Ο Μπάρμπα-Γιάννης ο Κανατάς, τις Κυριακές
(Σκίτσο του Θ. Άννινου)
Κατά τα παλαιότερα χρόνια, όταν η Αθήνα ήταν ακόμα, μια μικρή πόλις, όπου εύκολα κανείς γινότανε γνωστός, ευδοκιμούσαν πολλοί και διάφοροι γραφικοί τύποι που συνέδεσαν, μπορεί να πει κανείς, το όνομα τους με την παλαιότερη ιστορία της πρωτεύουσας. Ο κόσμος ήτανε, την εποχή εκείνη, αμέριμνος. Διέθετε καιρό για ν' ασχολείται με τα περιττά κι ευχάριστα. Διασκέδαζε εύκολα, με το κάθε τι, αν μάλιστα λάβει κανείς υπ' όψει του ότι οι διασκεδάσεις στην Αθήνα ήτανε, τα χρόνια εκείνα λιγοστές. Τα παριλίσσια θέατρα άνοιγαν μόνο το καλοκαίρι και στις μακρινές γειτονιές, Πατήσια, Αμπελόκηπους, Κολοκυνθού, κ.λ.π., εύρισκαν οι Αθηναίοι, δροσιά και μια σχετική ψυχαγωγία. Τον χειμώνα όμως, εκτός από τα ελάχιστα θεάματα, οι διασκεδάσεις περιορίζονταν σχεδόν, στις βεγγέρες που γινόντουσαν στα διάφορα σπίτια όπου οι συντροφιές εύρισκαν κάποια σχετική ψυχαγωγία, με πολιτικές συζητήσεις, χαρτιά και το απαραίτητο κλασικό κομμάτι ή βαλσάκι στο πιάνο, παιγμένο από την κόρη της οικογένειας ή την οικοδέσποινα. Αλλ' ας επανέλθουμε στο θέμα μας. Οι διάφοροι, λοιπόν, αυτοί τύποι, που διασκέδαζαν τους παληούς Αθηναίους, αποτελούσαν μια από τις πιο αξιόλογες πηγές που τροφοδοτούσαν με την παρουσία τους, τα καμώματα τους και με την εμφάνιση τους, ακόμα, τη λαϊκή θυμοσοφία. Ο Μπουρδούσης, ο Τσελεπίτσερης, ο Σακκουλές, ο Μπάρμπα-Γιάννης ο Κανατάς, ο Μυριανθούσης, ο Κλεάνθης, ο Γιάννης ο Θεός, ο Βδελλόπουλος, και πολλοί άλλοι, με τελευταίο εκπρόσωπο της σειράς τον γνωστό σε όλους Δελαπατρίδη γέμισαν μια ολόκληρη εποχή της παλιάς Αθήνας, που οι παππούδες μας με νοσταλγία αναπολούσαν μέχρι τα γεράματα τους και που τη χαρακτήριζε η αμεριμνησία, οι μικρές απαιτήσεις στη ζωή, μα και η έλλειψη κάθε ανέσεως που προσφέρουν οι σύγχρονοι καιροί. Ένας από τους περίφημους και πιο λαοφιλείς τύπους της εποχής εκείνης, που ξεχώρισε αμέσως με την ιδιόρρυθμη εμφάνιση του και την παράξενη συμπεριφορά του ήταν ο Μπάρμπα-Γιάννης ο κανατάς που έκανε την εμφάνιση του στην Αθήνα ανάμεσα στο 1870 και 1880. Δεν ήταν ντόπιος. Ήρθε απ' έξω, έγινε διάσημος στην Αθήνα και τέλος εξαφανίστηκε απότομα. Η ζωή του έκρυβε κάποιο μυστήριο, που ποτέ, κανένας δεν μπόρεσε να διαφώτιση. Ο Μπάρμπα-Γιάννης ο Κανατάς είναι ο άνθρωπος για τον οποίο γράφτηκε το γνωστό τραγούδι που, εδώ και τριάντα τόσα χρόνια, είχε την απρόοπτη τύχη να γίνη τραγούδι της μόδας, να κυρίευση τα γραμμόφωνα της εποχής και να ξαναζήσει σ' όλα τα στόματα και τα πιάνα της Αθήνας του 1930-35. Κι' αυτό, εξήντα ολόκληρα χρόνια, από την εποχή που το τραγούδι του Μπάρμπα-Γιάννη ακούστηκε για πρώτη φορά. Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΑΝΝΗ Η πρώτη εμφάνιση του Μπάρμπα-Γιάννη στην Αθήνα έγινε κατά τα πρώτα χρόνια της Βασιλείας του Γεωργίου Α'. Μα γρήγορα κίνησε την προσοχή του κοινού με την παράξενη αλλαγή της αμφιέσεώς του. Ήτανε δισυπόστατος. Έκανε, δηλαδή δυο διαφορετικές εμφανίσεις. Κακοντυμένος, κουρελής σχεδόν, κυκλοφορούσε στους δρόμους τις καθημερινές και πουλούσε κανάτια, τσουκάλια και άλλα πήλινα αγγεία, που τα είχε όλα, φύρδην-μίγδην, φορτωμένα στο γάιδαρο του. Μα τις Κυριακές ήταν ένας κομψός κι ευγενικός κύριος. Αυτή, ακριβώς η τακτική μεταβολή του έκανε τους Αθηναίους να τον προσέξουν. Όπως μας αφηγήθηκε η σεβαστή Αθηναία Δέσποινα Κα Μαρίνα Τσάκωνα, της οποίας το πατρικό σπίτι βρισκόταν στις όχθες του Ιλισσού, στη διασταύρωση των οδών Αθανασίου Διάκου και Καλλιρόης, ο Μπάρμπα-Γιάννης, του οποίου το επώνυμο η συνομιλήτρια μας δεν συνεκράτησε, έμενε πλάι στο πατρικό της, επί της οδού Καλλιρρόης, σ' ένα μικρό σπιτάκι που σώζεται μέχρι σήμερα. Εχήρεψε σχετικά νέος και ασχολήθηκε μόνος με την ανατροφή των δυο κοριτσιών του, το ένα μάλιστα, από τα οποία, λόγω της οικονομικής ανέχειας του, αναγκάστηκε να βάλει να εργαστεί σαν υπηρέτρια. Στην αυλή αυτού του οικίσκου ο Μπάμπα-Γιάννης είχε τα κανάτια, τα τσουκάλια και τα άλλα πήλινα είδη, τα οποία πουλούσε στις γειτονιές της Αθήνας με το γάιδαρο του του. Από άλλη όμως πηγή πληροφορούμεθα ότι ο Μπάρμπα-Γιάννης ο Κανατάς κατοικούσε σ' ένα σπιτάκι που βρισκόταν στου Τσακαγιάννη, μέσα σε μιαν αυλή της σημερινής οδού Υπερείδου, στην Πλάκα. Σ' ένα νοικοκυρεμένο δωμάτιο της αυλής έμενε ο Μπάρμπα Γιάννης κι' ένα άλλο χρησίμευε για στάβλος ενός κοκκινοτρίχη γαϊδάρου, που ήταν ο αχώριστος σύντροφος του Μπάρμπα-Γιάννη όλες τις εργάσιμες ημέρες. Τις καθημερινές, λοιπόν, φόρτωνε το πρωί στο γάιδαρο του ο Μπάμπα-Γιάννης τις στάμνες, τα τσουκάλια, τα Αιγινήτικα κανάτια και τ' άλλα πήλινα αγγεία που πουλούσε κι' έβγαινε στις γειτονιές για να τα διαλάληση. Όλη μέρα γύριζε στους δρόμους. Κι ας ήταν, όπως είπαμε παραπάνω κακοντυμένος. Φορούσε κάτι παλιόρουχα