Τα άγνωστα χρόνια στα θρανία
Επαιρνε συχνά απαλλαγή από το μάθημα της γυμναστικής λόγω προβλημάτων υγείας (ελονοσία, διόγκωση σπλήνας, αναιμία, πλευρίτιδα), είχε μείνει δύο φορές στα μαθηματικά, αποφοίτησε από το γυμνάσιο με βαθμό «καλώς» 6 και 3/10 και έπαιζε... βιολί.
Ανάμεσα στις άγνωστες ιστορίες από τα σχολικά χρόνια του Βασίλη Τσιτσάνη ξεχωρίζει η απέχθειά του για τα μαθηματικά. Ηταν ένα μάθημα που δεν άντεχε. Το διάβαζε με άγχος και χωρίς όρεξη
Αυτές είναι μερικές μόνο άγνωστες πτυχές από τα μαθητικά χρόνια του Βασίλη Τσιτσάνη στα Τρίκαλα, και βλέπουν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας, μέσα από μια... παράπλευρη έρευνα που κάνει η λογοτέχνις, Μαρούλα Κλιάφα.
Η συγγραφέας, λαογράφος και επίτιμη διδάκτορας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου της Θεσσαλίας, που έχει τιμηθεί από την Ακαδημία Αθηνών για την προσφορά της στην εφηβική λογοτεχνία, ολοκληρώνει μια μελέτη για την «Εκπαίδευση στη Δυτική Θεσσαλία 1881-1950». Στο πλαίσιο αυτής της έρευνάς της μελέτησε το αρχειακό υλικό όλων των σχολείων της περιοχής και στάθηκε ιδιαίτερα στο 3ο Δημοτικό Σχολείο Τρικάλων, από όπου έχουν αποφοιτήσει -σε διαφορετικές χρονικές περιόδους- ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Απόστολος Καλδάρας και ο Κώστας Βίρβος.
Ο Τσιτσάνης ήταν μεγαλύτερος αυτών, γεννημένος το 1915. Οι τρεις τους δεν συναντήθηκαν ποτέ στο 3ο Δημοτικό Σχολείο, ενώ μετά την αποφοίτησή του εγγράφηκε στο 3ο Σχολαρχείο (σημερινό γυμνάσιο), το οποίο βρισκόταν στην πλατεία Πλατάνου και, αφού ολοκλήρωσε με επιτυχία τις γραπτές και προφορικές εξετάσεις των τριών τάξεων, συνέχισε στην Δ΄ τάξη του εξατάξιου γυμνασίου.
Πάνω, ο Βασίλης Τσιτσάνης (σε κύκλο) στις σχολικές φωτογραφίες από το δημοτικό και το γυμνάσιο. Δεξιά, φωτογραφία του μεγάλου μας δημιουργού μετά το σχολείο, με φίλους του στα Τρίκαλα
Δίδακτρα
«Την εποχή αυτή, -είμαστε στο 1930- η εκπαίδευση δεν ήταν δωρεάν και οι μαθητές πλήρωναν δίδακτρα. Απαλλάσσονταν μόνο ειδικές κατηγορίες, όπως πρόσφυγες, παιδιά πολύτεκνων οικογενειών, αλλά και το 15% των πιο άπορων κάθε τάξης. Σε αυτήν την τελευταία κατηγορία εντασσόταν πάντα ο Τσιτσάνης και απαλλασσόταν από τα εκπαιδευτικά τέλη για κάποιο τρίμηνο ή για ολόκληρη τη χρονιά», λέει στο «Εθνος» η συγγραφέας Μ. Κλιάφα.
Στα έξι χρόνια του γυμνασίου, τα περισσότερα έπαιρνε απαλλαγή από το μάθημα της γυμναστικής για λόγους υγείας. Το 1930 είχε προσβληθεί από ελονοσία, όπως και πολύ μεγάλος αριθμός νέων και ενηλίκων στη Θεσσαλία, εξαιτίας των μεγάλων εκτάσεων με λιμνάζοντα νερά, που είχε ως αποτέλεσμα να ξεσπάσει επιδημία ελονοσίας.
