Ο Μαρίνος Αντύπας γεννήθηκε το 1872 στο χωριό Φερεντινάτα της Κεφαλλονιάς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1890 έρχεται στην Αθήνα να σπουδάσει στη Νομική Σχολή και εκεί έρχεται σε επαφή με σοσιαλιστικούς κύκλους και δραστηριοποιείται στον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο. Η σχέση του με τον Σοσιαλιστικό Σύλλογο επιβεβαιώνεται και από το δημοσίευμα της 1.3.1896 στην εφημερίδα «Σοσιαλιστής» που έβγαζε ο Καλλέργης: «Περί τα μέσα του 15ημέρου τούτου, εν Βιτρινίτση, ο σοσιαλιστής Μ. Αντύπας, φοιτητής της Νομικής, ομίλησε ενώπιον 200 περίπου προσώπων αναπτύξας τας σοσιαλιστικάς αυτού ιδέας...».
Το 1896 παίρνει μέρος ως εθελοντής μαζί με άλλους συμφοιτητές του στην επανάσταση της Κρήτης, όπου τραυματίζεται στο στήθος. Η έντονη κριτική που ασκεί στο παλάτι για την έκβαση των γεγονότων της Κρήτης, καθώς και η συμμετοχή του στο συλλαλητήριο της 14 Σεπτεμβρίου του 1897, στην Ομόνοια, στο οποίο επιτέθηκε πάλι ως ομιλητής στο παλάτι, τον οδηγεί το 1897 στις σκληρές φυλακές της Αίγινας. Εκεί μένει για έναν χρόνο αποκτώντας τον χαρακτηρισμό του επικίνδυνου. Το υπουργείο Δικαιοσύνης, με την υπ’ αριθμ. 4176 διαταγή του, ουσιαστικά δίνει εντολή για τον βασανισμό του: «Να μπει ο Αντύπας στην απομόνωση και να μη συνδιαλέγεται κανένας μαζί του. Σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς του προς τα παραπάνω, να τον δέσουν μέσα στο κελί και να τον θέσουν υπό άναλον δίαιτα».
Επιστέφει στην Κεφαλλονιά το 1900, χωρίς το πτυχίο της Νομικής στα χέρια του, αλλά έχοντας πλέον άσβεστο πάθος για τις αρχές του. Εκεί εκδίδει την εφημερίδα «Ανάστασις», η οποία εξαιτίας των διώξεων που δέχεται δεν βγάζει δεύτερο φύλλο και αναστέλλει προσωρινά την έκδοσή της. Την επανεκδίδει το 1904, ενώ παράλληλα ιδρύει στην Κεφαλλονιά την πολιτικοεκπαιδευτική λέσχη «Η ισότης», δημιουργώντας και νέα προβλήματα στις αρχές, που τον οδηγούν σε δίκη, η οποία όμως είχε ως αποτέλεσμα την αθώωσή του. Το 1906 λαμβάνει μέρος στις εκλογές, αλλά δεν καταφέρνει να εκλεγεί βουλευτής. Την ίδια χρονιά βαφτίζει στην Κεφαλλονιά τα παιδιά ενός φίλου του και ενός βοηθού του πατέρα του δίνοντάς τους τα ονόματα Αναρχία και Επανάσταση. Oι γονείς των παιδιών, αλλάζουν ύστερα από χρόνια τα ονόματα και μετατρέπουν το Αναρχία σε Αννα και το Επανάσταση σε... Ανάσταση.
Τον Ιούνιο του 1906 βρίσκεται στην τελευταία διαδρομή της ζωής του στη Θεσσαλία ως επιστάτης των κτημάτων του θείου του. Με τον πλούσιο γεωπόνο Γεώργιο Σκιαδαρέση είχε συναντηθεί το 1903, όταν είχε βρεθεί στη Ρουμανία και τον είχε πείσει να αγοράσει μεγάλες αγροτικές εκτάσεις στον θεσσαλικό κάμπο. Πράγματι ο Σκιαδαρέσης πείθεται και αγοράζει έκταση 300.000 στρεμμάτων στην περιοχή των Τεμπών, μαζί με τον άλλο κεφαλλονίτη Μ. Μεταξά. Η έκταση αποτελεί πρώην τσιφλίκι του Αλή Πασά και η πλευρά Σκιαδαρέση παίρνει την περιοχή που έχει έδρα το Λασποχώρι (Ομόλιο). Επιστάτες στα κτήματα διορίζονται ο Παναγιώτης Σκιαδαρέσης και ο Μαρίνος Αντύπας.
