Αρχές της δεκαετίας του ‘50 , το καινούργιο Ζαχαροπλαστείο του χωριού μας , “ Η Δωρίς “ παρακαλώ , όπως και το πρώτο που άνοιξε πάλι ο πατέρας μας μαζί με τον Τάσο Καντά το 1930 , λίγο πιο κάτω απ’το Αλωνάκι στου Παπαιωάννου . Στη φωτογραφία όλη η οικογένεια , που φυσικά δούλευε στο μαγαζί , ο πατέρας μας , Θύμιος , η μάνα μας Αγγελική , Κικούλα όμως την ήξεραν και την ‘ελεγαν όλοι . το γιατί…δεν το ξέρω , και ο Γιώργος με την αφεντιά μου .
Πάνε λίγα χρόνια φίλοι μου , που ψάχνοντας στο παλιό μας σπίτι , βρήκα “ χωμένο “ μέσα στις σκόνες και τα σκουπίδια το τελευταίο “ τεφτέρι “ του μαγαζιού μας , που είχε ανοίξει η μάνα μας το 1955 που σκοτώθηκε ο πατέρας μας ..
Ακριβώς στο ίδιο σχήμα και μέγεθος με αυτό της φωτογραφίας , και είναι γεμάτο με μια πλευρά της Λιδορικιώτικης ζωής , γραμμένη απ’ τη μάνα μας …και φυσικά όχι και της πιο…εύπορης ..
…195… Φιλενάδα , 2 φράγκα φοντάν
……. ……… 3 φράγκα ..μαργαρίτες
……… ………. 1 κιλό κουραμπιέ
Κάπως έτσι είναι γραμμένα τα βερεσέδια , υπόψη πως η μάνα μου είχε πάει 2-3 τάξεις στο Δημοτικό , κι’ αυτές με το έτσι θέλω , γιατί τότε τα κορίτσια δεν τα στέλνανε σχολείο .
Επειδή δε κεντούσε πολύ καλά και ζωγράφιζε , πήγαινε σε κάποιες μεγαλύτερες κοπέλες , την Ερασμία ,που ζωγράφιζε ωραία , έτσι μας την έλεγε , αλλά εμείς πιστεύαμε πως μάλλον κάνει λάθος , έλα όμως που φέτος το καλοκαίρι , ανακαλύψαμε πως υπήρχε Ερασμία που ζωγράφιζε ωραία , ήταν η μετέπειτα γνωστή στο Εξωτερικό και λιγότερο στην Ελλάδα , Ερασμία Μπερτσά , έτσι την γράφει η Λιλίκα Νάκου , καλή φίλη της Ερασμίας που έχει κάνει και μια “ μυθιστορηματική “ βιογραφία της ..στο χωριό μας το επίθετο ήταν Μπερτσιά , με καταγωγή απ’ τον Κόκκινο ( Λούτσοβο ).
Έτσι λοιπόν το σχολείο ήρθε σε δεύτερη μοίρα , αν και αυτά τα λίγα που ήξερε , την έβγαλαν παλικάρι στο μαγαζί και τη ζωή της γενικά ..
Κρατούσε λοιπόν αυτό το τεφτέρι , εδώ δεν ήταν όπως τα μπακάλικα , που είχε και ο πελάτης τεφτεράκι και σημείωνε , και όταν ήταν καιρός πληρωμής , τα συμφωνούσαν , πράγμα σπάνιο , γιατί τον τεφτέρι του μπακάλη ήταν , απ’ ό,τι λένε , πάντα πιο..χοντρό , και τότε γινόταν και μικρο …καυγάς , “ πανωγράφεις “ έλεγε ο έρμος ο πελάτης , “ εσύ κάνεις λάθος “έλεγε ο μαγαζάτορας και πήγαινε..λέγοντας ..
Τώρα , γιατί καθόταν και τα έγραφε στο τεφτέρι , δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω , αφού τα βερεσέδια αυτά είχαν..παραγραφτεί πριν ακόμα γραφτούν , αλλά ..
