεων και ανεκδότων. Ηξεύρει όλην την ιστορίαν και ημπορεί να σου την αφηγηθή. Συ όμως δεν ημπορείς να την ακούσης [.]».
«Η κλεισούρα του καταστήματος τον ενοχλεί και δι’ αυτό ευρίσκεται ολονέν εις τους δρόμους. Δεν φοβείται κανένα, όταν ομιλή. Τολμηρός όσον ουδείς. Εάν δε μέχρι τούδε δεν εφόνευσε κανένα τύραννον, είναι διότι οι τύραννοι δεν συχνάζουν εις τα μαστιχοπωλεία ή εις τα καφενεία, όπου συχνάζει αυτός. Πάντοτε όμως επιφυλάσσεται. Έχει δε διαρκώς εις τα χείλη του και μίαν μυστηριώδη φράσιν ότι θα γίνουν μεγάλα πράγματα. Οι άλλοι συνωμόται μετά των οποίων συνεργάζεται είναι πάντες νέοι καθώς αυτός. Ο νεώτερος είναι μόλις εκατόν δέκα ετών. Όλοι δε αυτοί πρέπει να μπουν εις την φυλακήν [.]».
Παρά την αντίδραση της κοινής γνώμης και του Τύπου ο ανακριτής εξέδωσε εντάλματα και συνελήφθησαν την 6ηΜαρτίου άλλα δύο μέλη του αντιδυναστικού Συλλόγου, ο δικηγόρος Μπίστης και ο παντοπώλης Καμπίτης. Ο τελευταίος είχε παντοπωλείο στην πλατεία Ομονοίας και ήταν από τα πιο δραστήρια μέλη του Ομίλου των φιλοπόλεμων. Η σύλληψή του κατέπληξε τους πάντες, γιατί προ δύο περίπου μηνών είχε κληθεί στα ανάκτορα, για να εκφράσει στο βασιλιά το λαϊκό φρόνημα (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 18Ης Ιανουαρίου 1898). Πώς, λοιπόν, ήταν δυνατόν ένας συνομιλητής του άνακτα να κατηγορείται ως πολέμιος του πολιτεύματος; Και οι δυο συλληφθέντες κατά την ανάκριση κατέθεσαν ότι ο Σύλλογος δεν είχε αντιδυναστικούς σκοπούς. Κατά δήλωση του ανακριτή « η ανάκρισις δεν θα σταματήση έως εδώ, αλλά θα συλληφθούν πάντα τα γνωστά μέλη του Συλλόγου. Αι ανακρίσεις θα τελειώσουν την προσεχή εβδομάδα, θα απαγγελθή δε εναντίον των συλληφθέντων και συλληφθησομένων κατηγορία επί δυσφημήσει του Βασιλέως προφορικώς και εγγράφως» (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 7ης Μαρτίου 1898).
Την 7η Μαρτίου αποφασίστηκε η προφυλάκιση του ξυλουργού Μήλα, του απόστρατου λοχαγού Μωραΐτη, του δικηγόρου Κισκιλόπουλου και του αρχιτέκτονα Ανδρεωνίδη και το βράδυ της ίδιας μέρας μεταφέρθηκαν στις φυλακές Συγγρού. Ο γιος του Μήλα αφέθηκε ελεύθερος, γιατί αποδείχτηκε ότι δεν είχε καμιά σχέση με το Σύλλογο, στον οποίο προήδρευε ο πατέρας του, ενώ ο Καμπίτης παρέμεινε στο κτίριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης, μια και δεν είχε ακόμη αποφασιστεί η προφυλάκισή του (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 8ης Μαρτίου 1898).
Στο μεταξύ οι δικαστικές αρχές βομβάρδιζαν τον Τύπο με ανακοινώσεις γενικές και αόριστες, δίνοντας την εντύπωση ότι «είχαν πιάσει λαβράκια». Την 9η Μαρτίου δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες η ακόλουθη ανακοίνωση: «Ο αντιδυναστικός Σύλλογος φαίνεται ότι έχει μεγαλυτέραν σπουδαιότητα από εκείνην η οποία του απεδόθη κατ’ αρχάς. Καθ’ α εγνώσθη χθες (= 8 Μαρτίου) η ανάκρισις ανεκάλυψε και κατέσχε σπουδαιότατα έγγραφα, εξ ων εμφαίνεται ότι ο Σύλλογος ευρίσκετο εις αμέσους σχέσεις με πρόσωπα άξια προσοχής. Επίσης και διά τους σκοπούς του Συλλόγου εξηκριβώθησαν γεγονότα άτινα εις μεγίστας υπονοίας εμβάλλουν την δικαστικήν αρχήν. Κατόπιν τούτων επίκεινται νέαι συλλήψεις, αίτινες θα ενεργηθούν εντός της εβδομάδος» (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 9ης Μαρτίου 1898).