Οπως ήταν αναμενόμενο, ο Αντύπας δεν έχει καμία σχέση με τη μέχρι τότε εικόνα του βίαιου και άξεστου επιστάτη που αποτελούσε το «μαντρόσκυλο» του εκάστοτε μεγαλοτσιφλικά. Το λεξικό της εφημερίδας «Ανεξάρτητος» την περίοδο του μεσοπολέμου αναφέρει: «Δεν ήτο ο επιστάτης, το όργανον δηλαδή ενός φεουδάρχου, αλλά ο παλαιός Αντύπας. Καθημερινώς επροπαγάνδιζε την χειραφέτησιν των σκλάβων αγροτών. Εκαμε διαλέξεις, περιοδείας εις τα γύρω χωριά (περιφερείας Πυργετού) και με μίαν λέξιν ύψωσε την σημαίαν του Αγροτισμού. Βεβαίως δεν επροπαγάνδιζε την χωρίς καμμίαν αποζημίωσιν απαλλοτρίωσιν των τσιφλικίων αλλά “την παραχώρησιν τούτων εις τους γεωργούς κατόπιν δικαίας και λογικής αποζημιώσεως των τσιφλικιούχων”. Διά την εποχήν εκείνην όμως η προπαγάνδα αυτή ήτο μία επαναστατική προπαγάνδα».
Ο Αντύπας αποδεικνύεται, δηλαδή, όχι επιστάτης του ιδιοκτήτη θείου του, αλλά «επιστάτης» των δικαιωμάτων των κολίγων και των ελευθεριών των ταπεινωμένων. Σύμμαχος σε αυτές του τις ενέργειες βρίσκει τον θείο του, που, παρ’ ότι μεγαλοϊδιοκτήτης, συναινεί στις ενέργειες του Αντύπα για περισσότερες παροχές στους κολίγους. Ο Γ. Καψάλης στο βιβλίο του «Μαρίνος Αντύπας» αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Είναι Κυριακή απόγευμα, ένας ντελάλης φωνάζει στους δρόμους του χωριού για τη σύναξη των κατοίκων στην πλατεία. Και είναι εκεί συνταγμένοι άντρες - γυναίκες. Τους μιλάει πως ο Σκιαδαρέσης, ο ιδιοκτήτης, τους χαρίζει τα χρέη, αφού κι αυτός μεσολάβησε. Πως από φέτος (1906) και κάθε χρόνο θα παραδίνουν μόνο το 25% της σοδειάς τους στον ιδιοκτήτη – και όχι το 75%, όπως έκαναν ώς τότε. Και πως, όσοι θέλουν, μπορούν – με λογική τιμή – να αγοράσουν όσα στρέμματα θέλουν και να γίνουν ιδιοκτήτες οι ίδιοι. Πανζουρλισμός από εκδηλώσεις χάρης κι ευγνωμοσύνης. Τον θεωρούν “θεό” τους. Δεν προφταίνουν να τον αγκαλιάζουν και να τον φιλούν άντρες, γυναίκες, γεροντάκια, κοπέλες και παιδιά. Τους αναγγέλλει επίσης ότι στο Λασποχώρι θα ιδρύσει Γεωργική Σχολή...».
Οπως ήταν αναμενόμενο, αυτά τα κηρύγματα και οι πράξεις του Αντύπα κάθε άλλο παρά περνούσαν απαρατήρητα στους μεγαλοτσιφλικάδες, που, ενώ έβλεπαν να έχουν τη συνενοχή της κυβέρνησης και την ανοχή των χωρικών, έβρισκαν ένα απρόσμενο αντίπαλο. Ο ίδιος καταλάβαινε τον κίνδυνο που αντιμετώπιζε και γι’ αυτό, άλλωστε, έκανε στους κολίγους τη γνωστή δήλωση με την οποία προέβλεπε τον θάνατό του. Γνώριζε ότι οι συστάσεις που του είχαν γίνει από τη Νομαρχία και τη Χωροφυλακή της περιοχής να μην ξεσηκώνει τους κολίγους δεν ήταν παρά προειδοποιήσεις. Αλλά, όπως φάνηκε, ούτε αυτός μπορούσε να κάνει πίσω στις αρχές του ούτε οι μεγαλοτσιφλικάδες μπορούσαν να μην παίξουν τον ιστορικό τους ρόλο, που θα οδηγούσε στο τέλος και στην πτώση τους.