Βέβαια , οι καημένες οι φιλενάδες , προσφέρονταν να φέρουν , κάνα φόρτωμα πουρνάρια , έτσι για να πατσίσουν το χρέος , και καμιά φορά , όταν χρειαζόταν η μάνα μου πουρνάρια έτσι γινόταν , αλλά τα πολλά βερεσέδια έμειναν… βερεσέδια “, εξ άλλου αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα , θα μιλούσαμε σήμερα για το…” τεφτέρι “ ; όχι βέβαια …
Εδώ θα πρέπει να αναφέρω πως η μάνα μου δεν έγραφε ποτέ δραχμές , έγραφε φράγκα , αλλά αυτή της η συνήθεια είχε και τα…ευτράπελά της..διαβάστε…
Το 1965 , γέννησε μια πρώτη μου ξαδέρφη που έμενε στο Παρίσι , κόρη της αδελφής της , και πήγε να της κάνει συντροφιά τον πρώτο καιρό..και έμεινε πάνω από εξάμηνο ..
Μας έστελνε ταχτικά γράμματα , που ήταν τέλεια λογοτεχνήματα , κρίμα που δεν τα φυλάξαμε , μετά τις πρώτες μέρες άρχισε να βγαίνει και να κυκλοφορεί εκεί γύρω στη γειτονιά , χαζεύοντας τις βιτρίνες , γιατί φεύγοντας από εδώ της είχαμε δώσει και κάποιες παραγγελίες , π.χ. εγώ είχα παραγγείλει δίσκους μουσικής , αλλά και άλλοι συγγενείς είχαν δώσει τις..παραγγελιές τους ..
Η μάνα μου λοιπόν , χαζεύοντας στις βιτρίνες έβλεπε τις τιμές και της φαίνονταν πολύ χαμηλές , και άρχισε να κρατάει λίστα με τα πράγματα που θα αγόραζε . Σε ένα γράμμα της λοιπόν μας έγραφε πως βρήκε κάτι ομπρέλες απίθανες , με πολύ λίγα φράγκα , αλλά και πολλά άλλα είδη ..
Όταν πλησίαζε ο καιρός για να επιστρέψει , είπε στην ξαδέρφη μου πως θα πάει για ψώνια γιατί έχει βρει κάποια πράγματα σχεδόν τζάμπα ,και της ανέφερε τις ομπρέλες , όταν το άκουσε η ξαδέρφη μου , έσκασε στα γέλια , και εξήγησε στη μάνα μου πως τα φράγκα της Γαλλίας , ‘έχουν 30 ή 35 δραχμές , αν, θυμάμαι καλά , βέβαια αυτά έγιναν μετά το κλείσιμο του μαγαζιού …
Mια και ..αλλαξοδρομήσαμε όμως κι’ απ το Λιδορίκι βρεθήκαμε στα..Παρίσια , αξίζει να σας διηγηθώ ένα περιστατικό απ’ την εν..Παρισίοις διαμονή της κυρά Κικούλας , έτσι την φώναζαν την μάνα μου , παρότι ήταν βαπτισμένη Αγγελική , το γιατί ; …βρείτε το…βέβαια θα ήταν άλλο πράγμα να διαβάζατε το γράμμα της μάνας μου , για να βλέπατε τον τρόπο που το περιέγραφε , δυστυχώς όμως , αυτό δεν γίνεται , αρκεστείτε λοιπόν στη δική μου περιγραφή …που είναι σε ελεύθερη..απόδοση…και σε πρώτο πρόσωπο ..
