Ο ατμοκίνητος σιδηρόδρομος Αθηνών - Πειραιώς έχει αφήσει το σταθμό του Θησείου και οδεύει προς την περιοχή των Πετραλώνων (τέλη 19ου αιώνα)
Αφού γνωρίσαμε τα πιο γνωστά εργοστάσια και βιοτεχνίες της περιοχής, ώρα για σινεμά! Μια θαυμάσια ιστορία, που αφορά την περιοχή, θα μας κρατήσει συντροφιά και τούτη την Κυριακή. Θα μάθουμε ακόμα για τις «βεγγέρες» και άλλες συνήθειες με άρωμα νοσταλγίας. Πάντα, μέσα από το βιβλίο«Πετράλωνα, μια συνοικία Ανω - Κάτω», των συγγραφέων Μάρως Βουγιούκα και Βασίλη Μεγαρίδη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ».
Μία «υπερπαραγωγή» που δεν έγινε ποτέ
«Βρισκόμαστε στο 1916, όταν ο ελληνικός, αλλά και ο παγκόσμιος, κινηματογράφος διανύει ακόμα την παιδική του ηλικία. Το χρόνο αυτό, λοιπόν, δύο λάτρεις της νέας τέχνης, ο δημοσιογράφος Δήμος (Δημοσθένης) Βρατσάνος, εκδότης του περιοδικού "Εικονογραφημένη", και ο Ούγγρος Ζοζέφ Χεπ, που βρισκόταν στην Ελλάδα ως εικονολήπτης για λογαριασμό της γαλλικής κινηματογραφικής εταιρείας "Pathe", ίδρυσαν την εταιρεία "Αστυ Φιλμ" για την παραγωγή επικαίρων, ντοκιμαντέρ και κινηματογραφικών ταινιών. Ο ενθουσιώδης Βρατσάνος συνέλαβε αμέσως την ιδέα μιας υπερπαραγωγής με θέμα τα Πάθη και τη Σταύρωση του Ιησού Χριστού, που θα είχε τον τίτλο "Ο ανήφορος του Γολγοθά" και θα συγκλόνιζε, όπως ήλπιζε, την ελληνική κοινωνία.
Η επιχείρηση ξεκίνησε το 1917 με σεναριογράφο και σκηνοθέτη τον Βρατσάνο και οπερατέρ τον Ζοζέφ Χεπ. Ως ηθοποιοί επιλέχθηκαν νεαροί επαγγελματίες του κλάδου, που έκαναν τότε τα πρώτα τους βήματα (και αργότερα κατέκτησαν επίζηλη θέση στο ελληνικό θέατρο και κινηματογράφο): Ιησούς Χριστός ο Γιώργος Πλούτης, Μαρία η Μαρίκα Φιλιππίδου, Φαρισαίοι ο Αρης Μαλιαγρός και ο Γιάννης Ιωαννίδης, Πιλάτος ο Μάνος Φιλιππίδης, επίσης ο Μάνθος Οικονόμου, η Χριστίνα Καλογερίκου κ.ά. Τα κοστούμια εποχής βρέθηκαν σε καταστήματα αποκριάτικων ειδών, σε γκαρνταρόμπες θεάτρων ή και στο γιουσουρούμ. Ως σκηνικά επιλέχθηκαν διάφοροι φυσικοί χώροι της Αθήνας.
Η παλιά δημοτική αγορά Πετραλώνων, στη συμβολή των οδών Ηρακλειδών και Πειραιώς. Στη θέση της υπάρχει σήμερα χώρος πρασίνου
Αφού γυρίστηκαν μερικές προκαταρκτικές σκηνές ήλθε η μεγάλη ώρα της Σταυρώσεως. Ως Γολγοθά ο Βρατσάνος διάλεξε το βραχώδη σημερινό λόφο της Δεξαμενής στα Ανω Πετράλωνα, ο οποίος προσφερόταν ιδιαίτερα για το σκοπό αυτό (σημειώνουμε ότι την εποχή εκείνη ο λόφος δεν είχε βλάστηση και, φυσικά, δεν υπήρχε και η Δεξαμενή). Ξεκινά λοιπόν η κουστωδία, ο Χριστός κουβαλώντας στους ώμους του τον βαρύ Σταυρό, οι Ρωμαίοι στρατιώτες πεζοί και μερικοί επάνω σε κάτι κάτισχνα μουλάρια, οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι και όλοι οι υπόλοιποι της διανομής να ακολουθούν, και όλο αυτό το πλήθος άρχισε να πορεύεται προς τον "Γολγοθά". Οπως είναι φυσικό, όλη αυτή η κινητοποίηση προκάλεσε την περιέργεια διαφόρων περιπατητών, περιοίκων κλπ. και κάποια στιγμή διαδόθηκε σε όλη την περιοχή το φοβερό νέο:
Ξανασταυρώνουν τον Χριστό!