Οικογενειακή φωτογραφία, με τον μικρό Βασίλη Τσιτσάνη να ποζάρει στα γόνατα του πατέρα του
Στην Ε΄ τάξη του γυμνασίου ο Τσιτσάνης, που γενικά ήταν καλός μαθητής, έμεινε μετεξεταστέος στα μαθηματικά. Ηταν ένα μάθημα που δεν άντεχε. Το διάβαζε με άγχος και χωρίς όρεξη, αλλά δεν ήθελε να μένει. Τον Σεπτέμβριο του 1932 έδωσε εξετάσεις, πέρασε τα μαθηματικά, οριακά με 6, και προχώρησε στην ΣΤ΄ και τελευταία τάξη. Εκεί, το σχολικό έτος 1932-1933, φοιτούσαν 61 αγόρια και 2 κορίτσια. Με το ένα ήταν τρελά ερωτευμένος, αλλά εκείνη δεν το έμαθε ποτέ, το άλλο το παντρεύτηκε ένας συμμαθητής του. Στην τελευταία τάξη επίσης δεν πλήρωσε δίδακτρα και επίσης απαλλάχθηκε από το μάθημα της γυμναστικής, λόγω πλευρίτιδας. Στις γραπτές εξετάσεις τον Φεβρουάριο του 1933 συνελήφθη με... σκονάκι και όταν ο καθηγητής απείλησε να του πάρει το γραπτό για να το μηδενίσει, ο Τσιτσάνης έσκισε την κόλλα. Για την πράξη του αυτή τιμωρήθηκε με εξαήμερη αποβολή, ενώ και πάλι κόπηκε στα μαθηματικά τον Σεπτέμβριο του 1933 -με βαθμό 4- και επανεξετάστηκε τον Φεβρουάριο του 1934. Ο σύλλογος των καθηγητών τού έδωσε απολυτήριο με βαθμό «καλώς», 6 και 3/10 και διαγωγή «κοσμιωτάτη» και λίγο αργότερα έφυγε από τα Τρίκαλα για την Αθήνα, με σκοπό να σπουδάσει νομικά.
Εκείνο που δεν είναι τόσο γνωστό είναι πως στο σχολείο ο Βασίλης Τσιτσάνης έπαιζε βιολί. «Είναι λάθος να πιστεύει ο κόσμος πως τα ακούσματά του ήταν δημοτική μουσική. Κάθε άλλο. Ακουγε κλασική μουσική, μαντολινάτα και έπαιζε πολύ καλό βιολί, όταν όλοι οι φίλοι του έκαναν μαθήματα μαντολίνου», μας λέει η κ. Κλιάφα.
Η περιπλάνηση στις ταβέρνες με ένα παλιό μπουζούκι και η Αρχόντισσα
Οταν κατέβηκε στην Αθήνα «ξέθαψε» ένα παλιό μπουζούκι του πατέρα του και ξεκίνησε να δουλεύει στις ταβέρνες ως μουσικός για να συμπληρώσει το εισόδημά του. Ηχογράφησε για πρώτη φορά το 1937, αλλά το κύριο μέρος των προπολεμικών δίσκων του πραγματοποιήθηκε τα επόμενα χρόνια. Η «Αρχόντισσα» είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε, αλλά μαζί μ' αυτό βρίσκουν θέση στη δισκογραφία τραγούδια όπως τα «Να γιατί γυρνώ», «Γι' αυτά τα μαύρα μάτια σου» και πολλά άλλα που ερμηνεύουν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Με αυτά τα τραγούδια ο Τσιτσάνης εισήγαγε ένα νέο είδος λαϊκού τραγουδιού το οποίο αποτείνεται στο πλατύτερο κοινό, σε αντίθεση με το ρεμπέτικο τραγούδι που ενδιαφέρει έναν περιορισμένο κύκλο ακροατών.
Κόντρα στη λογοκρισία
Μ' αυτά απαντά στη λογοκρισία της μεταξικής δικτατορίας, η οποία απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Τα χρόνια της Κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά. Αυτά τα χρόνια γράφει πολλά από τα τραγούδια που ηχογραφεί μετά τον πόλεμο όταν άνοιξαν ξανά τα εργοστάσια δίσκων. «Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα» και βέβαια τη «Συννεφιασμένη Κυριακή».
ΜΑΡΙΑ ΡΙΤΖΑΛΕΟΥ
ΕΘΝΟΣ
No comments:
Post a Comment