“ Ένα πρωί , η …….μου είπε να πάμε μια βόλτα με το λεωφορείο , να μου δείξει κάποια αξιοθέατα του Παρισιού που δεν τα ήξερα , έτσι και έγινε , ντυθήκαμε , περιποιηθήκαμε και κατεβήκαμε τις σκάλες τριών ορόφων ,γιατί το σπίτι , όπως και όλα σχεδόν τα σπίτια του Παρισιού , ήταν παμπάλαιο , χωρίς ασανσέρ , καλοριφέρ κλπ , σχεδόν..” αχούρι “…
Περπατήσαμε λίγο μέχρι τη στάση , περιμέναμε λίγο στη στάση , όπου περίμενε και ένας κύριος , μέχρι να έρθει το λεωφορείο μας ,και μόλις φάνηκε το λεωφορείο μου λέει η….,, θείτσα μόλις σταματήσει θα τρέξουμε για να πιάσουμε καμιά θέση αν έχει , γιατί όπως βλέπεις υπάρχει κι’ άλλος υποψήφιος…
Έφτασε λοιπόν το λεωφορείο ,μπαίνουμε εμείς και στριμώχνοντάς μας στην πόρτα μπαίνει κι΄ο..υποψήφιος , και βλέπουμε πως υπάρχει μία αδειανή θέση , “ τρέξε θείτσα “ μου λέει η…….να ΄κάτσεις , δεν πρόλαβε να αποσώσει την κουβέντα της και βλέπουμε να τρέχει προς τα εκεί κι΄ο αντίπαλός μας , ο οποίος σπρώχνοντας μας περνάει και μόλις φτάναμε , προλαβαίνει και στρογγυλοκάθεται κοιτάζοντάς μας ..θριαμβευτικά …
Οπότε , όπως ήμασταν δίπλα του και η….μουρμούριζε συνέχεια , λέει μεγαλοφώνως σε άπταιστα Ελληνικά κοιτάζοντάς τον : Φάε σκατά κερατά…
Εγώ μόλις τα’ κουσα χώθηκα σαράντα οργιές μες στη γης , έτσι μου ‘ρχόταν να πηδήξω απ’ το ανοιχτό παράθυρο , η…….όμως συνέχιζε τα ίδια φάε σκατά κερατά κλπ ,καλά της λέω δεν ντρέπεσαι τι του λες του ανθρώπου , και η απάντηση : θείτσα ..χαζογάλλος είναι , δεν καταλαβαίνει τι του λέω , δεν τον βλέπεις που μας κοιτάει και..χαζογελάει ; και συνέχισε τα..Ελληνικά της , ενώ ο λεβέντης που και που γύριζε και μας κοίταζε χαζογελώντας λες και μας..κορόιδευε …
Σε κάποια στάση , τον είδαμε που ετοιμαζόταν να κατεβεί , η…δεν έχασε την ευκαιρία να ρίξει την..τορπίλη της , και άρχισε καινούργιο ..τροπάριο προσθέτοντας στο φάε σκατά κερατά και το : να πας στα..τσακίδια , εγώ είχα κοκκινίσει , και όταν μας κοιτούσε και χαζογέλαγε δεν ήξερα τι να κάνω .
Κάποια στιγμή φτάσαμε στη στάση , σταμάτησε το λεωφορείο και ο φίλος μας σηκώθηκε αργά αργά , γύρισε μας κοίταξε με εκείνο το κοροϊδευτικό ύφος και χαζογελώντας πάντα γυρνάει προς την….και της λέει φωναχτά “ ΣΕ ΑΠΤΑΙΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ “ : ΦΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥ ΤΩΡΑ ΚΥΡΑ ΜΟΥ …και κατέβηκε …
Εγώ πάγωσα , τώρα μπήκα πραγματικά “ σαράντα οργιές μες στη γης …”, την……όμως ούτε που την ένοιαξε , αλλά όταν φτάσαμε και κατεβήκαμε απ’ το Λεωφορείο της ..έσουρα τα χίλια μύρια , αλλά και πάλι , ούτε που την ένοιαξε…και έτσι δεν ξαναπήγαμε μαζί πουθενά …”
Αυτό ήταν το πρώτο “ ταξίδι “ της μάνας μου με αστικό λεωφορείο μαζί με την ξαδέρφη μου , το πρώτο αλλά και το τελευταίο …..και μάλιστα με τόσο επεισοδιακό αλλά και ..άδοξο τέλος ..