Αμέσως άρχισε η μεγάλη κινητοποίηση: Οι πετρομαχητές των Πετραλώνων συγκεντρώθηκαν αμέσως στο λόφο εφοδιασμένοι με "πυρομαχικά" όχι μόνο πέτρες, αλλά και ξύλα, σίδερα, ακόμα και υπολείμματα από τα παρακείμενα σφαγεία της Αθήνας (πρόκειται για τα παλαιά σφαγεία που ιδρύθηκαν πολύ κοντά στο λόφο το 1856 και παρέμειναν εκεί μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οπότε ιδρύθηκαν τα νέα σφαγεία στην οδό Πειραιώς), και άρχισαν να εκσφενδονίζουν τα εφόδιά τους επάνω στην κουστωδία. Το τι έγινε είναι δύσκολο να περιγραφεί: Αλλόφρονες ο σκηνοθέτης, ο οπερατέρ και οι ηθοποιοί το έβαλαν στα πόδια, ενώ τα μουλάρια, που έμειναν χωρίς αναβάτη, όρμησαν αφηνιασμένα προς κάθε κατεύθυνση, σκορπίζοντας τον πανικό, κάτω από τον καταιγισμό από πέτρες που δεν έλεγε να σταματήσει.
Το κάρο των σκουπιδιών, στη δεκαετία του 1920
Υστερα από αυτό το φιάσκο, δεν ξανάγινε φυσικά λόγος για επανάληψη των γυρισμάτων και το μεγαλεπήβολο σχέδιο της υπερπαραγωγής έμεινε τελικά στα χαρτιά. Πολύ καλύτερη, όμως, ήταν η κατοπινή εξέλιξη των πρωταγωνιστών του. Ο Δήμος Βρατσάνος συνέχισε τη δημοσιογραφική και εκδοτική δραστηριότητά του, ο Ζοζέφ Χεπ έγινε ένας από τους τεχνικούς στυλοβάτες του νέου ελληνικού κινηματογράφου και δάσκαλος όλων των Ελλήνων τεχνικών οπερατέρ, ενώ πολλοί από τους ηθοποιούς που πήραν μέρος στο αποτυχημένο εγχείρημα (Πλούτης, Μαλιαγρός, Φιλιππίδης, Καλογερίκου κ.ά.) έγιναν στα κατοπινά χρόνια, μέχρι σχεδόν τις μέρες μας, μεγάλα ονόματα της σύγχρονης ελληνικής σκηνής και της οθόνης.
Γειτονιά
Οι γειτονιές των σημερινών Πετραλώνων δε διαφέρουν ιδιαίτερα από τις γειτονιές των άλλων αθηναϊκών συνοικιών, οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι,
οι πολυκατοικίες, οι γείτονες που πολλές φορές δε γνωρίζονται μεταξύ τους. Ισως στα Πετράλωνα το ύψος των πολυκατοικιών να είναι κάπως χαμηλότερο λόγω Ακροπόλεως, ίσως να είναι μεγαλύτερο το ποσοστό των παλιών σπιτιών που εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι σήμερα (πολλά από αυτά ερείπια
ή ημιερειπωμένα), αυτό όμως δεν αλλάζει σε σημαντικό βαθμό τη γενική πανομοιότυπη εικόνα της σημερινής γειτονιάς.
Μια συχνή εικόνα στα Πετράλωνα: Ερειπωμένα σπίτια της παλιάς εποχής
Δεν ήταν, όμως, πάντοτε έτσι - σε όλη την περίοδο πριν από τον Πόλεμο και την Κατοχή, αλλά και στη διάρκειά τους και λίγο μετά, η γειτονιά ήταν το κυρίαρχο στοιχείο της κοινωνικής, και όχι μόνο, ζωής και στα δύο "κομμάτια" των Πετραλώνων. Οι δρόμοι και τα δρομάκια ήταν χωμάτινα, τα σπίτια στη μεγάλη τους πλειοψηφία μονώροφα, με αυλή τα περισσότερα, τα αυτοκίνητα σπάνια και σε παλαιότερες εποχές ανύπαρκτα. Υπήρχε έτσι άφθονος χώρος για τα παιχνίδια τα ομαδικά των παιδιών, που έδιναν ζωή στη γειτονιά ή έδινε το κατάλληλο πλαίσιο για να κυκλοφορούν οι γειτόνισσες τα πρωινά με τη "ρόμπα του σπιτιού" ή οι γείτονες με τις πυτζάμες. Ηταν, άλλωστε, όλοι γνωστοί μεταξύ τους και φίλοι ή περίπου, χωρίς όμως να λείπουν πότε πότε και οι καυγάδες για ασήμαντα συνήθως ζητήματα. Αλλά όλα αυτά ήταν αυτό για το οποίο μιλήσαμε στην αρχή: Ηταν η Γειτονιά.