μπαλωμένα, βρόμικα κουρελιασμένα, ελεεινά... Στο κεφάλι του, χειμώνα-καλοκαίρι, φορούσε μια πλατύγυρη ψάθα, απ' αυτές που φορούν οι χωριάτες τους θερινούς μήνες, για να προφυλαχθούνε από την κάψα του ήλιου. Έτσι ντυμένος ο Μπάρμπα-Γιάννης βάδιζε πλάι στο γάιδαρο του φωνάζοντας τις νοικοκυρές ν' αγοράσουν από τα κανάτια του. Την εποχή εκείνη, ο θρυλικός αυτός κανατάς ήταν μεσόκοπος. Μα είχε παρουσιαστικό ομορφάνθρωπου, κάτω από τα κουρέλια του. Ήταν ψηλός, με λυγερό σώμα, ξανθό πυκνό μουστάκι, γαλανά μάτια και λεπτή φυσιογνωμία, που εφαίνετο ξενική γιατί έμοιαζε με Γερμανό ή Σλαύο. Η ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ Φαίνεται ότι κάτω από τα κουρέλια μερικές γυναίκες διέκριναν την ομορφιά και τη χάρη του Μπάρμπα-Γιάννη. Μα πιο πολύ τον πρόσεχαν την Κυριακή που μεταμορφώνετο τελείως. Τις Κυριακές και τις γιορτές ο κουρελής κανατάς με το γάιδαρο, γινόταν κομψός κύριος, ντυμένος σύμφωνα με όλες τις απαιτήσεις της μόδας εκείνου του καιρού. Εφορούσε μια ρεντιγκότα -που τότε ήταν το πιο επίσημο ένδυμα της ημέρας- και που βρισκόταν πάντα σε άριστη κατάσταση, ριγέ παντελόνι με άψογη τσάκιση, παπούτσια λάστιχα που τάλεγαν «μποτίνια» και ήσαν επίσης της μόδας, και άσπρο γιλέκο, γαρνιρισμένο με λίγα ποικιλόχρωμα λουλούδια. Την εμφάνιση του συμπλήρωνε ένα μαύρο ψηλό καπέλο που το φορούσαν, τότε, μόνο οι πολύ επίσημοι, καθώς κι' ένα πολύχρωμα μάλλινο σάλι στον ώμο, που ήταν την εποχή εκείνη, το συμπλήρωμα της τουαλέτας κάθε κομψευόμενου κυρίου. Τέλος, φορούσε στα χέρια του εκλεκτής ποιότητας, άσπρα γάντια και κρατούσε ένα μπαστούνι με ασημένια λαβή, αλλά συγχρόνως και μια κομψή ομπρέλα! Με την επίσημη αυτή ενδυμασία και μ' ένα άνθος στη μπουτονιέρα, τελείως αγνώριστος, έκανε την εμφάνιση του στη γειτονιά, ο Μπάρμπα-Γιάννης κάθε Κυριακή πρωί. Τώρα δεν ήταν ο «εργατικός» κανατάς, αλλά ο «κύριος» Γιάννης. Επήγαινε στην Εκκλησία, κατά προτίμηση στον Αη-Γιώργη τον Καρύτση, όπου τα χρόνια εκείνα πήγαιναν οι αριστοκρατικές οικογένειες, και κατόπιν μετέβαινε στα πιο αριστοκρατικά ζαχαροπλαστεία της εποχής εκείνης, που βρίσκονταν στη μέση, περίπου, της οδού Σταδίου. Εσύχναζε, επίσης και στο περίφημο καφενείο της «Ωραίας Ελλάδος» όπου πήγαινε να πάρει τον καφέ του, με ύφος επίσημο, σαν εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Όλοι τον γνώριζαν και τον υποδέχοντο με γέλια και