Μετά το σύντομο πέρασμά μας , απ’ το Παρίσι ας γυρίσουμε πάλι στο…” τεφτεράκι “ μας….
Όπως λοιπόν το ξεφυλλίζω και διαβάζω τα γραφόμενά του , περνάνε μπροστά στα μάτια μου σαν ταινία , διάφορα περιστατικά απ’ την τότε Λιδορικιώτικη ζωή , που σίγουρα δεν γνώριζαν οι χωριανοί μας ..όπως επίσης θυμάμαι , πως μου έκαναν εντύπωση κάποια μικρο..κοντύλια που δεν είχαν κάτι που να φαίνεται από ποιο είδος προερχόταν η οφειλή , αυτό βέβαια μου είχε κάνει τότε μεγάλη εντύπωση , γιατί γνώριζα καλά τον τρόπο που έγραφε η μάνα μου τα βερεσέδια , έγραφε όνομα ή παρατσούκλι ( συνήθως παρασούκλι..συνθηματικό )και δίπλα το είδος και τα λεφτά , πχ. Κατίνα , 150 δράμια φοντάν 3 φράγκα κλπ…κλπ.
Σε μερικές όμως εγγραφές , αναφερόταν μόνο το όνομα , συνήθως το ..παρατσούκλι , και δίπλα απλά ένα μικροποσό , έτσι ξεκάρφωτο , στη αρχή μου έκανε εντύπωση αλλά με τον καιρό κατάλαβα τι σημαίνουν αυτές οι..συνθηματικές εγγραφές πως το κατάλαβα ; απλό…πολύ απλό…
Στο τεφτέρι λοιπόν η μάνα μου έγραφε όπως είπαμε σχεδόν..συνθηματικά , είχα όμως παρατηρήσει πως κάθε πρωί Πέμπτης έγραφε στο τεφτέρι ένα όνομα , παρατσούκλι πρέπει ήταν , χωρίς όμως τίποτα άλλο , ούτε είδος αλλά ούτε και ποσό , μυστήριο …
Ώσπου κάποια Πέμπτη που η μάνα μου ήταν χάλια από γρίπη και με το ζόρι πήγε στο μαγαζί , με παρακάλεσε να κάνω μια δουλειά το βραδάκι , και εγώ δέχτηκα χωρίς να γνωρίζω τι σόι δουλειά ήταν αυτή και έτσι αργά το απόγευμα μου έδωσε μια σακούλα με κάποια πράγματα να τα πάω σε μια γιαγιά που δεν την γνώριζα , ούτε και είχα ξαναπάει μ λέγοντάς μου να μη πω τίποτα σε κανένα , αυτό βέβαια με ..πονήρεψε και τελικά κατάλαβα τι ακριβώς συνέβαινε όταν πήγα σ΄αυτή τη γιαγιά , που καθόταν ψηλά , στην άκρη του χωριού .
Πήγα λοιπόν , βρήκα το σπίτι και όταν χτύπησα την πόρτα εμφανίστηκε μια γριούλα καταταλαιπωρημένη , λιγόσωμη και μεγάλη σε ηλικία , της έδωσα τη σακούλα λέγοντάς της ποιος είμαι , οπότε η γιαγιά γέμισε με ευχές τη μάνα μου κι’ εμένα , σε σημείο που με έκανε να ντρέπομαι ..χαιρέτησα και έφυγα ακούγοντας συνέχεια ευχές και ευχαριστίες ..
Έτσι λοιπόν έλυσα το πρόβλημα της Πέμπτης , γιατί συνδυάζοντας τα όσα συνέβησαν αυτή την Πέμπτη με τις ..Πεμπτιάτικες απουσίες της μάνας μου τον άλλο καιρό , συμπέρανα , και όχι λάθος , πως τις Πέμπτες που καθόμουνα στο μαγαζί και η μάνα μου κάπου πήγαινε , γινόταν το ίδιο ακριβώς πράγμα ..