Μία συνηθισμένη εικόνα της γειτονιάς τις πρωινές ώρες ήταν της νοικοκυράς, που έβγαινε στο δρόμο, με τη ρόμπα, τις παντόφλες και πολλές φορές και την ποδιά της κουζίνας, για να κάνει τα ψώνια της από τους διάφορους πλανόδιους πωλητές, κυρίως τους μανάβηδες, που περιδιάβαιναν τους δρόμους διαλαλώντας με τη δυνατή φωνή τους τα ζαρζαβατικά τους.
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές εικόνες της γειτονιάς ήταν οι βραδινές "βεγγέρες" στις εξώπορτες των σπιτιών κατά τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες. Οι ένοικοι πολλών σπιτιών έβγαζαν στις εξώπορτες των σπιτιών τους καρέκλες, συγκεντρώνονταν και άλλοι γείτονες και γειτόνισσες, άναβαν το εξωτερικό φως, συνήθως λάμπα 25 κηρίων (σήμερα θα λέγαμε 25 βατ) ή εάν το φως του φεγγαριού ήταν αρκετά ισχυρό, δεν άναβαν ούτε αυτό, και άρχιζαν τις ατελείωτες συζητήσεις, από το κοινωνικό σχόλιο (λογία έκφραση για το "κουτσομπολιό") και τις συνθήκες της καθημερινή ζωής μέχρι τα πολιτικά και τα παγκόσμια ζητήματα, τα τελευταία αυτά κυρίως οι άνδρες, μια και το ποδόσφαιρο δεν αποτελούσε τις εποχές εκείνες κύριο και σχεδόν αποκλειστικό θέμα συζητήσεως στις ανδρικές παρέες.
Ανάλογες παρέες μαζεύονταν και στις αυλές των σπιτιών, ιδίως σε εκείνες που διέθεταν κληματαριά (ή κρεβατίνα, που είναι το ίδιο πράγμα), η κληματαριά μάλιστα επέτρεπε και τη συγκέντρωση στις πρωινές ή τις απογευματινές ώρες, αφού εκτός από σκιά πρόσφερε και δροσιά.
Ολα αυτά δημιουργούσαν ένα αίσθημα σύμπνοιας ανάμεσα στους γείτονες και αυτό εκδηλωνόταν με διάφορους τρόπους, από έναν καλό λόγο μέχρι τη συνδρομή και βοήθεια σε κάποια δύσκολη κατάσταση.
Μία χαρακτηριστική εικόνα της τότε γειτονιάς ήταν στις περιπτώσεις πένθους. Την εποχή εκείνη οι άνθρωποι πέθαιναν συνήθως στα σπίτια τους και σπανιότερα στα νοσοκομεία. Η σορός έμενε όλο το βράδυ στο σπίτι, στο οποίο συγκεντρωνόταν όλη η γειτονιά, η εξώπορτα παρέμενε ανοικτή όλη τη νύχτα και όλο το πρωί της επόμενης ημέρας μέχρι το απόγευμα, οπότε γινόταν συνήθως
η κηδεία στην εκκλησία της γειτονιάς (η σορός πήγαινε στο νεκροταφείο "διαβασμένη" και κατ' ευθείαν για ταφή). Χαρακτηριστική στην περίπτωση αυτή ήταν και η τοποθέτηση του καλύμματος του φέρετρου (της κάσας, όπως το έλεγαν τότε) όρθιου στην εξώθυρα του σπιτιού, πράγμα που έδινε ένα μακάβριο τόνο στο δρόμο και τη γειτονιά, αλλά και πολύ ανθρώπινο.
Τίποτα από όλα αυτά δεν επιζεί σήμερα. Οι γνωριμίες στις σημερινές γειτονιές είναι λίγες και επιλεκτικές, η γραφικότητα έχει χαθεί, η πραγματικότητα του αυτοκινήτου, της τηλεόρασης, της καφετέριας και όλων των συναφών είναι αυτή που υπάρχει. Καλύτερα ή χειρότερα, δεν έχει σημασία, γι' αυτούς που ζουν στην κάθε εποχή θα λέγαμε καλύτερα, αφού σ' αυτήν είναι που ζουν.
No comments:
Post a Comment