Όμως η πλειονότητα των εφημερίδων και η κοινή γνώμη αντιμετώπιζαν την υπόθεση με ειρωνεία. Αντιγράφω ορισμένα αποσπάσματα από άρθρο της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ (φύλλο της 9ης Μαρτίου 1898):
« Εξακολουθούν αι συλλήψεις των αναρχικών. Μετά τον Μήλαν η αστυνομία προέβη και εις πλείστας άλλας συλλήψεις ανθρώπων θεωρουμένων υπόπτων. Συνελήφθησαν τοιουτοτρόπως ο απόστρατος λοχαγός Μωραΐτης, ο Κισκιλόπουλος, ο Ανδρεωνίδης και άλλοι τινές. Όλοι αυτοί ήσαν, κατά τας υπονοίας της ανακρίσεως, αναρχικοί επικινδυνωδέστατοι διά την δημοσίαν τάξιν, μέλη συλλόγων αντιδυναστικών, άνθρωποι τέλος δυνάμενοι να διασαλεύσουν το καθεστώς. Η σύλληψίς των εγένετο με τον ευκολώτερον τρόπον και χωρίς καθόλου να κοπιάσουν τα αστυνομικά όργανα. Τούτο δε διότι όλοι αυτοί οι συλληφθέντες αναρχικοί δεν ημπορούσαν ούτε να τρέξουν από τα γηρατεία».
«Τους αναρχικούς αυτούς η ανάκρισις τους ανακαλύπτει με πολύ περίεργον τρόπον. Έχει ένα ληξιαρχικόν βιβλίον, εις το οποίον εμπεριέχονται όλα τα ονόματα μετά της ηλικίας των κατοίκων της πρωτευούσης. Αυτό το βιβλίον μελετά διαρκώς, όταν δε μεταξύ των αναφερομένων εντός αυτού συναντήση και ανθρώπους έχοντας ηλικίαν μεγαλυτέραν των 80 ετών, διατάσσει αμέσως την σύλληψίν των, βεβαία ούσα ότι είναι αναρχικοί και αναρχικοί επικίνδυνοι. Εξαίρεσιν του κανόνος απετέλεσε μόνον ο απόστρατος λοχαγός κ. Μωραΐτης, ο οποίος είναι μόνον 78 ετών!».
Ακολούθως ο αρθρογράφος σάρκαζε τόσο την προφυλάκισή τους όσο και την ποινή που θα τους επιβαλλόταν, συνδυάζοντας τα ζητήματα αυτά με την ηλικία των συλληφθέντων:
«Φυλακαί ακόμη δεν ωρίσθησαν διά τους συλληφθέντας αναρχικούς. Προσωρινώς ούτοι κρατούνται εις την διεύθυνσιν της αστυνομίας. Καθ’ α όμως εμάθομεν θετικώς εντός ολίγων ημερών θέλουν μεταφερθεί όλοι . εις το Γηροκομείον!
Ποία ποινή θα τους επιβληθή; Είναι και τούτο ένα ζήτημα σπουδαιότατον. Θάνατος βεβαίως δεν είναι δυνατόν να τους καταγνωσθή (= να τους επιβληθεί), αφού δεν εξετέλεσαν κανένα ωρισμένον έγκλημα βασιλοκτονίας. Μένει επομένως διά τους συλληφθέντας αναρχικούς η ποινή των ισοβίων δεσμών [.]. Διά τον Μήλαν και τον Μωραΐτην και τους άλλους συναδέλφους των ισόβια δεσμά θα είπουν φυλάκισις ενός έως δύο το πολύ ετών, διότι κανείς από αυτούς δεν θα ζήση περισσότερον με τα γηρατεία που έχουν».
Τέλος έκανε ιδιαίτερη μνεία στη σύλληψη του Καμπίτη: «Μεταξύ των συλληφθέντων προχθές συγκαταλέγεται και ο γνωστός σύμβουλος της Αυλής κ. Καμπίτης. Ο κ. Καμπίτης δεν ηξεύρομεν από πότε έγινεν αναρχικός. Αυτός ο οποίος συνωμίλησε μετά του Βασιλέως και έδωκε την γνώμην του εις τον Άνακτα περί των λαϊκών φρονημάτων και είχε τέλος τόσας τρυφεράς σχέσεις με το παλάτι, να συλληφθή ως αναρχικός είναι πράγμα ακατανόητον. Φρονούμεν ότι κάτι λάθος θα έγινεν. Ότι τα συλλαβόντα αυτόν αστυνομικά όργανα θα είχον εντολήν να τον οδηγήσουν εις τα Ανάκτορα, όπως και την άλλην φοράν, και ουχί εις το κρατητήριον της Αστυνομίας [.]».
Ο κόσμος αντιμετώπιζε τα γεγονότα με χιούμορ. Μέσα σε λίγες μέρες κυκλοφόρησαν πολλά ανέκδοτα. Να ένα από αυτά που δημοσιεύτηκε σε εφημερίδα:
Διάλογος στην οδό Σταδίου
- Πόσων χρονών είσαι, μπάρμπα – Γιάννη;
- Αμ’ θα είμαι καμιά πενηνταριά!