Γυρνώντας , επειδή με είχε συγκινήσει η όλη εμφάνιση της γιαγιάς , η οποία φαινόταν τελείως..εγκαταλειμμένη , ρώτησα τη μάνα μου κάποια πράγματα , αν δηλαδή η γιαγιά είναι τελείως μόνη κλπ…κλπ και όταν έμαθα πως είχε παιδιά στην Αθήνα , που όμως δεν έδιναν καμιά σημασία , κάπου ένοιωσα πολύ άσχημα ..
Πολύ χειρότερα όμως ένοιωσα , όταν μετά από μερικά χρόνια που κατεβήκαμε πια στην Αθήνα , και πήγαμε επίσκεψη σε μια φιλενάδα της μάνας μου , Λιδορικιώτισσα που έμενε όμως στην Αθήνα , και εκεί αφού καθίσαμε και τα είπαν , η κουβέντα ήρθε και στην πεθερά της φίλης , που έμενε στο Λιδορίκι , κατάλαβα πως την είχαν απολύτως εγκαταλειμμένη , λες και ήταν ξένη , το ίδιο πάνω κάτω έλεγε και ο γιος της που ήρθε αργότερα ..
Ε..στεναχωρήθηκα κάπως , χωρίς να ξέρω ποια ήταν η πεθερά της φίλης , αλλά φεύγοντας , επειδή η μάνα μου με είχε δει λίγο..σκεπτικό και προβληματισμένο με ρώτησε : Την ξέρεις εσύ τη γιαγιά , την πεθερά της φιλενάδας μου ; της απάντησα πως όχι βέβαια , και τότε γύρισε και μου είπε , την..ξέρεις , την..ξέρεις και πολύ καλά μάλιστα και μου πέταξε κατάμουτρα πως ήταν η Λιδορικιώτισσα γιαγιά εκείνης της,..Πέμπτης ..
Καλύτερα να μη μου το έλεγε , γιατί αυτομάτως αηδίασα με τη φιλενάδα της μάνας μου και περισσότερο με τον άντρα της που το έπαιζε προύχοντας , με τα κοστούμια και τις γραβάτες του , ενώ στο Λιδορίκι η μάνα του..πέθαινε απ’ την πείνα … όλη λοιπόν αυτή η θλιβερή ιστορία , κρυβόταν πίσω από ένα παρατσούκλι και μια..Πέμπτη γραμμένη στο παλιό μας τεφτεράκι….
Το τεφτεράκι όμως του μαγαζιού , για το οποίο και μιλάμε , δεν είναι και το μοναδικό μας , όλοι οι άνθρωποι κουβαλάμε κάποιο τεφτεράκι πάντα μαζί μας , όπου καθημερινά γράφουμε και σβήνουμε , ανθρώπους , γεγονότα και καταστάσεις , που δυστυχώς μένουν “ μέσα “ μας όσο ζούμε , σ’ αυτό λοιπόν μένουν γραμμένα τα “ βερεσέδια “ της …ζωής ..
Σ’αυτό λοιπόν το μυστικό μου τεφτεράκι , έχω καταγραμμένες τις δυο φορές που είδα τον πατέρα μου βουρκωμένο , τη μια από χαρά και την άλλη από στεναχώρια , πως γίνεται αυτό , δεν είναι και πολύ δύσκολο….
Εκείνη την εποχή , δεκαετία του ‘50 , καθημερινά σχεδόν , έξω απ’ το μαγαζί μας , στην πλατεία Αλωνάκι , όπως τη λένε , διαδραματίζονταν σκηνές συγκλονιστικές , κυριολεκτικά σκηνές αρχαίας τραγωδίας , όπου έφευγαν νέα παιδιά , χωριανά μας , για την Αμερική , τις Η.Π.Α , κυνηγώντας μια καλύτερη , πιο ανθρώπινη ζωή ..