Ετσι, στις 9 Μαρτίου 1907, ο Μαρίνος Αντύπας δολοφονείται στον Πυργετό από τα χέρια του Αριστείδη Κυριακού, ο οποίος ήταν επιστάτης του συνεταίρου του θείου του. Ο δολοφόνος παίρνει γι’ αυτή την πράξη την αμοιβή των 12.200 δραχμών. Ηταν μια πράξη που κόστισε στους μεγαλοτσιφλικάδες πολύ φτηνά το 1907, αλλά πολύ ακριβά το 1910 με την επανάσταση των κολίγων. Ο θάνατος του Αντύπα απογοητεύει τον θείο του, ο οποίος πουλάει τα κτήματα και φεύγει από την περιοχή, ανακουφίζει τους τσιφλικάδες και ξεσηκώνει τους κολίγους, που έβλεπαν να χάνουν τον μοναδικό σύμμαχο και την ελπίδα τους για μια καλύτερη ζωή. Πλέον οι κολίγοι καταλαβαίνουν τη δυναμική τους και οι τσιφλικάδες ανακαλύπτουν ότι στον κάμπο η γη που καλλιεργούν οι δουλοπάροικοί τους δεν καρπίζει μόνο πλούτη, αλλά και οργή.
Το ίδιο ανακουφισμένη από τη δολοφονία φάνηκε να ήταν και η κυβέρνηση στην Αθήνα. Η «Εστία» της εποχής ουσιαστικά λέει για τον Aντύπα «ας πρόσεχε», ενώ παράλληλα απειλεί ότι όποιος έχει τέτοιες αντιλήψεις θα πάθει το ίδιο: «Η είδηση περί του φόνου του δικηγόρου Μ. Αντύπα εις το κτήμα Σκιαδαρέση εν Θεσσαλία προξένησεν εντύπωσιν εν Αθήναις, όπου ανεξαρτήτως των σοσιαλιστικών ιδεών του ο Αντύπας απήλαυε συμπαθειών. Ο ατυχής δικηγόρος πίπτει θύμα ατυχώς αυτών των αρχών του, τας οποίας από έτους και πλέον εφήρμοζεν εις το μέγα κτήμα του θείου του το οποίον διηύθυνε. Τούτο αποδεικνύει ότι ο σοσιαλισμός εν Ελλάδι μόνο εις ιδέας πρέπει να υπάρχει και να τηρείται απόστασις από της εφαρμογής των αρχών του».
Η στιγμή της δολοφονίας
Για τις τελευταίες του στιγμές υπάρχει η συγκλονιστική κατάθεση που έδωσε στη Χωροφυλακή ο άλλος επιστάτης των κτημάτων και ξάδελφος του Αντύπα, Παναγιώτης Σκιαδαρέσης:
«Εκαθήμεθα εις το κάτω πάτωμα της οικίας μας και ετρώγαμεν, ότε περί την 11ην ο Αντύπας εγερθείς μετέβη όπως παραλάβη εκ του δωματίου του επιστολή τινά, πλην εύρε την θύραν του διαδρόμου κλειστή και έκρουσεν όπως του ανοίξουν. Ο εντός κοιμώμενος Ιωάννης Κυριακού εγερθείς του ύπνου ηρνήθη ν’ ανοίξη. Έπειτα όμως ανοίξας είπε εις τον Αντύπα ότι ουδέν δικαίωμα έχει να εισέλθη εις την οικίαν του. Εκ τούτου προκλήθη φιλονικία και αντηλλάγησαν βαρείαι φράσεις μετά τας οποίας ο Κυριακού λαμβάνει το όπλον διά του οποίου πυροβολεί και χτυπά τον Αντύπα ελαφρώς εις την κεφαλήν. Ότε όμως ούτος έφευγεν εδέχθη δεύτερον πυροβολισμόν διά δικάννου όπλου εις την οσφυακήν χώραν και πίπτει εις τας αγκάλας μου. Μετά μία ώρα εξέπνευσε λέγων “Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία”. Ο φονεύς αμέσως εκλείσθη εις το δωμάτιό του, άλλως θα εφονεύετο υπό των χωρικών, οίτινες ελάτρευαν τον Αντύπα. Μετ’ ολίγον ο φονεύς παρεδόθη εις τον καταφθάσαντα αστυνόμον».