χαρές. Το απόγευμα, φορώντας πάντα τα επίσημα ρούχα του, πήγαινε στην Πλατεία του Συντάγματος, κατάμεστη από κόσμο όπου επαιάνιζε η μουσική της φρουράς. Όταν ο Μπάρ-μπα-Γιάννης πλησίαζε στην εξέδρα που βρισκόταν η στρατιωτική μπάντα, ο αρχιμουσικός σταματούσε, τον χαιρετούσε στρατιωτικά και υπό τις επευφημίες έδινε τη θέση του στον ιδιόρρυθμο αυτό κανατά, ο οποίος με όλη τη σοβαρότητα που απαιτούσε η περίσταση, έπαιρνε τη μπαγκέτα για να διευθύνει τη μουσική, που έπαιζε το γνωστό τραγούδι του
Μπάρμπα-Γιάννη με τις στάμνες
και με τα κανάτια σου
Με την εξαφάνιση του Μπάρμπα-Γιάννη κάμποσα χρονιά αργότερα, εξαφανίστηκε συγχρόνως, και η ωραία μαρμάρινη εξέδρα της πλατείας. Την έφαγε το... τραμ με τ' άλογα. Προκειμένου να συνέχιση το ιπποκίνητο τραμ της οδού Σταδίου την πορεία του προς την οδό Φιλελλήνων, βρήκαν πως έπρεπε να κόψουν την Πλατεία στα δια για να περάση το τραμ στη μέση! Και μόνο σι 1903 «αφηρέθησαν εκ του μέσου της Πλατείας του Συντάγματος αι γραμμαί του ιπποσιδηροδρόμου και επετεύχθη η ενότης της Πλατείας» (Επαμ. Κ. Στασινόπουλου. «Η Αθήνα του περασμένου αιώνα (1830-1900)». Σελίς 95). Κατά το βραδάκι, τέλος, ο Μπάρμπα-Γιάννης έκανε τον περίπατο του στην οδό Πατησίων, όπου τα χρόνια εκείνα, εγίνετο ο περίπατος του «καλού κόσμου» της Αθήνας. Έτσι, ντυμένος σαν τέλειος αριστοκράτης, περνούσε ο Μπάρμπα-Γιάννης τις Κυριακές του. Το πιο περίεργο όμως απ' όλα, είναι ότι, ανάλογα με τις ημέρες και την αμφίεση, ο Μπάρμπα-Γιάννης άλλαζε και την συμπεριφορά του! Την Κυριακή δηλαδή, που ήταν ντυμένος με την επίσημη περιβολή του, ήταν ευγενέστατος, περιποιητικός στις κυρίες, και χαιρετούσε όλους με πραγματικά, γαλατική ευγένεια, βγάζοντας ως κάτω το ψηλό καπέλλο του. Αντίθετα τις καθημερινές που διαλαλούσε τις στάμνες τους στις γειτονιές, είχε τελείως διαφορετικούς -χοντρούς τρόπους. Μιλούσε σ' όλους στον ενικό και αν τυχόν, ιδιότροποι πελάτες τον πείραζαν ή τον δυσαρεστούσαν, έβριζε τους πάντας και τα πάντα με ποικίλο και πλούσιο λεξιλόγιο από χοντρές βρισιές! ΠΩΣ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ Επί αρκετά χρόνια ο Μπάρμπα-Γιάννης ζούσε στην Αθήνα αυτή τη διπλή ζωή. Έγινε «τύπος» πασίγνωστος και λαοφιλής, και η φήμη του πέρασε και στον... τύπο της εποχής. Άξαφνα όμως, μια μέρα χάθηκε από την Αθήνα ο Μπάρμπα-Γιάννης, χωρίς να ξαναφανεί πια Δεν φαίνεται πιθανό να είχε