Εκεί λοιπόν συνοδεύοντας να κατευοδώσουν τα παιδιά τους , γονείς με κοκκινισμένα τα μάτια απ’ τα ολονύχτια , ποιος ξέρει πόσων ημερών , κλάματα , με νεκρωμένη όψη και στερεμένα μάτια από δάκρυα , ήταν σαν να έβλεπες σκηνή αρχαίας τραγωδίας , η μάνα με τη βουβή κραυγή της κρατούσε το χέρι του γιου ή της κόρης κοιτάζοντάς τους σαν χαμένη , χωρίς να μπορεί να βγάλει ούτε μιλιά αλλά ούτε και δάκρια , κι΄ο πατέρας , ανέκφραστος , χαμένος , αναρωτιόταν μυστικά , άραγε θα ξαναϊδωθούν με τα παιδιά του ; ή είναι η τελευταία τους φορά ..
Κάποια μέρα λοιπόν ο πατέρας μας , μας κάλεσε μαζί με το Γιώργο για να μας πει κάτι πολύ σοβαρό , έτσι μας είπε . Καθίσαμε λοιπόν και οι τρεις και μας είπε πως τον τελευταίο καιρό , λείπουν χρήματα απ΄το συρτάρι του ταμείου, τον “ μπεζαχτά “ όπως το λέγανε , και βέβαιος πως το πρόβλημα δεν έχει σχέση με εμάς , γιατί μας είχε ρητά και κατηγορηματικά πει , πως όταν θέλουμε κάτι να αγοράσουμε , θα τον ρωτάμε πρώτα , εκτός αν πρόκειται για βιβλία , τότε δεν χρειαζόταν η έγκρισή του , και αφού σίγουρα λείπουν λεφτά , κάποιος πρέπει να μας τα παίρνει και πρέπει να τον βρούμε ..
Είπε λοιπόν στο Γιώργο , να κλειστεί στο εργαστήριο , που ήταν στην ίδια ευθεία με την ξύλινη μακριά βιτρίνα με το συρτάρι του ταμείου , και χωριζόταν απ’ τον υπόλοιπο χώρο με ένα συρόμενο παραβάν , μια κουρτίνα δηλαδή ..
Έτσι και έγινε , ο Γιώργος κρύφτηκε μέσα στο εργαστήριο , που ήταν ένας χώρος , 2,5 - 3 μέτρα μάκρος και 1,5 – 2 πλάτος , είχε λίγο τραβηγμένη την κουρτίνα , να βλέπει χωρίς όμως να φαίνεται αυτός και περίμενε .
Η συνεννόηση ήταν πως αν έβλεπε κάτι , θα έβγαινε αμέσως και θα φώναζε τον πατέρα μας . Πράγματι , σε κάμποση ώρα εμφανίστηκε ένα Λιδορικιώτικο παιδί , πήρε την εφημερίδα , ακούμπησε πάνω στη βιτρίνα – γκισέ , και κρατώντας την με το αριστερό χέρι , την άνοιξε κρύβοντας όλο το οπτικό πεδίο προς τα αριστερά που ήταν και ο πατέρας μας και απλώνοντας το δεξί του χέρι , σιγά σιγά και αθόρυβα , άνοιξε το συρτάρι , πήρε από μέσα χαρτονομίσματα , κρατώντας πάντα την εφημερίδα ανοιχτή ώστε να μη μπορεί να δει ο πατέρας μου , και έκλεισε πάλι το συρτάρι .
Εκείνη τη στιγμή βγήκε ο Γιώργος και καταλαβαίνετε τι έγινε , ο νεαρός κιτρίνισε , πρασίνισε , λέγοντας ή μάλλον ψελλίζοντας…μπάρμπα Θύμιο , με συγχωρείς , με συγχωρείς , σχεδόν κλαίγοντας ..
Ο πατέρας μας , μας είπε να προσέχουμε για λίγο το μαγαζί και κατέβηκε με το νεαρό τα σκαλοπάτια που άπ’ ‘εξω οδηγούσαν στη αποθήκη μας , που ήταν σε ένα πρόχειρο πατάρι – μεσοπάτωμα , και έμειναν εκεί για κάμποση ώρα ..