Βέβαια, ο αστυνόμος, κάθε άλλο παρά είχε πρόθεση να δώσει την ορθή διάσταση των πραγμάτων και να βοηθήσει στην παραδειγματική τιμωρία του δολοφόνου. Ετσι, τηλεγράφησε στο υπουργείο Εσωτερικών ότι «Αντύπας ραπίσας Κυριακού εφονεύθη αμυνομένου».
Η ιδεολογία του
Η ιδεολογία του Μαρίνου Αντύπα παραμένει ακόμα και σήμερα σημείο τριβής διαφόρων τάσεων. Οι αναρχικοί σημειώνουν τη βάφτιση της Αναρχίας και της Επανάστασης, αλλά και τις κατά καιρούς ανατρεπτικές δηλώσεις του σχετικά με «καθαίρεσιν των βασιλέων, εξαφάνισιν των πλουσίων, κατεδάφισιν των στρατώνων, κατάργησιν των κοινωνικών τάξεων». «Είμεθα επαναστάται! Ούτος είναι ο τίτλος μας και διά τούτο καυχώμεθα! Ζητούμεν την παγκόσμιαν Ελευθερίαν - Ισότητα - Αδελφότητα. Ζητούμεν μίαν πατρίδα περιλαμβάνουσαν σύμπασαν την ανθρωπότητα. Μίαν τάξιν ανθρώπων, την των εργαζομένων. Αναφωνούμεν: Ζήτω ο εις και μόνος άρχων λαός».
Το ίδιο πιστεύουν και αυτοί που υποστηρίζουν τη σοσιαλιστική του κατεύθυνση, παρουσιάζοντας ανάλογες δηλώσεις του: «Είμαι Σοσιαλιστής όνομα και πράγμα, φέρω τον τίτλο μου πιστώς και υπερηφάνως. Πιστεύω ως Παντοκράτορα, ποιητή ορατών τε και αοράτων, την εργασίαν, και ως ομοούσιον και αχώριστον τριάδα της ευτυχίας και της ειρήνης, την Ελευθερία, την Ισότητα και την Αδελφότητα». Κάποιοι άλλοι τον αναφέρουν σαν αναρχοχριστιανοκοινωνιστή: «(...)αντικατάστασιν του Θεού, ον κηρήσουσι οι τύραννοι και δεσπόται, διά του αληθούς Θεού, ον εκήρυξεν ο Χριστός».
Ο Γ. Κορδάτος, στην «Ιστορία του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα» αναφέρει: «Ούτε ξένες γλώσσες ξέρει ούτε μόρφωση σοσιαλιστική έχει. Τα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία του Τολστόι, του Κροπότκιν, του Μπέμπελ, του Ζολά κ.ά. τον επηρεάζουν πολύ. Θα είχε διαβάσει επίσης την ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης καθώς και τις αναρχικές μπροσούρες που είχαν κυκλοφορήσει... στην Πάτρα, στον Πύργο και αλλού. Το δίχως άλλο κι απ’ τα φυλλάδια του Καλλέργη και του Δρακούλη κάτι θα πήρε. Στο μυαλό του, όμως, δεν ξεχώριζε τον Τολστόι από τον Μπέμπελ, τον Ζολά από τον Κροπότκιν. Ολους τους έπαιρνε για σοσιαλιστές της ίδιας μάρκας».
Το σίγουρο είναι ότι ο Αντύπας είχε δεχτεί επιρροές καταρχήν από το μεγάλο κίνημα του αναρχισμού που υπήρχε τον 19ο αιώνα στην Κέρκυρα και στην πορεία επηρεάστηκε από τις σοσιαλιστικές αντιλήψεις που συνάντησε στην Αθήνα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ακόμη και αν το πολιτικό του στίγμα δεν ήταν απόλυτα σαφές – με βάση τα σημερινά δεδομένα – οι μέθοδοί του ήταν σαφέστατες: αγώνας, διεκδίκηση, σύγκρουση.
No comments:
Post a Comment