- Σώπα, αδερφέ. Δεν ντρέπεσαι να κρύβεις τα χρόνια σου;
Και ο μπάρμπα – Γιάννης σκύβοντας στο αυτί του συνομιλητή του: « Είμαι ογδοήντα, αλλά δεν το λέω, για να μη με συλλάβουν ως αναρχικό (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 9ης Μαρτίου 1898).
Οι αντιδράσεις του κόσμου δεν πτόησαν τον ανακριτή Γεωργιάδη, ο οποίος στις 11 Μαρτίου πήγε στις φυλακές Συγγρού και υπέβαλε σε συμπληρωματική εξέταση τους προφυλακισμένους (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 12ηςΜαρτίου 1898). Έκτοτε οι δικαστικές αρχές δεν ασχολήθηκαν μ’ αυτούς. Έτσι σε δημοσίευμα του ΕΜΠΡΟΣ (φύλλο της 18ης Απριλίου 1898) διατυπωνόταν η ερώτηση προς το υπουργείο Δικαιοσύνης αν επρόκειτο να εκδοθεί σχετικό βούλευμα για την αποφυλάκισή τους. Την επόμενη μέρα ανάλογο δημοσίευμα του ΣΚΡΙΠ (φύλλο της 19ης Απριλίου 1898) επανέφερε το ερώτημα- παράκληση στους αρμόδιους: « Δύο μήνας κρατούν τώρα εις τας φυλακάς τον Μήλαν χωρίς κανένα βούλευμα να εκδοθή εναντίον του. Είναι ανάγκη να τον ενθυμηθούν αι αρχαί και αυτόν τον πρωτότυπον αναρχικόν, του οποίου μόνον έγκλημα είναι το γήρας. Τι έκαμεν ο άνθρωπος αυτός, ο ακίνδυνος περισσότερον και από κουνέλι, ο λογάς, ο συζητητής των πολιτικών πραγμάτων, ελλείψει άλλης εργασίας; Και εάν έκαμεν επιτέλους τίποτε, διατί δεν τον δικάζουν, αλλά τον αφήνουν να σήπεται υπόδικος μέσα εις τας φυλακάς του Συγγρού; Ολίγη φιλανθρωπία χρειάζεται πάντοτε».
Τελικά το συμβούλιο Πλημμελειοδικών συσκέφτηκε τη 2α Ιουλίου επί της υποθέσεως των κρατούμενων «αναρχικών» και αποφάσισε την αποφυλάκισή τους, «διότι δεν απεδείχθη ότι είχον πραγματικώς σκοπούς αντιδυναστικούς». Το σχετικό βούλευμα εκδόθηκε την επόμενη μέρα (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 3ης Ιουλίου 1898).
Η περιπέτεια του Δ. Μήλα και των ομοϊδεατών του οφειλόταν στη στενοκεφαλιά ενός δικαστικού λειτουργού, του ανακριτή Γεωργιάδη, ή εξυπηρετούσε πολιτικές σκοπιμότητες; Η απάντηση στο ερώτημα είναι εύκολη, αν ληφθεί υπ’ όψη η τότε πολιτική κατάσταση. Το 1898 υπήρχε μια γενικευμένη αμφισβήτηση τόσο για το θρόνο όσο και για τους πολιτικούς που διαχειρίζονταν τις τύχες της χώρας. Τα αίτια της αμφισβήτησης ήταν πολλά:
1. Η αποδιοργάνωση του στρατού, για την οποία υπεύθυνος ήταν ο αρχιστράτηγος Διάδοχος Κωνσταντίνος και η οποία οδήγησε στην ήττα κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897,
2. η υποχρέωση της Ελλάδας να πληρώσει στην Τουρκία πολεμική αποζημίωση ύψους 92.000.000 δραχμών, γεγονός που διόγκωνε το εξωτερικό χρέος της, και
3. η επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου που σήμαινε τη μείωση της εθνικής ανεξαρτησίας.
Έπρεπε, λοιπόν, να βρεθεί ένας τρόπος για τον αποπροσανατολισμό του λαού από τα φλέγοντα αυτά ζητήματα και γι’ αυτό επινοήθηκε ο κίνδυνος ανατροπής του πολιτεύματος από τους ιδιόρρυθμους «αναρχικούς».
Ο Μήλας μετά την αποφυλάκισή του συνέχισε να ασχολείται με τα κοινά επιδιώκοντας την είσοδό του στο Κοινοβούλιο. Έτσι συμμετείχε στις εκλογές της 7ης Φεβρουαρίου του 1899 ως ανεξάρτητος υποψήφιος Αττικής. Ως εκλογικό κέντρο χρησιμοποίησε το επί της οδού Λέκκα ξυλουργείο του (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 7ηςΦεβρουαρίου 1899).
Σκίτσο του Δ. Μήλα, εφ. ΣΚΡΙΠ, 5/3/1898
No comments:
Post a Comment