Κάποια στιγμή είδαμε το νεαρό να φεύγει με κατεβασμένο κεφάλι με κατεύθυνση προς τη Βαθιά και τον πατέρα μου να πηγαίνει αντίθετα , προς το σπίτι μας ..
Πέρασε λίγη ώρα , και εμφανίστηκε , με όψη…απερίγραπτη , μόνο τα δάκρυα λείπανε , και τα γκριζογάλανα μάτια του έμοιαζαν με συννεφιασμένο ..ουρανό , μπήκε κάθισε και μου είπε να του φτιάξω καφέ και να του φέρω ένα πακέτο τσιγάρα , γιατί στο μαγαζί είχαμε και τσιγάρα ..
Αυτό μου φάνηκε πολύ παράξενο , γιατί είχε κόψει το τσιγάρο αρκετό καιρό , του πήγα πάντως τσιγάρα , του’ φτιαξα και τον καφέ και τον παρατηρούσα ..Ήταν πράγματι σε κακή κατάσταση και τώρα ήταν ολοφάνερα βουρκωμένος και έτοιμος να ..εκραγεί , να ξεσπάσει σε κλάματα ..τον άφησα και βγήκα έξω , και κάποια στιγμή βλέποντάς τον να είναι χάλια , τον πλησίασα ρωτώντας τον αν είναι καλά και αν θέλει κάτι , με κοίταξε για λίγο με τα σκοτεινιασμένα του κατακόκκινα μάτια και με καθησύχασε λέγοντας , πως είναι καλά , τίποτα άλλο ..
Για το περιστατικό δεν μας έκανε κουβέντα , αλλά εξακολουθούσε να είναι..φουρτουνιασμένος και να καπνίζει το ΄να πάνω στ’άλλο …
Την επόμενη μέρα , όπως καθόμουνα στην πόρτα , είδα το νεαρό , να έρχεται προς το πρακτορείο των λεωφορείων ,που ήταν ακριβώς δίπλα μας , τον συνόδευαν οι γονείς και συγγενείς και φίλοι , και έφευγε για Αμερική ..δεν είπα τίποτα , και δεν ξέρω αν είδε ο πατέρας μου το..σκηνικό , πάντως δεν έγινε ποτέ κουβέντα για το περιστατικό αυτό , αλλά ο πατέρας μου για κάμποσο καιρό ήταν καταστεναχωρημένος και φυσικά συνέχισε να καπνίζει …
Πέρασε περίπου ένας χρόνος , απ’ το επεισόδιο εκείνο , ο πατέρας μου είχε περιορίσει καφέδες και τσιγάρα και προσπαθούσε να το ξανακόψει , το επεισόδιο είχε σχεδόν ξεχαστεί , από μένα τουλάχιστον , ώσπου ένα απόγευμα που ήρθα στο μαγαζί , απ’ το σχολείο αφού βέβαια έφαγα , μπαίνοντας αντίκρισα τον πατέρα μου κυριολεκτικά ...αγνώριστο , γέλαγαν και τα μουστάκια του και τα μάτια του , παρότι ήταν..βουρκωμένα , είχαν το υπέροχο χρώμα ενός κατακάθαρου καταγάλανου ουρανού , κρατούσε ένα γράμμα στο χέρι και το διάβαζε , σχεδόν..κλαίγοντας , αλλά από χαρά όμως τώρα..