πεθάνει, γιατί κάτι τέτοιο, εύκολα θα γινότανε γνωστό στη μικρή κοινωνία της Αθήνας του καιρού εκείνου. Μάλλον είχε φύγει κρυφά, με τρόπο μυστηριώδη, όπως ακριβώς είχε εμφανιστεί, χωρίς κανείς να ξέρει από που ήρθε. Στα 1878 έγινε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, που μεταξύ άλλων, είχε σαν αποτέλεσμα και την απελευθέρωση της Βουλγαρίας. Τότε χάθηκε ξαφνικά, και ο Μπάρμπα-Γιάννης από την Αθήνα. Ούτε τις καθημερινές ξαναβγήκε στους δρόμους, με το γάιδαρο του να πούληση κανάτια, ούτε τις Κυριακές, κομψός, να κόμη την επίδειξη του. Είχεν εξαφανιστεί Η εξαφάνιση του, αυτή, σχολιάστηκε ευρύτατα, τότε, σ' όλη την Αθήνα. Όλοι προσπαθούσαν να εξακριβώσουν τι ήταν ο Μπάρμπα-Γιάννης πως φάνηκε στην Αθήνα και πως χάθηκε. Δεν κατέστη, όμως, δυνατό να γνωσθούν πολλά πράγματα γι' αυτόν. Το πιθανότερο είναι πως ήταν ξένος. Έπειτα ελέχθη πως ήταν από τη Βουλγαρία. Έλλην της Βουλγαρίας ή Βούλγαρος; Κανείς, αυτό δεν το ήξερε. Μερικοί είπαν πως έφυγε από τη Βουλγαρία για να ξεφύγει τις καταδιώξεις των τουρκικών αρχών, και άλλοι υποστήριζαν πως ήρθε στην Αθήνα για να ξεχάσει μια άτυχη αγάπη του στη Βουλγαρία... Άλλοι επίσης, ισχυρίζονταν πως δεν συνέβαινε τίποτα απ' όλα αυτά και πως ο Μπάρμπα-Γιάννης ήταν στην Αθήνα κατάσκοπος της Βουλγαρίας. Έλεγαν και βεβαίωναν, ότι στην πατρίδα του ήταν δικαστής και άνθρωπος μορφωμένος και στην Αθήνα μεταμφιέστηκε σε κανατά, για να μην κινεί υποψίες. Ωστόσο, οι καλοί τρόποι του τις Κυριακές έδειχναν, ότι ήταν άνθρωπος καλής κοινωνικής τάξεως. Υπάρχουν μάλιστα και μερικοί που βεβαιώνουν, πως συνάντησαν τον Μπάρμπα-Γιάννη στην Σόφια, λίγα χρόνια μετά την εξαφάνιση του από την Αθήνα. Ήταν, λένε, σεβαστός και τιμημένος δικαστής στη Βουλγαρική πρωτεύουσα. Τάχα να ήταν πραγματικά ο δικαστής αυτός ο Μπάρμπα-Γιάννης, η κάποιος που του έμοιαζε; ΤΟ ΠΕΡΙΦΗΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ Ας δούμε τώρα και το τραγούδι του Μπάρμπα-Γιάννη. Κάποιος λαϊκός στιχουργός που είχε ιδέα και μουσικής, σκέφτηκε να τραγουδήσει τον Μπάρμπα-Γιάννη. Επήρε λοιπόν τη μουσική ενός ιταλικού τραγουδιού και του έβαλε τους ελληνικούς στίχους, που σατίριζαν τον λαοφιλή κανατά:
Μπάρμπα-Γιάννη με τις στάμνες
και με τα κανάτια σου,
να χαρείς τα μάτια σου.
Πρόσεξε μη σε γελάσει
καμιά όμορφη κυρά
και σου φάει το γαϊδούρι
και σ' αφήσει την ουρά,
Μπάρμπα-Γιάννη Κανατά.