Με φώναξε , πλησίασα και μου είπε να καθίσω ..φόρεσε τα γυαλιά του , προφανώς να μη βλέπω πως σχεδόν έκλαιγε , αλλά από χαρά , κι’ όταν τον ρώτησα τι συμβαίνει , μου είπε : Θυμάσαι τότε που πιάσαμε τον ….που μας έπαιρνε λεφτά απ’ το συρτάρι ; και με είχες ρωτήσει να σου πω το απόγινε τελικά ; Σου είχα πει , πως θα σου πω όταν έρθει η…ώρα , ε..λοιπόν ήρθε η ώρα :
“ Όπως θα θυμάσαι τον πήρα και κατεβήκαμε στο πατάρι ενώ έκλαιγε συνέχεια λέγοντάς μου : Συγγνώμη μπάρμπα Θύμιο , συγγνώμη , μη με καταγγείλεις γιατί δεν θα με αφήσουν να φύγω για την Αμερική , και δεν θα το ξανακάνω ποτέ , ποτέ και πάλι συγγνώμη και κλάματα …
Δεν ήξερα τι να κάνω , έπεφτε στα πόδια μου πάλι κλαίγοντας και ζητώντας συγγνώμη , και μου ‘ λεγε , πως αν δεν φύγει για την Αμερική θα καταστραφεί..στα πολλά στα λίγα λοιπόν , του είπα να φύγει και θα αποφασίσω τι θα γίνει , εκεί άρχισε πάλι τα κλάματα και τις συγγνώμες , δεν άντεχα άλλο και του είπα να φύγει..
Όταν έφυγε , πήγα στην αστυνομία , βρήκα το μοίραρχο και του έκανα εξήγηση , πως θα του αναφέρω ένα περιστατικό , μόνο αν μου δώσει το λόγο του , πως δεν θα έχει επιπτώσεις το παιδί για το οποίο πρόκειται , έχει ετοιμάσει τα χαρτιά του και φεύγει για την Αμερική , ο μοίραρχος κοντοστάθηκε με καλοκοίταξε και μου είπε πως δυσκολεύεται να το κάνει αυτό , εγώ επέμεινα , και μετά από κουβέντα μπόλικη , και αφού του εξήγησα πως η Αμερική ήταν για το παιδί η μόνη λύση , συμφώνησε να γίνει όπως είπαμε , και πως θα τον καλούσε στο τμήμα , βέβαια με άφησε να καταλάβω πως εδώ που θα ερχόταν θα…έτρωγε και το σχετικό μπερντάχι του..
Πράγματι τον καλέσανε στην αστυνομία , και τον κράτησαν πολλές ώρες και φυσικά του δώσανε και κατάλαβε , ειδικά στα πέλματα των ποδιών , αλλά όλη η ιστορία σταμάτησε εκεί…
Εκεί λοιπόν μου ‘ δωσε το φάκελο από το γράμμα που κρατούσε και ήταν απ’ την Αμερική , γιατί έκανα συλλογή γραμματοσήμων και μου είπε : Τώρα θα σου εξηγήσω γιατί είναι χαρούμενος και συγκινημένος . Σήμερα πήρα αυτό το γράμμα απ’ την Αμερική , που είχε μέσα και δολάρια , και είναι απ’ το παιδί εκείνο , πάρτο και διάβασέ το..
“ Αγαπητέ μπάρμπα Θύμιο , θέλω να σε ευχαριστήσω και πάλι για το καλό μου μου ‘ κανες , και σήμερα είναι στην Αμερική , έχω δουλειά και πληρώνομαι καλά . Σου στέλνω και αυτά τα λίγα δολάρια , όχι για να πατσίσω αυτά που σου χρωστάω αλλά έτσι , για το καλό , να πιείς ένα κρασί ….
Κατάλαβες τώρα Κωσταντή γιατί είμαι χαρούμενος και κλαίω από χαρά ; Και γιατί τότε δεν κουβεντιαζόμουνα απ΄τη στεναχώρια ; “
Πέρασαν κάμποσα χρόνια και το παιδί εκείνο , μεγάλος πια ήρθε κάποιο καλοκαίρι στο χωριό , αλλά ο πατέρας μου είχε δυστυχώς σκοτωθεί πριν από χρόνια …
Όλα αυτά λοιπόν καταγράφηκαν στο μικρό παλιό τευτεράκι που σέρνω πάντα μαζί μου …
Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι ……
Καλό σας βράδυ , να περνάτε καλά ….Κ.Κ.-
No comments:
Post a Comment