Το τραγούδι αυτό σημείωσε, όταν πρωτοκυκλοφόρησε μεγάλη επιτυχία. Έγινε πασίγνωστο και δημοφιλέστατο. Και καθώς ήταν ευτράπελο και πεταχτό, δεν έπαψε να τραγουδιέται, ακόμα, κι ως τις μέρες μας. Φαίνεται όμως, πως το τραγούδι του Μπάρμπα-Γιάννη, του κανατά είχε πολλές στροφές. Τυπώθηκε, μάλιστα και σε φυλλάδιο, χωρίς, βέβαια, ποιητικές αξιώσεις. Ιδού λοιπόν και μερικές ακόμα στροφές του:
Δε μου λέγετε κυράδες
τι ζητάτε από μένα,
που γυρίζω κάθε μέρα
με παλιόρουχα σκισμένα;
Και στο γάιδαρο μου επάνω,
έχω στάμνες, φορτωμένες,
γαβαθάκια και λοιπά
και φωνάζω τραλαλά.
Μπάρμπα-Γιάννη Κανατά,
πως περνάς από μυαλά;
Και στην εορτή σαν λόρδος
περπατώ καμαρωτά
με ψηλό μαύρο καπέλλο
και με γάντια εκλεκτά.
Και μου λέτε να προσέχω
μη βρεθεί καμιά κυρά
και μου φάει το γαϊδούρι
και μ' αφήσει την ουρά.
Μη σας μέλλει για εμένα
και το κάμετε δουλειά
θα βρεθεί κι δι' εμένα
καμιά νόστιμη κυρά.
Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε αν το τραγούδι αυτό τραγουδιόταν απ' την αρχή ολόκληρο, κι έπειτα έμειναν οι λίγες στροφές που διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα, ή μήπως αντίθετα, αφού το τραγούδι έγινε δημοτικώτατο, κάποιος άλλος στιχουργός, έγραψε εν συνεχεία και άλλες στροφές. Ξέρουμε, όμως, πως γρήγορα το τραγούδι έγινε λαοφιλέστατο. Τραγουδιόταν παντού. Με το πέρασμα του χρόνου το τραγούδι του Μπάρμπα-Γιάννη ξεχάστηκε. Ωστόσο, προ τριανταπέντε, περίπου, ετών ξανάζησε. Κατέκτησε, πάλι την Αθήνα. Το τραγούδησε η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο σε δίσκους και ο τενόρος Πέτρος Επιτροπάκης, επίσης σε δίσκους, που κυκλοφόρησε η Εταιρεία «ΟΝΤΕΟΝ». Το άκουσε όλη η Ελλάδα. Σήμερα, δεν μπορούμε να πούμε πως έχει ολότελα ξεχαστεί. Έμεινε, από τότε, σαν ένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια της παλιάς εποχής. Η σημερινή Αθήνα, που με τα προάστια της ξεπερνάει, τρία εκατομμύρια, δεν έχει πια «τύπους», η μάλλον δεν έχει τον καιρό ν' ασχολείται με αυτούς. Το «κλίμα» της εποχής μας είναι ολότελα διαφορετικό από εκείνο, της εποχής, του Μπάρμπα-Γιάννη του Κανατά, όταν ο κόσμος διασκέδαζε με το τίποτε. Οι καθημερινές φροντίδες, ο ρυθμός της ζωής και, γενικότερα, η νοοτροπία των ανθρώπων του καιρού μας, δεν αφήνουν περιθώρια για «τύπους». Αν, μολαταύτα τολμούσε να κάνει κάποιος αλλόκοτος, την εμφάνιση του, παρά ταύτα θα τον συμμαζεύατε σε κάποιο από τα ποικιλώνυμα εκείνα, ιδρύματα και άσυλα που δεν υπήρχαν στα παλιά χρόνια. Μα κι' αν υπήρχαν, ήσαν, πάντως, λιγοστά για να τους χωρέσουν όλους!
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ-ΖΑΜΑΝΙΚΟΣ
ΤΟΤΕ...
1983
No comments:
Post a Comment